Γνωρίσαμε το Σιβρισάρι μέσα από τη φετινή σειρά του Αντ1 «Grand Hotel». Πολλές ιστορίες που συμβαίνουν στον μαχαλά των προσφύγων ανασύρουν μνήμες… Ο Χαραλάμπης, η κόνα Θεώνη, η Δέσποινα, η Πελαγία, η Δέσποινα, η Σουμέλα, ο Βλάσης κι άλλοι καθημερινοί ήρωες, μάς συγκινούν… Με αυτή την αφορμή αναζητήσαμε στο διαδίκτυο να μάθουμε περισσότερα για το Σιβρισάρι και στο www.mikrasiatis.gr βρήκαμε το άρθρο του φιλολόγου Θοδωρή Κοντάρα, το οποίο και αναδημοσιεύομε.
***
Το Σιβρισάρι μας
Γράφει ο φιλόλογος Θοδωρής Κοντάρας
Το Σιβρισάρι είναι η μοναδική κωμόπολη της νοτιοανατολικής Ερυθραίας και απέχει 45 χλμ. από τη Σμύρνη και 15 χλμ. από τα Βουρλά.
Είναι χτισμένο 4 χλμ. μακριά από τη θάλασσα της Σάμου, στην αγροτική περιοχή της αρχαίας ιωνικής αποικίας Τέω, της πατρίδας του μεγάλου λυρικού ποιητή της αρχαιότητας Ανακρέοντος.
Επίνειό του είναι το Σιγατζίκι, χτισμένο μέσα σ’ ένα ωραίο οθωμανικό καστράκι του 15ου αιώνα, με οικοδομικά υλικά από τα αρχαία μνημεία της εγκαταλειμμένης Τέω.
Διοικητικά ανήκε ως το 1922 στο σαντζάκι της Σμύρνης και ήταν έδρα ομώνυμου καζά (υποδιοίκησης), στον οποίο υπάγονταν καμιά δεκαπενταριά μικρά χωριά με αμιγή τουρκικό πληθυσμό: Σιγατζίκι, Μπεϊνέρι, Εφέντσικούρια, Λαμίσι, Αρτεμίζι, Ματζούρικα, Μοναστηράκι, Παγιαμλί, Κουιτζάκι, Καβάντερες, Χέρεκες, Αταλάνι, Καβατζίκι, Ντουργούκιοϊ και Τεπετζίκι.
Ο Καζάς του Σιβρισαρίου
Στο Σιβρισάρι κατοικούσαν περίπου 2.000 Έλληνες και 3.500 Τούρκοι, στην Αψηλή 350 Έλληνες και 450 Τούρκοι, στα Καρακότσα πολύ λίγες ελληνικές οικογένειες και στο Σακίζαγάτσι ελάχιστες ελληνικές οικογένειες.
Το σύνολο των κατοίκων της περιοχής αυτής το 1921, σύμφωνα με τη στατιστική του Μιχάλη Νοταρά, έφτανε τις 10.929, εκ των οποίων 2.350 Έλληνες (ποσοστό 27%, το μικρότερο σε όλη την Ερυθραία) και 8.579 Τούρκοι.
Η μητρική γλώσσα των Ελλήνων του καζά Σιβρισαρίου ήταν η ελληνική. Τουρκικά ήξεραν μόνον όσοι Έλληνες είχαν δοσοληψίες με Τούρκους κι επαφές με τη διοίκηση. Αλλά και αρκετοί Τούρκοι είχαν την ελληνική ως μητρική γλώσσα, γιατί οι ελληνόφωνοι πρόγονοί τους προέρχονταν από την Πελοπόννησο (Μοραλήδες), από την Κάρυστο, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σε χωριστό μαχαλά μέσα στο Σιβρισάρι (στα Καρυστιανά), μετά την παράδοση της Εύβοιας στο ελληνικό κράτος (1832), καθώς και λίγοι Τουρκοκρητικοί πρόσφυγες που ήρθαν μεταξύ 1898 και 1913.
