17.1 C
Athens
Δευτέρα 17 Μαρτίου 2025

“Φάννυ και Αλέξανδρος”: Τα Χριστούγεννα φέρνουν Ίνγκμαρ Μπέργκμαν

Επιμέλεια κειμένου: Ειρήνη Αϊβαλιώτου

Μια αυτοβιογραφική «ταινία – απολογισμός» του μεγάλου Σουηδού σκηνοθέτη, η οποία συγκεντρώνει όλες τις στυλιστικές και θεματικές αναφορές των προηγούμενων μεγάλων δημιουργιών του. Έχοντας κερδίσει τέσσερα Όσκαρ (Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινία, Φωτογραφίας, Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης και Κοστουμιών) και Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ταινίας, είναι οικουμενικά αναγνωρισμένη ως αριστούργημα του παγκόσμιου κινηματογράφου.

Η Φάννυ και ο Αλέξανδρος, παιδιά μιας οικογένειας θεατρίνων, μεγαλώνουν ευτυχισμένα σε ένα ιδανικό περιβάλλον, μέχρι που η ζωή τους συγκλονίζεται από την απώλεια του πατέρα τους. Ο δεύτερος γάμος της μητέρας τους μ’ έναν σαδιστή και αυταρχικό κληρικό, θα τους φέρει αντιμέτωπους με τους απάνθρωπους καταναγκασμούς του εκκλησιαστικού πουριτανισμού. Ο μικρός Αλέξανδρος όμως, με όχημα τα όνειρά του, θα αντισταθεί ενστικτωδώς αλλά και σθεναρά, στις επιβολές της αρρωστημένης χριστιανικής ηθικής.

Μέσα από τα μάτια των δύο αδελφών γνωρίζουμε όχι μόνο την ταραχώδη ζωή της οικογένειάς τους, αλλά και της έντονες μεταβολές και συγκρούσεις της σουηδικής κοινωνίας κατά τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα.

Μία συγκινητική, λεπτεπίλεπτη νουβέλα ενηλικίωσης, αριστοτεχνικά κτισμένων χαρακτήρων, που εμπεριέχει όλες τις αγαπημένες θεματικές του σκηνοθέτη. Ο Μπέργκμαν σκιαγραφεί μια ζωντανή προσωπογραφία της παιδικής του ηλικίας και μας υπενθυμίζει σε κάθε σκηνή, την υπαρξιακή προσήλωσή του στις τέχνες του θεάτρου και του κινηματογράφου.

  • Από 19 Δεκεμβρίου 2019 αποκλειστικά στον κινηματογράφο ΑΝΔΟΡΑ

Το μεγάλο κινηματογραφικό αφιέρωμα της Weird Wave στον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν συνεχίζεται με την ταινία «Φάννυ και Αλέξανδρος».

***

Το Φάννυ και Αλέξανδρος (σουηδικά: Fanny och Alexander) είναι δραματική ταινία παραγωγής 1983 σε σκηνοθεσία Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Ο Μπέργκμαν προόριζε το έργο αυτό για την τηλεόραση και γι’ αυτό το λόγο σκηνοθέτησε δυο εκδοχές, την τηλεοπτική (312 λεπτών) και την κινηματογραφική (189 λεπτών), που προβλήθηκαν αμφότερες στους κινηματογράφους.

 

 

