22.7 C
Athens
Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Ο “γυάλινος εύθραυστος κόσμος” της Ελένης Σκότη είναι το φως της τέχνης. Ένα θαύμα και μια ελπίδα…

Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου

Κανείς, ούτε κι η βροχή ακόμη δεν έχει τόσο μικρά χέρια
e.e. cummings

Όσο κι αν έχω δει ξανά και ξανά αυτό το έργο, όσο κι αν έχει πολυπαιχτεί ο «Γυάλινος Κόσμος», όσο κι αν τον γνωρίζει το θεατρόφιλο κοινό, η παράσταση της Ελένης Σκότη αποτελεί μια έκπληξη. Συναίσθημα, νοσταλγία, υποδόριο χιούμορ, ειρωνεία, μελαγχολία, πόνος και λυρισμός ενυπάρχουν σ’ αυτήν. Πολύ συχνά οι χαρακτήρες των θεατρικών έργων του Τένεσι Ουίλιαμς είναι προεκτάσεις ατόμων της ίδιας του της οικογένειας, και χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι τα πρόσωπα του «Γυάλινου Κόσμου». Σε πολλά από τα έργα του, ο Τένεσι Ουίλιαμς ενσωματώνει στοιχεία της δικής του προσωπικής ζωής και των παιδικών του χρόνων. Στην ουσία, περιγράφει την ίδια του την οικογένεια. Δεν παρακολουθούμε την οικογένεια Wingfield, αλλά την οικογένεια Ουίλιαμς. Η μητέρα Αμάντα, με τη δήθεν τελειομανία και την κουραστική πολυλογία της, ταιριάζει σχεδόν απόλυτα με τη μητέρα του συγγραφέα, Εντουίνα. Μια αριστοκρατική γυναίκα, ωστόσο υπερπροστατευτική. Αλλά κυρίως έχει επηρεαστεί από την αδερφή του, τη Ρόουζ. Η Ρόουζ είναι η έμπνευση για τη Λώρα, καθώς η ίδια έπασχε από σχιζοφρένεια κι είχε υποβληθεί σε μετωπιαία λοβοτομή με τη συγκατάθεση της μητέρας τους. Το αποτέλεσμα ήταν να μείνει σχεδόν ανάπηρη. Ο συγγραφέας έφερε βαρέως το γεγονός σε όλη του τη ζωή. Εκ γενετής χωλή η Λώρα, ενδοστρεφής και μόνιμα θλιμμένη, είναι πιστό αντίγραφο της Ρόουζ. Και τέλος ο ίδιος, άνθρωπος με όνειρα, εγκλωβισμένος σε μια δυσάρεστη πραγματικότητα, αναζήτησε τη δική του τύχη μακριά από την οικογένεια έχοντας πάντα τύψεις για εκείνη της αδερφής του. Ο γιος Τομ, υπάλληλος σε αποθήκη υποδημάτων, με κρυφή νυχτερινή ζωή και δείχνοντας αδιαφορία για την οικογένειά του, είναι αναμφισβήτητα ο ίδιος ο συγγραφέας την εποχή που η οικογένεια έζησε στο Σαιντ Λούις και ο νεαρός Ουίλιαμς εργάστηκε ως υπάλληλος σε αποθήκη υποδημάτων, παράλληλα ανακαλύπτοντας τις ομοφυλοφιλικές προτιμήσεις του. Το πραγματικό μικρό όνομα του Ουίλιαμς ήταν Τόμας. Τέλος, ο επισκέπτης Τζιμ Ο’ Κόνορ είναι πρόσωπο υπαρκτό και μάλιστα υπήρξε φίλος του νεαρού Τένεσι. Στο έργο εμφανίζεται ως καταλύτης. Τον πατέρα του, που δεν εμφανίζεται στο έργο, μια αυστηρή πατριαρχική φιγούρα, τον θεωρούσε ουσιαστικά “απόντα” λόγω της δουλειάς του.