Με το διωγμό των Ελλήνων κατοίκων του, από το 1922 μέχρι και τη δεκαετία του 1980, η περιοχή έμοιαζε εντελώς εγκαταλελειμμένη, όπως θα ήταν και το 1402, μετά το πέρασμα των Μογγόλων του Ταμερλάνου, ή το 545 π.Χ., όταν έφυγαν οι αρχαίοι Τήιοι για τα Άβδηρα της Θράκης, την ώρα που οι Πέρσες του Κύρου ύψωναν σκαλωσιές για να φτάσουν ως τις επάλξεις του αρχαϊκού τείχους της Τέω.
Παλαιότερες αναφορές
Η παλαιότερη αναφορά του Σιβρισαριού στις νεότερες ελληνικές πηγές χρονολογείται στα 1588, όταν ένας παράξενος ταξιδιώτης, ο Ιάκωβος Μηλοΐτης, ξανάνοιξε τον πολυσύχναστο αρχαίο και βυζαντινό δρόμο Εφέσου – Σμύρνης, ο οποίος διέσχιζε την κατάφυτη αυτή περιοχή της Ερυθραίας.
Στο Οδοιπορικό του κατέγραψε ότι ταξίδεψε «…από Έφεσον… εις χώραν Σουβράσαρη και από Σουβράσαρη εις Βουρλά και από Βουρλά εις Σμύρνην…». Αναμφίβολα, «η χώρα Σουβράσαρη» δεν είναι άλλη από το χωριό μας, το Σιβρισάρι. Η ονομασία του είναι τουρκική και Σεφερίχισαρ (Seferihisar) σημαίνει «Κάστρο του Σεφεριού», δηλαδή της εκστρατείας, του πολέμου.
Στα δυο τσαρσιά του Σιβρισαριού εξυπηρετούνταν οι 11.000 κάτοικοι των δεκαεννιά χωριών του καζά. Εδώ συναντιούντανε όλες οι φυλές της Ιωνίας, σ’ ένα καθημερινό αδιάκοπο αλισβερίσι που κράτησε πέντ’ έξι αιώνες. Τούρκοι αγρότες και μυλωνάδες, Ρωμιοί λαδάδες, αμπελουργοί και φουμισμένοι κατσιρματζήδες, που έφερναν λαθραίο καπνό και όπλα από τη Σάμο. Εβραίοι γυρολόγοι και Αρμένιοι μαλιφατουριέρηδοι (υφασματέμποροι) της Σμύρνης. Γιουρούκοι ταχτατζήδες (ξυλοκόποι) και Κόνιαροι ντεβετζήδες (καμηλιέρηδες).
Τουρκοκρητικοί φουρναραίοι και Σαμιώτες ψαράδες. Αλβανοί και Μποσνάκοι τσομπάνηδοι, που έφερναν στο Σιβρισάρι τα κασκαβάλια, τα τουλουμοτύρια και τα πετσιά τους, την ώρα που Έλληνες μπαξεβάνηδοι κινούσαν με τα ζώα φορτωμένα ζαρζαβατικά και φρούτα για τη Σμύρνη. Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι καφετζήδες, μπακάληδοι, μπαρμπέρηδοι και ραφτάδες συναγωνίζονταν ποιος θα έχει μεγαλύτερη πελατεία.
Στα πέτρινα σπίτια του Απάνου και του Κάτου Μαχαλά των Ρωμιών, τα χτισμένα με τις αρχαιότητες της Τέω, και στις τούρκικες συνοικίες δούλεψαν άξιοι Χριστιανοί ντουλγκέρηδοι (ξυλουργοί), πελεκάνοι (πετράδες), πηγαδάδες, μπογιατζήδες, τενεκετζήδες (υδραυλικοί). Τα πλούσια χωράφια των αρχαίων γειτονικών αρχαίων πόλεων Τέω και Λεβέδου όργωσαν με τον ίδρο τους Κυκλαδίτες, Ηπειρώτες και Ρουμελιώτες έποικοι, αντάμα με ελληνόφωνους Καρυστινούς και Κρητικούς Τούρκους ή ματζούρηδες (πρόσφυγες) από τα Βαλκάνια.
