Άρθρο του Σαράντου Ι. Καργάκου (*)
Μεγάλη ὑπῆρξε ἡ ἔκπληξή μου ὅταν πληροφορήθηκα τὴν ὕπαρξη συλλόγου ἀρχαιοφίλων ἐν Ἀθήναις. Πίστευα ὅτι στὸ νῦν κακορίζικο Ἄστυ μόνον μισάρχαιοι ὑπάρχουν, γιατὶ μόνον στὸν χῶρο αὐτὸ τὰ ἀρχαῖα μνημεῖα βεβηλώθηκαν τόσο μανιωδῶς, μὲ ἐξαίρεση τὴν ἐποχὴ τοῦ Σύλλα, ἀκολούθως τοῦ Ἀλάριζου καὶ πολύ ἀργότερα τοῦ περιβόητου Χασεκῆ. Καὶ ὄχι μόνον τὰ μνημεῖα. ἀφανίστηκε κυριολεκτικά καὶ ὁ ἀρχαῖος λόγος.
Ἔτσι καὶ πεῖς μιὰ φράση ἀρχαιοελληνικὴ ἀπὸ τὶς πλέον –ἄλλοτε– συνήθεις, ὅπως τὸ «πάταξον μὲν, ἄκουσον δὲ» οἱ νεώτεροι σὲ κοιτοῦν σὰ νὰ μιλᾶς κινέζικα. Καὶ μοῦ προκαλεῖ ἔκπληξη το γεγονὸς ὅτι αὐτοὶ ποὺ τόσο μισοῦν τὸν ἀρχαῖο λόγο, καμαρώνουν σὰν παγώνια, ὅταν ἀπὸ τὸ ἑστιατόριο τοῦ Μουσείου Ἀκροπόλεως ἐπιδεικνύουν σ’ ἐπιφανεῖς ξένους τὰ θαύματα τοῦ λαξευμένου μαρμάρου ποὺ ὑψώνονται ἤ σφηνώνονται στὸν Ἱερὸ Βράχο.
Λατρεύω τὰ ἀρχαῖα μνημεῖα τοῦ λόγου καὶ τέχνης ἀλλὰ δὲν πάσχω ἀπὸ ἀρχαιοπληξία. Ἀπὸ μικρὸς ἤμουν ὀπαδὸς τῆς Δημοτικῆς (καὶ αὐτὸ εἶχε μπεῖ στὸν ὀγκώδη φάκελό μου) ἀλλὰ ὄχι ἐχθρὸς τῶν Ἀρχαὶων Ἑλληνικῶν καὶ τῆς Καθαρεύουσας. Ἔγραψα μάλιστα καὶ ἀξιόλογα βιβλία σ’ αὐτὴ, ἐνῶ ἀκόμη δὲν ἔχασα τὴν εὐχέρεια νὰ στιχοποιῶ ἀρχαιοπρεπῶς. Μιὰ ὠδὴ μου σὲ πινδαρικὸ λόγο διαβάστηκε στοὺς Ὀλυμπιακοὺς τοῦ Πεκίνου, μόνο ποὺ τὸ ὄνομὰ μου δὲν ἀκούστηκε. Μὲ ὅλα αὐτὰ θέλω νὰ πῶ ὅτι τὸ παρελθὸν, ὅταν μάλιστα εἶναι τόσο λαμπρό, μᾶς βοηθεῖ σὰν μιὰ σκάλα νὰ πατήσουμε κάπου ψηλότερα. Δὲν παραδέχομαι ὅτι ἡ ἐποχὴ μας εἶναι κατώτερη ἀπὸ τὸ χθὲς. Ἁπλῶς ὑποστηρίζω ἐδῶ καὶ χρόνια ὅτι εἶναι κατώτερη ἀπὸ τὸν ἑαυτό της. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀβέβαιη γιὰ τὸ μέλλον της. Καὶ ἐπειδὴ φοβᾶται τὸ αὔριο, στρέφεται κατὰ τοῦ χθὲς. Αὐτὸ εἶναι ἀνοησία, ποὺ μόνο μὲ μιὰ ἄλλη ἀνοησία μπορεῖ νὰ νικηθεῖ. Καὶ δυστυχῶς τέτοιες δὲν λείπουν.