Οι μνήμες του Τομ

Το αριστούργημα του Τένεσι Ουίλιαμς «O Γυάλινος Κόσμος» παρουσιάζεται στο θέατρο «Εμπορικόν». Στην παράσταση, που σκηνοθέτησε με ποιητική αλήθεια και συναισθηματική αμεσότητα η Ελένη Σκότη, πρόσωπα τραγικά μετεωρίζονται ανάμεσα στην παρουσία και την απουσία, ανάμεσα στη φυγή και το δέος της μοναξιάς, ανάμεσα στην ανάγκη της επαφής και το φόβο της διάψευσης. Ανάμεσα στην ελπίδα της αγνότητας και στη διαπίστωση της φθοράς… Η διαφορά ανάμεσα στους ήρωες του θεατρικού συγγραφέα και στα πραγματικά, συνηθισμένα πρόσωπα, είναι μια διαφορά εξωτερίκευσης και μόνο. Παράσταση που με ιδιοφυία και έμπνευση αναδεικνύει ένα μεγαλειώδες πολιτικό, συναισθηματικό, λυρικό έργο. Τρυφερό και σκληρό ταυτόχρονα. Ο Τομ είναι αυτός ο οποίος ζωντανεύει το έργο μέσα από τις μνήμες του, πολλά χρόνια μετά τα γεγονότα. Πλάθει στη σκηνή τα πρόσωπα που στοίχειωσαν τη ζωή του, αυτά που εγκατέλειψε. Κάνει τη ζωή του θέατρο. Αυτή είναι η σκηνοθετική προσέγγιση. Η μητέρα του, η αδελφή του και ο καλεσμένος έρχονται στη μνήμη του και γεννιούνται πάνω σε μια σκηνή θεάτρου… Ο ήρωας επιστρέφει στο παρελθόν, στα νεανικά του χρόνια. Τα αναπολεί όταν πια είναι 60χρονος και φθασμένος. Ένας γερασμένος Τομ.

Ιστορικό πλαίσιο

Πρόκειται για ένα έργο «μνήμης» πάνω στους ακατάλυτους και τραυματικούς δεσμούς μιας οικογένειας μέσα στην ταραγμένη κοινωνική περίοδο πριν από το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά το Κραχ του ‘29, το αστικό κέντρο έχει συσσωρευτεί από φτωχούς εργάτες. Στην Ευρώπη επικρατεί αναβρασμός και όλα δείχνουν πως το πράγμα θα ξεκαθαρίσει με έναν δεύτερο μεγάλο πόλεμο. Οι επιπτώσεις του Κραχ στις ΗΠΑ σε αριθμούς έχουν ως εξής: 12.000.000 έμειναν άνεργοι, 12.000 έχαναν τη δουλειά τους κάθε μέρα, 20.000 επιχειρήσεις κήρυξαν πτώχευση, 1.616 τράπεζες πτώχευσαν, 1 στους 20 γεωργούς ξεσπιτώθηκε, 23.000 αυτοκτονίες σημειώθηκαν σ’ ένα χρόνο, αριθμός – ρεκόρ. Την ίδια εποχή ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Τσάμπερλαιν προσπαθεί να κρατήσει καλές σχέσεις με τη ναζιστική Γερμανία. Η πολιτική του περνά στην Ιστορία ως Πολιτική Κατευνασμού. Γερμανικό αεροσκάφος που εστάλη από τον Χίτλερ προς υποστήριξη του Φράνκο στην Ισπανία βομβαρδίζει τη βασκική πόλη Γκερνίκα. Το γεγονός μένει στην Ιστορία κυρίως χάρη στον πίνακα του Πικάσο που αποτυπώνει όλη τη φρίκη του πολέμου.

Η ανάγκη για ψευδαισθήσεις

Παρόλο που η οικονομική κρίση φαίνεται να είναι μία από τις αιτίες της οικογενειακής αποκαρδίωσης, όσο διαβάζει κανείς το κείμενο αισθάνεται πως τα αίτια είναι μάλλον βαθύτερα και όχι συγκυριακά. Η ανθρώπινη απελπισία κατακάθαρη, ολοφάνερη. Η αλήθεια ωμή. Δεν υπάρχει αχτίδα χαράς, κανένα ίχνος ευδαιμονίας. Ούτε φως αναπηδά από το σκότος. Θλίψη, απόγνωση, απογοήτευση.
Ο συγγραφέας σκιαγραφεί μοναδικά τη διαχρονική ανάγκη των ανθρώπων να καταφεύγουν σε ψευδαισθήσεις, στην απομόνωση ή στην τέχνη πλάθοντας «έναν γυάλινο, εύθραυστο κόσμο» προκειμένου να αντέξουν τη σκληρή πραγματικότητα που τους συνθλίβει. Η ανασφάλεια οδηγεί κάποιους σε μια αλλοτρίωση, η οποία εξαργυρώνεται μόνο μέσα από ερμητικές φαντασιώσεις και βολικές μυθοπλασίες, άλλους δε τους κάνει ποιητές. Ποιητές που στιγματίζονται από ενοχές, δικαιώνονται ωστόσο μέσα από τη δημιουργικότητά τους.
Ο «Γυάλινος Κόσμος» (αγγλικός τίτλος: The Glass Menagerie, Το Γυάλινο Θηριοτροφείο) θεωρείται το πιο αυτοβιογραφικό έργο του Αμερικανού συγγραφέα. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 1944 στο θέατρο «Σιβίκ» του Σικάγου και την επόμενη χρονιά στη Νέα Υόρκη (Θέατρο Playhouse, Μάρτιος 1945), όπου κέρδισε το Βραβείο New York Drama Critics Circle Award. Αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη θεατρική επιτυχία του συγγραφέα καθιερώνοντάς τον ως ένα από τους σημαντικότερους του αιώνα.