Κι ύστερα ο καθένας πήγαινε να ευχαριστήσει το Θεό του για τα μαξούλια και τα μπερεκέτια της ιωνικής γης. Οι Μουσουλμάνοι προτιμούσαν το Παλιό Τζαμί, που λέγαν πως ήταν εκκλησιά βυζαντινή, τση Άγιας Κατερίνας. Οι Χριστιανοί πήγαιναν στο νέο Ταξιάρχη —τον παλιό τον ηχάλασαν οι Τούρκοι στα φόβια, το 1821—, τον στολισμένο με τ’ ασπρόμαυρα χοχλάδια του γιαλού και το ολοσκάλιστο τέμπλος. Προσκυνούσαν τση Παναγιάς τη θαυματουργή εικόνα, αυτήν που βρίσκεται τώρα στην Καισαριανή, και επικαλούνταν την προστασία Της.
Τούτη η εκκλησιά, από τα έσοδα της βαριάς προίκας της —ελιές, μαγαζιά και προπάντων αμέτρητες παλαμουτιές (βελανιδιές)— κι από τις εισφορές των Ρωμιών κοτζαμπάσηδων και νοικοκυραίων, έχτισε στα 1902 το νέο σκολειό, την Ανακρεόντειο Σχολή, που ήταν το καμάρι του χωριού με τους 414 μαθητές και τους 6 δασκάλους της, το 1921.
Εκκλησιαστικά το Σιβρισάρι μας ανήκε από αιώνων στην Ιερά Μητρόπολη Εφέσου, μιαν από τις αρχαιότερες και σπουδαιότερες μητροπόλεις του κόσμου, «τρίτη τη τάξει» του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Τον Μάρτιο του 1922 ιδρύθηκε η βραχύβια Ιερά Μητρόπολις Βρυούλων και τότε το χωριό μας υπήχθη σ’ αυτήν, μαζί με τα Βουρλά, το Κιλισμάνι, τον Γκιούλμπαξε, το Τσιφλίκι τ’ Άη-Γιωργιού και άλλα μικρότερα ελληνικά χωριά της Ανατολικής Ερυθραίας.
Το μεγάλο πανηγύρι του Ταξιάρχη
Στο μεγάλο πανηγύρι του Ταξιάρχη χοροστατούσε πάντοτε ο Μητροπολίτης Εφέσου, «Υπέρτιμος και Έξαρχος πάσης Ασίας», ενώ η τετραμελής Δημογεροντία Σιβρισαρίου έσπευδε να τον περιποιηθεί όσο γίνεται καλύτερα, μια και ήταν μεγάλη τιμή η παρουσία του στο χωριό τους.
Μα ήρτε καιρός που δηλητηριάστηκαν οι σχέσεις Ρωμιών και Μουσουλμάνων. Μετά το 1908, στα βουνά γύρω από το Σιβρισάρι δεν έβγαιναν πια κυνηγοί για ντομούζια (αγριόχοιρους), λαγούς και περδίκια, παρά κρύβονταν κατσάκηδοι (λιποτάκτες), που τους κυνηγούσαν Τούρκοι τζανταρμάδες (αστυνόμοι) και κολτζήδες (περίπολοι). Και βρέθηκαν οι Σιβρισαριανοί, δυο φορές διωγμένοι από τον τόπο τους, το ’14 και το ’22, στη Σάμο, την Κρήτη και την Αττική ν’ αναπολούν τα μπερεκέτια της Ιωνίας και το αγαπημένο τους χωριό.
Στην Ψηλή (τουρκικά Ντογάνμπεϊ, Doğanbey), με το βυζαντινό της κάστρο και την περίφημη αμμουδιά, τον άμμο τση Αψηλής, είχαν τα σπίτια τους 200 τούρκικες και 150 ελληνικές οικογένειες. Τους δυο μαχαλάδες του χωριού, το οποίο ήταν χτισμένο σε ύψωμα αθέατο από τη θάλασσα της Λεβέδου, χώριζε η εκκλησιά τ’ Άη-Γιωργιού. Στο επίνειό της, το Σακίζαγάτσι, έμεναν λίγοι Χριστιανοί τουζλατζήδες (αλατάδες) και κεραμιδάδες, που εφοδίαζαν με πιάτα, σταμνιά, κούμνες και κιούπια ούλα τα χωριά του Σιβρισαριού και του Σεβντίκιοϊ.
Οι Ψηλιώτες είχαν με τους Σιβρισαριανούς στενότατες πολιτικές και οικονομικές σχέσεις, όχι μόνο επειδή συμμετείχαν στη Δημογεροντία Σιβρισαρίου με έναν κοτζαμπάση και πουλούσαν εκεί την παραγωγή τους, αλλά κυρίως επειδή οι συγγενικοί τους δεσμοί ήταν παλαιότατοι.