Ἀλλὰ τὸ πρόβλημα, ὅπως τὸ βλέπω ἐγὼ εἶναι τοῦτο: Ὅλον αὐτὸν τὸν πλοῦτο τῶν μνημείων πόσο τὸν ἀξιοποιοῦμε; Καὶ δὲν τὸ ἐννοῶ πνευματικὰ, συναισθηματικά. Τὸ ἐννοῶ ἐντελῶς ὠφελιμιστικὰ. Πρὸ πολλῶν ἐτῶν βρέθηκα στὸν Καναδά. Οἱ συγγενεῖς μου, ξέροντας τὰ ἐνδιαφέροντὰ μου, μὲ γύρισαν σὲ πλῆθος μνημειακοὺς τόπους, ποὺ ἦταν πρῶτες ἐγκαταστάσεις ἀποίκων, καταυλισμοὶ Ἰνδιάνων, ὁμοιώματα παλαιῶν σκαφῶν κ.λπ. Μέχρι καὶ σὲ «πιρόγα» μπῆκα καὶ πέρασα, βοηθούμενος ἀπὸ Ἰνδιάνο ὁδηγό, ἕνα ὁρμητικὸ ρεῦμα. Διερωτῶμαι, τόσο δύσκολο εἶναι ὁρισμένες περιοχὲς τοῦ Ταϋγέτου νὰ γίνουν ἐκτροφεῖα ἀγριοχοίρων καὶ μιὰ ἑβδομάδα τὸ χρόνο νὰ γίνεται στὴ Σπάρτη «Φεστιβάλ Μέλανος Ζωμοῦ»; Ὑπάρχει διασημότερο ἱστορικὸ ἔδεσμα; Τώρα οἱ γάμοι γίνονται τουριστικὴ ἀτραξιόν. Κινέζοι ἔρχονται νὰ συζευχθοῦν στὴν Θήρα. Γιατὶ ὄχι καὶ στὴν Κρανάη τοῦ Γυθείου; Μήπως στὸ νησὶ αὐτὸ δὲν εἴχαμε τὴν διασημότερη –ἔστω καὶ μυθολογικὴ– μῖξιν; Γιατὶ ἡ ἔναντι τῆς Κρανάης περιοχὴ λεγόταν Μειγώνιον; Στὸ νησὶ ὑπάρχει ἐκκλησάκι (Ἅγιος Πέτρος), ἐνῶ ὁ Πύργος τοῦ Τζαννετάκη θὰ μποροῦσε νὰ χρησιμοποιηθεῖ γιὰ τὴ γαμήλια δεξίωση. Καὶ γιὰ τὴν πρώτη νύχτα γάμου, θὰ μποροῦσε νὰ χρησιμοποιηθεῖ ὁ περικαλλὴς φάρος, κατάλληλα διαμορφούμενος. Γιὰ τὰ λεγόμενα Ἰωβηλαία, ποιὸς τόπος εἶναι ἰδανικώτερος ἀπὸ τὸ νησὶ τῆς Πηνελόπης; Ἡ παραμονὴ ἐκεῖ θὰ μποροῦσε νὰ συνδυασθεῖ μὲ τὴν ἀγορὰ εἰδικοῦ τοπικοῦ ὑφαντοῦ ὡς ἀναμνηστικοῦ. Ἡ φετινὴ χρονιὰ ἀνακηρύχθηκε στὴ χώρα μας –καὶ ὄχι μόνο σ’ αὐτὴν– ἔτος Ἀριστοτέλη. Ἔγιναν κάποιες ὁμιλίες ἀλλὰ δὲν ἔμαθα, ἄν ἔγινε τίποτε σημαντικὸ στὴν πατρίδα του, τὰ Στάγ(ε)ιρα, μιὰ μαγευτικὴ τοποθεσία, ὅπου ὁ ἐπὶ ἔτη πολλὰ ἀνασκαφέας, ὁ ἀρχαιολόγος Σισμανίδης, ἀνακοίνωσε