Ένας δυσοίωνος ήχος σκισίματος στον ουρανό

Μια οικογένεια προσκολλημένη στο δικό της κόσμο και στη δική της πραγματικότητα που φαντασιώνεται περισσότερο ότι ζει παρά μάλλον ζει πραγματικά. Η μάνα -παλαιά καλλονή του αμερικανικού Nότου εγκαταλελειμμένη από τον σύζυγο- αναπολεί το παλαιό ένδοξο παρελθόν και μόνη της διέξοδος είναι η διήγηση των παλαιών ερωτικών της επιτυχιών και του τι μπορούσε να έχει επιτύχει αν είχε επιλέξει τον κατάλληλο πλούσιο σύζυγο. Έχει έμμονη ιδέα με τα παιδικά και νεανικά της χρόνια στο Νότο, ωστόσο τώρα δείχνει την εικόνα της «ξεπεσμένης καλλονής», ένα μοτίβο που επανέρχεται σε πολλά έργα του συγγραφέα. Εκτός αυτού καταφεύγει και σε μια αυταρχική επιβολή των δικών της «θέλω» στα παιδιά της. Πόσο αλήθεια γνώριμα μονοπάτια και για τις ελληνικές οικογένειες, που μητέρες και πατεράδες φαντασιώνονται το μέλλον των παιδιών τους και προσπαθούν καταπιεστικά να τα εντάξουν σε αυτό;
Η Αμάντα μπορεί να ονειρεύεται ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά της, ωστόσο η πραγματικότητα είναι σκληρή. Ο κόσμος τους «γυάλινος». Για το γιο της, θεωρεί ότι είναι ένας εγωιστής ονειροπόλος, ο οποίος είναι ανεύθυνος και καταφεύγει στο αλκοόλ, στην ποίηση, στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο, αντί να συνεισφέρει ουσιαστικά στην οικογένεια. Ο ίδιος ονειρεύεται να φύγει και αυτός, όπως ο πατέρας του. “…η αλλαγή και η περιπέτεια δεν θα καθυστερούσαν για πολύ εκείνο τον χρόνο”. Η Λώρα είναι μια εύθραυστη παρουσία, ανάπηρη στο πόδι, φοβάται τον έξω κόσμο, προτιμώντας τη συλλογή της από γυάλινα ζωάκια και τη συλλογή παλιών δίσκων γραμμοφώνου του πατέρα της.
Κάποια στιγμή, όλη η οικογένεια στρέφει την ελπίδα της σε ένα τέταρτο πρόσωπο, τον Τζιμ, έναν επισκέπτη από τον έξω κόσμο, με τον οποίο έχει ένα σύντομο φλερτ η Λώρα. Ωστόσο, τα πάντα γκρεμίζονται, καθώς εκείνος διαλύει τις αυταπάτες τους κι έτσι επανέρχονται στην απτή πραγματικότητα, πιο κυνική από ποτέ.
Όπως εύστοχα έγραφε κάποτε ο Μάριος Πλωρίτης, «οι χαρακτήρες του «Γυάλινου Κόσμου» δεν σβήνουν μαζί με το έργο. Προεκτείνονται στα κατοπινά έργα του Ουίλλιαμς. Η Άλμα του “Καλοκαίρι και καταχνιά” είναι ομογάλακτη αδελφή της Λώρα, κι ο ξεπεσμός της Άλμα στην τελευταία σκηνή του έργου συνεχίζεται δραματικός σ’ ολόκληρο το “Λεωφορείο ο Πόθος”, όπου η Μπλανς Ντι Μπουά ξαναγυρίζει στις φαντασιώσεις της Αμάντα του “Γυάλινου κόσμου”. Ουσιαστικά σε όλα τα έργα του Ουίλλιαμς υπάρχει ένας βασικός χαρακτήρας, μία βασική κατάσταση: ο άνθρωπος (η γυναίκα κυριώτατα), που ανήμπορος να πλάσει την πραγματικότητα σύμφωνα με τα όνειρά του και μην αντέχοντας τη θλιβερότητά της, γλιστράει στη φαντασία για να βρει μιαν υπνωτική λύτρωση».
Στη συγκεκριμένη παράσταση οι συγκρούσεις έχουν ρεαλισμό και δραματική ποιότητα, οι αναμνήσεις εγγράφονται με πιστότητα, οι μονόλογοι του Τομ ρέουν ολοζώντανοι. Η πνιγηρότητα της μικροαστικής αμερικάνικης ζωής και ο υπόγειος σπαραγμός διαχέονται δεξιοτεχνικά. Ο χώρος βαθμιαία μετατρέπεται σε αρένα όπου θυσιάζεται η ανθρωπιά. Στο «Γυάλινο Κόσμο», «υπάρχει ένας δυσοίωνος ήχος σκισίματος στον ουρανό».