Τέτοιοι δεσμοί ένωναν το Σιβρισάρι και την Αψηλή με τα Κοιμητούρια και το Γκιαούρκιοϊ, που ανήκαν μεν στον καζά του Σεβντίκιοϊ, αλλά είχαν πολλά νταλαβέρια με το Σιβρισάρι. Τα Μεγάλα ή Τούρκικα Κοιμητούρια (τουρκ. Γκιουμουλντούρ, Gümüldür, 270 κάτοικοι) και τα Μικρά ή Ρωμαίικα Κοιμητούρια (τουρκ. Rum Gümüldür, κάτοικοι 115) είχαν άφθονη αγροτική παραγωγή, που την εκμεταλλεύονταν κυρίως Σιβρισαριανοί έμποροι, ενώ από το αρχαίο λιμάνι της Παλιόσκαλας το κάρβουνο της περιοχής εξαγόταν στη Χίο και τη Σμύρνη.
Το Γκιαούρκιοϊ πάλι, που σήμερα λέγεται Αχμέτμπεϊλί, ήταν αποκλειστικά ρωμαίικο χωριό με 1.150 κατοίκους, χτισμένο σχεδόν στη θέση του αρχαίου μαντείου του Κλαρίου Απόλλωνος στην Κλάρο. Οι Γκιαουρκιώτες ήταν εξαίρετοι καπνοπαραγωγοί, αμπελουργοί, μα και καρβουνιάρηδοι, που δούλευαν στα πυκνά πευκοδάση της περιοχής μεταξύ των αρχαίων ιωνικών πόλεων Κολοφώνος και Νοτίου.
Το Σιβρισάρι σήμερα
Σήμερα το Σιβρισάρι έχει περίπου 30.000 κατοίκους, είναι κέντρο μιας μεγάλης αγροτικής περιφέρειας με καλή παραγωγή εσπεριδοειδών και μανιταριών. Στο χωριό μας απομένουν πια ελάχιστα ρωμαίικα σπίτια και το κτίριο της Ανακρεοντείου Σχολής, ενώ η ευρύτερη περιοχή του αναπτύσσεται τουριστικά με έντονους ρυθμούς.
Τα αρχαία της Τέω ανασκάπτονται και προβάλλονται, το γραφικό Σιγατζίκι διαθέτει μια μοντέρνα μαρίνα για τον ελλιμενισμό σκαφών αναψυχής, οι όμορφοι γιαλοί γέμισαν ξενοδοχεία και κάμπινγκ, χιλιάδες εξοχικά σπίτια χτίστηκαν στις περιοχές από την Ψηλή και τα Καρακότσια ως το Νότιο και το Γκιαούρκιοϊ, σε τέτοιο βαθμό που αλλοιώθηκε ο τόπος και δεν αναγνωρίζεται πια.
***
Σημ. 1. Πρωτότυπα κείμενα και ευρεία διασκευή παλαιοτέρου κειμένου από το βιβλίο των Μαρ. Κορομηλά και Θ. Κοντάρα «Ερυθραία, ένας ευλογημένος μικρόκοσμος στην καρδιά της Ιωνίας».
***
Σημ. 2. Οι αναγνώστες να μη μπερδεύουν το Σιβρισάρι της ιωνικής Ερυθραίας (τουρκ. Seferihisar) με την κωμόπολη Σιβρίχισαρ της Φρυγίας, που βρίσκεται 130 χλμ. δυτικά της Άγκυρας (τουρκ. Sivrihisar, κάτοικοι ως το 1915 περίπου 12.000, το 1/3 Αρμένιοι και τα 2/3 Τούρκοι) ή με το χωριό Σιβρίχισαρ, 5 χλμ. νοτιοανατολικά του Γκέλβερι Καππαδοκίας (τουρκ. Sivrihisar, κάτοικοι 456 μόνο Έλληνες ως το 1924).
Πιθανόν με το ίδιο όνομα Σιβρίχισαρ (σημαίνει αιχμηρό, μυτερό φρούριο) να υπάρχουν και άλλα ασήμαντα ή πολύ μικρά χωριά στην Τουρκία.
Πηγή: Mikrasiatis.gr