Πλοκή

Στην Ουψάλα της Σουηδίας κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, την ημέρα της γιορτής των Χριστουγέννων, η Έλενα (Γκουν Βάλγκρεν) μια διάσημη ηθοποιός, που είναι πλέον γιαγιά, καλεί την οικογένειά της να γιορτάσουν μαζί τα Χριστούγεννα. Η οικογένεια αποτελείται από τον γιο της Όσκαρ (Άλαν Έντβαλ), τη γυναίκα του Έμιλι (Εύα Φρόλινγκ) και τα δυο τους παιδιά τη Φάνι (Περνίλα Όλγουιν) και τον Αλέξανδρο (Μπέρτιλ Γκούβε), το δεύτερο γιο της Καρλ (Μπέργελ Άλστεντ) και τη Γερμανίδα γυναίκα του καθώς και τον τρίτο της γιο τον μπερμπάντη Γκουστάβ (Γιαρλ Κούλε) με τη σύζυγό του. Τα παιδιά παρακολουθούν με χαρά και ενδιαφέρον τις συζητήσεις και περνούν όμορφα. Οι όμορφες μέρες όμως θα χαθούν, όταν ξαφνικά θα πεθάνει ο Όσκαρ και λίγο αργότερα η μητέρα της Φάννυ και του Αλέξανδρου, η Έμιλι, θα παντρευτεί έναν επίσκοπο (Γιαν Μάλμσο) που της ζητά να αποποιηθεί την παλιά της ζωή. Ο επίσκοπος, με το συντηρητικό τρόπο ζωής και τις σκουριασμένες ιδέες, θα φέρεται τυραννικά σχεδόν στα παιδιά, τα οποία αναπολούν τις παλιές ευτυχισμένες μέρες και η ζωή τους θ’ αλλάξει ριζικά. Μέσα από τη δυστυχία όμως μπορεί πάντα να γεννηθεί κάτι καλό.

Παραγωγή

Πρόκειται για το κύκνειο άσμα του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, ο οποίος είχε την ιδέα του Φάννυ και Αλέξανδρος, όσο βρισκόταν στο Μόναχο όπου έζησε έξι χρόνια καθώς δεν μπορούσε να επιστρέψει στη Σουηδία όπου διώκονταν για φοροδιαφυγή. Το 1978 είχε γυρίσει την ταινία Φθινοπωρινή Σονάτα (Höstsonaten), με πρωταγωνίστρια την Ίνγκριντ Μπέργκμαν, η οποία είχε κάνει τεράστια εισπρακτική επιτυχία και τον είχε βοηθήσει να βγει από τη μαύρη αυτή περίοδο της ζωής του. Ο Μπέργκμαν άρχισε τις προετοιμασίες για το οικογενειακό αυτό δράμα που παρουσιάζει πολλούς παραλληλισμούς με την ιστορία του Άμλετ του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Ο σκηνοθέτης σκόπευε να σταματήσει να ασχολείται με τη σκηνοθεσία μετά την ολοκλήρωση του Φάννυ και Αλέξανδρος, εντούτοις συνέχισε να συμμετέχει ενεργά στη συγγραφή σεναρίων και να σκηνοθετεί ταινίες για την τηλεόραση. Μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων ο Μπέργκμαν μπήκε στην αίθουσα του μοντάζ, όπου επεξεργάστηκε δύο εκδοχές του έργου του. Η πρώτη είχε διάρκεια τριών ωρών και επρόκειτο για την κινηματογραφική εκδοχή, ενώ η δεύτερη με διάρκεια που ξεπερνούσε τις πέντε ώρες ήταν η τηλεοπτική εκδοχή που αντικατόπτριζε με καλύτερο τρόπο το όραμα του Μπέργκμαν.

Διανομή Ρόλων

Πρώτη επιλογή του Μπέργκμαν για το ρόλο της Έμιλι, της μητέρας των δύο παιδιών, ήταν η Λιβ Ούλμαν, που είχε γίνει μούσα του από το 1966 με τη συμμετοχή της στην ταινία Περσόνα (Persona). Η Ούλμαν όμως αρνήθηκε και ο ρόλος πήγε στην Εύα Φρόλινγκ. Άλλη μια προσπάθεια να δώσει ρόλο σε παλιό συνεργάτη ναυάγησε. Ο ρόλος του Επισκόπου Έντβαρντ Βεργκέρους προοριζόταν για τον Μαξ Φον Σίντοφ, χρόνια συνεργάτη του Μπέργκμαν, αλλά μια κακή συνεννόηση με τον ατζέντη του Φον Σίντοφ είχε σαν αποτέλεσμα ο ρόλος να πάει στον Γιαν Μάλμσο. Ο Μπέργκμαν έγραψε το ρόλο της γιαγιάς Έλενα Έκνταλ σκεπτόμενος την Ίνγκριντ Μπέργκμαν για το χαρακτήρα, αλλά τελικά τον έδωσε στην Γκουν Βάλγκρεν.