Χαρακτήρες του έργου

O Tom Wingfield είναι ο δυνάμει δημιουργικός χαρακτήρας που διαβιεί σε ένα συμβατικό και υλιστικό κόσμο. Είναι το ελεύθερο πνεύμα που καλείται να περιορίσει τα φτερά του δουλεύοντας σε μια ανιαρή και αντιπαθή δουλειά. Ο Τομ έχει το δικό του ανεξάρτητο κόσμο, που αποτελείται από όλα εκείνα τα πράγματα που ο ίδιος θεωρεί σημαντικά –την ποίησή του, τα βιβλία του, τα όνειρά του, την ελευθερία του, τις περιπέτειές του και τις αυταπάτες του. Πράγματα που βρίσκονται σε άμεση αντίθεση με τον κόσμο της μητέρας του. Οι δυο τους διαπληκτίζονται και συγκρούονται διαρκώς. Παρ’ όλα αυτά ο Τομ είναι ρεαλιστής, αναγνωρίζει τα δεινά της αδελφής του. Αντιλαμβάνεται ότι τα όνειρα της μητέρας του για κείνην είναι ουτοπικά. Καταλαβαίνει ότι δεν έχει κανένα μέλλον στην αποθήκη υποδημάτων και ξέρει ότι πρέπει να ενεργήσει γρήγορα και χωρίς οίκτο, αλλιώς θα καταστραφεί ως ένα αδύναμο ον. Αναγκάζεται, λοιπόν, να αφήσει τη μητέρα και την αδελφή του, έστω κι αν αυτές καταστραφούν. Για χρόνια, ο Τομ αναζητά διέξοδο από τη μεμψίμοιρη ανάκριση της Aμάντα παρακολουθώντας κινηματογράφο σχεδόν κάθε βράδυ. Αναζητά την περιπέτεια. Σύντομα συνειδητοποιεί ότι ζει την περιπέτεια και όχι τη ζωή. Καταλαβαίνει επίσης, ότι οι ταινίες και το ποτό είναι στιγμιαίες ψυχολογικές αποδράσεις. Απλώς αντισταθμίζουν τη βαρετή ζωή του και τον κάνουν να ξεφεύγει μόνο προσωρινά από τις δυσάρεστες απαιτήσεις της καθημερινότητας. Είναι επιτακτική η ανάγκη του για απόδραση από τις αυταρχικές οδηγίες της μητέρας του, για το πώς να τρώει, πότε να τρώει, τι να τρώει, πώς να σταματήσει το κάπνισμα, πώς να βελτιώσει τον εαυτό του, τι πρέπει να διαβάζει και ούτω καθεξής. Όταν η μητέρα του κάνει κατάσχεση των βιβλίων που έχει φέρει στο σπίτι, η ζωή του γίνεται πλέον σχεδόν ανυπόφορη. Εάν η Αμάντα δεν μπορεί να εκτιμήσει το μεγαλείο ενός καθιερωμένου συγγραφέα, τη δική του δημιουργική προσπάθεια δεν θα μπορέσει ποτέ να την κατανοήσει. Ο Τομ μάταια προσπαθεί να κάνει τη μητέρα του να δει ότι είναι διαφορετικός από αυτήν, ότι δεν είναι μια ακριβής αναπαραγωγή των ιδεών της. Τελικά ενεργεί με οδυνηρή ειλικρίνεια. Έχοντας επίγνωση του αναβρασμού μέσα του, ξέρει ότι πρέπει να δράσει γρήγορα γιατί ασφυκτιά. Καταλαβαίνει ότι αν παραμείνει, μόνο δυστυχία τον περιμένει και υποβάθμιση του ταλέντου του.
Η απόρριψη της οικογένειας από τον Τομ δεν είναι μια εγωκεντρική διαφυγή. Είναι ένα μέσο αυτοσυντήρησης και επιβίωσης. Αν μείνει, θα πρέπει να καταστραφεί ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης. Αλλά ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης, και ως ένα ευαίσθητο άτομο, δεν θα μπορέσει ποτέ στη ζωή του να λησμονήσει την ευαίσθητη γοητεία και την ψυχική ομορφιά της αδελφής του.
Η Amanda Wingfield ζει σε έναν κόσμο που κυμαίνεται μεταξύ ψευδαίσθησης και πραγματικότητας. Όταν βιώνει κάτι άβολο, απλώς κλείνει τα μάτια της από το βάναυσο και ρεαλιστικό κόσμο. Χρησιμοποιεί διάφορους μηχανισμούς διαφυγής, προκειμένου να αντέξει τη θέση της στη ζωή. Όταν η ζωή της στο σπίτι γίνεται αφόρητη, θυμάται τις ημέρες της νιότης της, τότε που κατοικούσε στο Blue Mountain και είχε δεκαεπτά καβαλιέρους σε ένα κυριακάτικο απόγευμα. Αυτή η ιστορία έχει ειπωθεί τόσες φορές που δεν γνωρίζουμε αν είναι μια ψευδαίσθηση ή μια