ὅτι ἕνας χῶρος πιθανῶς νὰ φιλοξένησε τὰ ὀστᾶ τοῦ μεγάλου φιλοσόφου. Γιατὶ τόση σιωπὴ γιὰ τὴν ἀνακοίνωση αὐτὴ; Γιατὶ ἔπεσε ἡ αὐλαὶα στὴν Ἀμφίπολη; Θὰ ζημιώνονταν οἱ δύο περιοχὲς ἄν μὲ κατάλληλη προβολὴ στὸ ἐξωτερικὸ συνέρρεαν μερικὲς χιλιάδες ἐπισκέπτες-προσκυνητές;
***
Ἐπισκέφθηκα πρόσφατα στὸ Μπιλμπάο τὸ πολυδιαφημισμένο μουσεῖο Guggenhein. Εἶπα σὲ κάποιο μέλος τῆς συντροφιᾶς: Ἄν τὸ ἐπισκεπτόταν σήμερα ὁ Ὀβελίξ, θὰ ἔλεγε: Ὡραῖος χῶρος γιὰ νὰ βάλω τὸ… μενίρ μου». Καὶ ὅμως αὐτὴ τὴν ἀλλόκοτη ἀρχιτεκτονικὴ τούρτα ἐπισκέπτονται 5 ἐκατομμύρια ἄνθρωποι τὸ χρόνο! Τὴν Ἀκρόπολη τῶν Ἀθηνῶν πόσοι τὴν ἐπισκέπτονται; Πόσοι τὸ Ἀμφιαράειο, τὰ μουσεῖα τοῦ Μαραθῶνος, τῆς Βαυρῶνος καὶ τοῦ Λαυρίου; Ἐλάχιστοι. Ὁ λόγος εἶναι ἁπλὸς: Ὁ τρόπος τῆς προβολῆς εἶναι πιὸ μουσειακὸς ἀπὸ τὰ ἐκθέματα.
(*) Πηγή: Κόντρα, Ημερομηνία: 15/10/2016
***
Ιn memoriam mei patris
Ημερομηνία: 14/01/2019
Ἔφυγε χθὲς ὁ Σαράντος Ἰ. Καργάκος
***
Μοιρολόι γιὰ τὸν πατέρα
Ἔφυγες στυλοβάτη μας καὶ τοῦ σπιτιοῦ ἀγκωνάρι.
Ἀγγελοκρούστηκες σκληρά, τὰ ὅπλα δὲν παρέδωσες.
Τὸ τελευταῖο μάθημα τοῦ Χάρου τοῦ τὸ ἔκανες.
Τοῦ δίδαξες, καθηγητή, πῶς ἕνα Σπαρτιατέγγονο
τὸν θάνατο περιγελᾶ.
Δάσκαλε σὲ φωνάζουνε οἱ μαθητές σου οἱ πολλοὶ κ’ οἱ ἀχαμνοὶ ζηλεύουνε.
Ἡ χήρα σου μὲ λεβεντιὰ μέχρι τὰ ἕρμα τὰ στερνὰ στὸ πλάγι σου στεκόντανε.
Καὶ τώρα κεῖ ποὺ βρίσκεσαι, ‘πιτέλους ἑξαπόστασε.
Ἡ Μάνη ὅλη σ’ ἀγαπᾶ κι ἡ Ἑλλάδα σὲ τιμᾶ.
Τὸ ἔργο σου ἄφησε σειριά.
Ὁ γιός σου
***
Ὁ οὐρανὸς πλουσιώτερος, τὸ σπίτι μας φτωχότερο
Ἡ κηδεία του θὰ γίνει τὴν Τετάρτη, 16 Ἰανουαρίου ὥρα 14:00 στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Ἀντωνίου, Λ. Ἡρακλείου 104, Ἀθήνα, ἔναντι τοῦ Β΄ Νεκροταφείου.
***
Όλο το υλικό (κείμενα, λεζάντες) προέρχεται από την ιστοσελίδα www.sarantoskargakos.gr
***
Το βιογραφικό του όπως έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα sarantoskargakos.gr έχει ως εξής:
Ὁ ἱστορικός, φιλόλογος καί δοκιμιογράφος κ. Σαράντος Ἰ. Καργάκος, γεννήθηκε τό 1937 στό Γύθειο Λακωνίας. Στή διάρκεια τοῦ Ἐμφυλίου ἐγκαταστάθηκε στήν Ἀθήνα. Σπούδασε, ἐργαζόμενος ἀπό μαθητής, Κλασσική Φιλολογία στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, ὅπου εἶχε τρίτος εἰσαχθεῖ χωρίς νά τοῦ δοθεῖ ὑποτροφία. Πρωταγωνίστησε στό φοιτητικό κίνημα τῶν ἐτῶν 1961-1963 καί ὑπῆρξε εἰσηγητής τοῦ 15% γιά τήν παιδεία. Ἐργάστηκε ἐπί 35 ἔτη στά μεγαλύτερα ἰδιωτικά ἐκπαιδευτήρια τῶν Ἀθηνῶν καί στούς μεγαλύτερους φροντιστηριακούς ὀργανισμούς, στούς ὁποίους πάντα ἦταν ἱδρυτικό μέλος («Ἡράκλειτος», «Ἀριστοτέλης»).
Στίς 19 Μαρτίου 1969 παραιτήθηκε ἀπό τήν ἰδιωτική ἐκπαίδευση (Λύκειο Μπαρμπίκα), ἀρνούμενος νά εκφωνήσει τόν «προκατασκευασμένο» λόγο γιά τήν Ἐθνική Ἐπέτειο. Δύο φορές τό στρατιωτικό καθεστώς ἔβαλε λουκέτο στόν φροντιστηριακό ὀργανισμό στόν ὁποῖο ἦταν ἱδρυτικό μέλος («Ἡράκλειτος»). Ἐπανῆλθε γιά μερικά χρόνια στήν ἰδιωτική ἐκπαίδευση (Σχολή «Ζηρίδη»), χωρίς νά ζητήσει «ἀναγνώριση» γιά τά ἔτη τῆς ἀναγκαστικῆς ἀπουσίας του, ἀλλά καί πάλι παραιτήθηκε λόγῳ τῆς κατιούσας πορείας πού ἔλαβε ἡ ἑλληνική παιδεία μετά τή μεταπολίτευση. Πρόλο πού τό στρατιωτικό καθεστώς τοῦ εἶχε ἀρνηθεῖ ἔκδοση διαβατηρίου, ὁ κ. Σ. Ἰ. Καργάκος δέν ἐδίστασε μετά τό 1991 νά διδάξει στή Σχολή Πολέμου τοῦ Ἑλληνικοῦ Ναυτικοῦ, στή Σχολή Ἐθνικής Ἀμύνης (ΣΕΘΑ) καί στή Διακλαδική Σχολή τῆς Θεσσαλονίκης. Δέν βαρύνεται μέ καμμιά ἐπίσημη (κρατική) τιμητική διάκριση.
Ἀπό τά φοιτητικά χρόνια του ἄρχισε νά ἀρθρογραφεῖ σέ ἐφημερίδες καί περιοδικά. Ὑπήρξε συνεργάτης τῶν περιοδικῶν «Πανσπουδαστική», «Πολιτικά Θέματα», «Οἰκονομικός Ταχυδρόμος», «Πειραϊκή Ἐκκλησία», «Ἐρυθρός Σταυρός», «Κοινωνικές Τομές», «Ἰχνευτής», «Ἑλλοπία», «Ἀρδην», «Ἐθνικές Ἐπάλξεις» καί «4 Τροχοί». Ἐξακολουθεῖ νά συνεργάζεται μέ τά περιοδικά «Εὐθύνη» καί «Νέμεσις» καί τίς ἐφημερίδες «Ἑστία» καί ἡ «Σφήνα». Ἐπί τετραετία ὑπῆρξε ἀρθρογράφος καί λογοτεχνικός κριτικός τῆς ἐφημερίδας «Ἐλεύθερος Τύπος» καί «Τύπος τῆς Κυριακῆς». Ὑπῆρξε ἐπίσης ἀρθρογράφος καί κριτικός τῆς ἐφημερίδας «Ἡ Ἀπόφαση» καί παλαιότερα συνεργάτης τῆς «Καθημερινῆς» καί τῆς «Ἀπογευματινῆς».
kargakos-new-1 Ἔχει δημοσιεύσει 75 βιβλία. Ἀπό αὐτά ξεχωρίζουν οἱ γλωσσικές μελέτες «Ἀλαλία, ἤτοι τό σύγχρονο γλωσσικό μας πανόραμα» (Gutenberg1986) και «Ἀλεξία, γλωσσικό δρᾶμα μέ πολλές πράξεις» (Gutenberg1993) καί οί συλλογές δοκιμίων «Προβληματισμοί, ἕνας διάλογος μέ τούς νέους» (6 τόμοι, ἐκδ. Gutenberg). Μεταξύ τῶν ἐτῶν 1977-2000 κυκλφορήθηκαν τά βιβλία του: «Ἡ πολιτιστική συνεισφορά τοῦ ἀρχαίου καί μεσαιωνικοῦ κόσμου» (2 τόμοι, ἐκδ. Gutenberg), «Ζαχαρίας Μπαρμπιτσιώτης, ὁ δάσκαλος τῆς κλεφτουριᾶς» (ἐκδ. Σιδέρη), «Συντακτικό τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς» (συνεργασία Χρήστου Λεμπέση, ἐκδόσεις Πατάκη), «Λυκούργου, κατά Λεωκράτους Λόγος» (ἐκδ. Κάκτος), «Κινούμενη Ἄμμος» (κείμενα πολιτικά και κοινωνικά, ἐκδόσεις Ἁρμός), «Ἡ Στρατηγική τοῦ Λόγου» (ἐκδ. Gutenberg), ἡ ἱστορική μελέτη «Ἀλβανοί-‘Αρβανίτες-Ἕλληνες» (ἐκδ. Σιδέρη) καί ἡ ὀγκώδης μονογραφία «Ἀλεξανδρούπολη: μιά νέα πόλη μέ παλιά ἱστορία» (αὐτοέκδοση).
Μεταξύ τῶν ἐτῶν 2000-2002 κυκλοφορήθηκαν: «Ἡ Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Κόσμου καί τοῦ Μείζονος χώρου» (Ἑλληνική καί Παγκόσμια Ἱστορία σέ δύο τόμους ἀπό τίς ἐκδόσεις Gutenberg), ἡ πολιτική μελέτη «Γιά μιά δημοκρατία ευθύνης» (ἐκδόσεις Καστανιώτη), «Παγκοσμιοποίηση: γιά ἕνα παγκόσμιο σύστημα ἀπολυταρχικῆς ἐξουσίας» (ἐκδόσεις Κάκτος), «Ὀλυμπία καί Ὀλυμπιακοί Ἀγώνες» (ἐκδ. Σιδέρη).
Τό 2003 κυκλοφορήθηκαν δύο ἀκόμη ἔργα του: τά «Μικρά Γλωσσικά» (Ἀστρολάβος/Εὐθύνη) καί «Ἡ πολιτική σκέψη τοῦ Παπαδιαμάντη» (Ἁρμός). Στίς 2 Δεκεμβρίου 2004 κυκλοφορήθηκε ἡ τρίτομη «Ἱστορία τῶν Ἀρχαίων Ἀθηνῶν, ἕνα ὀγκώδες ἔργο 2.000 σελίδων (ἐκδόσεις Gutenberg). Ἕνα ἔργο μοναδικό στήν ἑλληνική καί διεθνῆ βιβλιογραφία, πού ἐντός δεκαμήνου ἔκανε τρεῖς ἐπανεκδόσεις.
Τό 2006 κυκλοφορήθηκαν «Ἡ Ἱστορία τῆς Ἀρχαίας Σπάρτης» (ἐκδ. Gutenberg) καί «Ἡ Ἑλληνικότητα τῆς Μακεδονίας» (ἐκδόσεις Γεωργιάδη). Τό 2007 ἀπό τίς ἐκδόσεις Ἰ. Σιδέρη ἐκδόθηκαν τἀ ἀκόλουθα ἔργα τοῦ κ. Σ. Ἰ. Καργάκου: «Τό Βυζαντινό Ναυτικό» , «Ἡ ἱστορία ἀπό τἠ σκοπιά τῶν Τούρκων» καί «Μεσόγειος: ἡ ὑγρή μοῖρα τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Εὐρώπης», καί ἀπό τίς ἐκδόσεις Γεωργιάδη τα «Μαθήματα Νεώτερης Ἱστορίας (Τοῦρκοι καί Βυζάντιο – Τό Ὀθωμανικό imperium–Τουρκοκρατία» (τ. Α’). Τά «Μαθήματα» συνεχίσθηκαν μέ τήν ἔκδοση ἄλλων δύο τόμων (Β1 καί Β2) κατά τά ἔτη 2008-2010 ὑπό τόν τίτλο «Μεγάλες μορφές καί μεγάλες στιγμές τοῦ ‘21». Ἐπίσης σέ μικρό σχῆμα ἡ μελέτη «Ἡ παιδεία σήμερα, ἡ παιδεία αὕριο» (ἐκδόσεις Ἀστρολάβος/Εὐθύνη).
Τό 2008 κυκλοφορήθηκαν τά ἀκόλουθα ἔργα του: «Τά Σατιρικά τοῦ Κώστα Καρυωτάκη» (ἐκδ. Ἁρμός), τό ἱστορικό καί ταξιδιωτικό ὁδοιπορικό «Οἱ Πέρσες κι ἐμεῖς» (ἐκδ. Σιδέρη), ἡ συλλογή δοκιμίων «Ἑλληνική Παιδεία. ἕνας νεκρός μέ… μέλλον!» (Ἁρμός). Τό 2009 κυκλοφορήθηκαν δύο ἀκόμη ἔργα του: «Λιβύη: ἀναζητώντας τό χαμένο «σίλφιο» στήν ἑλληνική Κυρήνη» (Ἰ. Σιδέρης) καί «Κ.Π. Καβάφης: ἡ νεώτερη αἰγυπτιακή Σφίγγα» (Ἁρμός). Μεταξύ τῶν ἐτῶν 2009-2010 ὁλοκληρώθηκε ἡ ἐκτύπωση τοῦ δίτομου ἔργου «Ἡ Μικρασιατική Ἐκστρατεία – Ἀπό τό ἔπος στήν τραγωδία» (αὐτοέκδοση) καί παράλληλα ἑτοιμάζεται γιά ἐκτύπωση μιά ὀγκώδης μονογραφία περί Ἀλεξάνδρου μέ τίτλο: «Μέγας Ἀλέξανδρος: ὁ ἀνθρωπος φαινόμενο». Ἔχει ἐπίσης ὁλοκληρώσει καί μιά τρίτομη ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821.
Παρά τίς δελεαστικές προτάσεις πού τοῦ ἔγιναν ἀπό πολιτικούς ἀρχηγούς νά πολιτευθεῖ, ἀρνήθηκε τήν “ἀρένα” τῆς πολιτικῆς καί ἀκολούθησε τήν ὁδό τῆς Μεγάλης Πολιτικῆς, πού γι’ αὐτόν εἶναι ἡ Διδασκαλία.
Ἀποσύρθηκε ἀπό τή φροντιστηριακή δραστηριότητα τό 1983 καί ἔκτοτε ἀφοσιώθηκε στήν ἄσκηση τοῦ συγγραφικοῦ καί δημοσιογραφικοῦ ἔργου, χωρίς νά ζητήσει ποτέ νά γίνει μέλος τῆς ΕΣΗΕΑ. Οὐδεμία σχέση ἔχει μέ φροντιστηριακούς ἤ σχολικούς ὀργανισμούς. Τό λεγόμενο ὅτι εἶναι ἰδιοκτήτης γνωστοῦ ἰδιωτικοῦ σχολείου δέν εὐσταθεῖ.
Ὁ κ. Σαράντος Ἰ. Καργάκος ἔχει νυμφευθεῖ τήν Ἰωάννα Δ. Κώττα, δικηγόρο καί ἐκπαιδευτικό, μέ τήν ὁποία ἀπέκτησαν δύο τέκνα: τόν Γιάννη, ἱστορικό καί φιλόλογο, μέ σπουδές στρατιωτικῆς κοινωνιολογίας στό «Κίνγκς Κόλλετζ» τοῦ Λονδίνου, καί τήν Ρωξάνη, καθηγήτρια γερμανικῆς φιλολογίας, μέ σπουδές βιβλιολογίας στο «London University».