Διεθνής Αναγνώριση και Βραβεία Όσκαρ

Το Φάννυ και Αλέξανδρος έλαβε διθυραμβικές κριτικές και προτάθηκε για 6 βραβεία όσκαρ. Η ταινία κέρδισε τελικά όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, φωτογραφίας, καλλιτεχνικής διεύθυνσης και κοστουμιών το 1983. Ο Μπέργκμαν έλαβε και μια υποψηφιότητα για τη σκηνοθεσία του. Η τρίτη μετά το “Πρόσωπο με πρόσωπο” (Ansikte mot ansikte) του 1976 και το Κραυγές και ψίθυροι (Viskningar och rop) του 1972. Ο Μπέργκμαν έχασε το βραβείο από τον Τζέιμς Λ. Μπρουκς, σκηνοθέτη της ταινίας Σχέσεις Στοργής (Terms Of Endearment, 1983), ενός άλλου οικογενειακού δράματος.

 

 

Ίνγκμαρ Μπέργκμαν

Φάννυ και Αλέξανδρος
Fanny and Alexander

Βραβεία Ακαδημίας Κινηματογράφου (Όσκαρ)

Βράβευση:

Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας – Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
Φωτογραφίας – Σβεν Νίκβιστ
Καλλιτεχνικής επιμέλειας (σκηνικών) – Άννα Ασπ, Σουζάν Λίνγκχαϊμ
Κοστουμιών – Μάρικ Βος-Λουντχ
Υποψηφιότητα:

Σκηνοθεσίας – Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
Πρωτότυπου Σεναρίου – Ίνγκμαρ Μπέργκμαν

***

Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν γεννήθηκε στις 14 Ιουλίου του 1918 στην Ουψάλα της Σουηδίας. Στα τέσσερά του χρόνια ο πατέρας του, ιερέας της σουηδικής βασιλικής οικογένειας, τον κλείδωσε για πρώτη φορά στην ντουλάπα του διαδρόμου για να του διδάξει την έννοια της υπακοής σύμφωνα με τις θεωρίες του λουθηρανισμού. Η σχέση του με τη μητέρα του υπήρξε επίσης ταραγμένη, μια σχέση την οποία αποτύπωσε αργότερα στις ταινίες του «Περσόνα» (1966) και «Κραυγές και ψίθυροι» (1972).

Ξεκίνησε να γράφει τα πρώτα του επαγγελματικά θεατρικά το 1941. Το έργο του με τίτλο «Ο θάνατος του Κάσπερ» του έδωσε το εισιτήριο για τον κόσμο του θεάματος, όταν ο συνεπώνυμός του Σίτνα Μπέργκμαν, μέλος της Σουηδικής Βιομηχανίας Κινηματογράφου, παρακολούθησε την παράσταση και διέκρινε το ταλέντο του.

Το 1944, υπό την αιγίδα της Σουηδικής Βιομηχανίας Κινηματογράφου, ο Μπέργκμαν έγραψε το σενάριο για την πρώτη του κινηματογραφική ταινία με τίτλο «Κρίση». Χρωστάει δε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο στον σκηνοθέτη Αλφ Σέμπεργκ, ο οποίος δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τη σκηνοθεσία της ταινίας λόγω άλλων υποχρεώσεων.

Αν και οι σεξουαλικά απελευθερωμένες πρωταγωνίστριες που επέλεξε να τοποθετήσει στο επίκεντρο συναισθηματικών στροβίλων, στις ταινίες που σκηνοθέτησε στις αρχές της δεκαετίας του ’50 («Πώς απατήσαμε τους άνδρες μας», «Χαμόγελα καλοκαιρινής νύχτας», «Μάθημα στον έρωτα», «Άγριες φράουλες»), είναι αυτές που τον καταξίωσαν διεθνώς, η πραγματικά χρυσή εποχή του σκηνοθέτη ξεκινάει το 1958 και λήγει το 1968.

Η περίοδος αυτή ξεκινά με την ταινία «Η έβδομη σφραγίδα», η οποία αφηγείται τη συναισθηματική διαδρομή ενός ιππότη προς την αλήθεια στη Σουηδία του 14ου αιώνα, και λήγει με την «Ώρα του λύκου», το τελευταίο ξέσπασμα ενός ασθενούς διανοητικά κεντρικού ήρωα, ο οποίος μέσω της πάλης του με τους προσωπικούς του δαίμονες οδηγείται στην παράνοια.

Το χρονικό διάστημα 1963-1966 ο Μπέργκμαν ως διευθυντής του Βασιλικού Δραματικού Θεάτρου της Σουηδίας προσέλαβε δεκάδες ανώνυμους Σουηδούς ηθοποιούς και επένδυσε σε αυτούς. Στη «σχολή Μπέργκμαν» συγκαταλέγονται οι ηθοποιοί: Μαξ φον Σίντοφ, Λιβ Ούλμαν, Μπίμπι Άντερσον και Χάριετ Άντερσον, οι οποίοι έδωσαν τις καλύτερες ερμηνείες της ζωής τους κάτω από τις οδηγίες του.

Το 1978 αντιμέτωπος με την κατηγορία της φοροδιαφυγής ο Μπέργκμαν, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του και να μετακομίσει στη Γερμανία όπου και παρέμεινε για έξι ολόκληρα χρόνια. Το 1982 επέστρεψε στη Σουηδία και κινηματογράφησε, όπως ισχυρίστηκε ο ίδιος, την τελευταία του ταινία, «Φάννυ και Αλέξανδρος», η οποία απέσπασε τέσσερα βραβεία Όσκαρ, ανάμεσά τους το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.

Το 1999, ύστερα από 17 χρόνια απουσίας από τον κινηματογράφο, ο Μπέργκμαν ένωσε τις δυνάμεις του με την πρώην σύντροφο και αγαπημένη του ηθοποιό Λιβ Ούλμαν,­ με την οποία έχει αποκτήσει ένα από τα εννέα παιδιά του, τη συγγραφέα Λιν Ούλμαν­, στη νέα ταινία του «Απιστία».

Αυτή τη φορά η Λιβ Ούλμαν σκηνοθέτησε ένα δικό του σενάριο. Θέμα της ταινίας, προς έκπληξη όλων, δεν ήταν η οικογένειά του αλλά η καταστροφική σχέση του με μια παντρεμένη γυναίκα, διατηρώντας όμως με αυτόν τον τρόπο τον χαρακτηριστικό αυτοβιογραφικό χαρακτήρα που διέκρινε όλες τις ταινίες του.

Στις 6 Απριλίου 2000 ο «μαέστρος της μιζέριας», όπως τον χαρακτηρίζουν οι κριτικοί, έδωσε μια σπάνια συνέντευξη στη σουηδική τηλεόραση, στον επιστήθιο φίλο του και ηθοποιό Έρλαντ Γιόζεφσον, αποκαλύπτοντας τον νευρικό κλονισμό που υπέστη μετά την εις βάρος του κατηγορία για τοκογλυφία το 1978, αλλά και την κατάθλιψη στην οποία κατέπεσε μετά τον θάνατο της πέμπτης συζύγου του, της ηθοποιού Ίνγκριντ Τούλιν: «Συνηθίζαμε να αναφερόμαστε στον θάνατο και να μαλώνουμε για το ποιος θα πεθάνει πρώτος. Τελικά πέθανε εκείνη».

O Ίνγκμαρ Μπέργκμαν έφυγε στις 30 Ιουλίου του 2007 σε ηλικία 89 ετών, μένοντας στην ιστορία ως ίσως ο κορυφαίος σκηνοθέτης της 7ης Τέχνης.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

Τελευταία άρθρα

- Advertisement -