πραγματικότητα. Η Αμάντα ενδίδει σε διάφορα παιχνίδια, έτσι ώστε να ξεφύγει από την αγγαρεία της πνιγηρής καθημερινότητας. Αρνείται να αναγνωρίσει ότι η Λώρα έχει αναπηρία και όταν αναφέρεται σε αυτήν μιλάει μόνο για ένα μικρό σωματικό ελάττωμα. Αρνείται να δεχτεί το γεγονός ότι ο Τομ, όπως και ο πατέρας του, θα τις εγκαταλείψει μια μέρα. Περιμένει τους καβαλιέρους που θα φλερτάρουν τη Λώρα και θα πέσουν στα πόδια της κάνοντάς της προτάσεις. Οι πιέσεις της ζωής όμως είναι επιτακτικές. Η σημαντικότερη από αυτές είναι η θέση της Λώρας. Επιπλέον, έχει δει την επιστολή που έλαβε ο Τομ από το Εμπορικό Ναυτικό και ξέρει ότι σύντομα θα φύγει. Θέλει μόνο το καλύτερο για τα παιδιά της, αλλά αδυνατεί να κατανοήσει ότι αυτό που θέλουν εκείνα είναι διαφορετικό. Επιθυμεί την ευτυχία τους, προσπαθεί να τους εμποδίσει να κάνουν τα ίδια λάθη με τα δικά της. Εν τούτοις είναι συνεχώς εριστική μαζί τους και καταπιεστική. Φλύαρη και πληθωρική, συχνά ξεσπά σε εκρήξεις ευθυμίας, ενώ από την άλλη πλευρά η Λώρα ζει σε έναν ήσυχο και ονειρικό κόσμο.
Αλλά η Αμάντα έχει μεγάλη αποφασιστικότητα και δύναμη. Αυτό δεν πρέπει να το παραβλέψουμε. Πολλές γυναίκες θα είχαν λυγίσει κάτω από παρόμοιες συνθήκες. Θύμα του χρόνου, ζει μια ζωή κενή, χωρίς νόημα και πεζή. Βρίσκει όμως τον τρόπο να τη γεμίσει. Ζει εναλλάξ ανάμεσα στον κόσμο της ψευδαίσθησης και τον κόσμο της πραγματικότητας. Αυτή η διακύμανση είναι η άμυνά της από την ανία και τη μονοτονία.
Η Laura Wingfield παρουσιάζεται ως ένας εξαιρετικά ντροπαλός και ευαίσθητος άνθρωπος. Η συστολή της τονίζεται ακόμα περισσότερο όταν έρχεται σε αντίθεση με την ισχυρή και σχεδόν επιθετική προσωπικότητα της μητέρας της. Είναι τόσο ευάλωτη που δεν μπορεί να πάει στη σχολή δακτυλογράφων που η μητέρα της, παρά την οικονομική τους στενότητα, την έχει γράψει. Φοβάται και γίνεται νευρική όταν ο Τομ και η Αμάντα μαλώνουν. Φροντίζει με μεγάλη τρυφερότητα και επιμέλεια τη συλλογή από γυάλινα ζωάκια που έχει δημιουργήσει. Αποσύρεται από τον κόσμο  -μια αποχώρηση από ό, τι είναι πραγματικό, συνηθισμένο, υποκριτικό και προσποιητό σε ό, τι είναι φανταστικό.
Έχει μια σωματική βλάβη, το ένα πόδι της είναι κοντύτερο από το άλλο. Αυτό επηρεάζει ολόκληρη την προσωπικότητά της. Υπερευαίσθητη φύση, έχει πειστεί ότι το μειονέκτημά της αποτελεί ένα τεράστιο εμπόδιο για κανονική ζωή. Η χωλότητα γίνεται σύμβολο της εσώτερης φύσης της. Όπως λέει ο Τομ, δεν είναι μόνο η αναπηρία που την κάνει διαφορετική, αλλά είναι απλώς διαφορετική. Ζει σε έναν κόσμο παλιών δίσκων γραμμοφώνου και γυάλινων ζώων.
Όταν έρχεται ο επισκέπτης, τότε βλέπουμε για πρώτη φορά την εσωτερική γοητεία της. Είναι ολόδροση ​​και όμορφη, είναι γοητευτική – όχι όπως η Aμάντα θέλει, αλλά με το δικό της ξεχωριστό τρόπο. Είναι ακόμη σε θέση να μας κάνει να ξεχνάμε τη σωματική αναπηρία της. Με τον Τζιμ, βλέπει ότι η διαφορά της είναι ένα περιουσιακό στοιχείο και όχι μειονέκτημα. Αλλά όταν ο μονόκερος σπάει, οι ελπίδες γκρεμίζονται.
Ο Jim O ‘Connor περιγράφεται ως «καλός, απλός, νέος άνδρας». Είναι ο απεσταλμένος από τον κόσμο της ομαλότητας. Ωστόσο, αυτό το συνηθισμένο και απλό πρόσωπο, φαινομενικά εκτός τόπου και χρόνου σε σχέση με τους άλλους χαρακτήρες, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην κορύφωση του έργου.

