Γράφει η ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
“Λυσιστράτη” του Αριστοφάνη – Σκηνοθεσία: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος – Εθνικό Θέατρο – Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου
Η Λυσιστράτη εδιδάχθη το 411 π.Χ. στα Λήναια. Δεν γνωρίζουμε αν πήρε κάποιο βραβείο. Τη χρονιά που παριστάνεται το έργο η Αθήνα βρίσκεται εν μέσω του Πελοποννησιακού Πολέμου και συγκεκριμένα εν μέσω της τρίτης φάσης του, τον ονομαζόμενο Δεκελειακό Πόλεμο (413-404 π.Χ). Τέσσερα χρόνια πριν, το καλοκαίρι του 415 π.Χ. η Αθήνα αποφασίζει να στείλει εκστρατευτικό σώμα στη Σικελία και να επιτεθεί πάλι στις Συρακούσες. Η Αθήνα βρίσκεται σε ακμή και διαθέτει στόλο, άνδρες, εξοπλισμό και χρήματα. Όμως το φθινόπωρο του 413 π.Χ. το εκστρατευτικό σώμα αποδεκατίζεται ενώ παράλληλα πελοποννησιακές δυνάμεις πολιορκούν συνεχώς την Αττική. Αυτά τα σύντομα ιστορικά στοιχεία παρουσιάζονται και στην αρχή της παράστασης. Ένας μικρός αριθμός νεαρών ηθοποιών εισέρχονται στη σκηνή φορώντας μαύρα ρούχα, ενδεικτικά μιας απρόσωπης, -εκτός ρόλων- συνθήκης και μας εισάγουν στο ιστορικό – πολιτικό υπόβαθρο της εποχής του έργου. Η μικρή αυτή εισαγωγή ολοκληρώνεται και κορυφώνεται με ένα λυρικό τραγούδι, που λειτουργεί και ως γέφυρα για την είσοδο στη σκηνή του ομώνυμου χαρακτήρα. Από δω και πέρα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι το έργο χωρίζεται σε δύο επιμέρους έργα. Το πρώτο το καθαυτό έργο του Αριστοφάνη και από την άλλη ένα παράλληλο κείμενο, που διαρθρώνεται καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης και αφορά μια κριτική στην πολιτιστική κουλτούρα όσο και στους ίδιους τους θεσμούς του θεάτρου. Από την είσοδο της Λυσιστράτης, που εισέρχεται στη σκηνή αναρωτώμενη για τους λόγους της καθυστέρησης των γυναικών που η ίδια έχει καλέσει, μέχρι και την τελευταία είσοδο κάθε χαρακτήρα, ακολουθεί έπειτα από ολιγόλεπτη ροή του λόγου τους διακοπή από τον ρόλο-σκηνοθέτη. Ακούγεται λοιπόν από το μικρόφωνο ο ίδιος ο σκηνοθέτης του έργου να παρατηρεί, να σχολιάζει αλλά κυρίως να νουθετεί τους ηθοποιούς στα υποκριτικά τους “παραστρατήματα”, σε μια προσπάθεια να τους βάλει στον ίσιο δρόμο, που είναι πάντα αυτός που έχει ορίσει ο σκηνοθέτης. Να σημειωθεί πως το συγκεκριμένο μοτίβο δεν ακολουθήθηκε στο επεισόδιο του Κινησία και της Μυρρίνης. Το επεισόδιο παρουσιάστηκε χωρίς διακοπή σ’ ένα κλίμα ατμοσφαιρικό και συγκινητικό, αναδεικνύοντας την απελπισία του άντρα για σεξουαλική συνεύρεση με τη γυναίκα του, την ανδρική και γυναικεία απώλεια και έλλειψη σε συναισθηματικό, ψυχικό και σωματικό επίπεδο ως συνέπειες του πολέμου.
Κατά τη γνώμη μας, η συνολική αντιμετώπιση του έργου αποτελούσε ένα σχόλιο συνολικά της κοινωνικής, πολιτικής όσο και πολιτιστικής κατάστασης του σήμερα, εφορμούμενο από την αντίστοιχη κατάσταση που επικρατούσε την εποχή που γράφεται η Λυσιστράτη από τον μεγάλο μας κωμικό ποιητή. Ειδικότερα, θα αναφερθεί το σκηνικό, κατά τον σχεδιασμό του οποίου όλη η ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου είχε κατακλυστεί από μικρού και μεσαίου μεγέθους ηφαιστειακούς κρατήρες, πολύχρωμους στο εσωτερικό τους. Ορμούμενοι από τον ίδιο τον ορισμό της λέξης κρατήρας εύλογα συμπεραίνουμε την ανάγκη να δημιουργηθεί μία οιωνεί ηφαιστειακή δραστηριότητα, μία εκτίναξη και έκχυση της λάβας του ηφαιστείου, που εδώ παίρνει τον χαρακτήρα της κοινωνίας(;). Τα παραπάνω στοιχεία παρατηρούνται τόσο στο επίπεδο της υποκριτικής των ηθοποιών, της αλληλεπίδρασης μεταξύ τους όσο και στην αλληλεπίδραση με τον σκηνοθέτη της παράστασής τους.
Παραμένουν έντονες στη μνήμη οι διακοπές από την κανονική ροή του έργου ώστε να συντελεστούν διαφωνίες ανάμεσα στον σκηνοθέτη και τον-την εκάστοτε ηθοποιό, διαφωνίες των ηθοποιών μεταξύ τους. Στο σημείο αυτό η Βίκυ Σταυροπούλου και η Στεφανία Γουλιώτη πια και όχι η Λυσιστράτη και η Κλεονίκη διαφωνούν πολύ έντονα πάνω στη σκηνή, μπροστά στα μάτια πολλών μη προετοιμασμένων, έκπληκτων θεατών. Ακούμε τη μεν να απευθύνεται στη δε: «Εσύ πρώτη φορά παίζεις στην Επίδαυρο». Αυτή η σχεδόν υστερική, ηφαιστειακή κατάσταση κινητοποιεί κάποιες φορές μία ιδιαίτερη συγκίνηση για τη θέση της γυναίκας ειδικά αλλά και του ανθρώπου γενικότερα σε καταστάσεις εμπόλεμης κατάστασης, πίεσης, κοινωνικής αγωνίας και αβεβαιότητας, επαγγελματικής ανησυχίας. Η Στεφανία Γουλιώτη και όχι η Κλεονίκη μόλις στην αρχή του έργου στην “ανοιχτή” διαφωνία της με τον σκηνοθέτη αρνείται να συμμορφωθεί γιατί πληρώνεται με ποσοστά σχολιάζοντας έτσι την επαγγελματική καταρράκωση των καλλιτεχνών της χώρας και το κοινό χειροκροτά, ενώ στο σημείο του περίφημου όρκου μεταξύ των γυναικών του έργου για σεξουαλική αποχή, το έργο σταματά γιατί δεν υπάρχει ηθοποιός να παίξει τη δούλα που θα βοηθήσει στην ορκωμοσία. Νομίζει κανείς ότι το έργο θα σταματήσει εκεί, στη δραματουργική του αρχή στην ουσία. Ένα τέλμα… κοινωνικό, πολιτιστικό, καλλιτεχνικό. Σε σημεία ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με τα βάθη του ασυνείδητου, του σκοτεινού, της μη ύπαρξης, της απορίας για το άγνωστο-προσωπικό και κοινωνικό. Σ’ αυτό φυσικά συντελεί και η διακριτικά παρούσα, υπόκωφη, μουσική. Μουσική στριγκή ενίοτε αλλά ατμοσφαιρική, βαθιά και σκοτεινή όσο και οι φωτισμοί. Φωτισμός που δημιουργεί μια ατμόσφαιρα θρίλερ ακόμα και στα πιο εκρηκτικά μέρη του έργου. Για το τέλος, κι αν ακόμα η συγκεκριμένη παράσταση, όπως συνολικά η θεατρική τέχνη δεν προτείνει λύσεις αλλά θέτει τα μεγάλα ερωτήματα, εδώ προτείνεται μια συμφιλίωση. Συμφιλίωση εφορμούμενη και αντίστοιχη των Αθηναίων και των Σπαρτιατών στο έργο του Αριστοφάνη. Βέβαια, στο αριστοφανικό έργο υπάρχει διαπραγμάτευση πριν τη συμφιλίωση και κοινός τόπος είναι ότι στη ζωή προηγείται η υποχώρηση για να επιτευχθεί η διαπραγμάτευση. Έτσι, στο τέλος σκηνοθέτης και ηθοποιοί υποχωρούν, συμφιλιώνονται με μία προσωπική τους επί σκηνής κατάθεση. Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές της παράστασης, καταδεικνύοντας τελικά ότι ο-η καλλιτέχνης είναι άνθρωποι με αισθήματα, πάθη, τραύματα, ρωγμές. Είναι άνθρωποι που αγωνίζονται κι αυτοί συμπλέοντας με το κοινωνικό σύνολο μέχρι το τέλος.
Η Λυσιστράτη του Εθνικού Θεάτρου φτιάχνει τη δική της “ουτοπία” στην Επίδαυρο