Σχέση Αμάντας – Λώρας

Η σχέση μεταξύ της Αμάντας και της Λώρας είναι μια σχέση περίπλοκη, ταραχώδης και αντικρουόμενη. Ενώ η Αμάντα νοιάζεται αναμφισβήτητα για την κόρη της, είναι σκληρή μαζί της. Στη δεύτερη σκηνή την παρακολουθούμε να παίρνει μια βαθιά ανάσα και να κοιτά αυστηρά την κόρη της. Δεν πήγε στη συνάντηση των «θυγατέρων της αμερικανικής επανάστασης». Δεν είχε το κουράγιο. Η κόρη της την απογοήτευσε. «Τι θα απογίνουμε; Ποιο είναι το μέλλον;». Στην απογοήτευση της μάνας προστίθεται και η αγωνία για το μέλλον.
Στην τέταρτη σκηνή η Αμάντα χρησιμοποιεί τη Λώρα για να επικοινωνεί με τον Τομ έμμεσα. Αυτή η ένταση επηρεάζει τον ευαίσθητο ψυχισμό της νεαρής.
Στην έβδομη σκηνή πάλι, βλέπουμε έκπληκτοι την Αμάντα να εκμεταλλεύεται τη Λώρα προκειμένου να αναδημιουργήσει τα δικά της νιάτα. Παρόλο που ο σκοπός είναι ο επισκέπτης να προσέξει τη Λώρα, αυτή ξεθάβει για να ντυθεί το νεανικό της φόρεμα από φανταχτερό τούλι,  ώστε να μονοπωλήσει την παρουσία του νεαρού καβαλιέρου για αρκετή ώρα.

Συμβολισμοί

– Το πορτρέτο του πατέρα επί σκηνής είναι ένα σύμβολο διαφυγής.
– Το «μπλε κρινάκι» («blue roses» στο πρωτότυπο) συμβολίζει την ασυνήθιστη γοητεία και την απόκοσμη ομορφιά της Λώρας.
– Το πικάπ με τη συλλογή δίσκων του πατέρα είναι ένα σύμβολο ασφάλειας.
– Το σπάσιμο του γυάλινου μονόκερου της Λώρας συμβολίζει κάτι που υπερβαίνει τον ιδιωτικό ρομαντικό μύθο. Σηματοδοτεί το τέλος μιας φάσης της Ιστορίας, το τέλος μιας συγκεκριμένης οπτικής πάνω στις ανθρώπινες δυνατότητες.
– Το σβήσιμο των κεριών στο τέλος του έργου λειτουργεί ως μια αλληγορία. Τα κεριά συνδέονται με τη μνήμη. Ο Τομ δεν είναι σε θέση να σβήσει ό, τι άφησε πίσω του, πάντα θα το κουβαλά. Ίσως από ενοχές, ίσως από ντροπή. Κυρίως όμως από αγάπη!

Ερμηνείες

Ο Δημήτρης Καταλειφός ως ώριμος -πια- Τομ είναι απόλυτα συγκλονιστικός. Παίζει με ιερό πάθος, θεατρική τρέλα μα και πειθαρχία, προσήλωση, έρωτα και αυταπάρνηση. Ένας λέοντας της υποκριτικής, ένας τρυφερός, συμπονετικός και ταυτόχρονα ρεαλιστικός και ανελέητος Τομ, που γεμίζει τη σκηνή. Ονειροπόλος και συντετριμμένος, επιβλητικός και σπαρακτικός, οργισμένος και εκρηκτικός. Συγγραφέας και γερό ποτήρι ο ήρωας. Το «έτσουζε» μέχρι αργά σε ένα μπαρ. Τα ασταθή βήματά του τον οδηγούν τυχαία σε ένα εγκαταλειμμένο θέατρο. Βρίσκεται σε πυρετώδη εξομολογητική κατάσταση. Ανεβαίνει στην άδεια σκηνή. Η πλατεία σιγά σιγά γεμίζει από θεατές που παρακολουθούν θαμπωμένοι. Βλέπει όλη του τη ζωή να ζωντανεύει μπροστά στα μάτια του και τα μάτια μας, σε μια ύστατη προσπάθεια να αναβιώσει και να ξορκίσει τον εφιάλτη που χρόνια τον κυνηγά.
Η Θέμις Μπαζάκα βρήκε μέσα της την αλήθεια του ρόλου της. Έπαιξε την Αμάντα με τραγικότητα και πόνο. Η Αμάντα δεν είναι μόνο ψεύτικη, προσποιητή και μυθομανής. Είναι ένα δραματικό πρόσωπο που πάσχει από μοναξιά και κατάθλιψη. Η Μπαζάκα, υπέροχα σαρωτική, έπλασε προσεκτικά μια Αμάντα που ζει σ’ έναν κόσμο μεταξύ ζωτικής ψευδαίσθησης και θλιβερής ματαιοδοξίας. Μια γυναίκα αξιαγάπητη και αξιολύπητη μαζί. Επίμονη και ηρωική, σκληρή και στοργική, αδύναμη και δυνατή, μελαγχολική και αστεία, αντιφατική και αυταρχική, μα πάνω από όλα μια μάνα. 
Η νεαρή Στέλλα Βογιατζάκη υποδύεται με συναισθηματική εκφραστικότητα τη νεαρή, χαριτωμένη, λεπταίσθητη Λώρα. Ερμηνεύει με πραότητα και γλυκύτητα τη συμπαθή ηρωίδα. Είναι ένα πλασματάκι που αντιπροσωπεύεται άριστα από το μονόκερο του γυάλινου κόσμου της. Ένα παιδί – τέρας ή μια μοναδικότητα; Όταν ο μονόκερος χάνει το κέρατό του, με αποτέλεσμα να γίνει ένα άλογο κανονικό, έχουμε μια ελπίδα για το μέλλον της. Ή μια έγνοια για την επικείμενη λοβοτομή της. Στην ερμηνεία της Βογιατζάκη αναδύεται όλη η απαλότητα του πληγωμένου παιδιού.  Προβάλλεται με λεπτότητα, διαφάνεια και θεατρικό σφυγμό όλη η φοβισμένη δειλία και η φυσική συστολή ενός ψυχισμού που απορρέει από το πλέγμα κατωτερότητας ενός υπερευαίσθητου κοριτσιού. 
Τον Τζιμ παίζει με άνεση και σαφήνεια ο Κωνσταντίνος Γώγουλος. Δεν διολισθαίνει σε γραφικότητες και ευκολίες. Είναι απλός, διαχυτικός, εξωστρεφής, κοινωνικός, ισορροπημένος και δυναμικός. Πρόκειται για τον μόνο υγιή χαρακτήρα του έργου και αυτόν που δίνει το τελειωτικό πλήγμα στους Γουίνγκφιλντ.

Συντελεστές

Η μετάφραση του Δήμου Κουβίδη είναι μια γάργαρη ροή μελαγχολικής αφήγησης, με θεατρικότητα και σεβασμό στο πνεύμα του συγγραφέα.
Το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη αποτελεί ένα σύμπαν γεμάτο κιβώτια με εύθραυστα υλικά που φέρουν τη σφραγίδα «fragile», όπως εύθραυστες είναι εν γένει οι αναμνήσεις.
Βλέπουμε το διαμέρισμα των Γουίνγκφιλντ, τη «σκάλα πυρκαγιάς», που αποτελεί το κρησφύγετο του Τομ, αλλά και το σκυθρωπό εσωτερικό του ισόγειου διαμερίσματος με το πορτρέτο του πατέρα (κενό όμως), την εταζέρα όπου φυλάσσεται το «γυάλινο θηριοτροφείο» και το τραπέζι με τη γραφομηχανή. Σκηνικό αμυδρό, σε χρώματα σέπια, μεσοπολεμικό και απεριόριστης ποιητικής ελευθερίας.
Τα κοστούμια της Μικαέλας Λιακατά έχουν φινέτσα και πολύ μπρίο, ειδικά στην περίπτωση της Αμάντα.
Ρόλο πρωταγωνιστικό κρατούν αναμφισβήτητα οι θαυμάσιοι φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη. Ευκρινείς και μαγευτικοί, εστιάζουν στις ψυχολογικές μεταπτώσεις των ηρώων. Σε όλη τη διάρκεια της παράστασης υπάρχει διάστικτη μια ακτινοβολία σε υποβλητικό κιαροσκούρο.
Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου μοιάζει με κρυστάλλινης πνοής μεταβαλλόμενο άνεμο. Λειτουργεί συνδετικά και υπαινικτικά ανάμεσα στον αφηγητή και το αντικείμενο της εξιστόρησής του. Δίνει ξεχωριστό στίγμα στο χώρο και το χρόνο και εστιάζει αρμονικά στη γλυκιά ευθραυστότητα του γυαλιού που είναι το είδωλο της Λώρας.

Το θαύμα της τέχνης

Η σκηνοθετική άποψη ο Τομ να είναι ηλικιακά ώριμος, δηλαδή ο ίδιος ηθοποιός να ερμηνεύει στην ουσία δύο ρόλους, ώστε να ατενίζει με το πέρασμα του χρόνου και την απόσταση των δρώμενων τη ζωή στο γυάλινο μικρόκοσμο των Γουίνγκφιλντ είναι μια εξαίρετη έμπνευση που λειτουργεί άψογα σκηνικά. Ο αφηγητής είναι μια απροκάλυπτη σύμβαση στο έργο. Παίρνει όσες θεατρικές ελευθερίες θέλει για να υπηρετήσει το σκοπό του. Η δεξιότητα στο κούρδισμα της παράστασης και η καλλιεργημένη περιγραφική θεατρική ικανότητα της κυρίας Σκότη έκανε το θαύμα της. Όπως λέει κι ο Ουίλιαμς, «every life is waiting for a miracle». Όλοι μας περιμένουμε ένα θαύμα. Δεν μπορούμε να ζούμε χωρίς ελπίδα. Και η παράσταση αυτή είναι ένα θαύμα και μια ελπίδα. Είναι το φως της τέχνης.

* Στην παράσταση συναντιούνται για πρώτη φορά επί σκηνής ο Δημήτρης Καταλειφός με τη Θέμιδα Μπαζάκα, με την οποία είχαν συμπρωταγωνιστήσει στην ταινία «Πέτρινα Χρόνια» του Παντελή Βούλγαρη (1985).

H ταυτότητα της παράστασης

Τένεσι Ουίλιαμς
«Ο γυάλινος κόσμος»
Μετάφραση: Δήμος Κουβίδης
Σκηνοθεσία: Ελένη Σκότη
Σκηνικό: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Μικαέλα Λιακατά
Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος
Σχεδιασμός Φωτισμών: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Βοηθός σκηνοθέτη: Λάμπρος Γραμματικός
Τους ρόλους ερμηνεύουν: Δημήτρης Καταλειφός, Θέμις Μπαζάκα, Κωνσταντίνος Γώγουλος, Στέλλα Βογιατζάκη.
Παραγωγή: ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΘΕΑΤΡΑ Α.Ε.
Χώρος: θέατρο “Εμπορικόν”

 

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -