15.6 C
Athens
Τετάρτη 26 Μαρτίου 2025

“Αχ!” – Η αλάλητη γλύκα του έρωτα και η αδυσώπητη πίκρα του θανάτου

Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου

«Θα σας πω μιαν ιστορία απλή και λυπητερή –γιατί απλή και λυπητερή είναι η ζωή– […] Τι γρήγορα που φεύγομε και αφήνομε τον ήλιο και τη θάλασσα, τα λουλούδια και το φεγγάρι! […] Τα παλαιά τραγούδια είναι γεμάτα δάκρυα – και τα χείλη των νέων που γελούνε φανερώνουν το τόξο της οδύνης: γιατί και χαρά δεν είναι παρά ένας καημός που περιμένει την ώρα του να ‘ρθει – είναι ο άμμος πάνω από την πέτρα την αληθινή που τονε σκορπάει ο άνεμος. Έτσι ξεγελιούνται κι οι καρδιές μας σαν τις μυγδαλιές που πολλές φορές ανθίζουν προτού να ‘ρθει η πίκρα του χειμώνα…».
Το αφήγημα «Η κερένια κούκλα» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου είναι μια τολμηρή διερεύνηση του ερωτικού πάθους ως του μόνου ζωτικού και αληθινού στοιχείου της ζωής, μια πολύ διεισδυτική αποτύπωση της γυναικείας ιδιοσυγκρασίας. Υπάρχουν σ’ αυτό περιγραφές αισθητικά υπέροχες, το σημαντικότερο όμως είναι η αναζήτηση της πληρότητας, που μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την ενότητα σώματος και πνεύματος. Κριτική στη ζωή της συνήθειας και της στέρησης, την οριστικά αποκομμένη από τη σάρκα, την οποία ενσαρκώνει η φιλάσθενη και καχεκτική σύζυγος Βεργινία, ύμνος στη χαρά της σεξουαλικής ολοκλήρωσης.
Η bijoux de kant με ένα «αχ!», έναν τόσο δα μικρούλη αναστεναγμό, μας εισάγει στις ζωές των πρωταγωνιστών της «Κερένιας κούκλας». Την εικοσιπεντάχρονη ετοιμοθάνατη Βεργινία, τον εικοσιδυάχρονο πανέμορφο άνδρα της, τον Νίκο, και τη δεκαεπτάχρονη ανιψιά της, τη Λιόλια. Μια απλή και λυπητερή ιστορία γιατί απλή και λυπητερή είναι η ζωή. Γεμάτη φθορές, χαρές, απώλειες, πόνους και πόθους. Παράλληλα διακρίνουμε τον κοινωνικό περίγυρο, ένα περιβάλλον απαιτητικό και παρεμβατικό –γειτόνισσες, φίλους και συγγενείς– που, σαν χορός αρχαίας τραγωδίας, σχολιάζει, εκφράζοντας τις επιθυμίες των ηρώων ή την άποψη της κοινής γνώμης, τραβώντας στα άκρα τις εξελίξεις. Συμπρωταγωνίστρια και ανταγωνίστριά τους βρίσκεται η φύση, alter ego τους το πάθος του έρωτα που επιτακτικά απαιτεί την πλήρωσή του.

Ένας έρωτας που παλεύει να ζήσει μέσα σε ένα ανδρόγυνο και την παρακόρη τους γίνεται η βάση της πλοκής, αφήνοντας παράλληλα τους πρωταγωνιστές να τρέφουν αισθήματα αγάπης και σεβασμού ο ένας προς τον άλλον. Η κακία, θαρρείς, σαν να μην έχει χώρο μέσα στους δύο ερωτευμένους νέους. Η άνθιση της φύσης, η νιότη και η έλξη τα καθαγιάζουν όλα. Ο Χρηστομάνος μεταφέρει το θέμα του ερωτικού τριγώνου από το θέατρο («Τρία φιλιά») στην πεζογραφία και το εξετάζει με το μικροσκόπιο. Νιόπαντροι σε μια γειτονιά της Αθήνας. Μεγαλύτερος σε ηλικία ο Νίκος. Ασθενική η Βεργινία. Τρυφερή και ζωηρή η Λιόλια. Σύντομα αντικαθιστά την πεθαμένη οικοδέσποινα στο συζυγικό κρεβάτι. «Κερένια κούκλα», ο φιλάσθενος καρπός του άνομου έρωτα…
Με ορμητήριο τον νατουραλισμό και με εξοπλισμό έναν υπέροχο λόγο που σήμερα πια δεν χρησιμοποιείται, εύηχο και μελωδικό, ανεπιτήδευτο και ξεκάθαρο, η «Κερένια κούκλα» προσωπογραφεί τη βασανισμένη από ζήλια, πείσμα και έρωτα ανθρώπινη ψυχή.
Ωστόσο, στην ουσία το πεπρωμένο κινεί τα νήματα αφαιρώντας από τους ήρωες την ελευθερία σκέψης και το δικαίωμα δράσης. Ο θάνατος –κάτι τραγικό και αναπότρεπτο– λειτουργεί καταλυτικά, δίνοντας τη λύση και κορυφώνοντας το δράμα. Συγχρόνως, τα πρόσωπα του έργου δρουν και ως ορατοί – αόρατοι αφηγητές, που παρακολουθούν, αναλύουν και συμπάσχουν, ξεχνώντας πως είναι οι ίδιοι.
Στην παράδοση των έργων «ménage à trois», που φανερώνει τη συγγραφική φινέτσα του, ο Χρηστομάνος, αξιοποιώντας το πρωτογενές μπρίο του, κατορθώνει να αποψιλώσει τα ζητήματα της καρδιάς. Ένα «ιψενικό τρίγωνο» διανθίζει το συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Με έναν γλυκόπικρο, παιγνιώδη, σκεπτικιστικό τρόπο αλλά και με μια θερμή τρυφερότητα που συγκινεί και γεμίζει δάκρυα τα μάτια.

Η ποιήτρια Γλυκερία Μπασδέκη, στο θεατρικό της κείμενο αυτό, με ποιητικότητα στη γραφή και πρωτοφανή ομορφιά χειρίζεται τη γλώσσα γεννώντας μια νέα γλώσσα και ένα νέο έργο. Έργο που, σκηνοθετημένο από τον Γιάννη Σκουρλέτη, σπαράσσει κάτω από τα πάθη και ανθεί δίνοντας το προβάδισμα στον πλούτο, την ποιητικότητα και τη ζωντάνια του θεάτρου. Τα σώματα που αγαπήθηκαν, το μαραμένο ρόδινο αίμα και οι παντοτινοί όρκοι συναντιούνται ξανά στο σκληρό φως του νέου αιώνα μέσα από περιγραφές και εικόνες μοναδικού κάλλους. Η τέλεια δομημένη πλοκή του έργου υποχωρεί στα μάτια του θεατή μπρος στον θρίαμβο της αγάπης και του λόγου. Μπορεί το πανηγύρι της φύσης, η άνοιξη, που λάμπει μέσα στις παραγράφους, το ξεφάντωμα του καρναβαλιού που μεθά τους ήρωες, η άβυσσος της ψυχής που προβάλλει τις πτυχές της και η ζωή με τις σκανδαλιές της να γοητεύουν τον αναγνώστη, ο θεατής όμως επιπλέον γίνεται δέσμιος του μεγάλου πρωταγωνιστή, του έρωτα. Γιατί αυτός μετατρέπει την κάθε στιγμή σε καθοριστική, ανοίγει σαν ανυπόμονο μπουμπούκι τα φύλλα του, ξεχειλίζει ακάθεκτος από τα στητά στήθη της Λιόλιας και τα ανατρέπει όλα.
Η κοινωνία σχολιάζοντας και συμμετέχοντας παρούσα! Μικρόψυχη, κυνική, χαιρέκακη, αιμοβόρα και σαρκοβόρα. Με κορυφαία σκηνή τον θάνατο της Βεργινίας, όπου οι γειτόνισσες με λόγια που στάζουν φαρμάκι λεηλατούν σαβανώνοντας συγχρόνως δύο νεκρές. Τη πεθαμένη Βεργινία και τη ζωντανή Λιόλια. Μια σκηνή που άμεσα παραπέμπει και στο θάνατο της Μαντάμ Ορτάνς, όπως μας τον περιγράφει ο Καζαντζάκης.
Η αγάπη είναι ένα δηλητήριο διπλής δράσης. Κατευνάζει και οξύνει τις αισθήσεις. Τρέφει, αλλά και αφαιμάσσει. Συνθέτει δύο σώματα, αλλά και τα διαλύει. Το ζευγάρι αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο οξύ και στο μέλι.
Και όλα αυτά συμβαίνουν στην παλαιά Αθήνα, κάποιον Μάρτιο, όταν ο άνεμος παντρεύεται τη σκόνη των δρόμων, εκεί στις συνοικίες της, που άλλες γεννιούνται και άλλες απλώνονται, ενώ ο Υμηττός νωχελικά ξαπλωμένος τις κοιτά από ψηλά. Έτσι λέει ο συγγραφέας με την τόσο πολυπρόσωπη μελωδικότητα της γραφής του. Ανάμεσα στα δειλινά, τις ανεμώνες, τις μυγδαλίτσες. Φεγγοβολιά, χάδια, βιολιά και γλυκοζωή.
Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, μέσα από αυτή τη δραματική ιστορία, στην οποία γίνεται για πρώτη φορά αποδεκτή η αναφορά στη σαρκική ένωση, περιγράφει τα ήθη εκείνης της εποχής και τοποθετεί την «αλάλητη» ευτυχία επί της γης. Και πάραυτα τίθεται το ερώτημα: Είναι ο έρωτας ανεξάρτητος; Έχει η ζωή αυτοτέλεια; Η μοίρα, εν τούτοις, σύμφωνα με το έργο, εξελίσσει τη ζωή ερήμην των ηρώων, υποβάλλοντάς τους σε ό, τι αυτή ορίζει.
Η «Κερένια κούκλα» έγινε θέμα συζήτησης και ανάλυσης από την εποχή που γράφτηκε μέχρι σήμερα. Έχει, δε, καταχωριστεί στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας ως το πρώτο μοντέρνο κοινωνικό ρομάντζο, ευγενές, επικό, τραγικό, όπου η βία και η αγριότητα της πόλης πολτοποιούν, συρρικνώνουν, συντρίβουν και τελικά αφανίζουν τους ήρωες. Επιπλέον, έχει θεωρηθεί το πρώτο κοινωνικό, μαύρο αφήγημα της σύγχρονης λογοτεχνίας.
Το βιβλίο συνομιλεί με τον αναγνώστη μέσω συμβόλων. Και από τη στιγμή που επιλέγει αυτόν τον κώδικα, μία και μόνη ανάγνωση για την πλήρη κατανόηση του κειμένου δεν είναι αρκετή.
Η bijoux de kant με τη μελέτη της για την παράσταση προσδίδει μια επιπλέον αξία στο κείμενο, διότι εντοπίζει την πανδαισία των ορατών και αόρατων συμβόλων, την αναλύει με εξαιρετική διεισδυτικότητα και αποκαλύπτει στο κοινό το μέγεθος της αρτιότητας του έργου. Αναζήτησε στο μυθιστόρημα τα λανθάνοντα νοήματά του, τις υπόγειες αναφορές σε αρχαία μυστήρια του θανάτου και της αναγέννησης, δηλαδή όλα όσα κρύβονται αριστοτεχνικά κάτω από την επιφάνεια μιας αθηναϊκής ηθογραφίας.
Ένα ακατάπαυστα μεγαλειώδες «αχ!» για την ομορφιά που χάθηκε και ξαναβρέθηκε, για το πολύ της ζωής και το ελάχιστο του θανάτου. Στο «αχ!» το σκοτάδι είναι παροδικό και το φως ακόμα παροδικότερο. Φως και σκοτάδι ανάβουν και σβήνουν. Εμφανίζονται και αφανίζονται. Μεγαλουργούν και υποφώσκουν.
Ο εγκλωβισμός σε μια αμείλικτη μοίρα στην οποία τα πρόσωπα φαίνονται υποχείριά της, είναι ένα εμφανές χαρακτηριστικό του έργου. Ακόμα, η παθογένεια των ανθρωπίνων σχέσεων. Το γεγονός ότι αληθινοί χαρακτήρες και στάσεις ζωής, κίνητρα και αποτελέσματα πράξεων συνυπάρχουν με στοιχεία εξωλογικά και υπερφυσικά. Έντονο το ψυχογραφικό στοιχείο, δραματική η πυκνότητα. Η σκιά του θανάτου, η αρρώστια, η αδυσώπητη μοίρα, το ανέφικτο της ευτυχίας, οι ενοχές, οι συγκρούσεις, η συντριβή, η παραβίαση ηθικών νόμων, η αμαρτία και η αντίληψη για την τιμωρία της δίνουν με έμφαση το «παρών». Βλέπουμε ανάγλυφα το σχήμα ὓβρις – νέμεσις – τίσις και την επιρροή των λαϊκών δοξασιών στη ζωή των ανθρώπων.

Συντελεστές

Η παράσταση είναι σύγχρονης όψης, εικαστικά, σκηνοθετικά και ερμηνευτικά. Το εικαστικό τοπίο (σκηνογραφία: Γιάννης Σκουρλέτης – σκηνική εγκατάσταση: Αντρέας Κασάπης) περιλαμβάνει ένα λεπτό διάφανο ύφασμα που διαιρεί τον κόσμο και χωρίζει τους νεκρούς από τη ζωή, χώμα και ταφικά άνθη. Εκεί και το πεδίο μάχης των εραστών. Ο υπόλοιπος χώρος είναι ανοιχτός, γυμνός. Οι φωτισμοί (Χριστίνα Θανάσουλα) δημιουργούν τοπία και δράσεις. Η μουσική ρέει (Κώστας Δαλακούρας), με ζωντάνια και απαλότητα, υπογραμμίζοντας και δίνοντας ενέργεια, λάμποντας στα σημεία.
Ο Τάσος Καραχάλιος συνεισέφερε τα μέγιστα στην επιτυχή έκβαση της παράστασης με τη σημαίνουσα κινησιολογική επιμέλειά του, που προσέδωσε αλληγορική ένταση, ανεμελιά, ερωτισμό αλλά και έκφραση γοερού ολοφυρμού στη σκηνική δράση.
Καλομελετημένα και όμορφα σαν ανθόφυλλα τα κοστούμια της Δήμητρας Λιάκουρα.
Ο Γιάννης Σκουρλέτης ξέρει να σκηνοθετεί θεσπέσια. Πήρε ένα κορυφαίο έργο της ελληνικής πεζογραφίας και αξιοποιώντας το κείμενο της Γλυκερίας Μπασδέκη πάνω σε αυτό, με την ικανότατη ομάδα του και με βοηθό την αξιότατη επίσης σκηνοθέτιδα Ηλέκτρα Ελληνικιώτη, έφτιαξε μια ονειρική παράσταση που ταξιδεύει τον θεατή στο παρελθόν αλλά και στρέφεται προς τα μέσα, κάνοντας ανατομία της ανθρώπινης ψυχής. Ο Σκουρλέτης έχει τη σκέψη λεπτή και βαθιά, η πινελιά του είναι επιμελημένη, αποδίδει γραμμή, χρώμα και ατμόσφαιρα. Η ματιά του διεισδυτική πάνω στα πρόσωπα και τις σχέσεις. Οδήγησε την παράσταση μέσα από μια ενδιαφέρουσα λυρική διαδρομή χωρίς άγχος και άχθος. Το έργο, καθαρό μέσα στην πολυπλοκότητά του, μπορεί να μη θέτει άλλες μεγάλες υπαρξιακές αγωνίες αλλά είναι ποιητικό, καλογραμμένο και ελληνικότατο.
Ο Θεός γελάει με τις ανθρώπινες αδυναμίες και τις αποκοτιές αλλά ούτε ο ίδιος δεν ξέρει για πόσο ακόμα. Ένα βαθύ «αχ!» και τα νερά ανεβαίνουν εις τον αιώνα των αιώνων. Αμήν.
Οι θεατές είπαμε «αχ!». Όπως μας όρισαν και απόλυτα ευχαριστημένοι, καταχειροκροτήσαμε συγκινημένοι από το θεατρικό ταξίδι αλλά και από την άρτι βραβευθείσα Λένα Δροσάκη με την καρφίτσα της Μελίνας Μερκούρη για το 2015. Μια Λιόλια συγκινητική, εκθαμβωτική σε παρουσία και ταλέντο, ολόδροση, ολόλαμπρη. Υπέροχη στην ηδονή και την οδύνη του έρωτα, πικρά σπαρακτική μπροστά στην απελπισία του θανάτου.
Αναστενάξαμε δε έως υδάτων με τον ερωτευμένο Νίκο του Δημήτρη Μοθωναίου. Τρυφερός, εξαίσιος, θερμός, με όλη τη γλύκα και τον πόνο του πάθους στα μάτια.
Η εξαιρετική Κατερίνα Μισιχρόνη έδωσε σοβαρότητα, παράπονο, θλίψη και περηφάνια μα και ουράνια γλυκύτητα στην αφήγησή της.
Προσεγμένη και επιδέξια η θρηνητική ερμηνεία της Μαίρης Συνατσάκη, η οποία βαδίζει σε σωστό θεατρικό δρόμο.
Το «Αχ! Η Κερένια Κούκλα» αναδεικνύεται σε μια υψηλής τέχνης συμβολιστική παράσταση. Αθωότητα και αυθορμητισμός, απόγνωση και πάθη σε μια αγάπη που την τσάκισε ο θάνατος. Όμως αυτό που κρατάμε από αυτή την υπέροχη παράσταση με τις ξεχωριστές ερμηνείες είναι η παθιασμένη συνηγορία υπέρ της ζωής. Γιατί ο θάνατος δεν ακυρώνει τη ζωή, αντίθετα κάνει πιο γλυκιά τη σύντομη διάρκειά της. 

* Παρακολούθησα την ανοιξιάτικη εκδοχή του τρυφερού και σκοτεινού «Αχ!» της bijoux de kant και της Γλυκερίας Μπασδέκη, στο ενδιαφέρον ELAIώNAS FESTIVAL του Βοτανικού, στο θέατρο «Ακαδημία Πλάτωνος» (Μαραθωνομάχων 8 και Σπ. Πάτση, Βοτανικός).

Ταυτότητα παράστασης

Μια παράσταση της bijoux de kant
αχ!
ξανα – διαβάζοντας την Κερένια Κούκλα του Χρηστομάνου
Κείμενο: Γλυκερία Μπασδέκη
Σκηνοθεσία – Σκηνογραφία: Γιάννης Σκουρλέτης
Μουσική: Κώστας Δαλακούρας
Βοηθός Σκηνοθέτης: Ηλέκτρα Ελληνικιώτη
Σκηνική εγκατάσταση: Αντρέας Κασάπης
Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος
Κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Φωτογραφίες: PHOTOHARRIE
Video trailer: Γιώργος Αποστολόπουλος
Artwork: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης
Επικοινωνία: Άρης Ασπρούλης

Παίζουν:
Λένα Δροσάκη
(Βραβείο Μελίνα Μερκούρη 2015)
Δημήτρης Μοθωναίος
Κατερίνα Μισιχρόνη
Μαίρη Συνατσάκη

Κωνσταντίνος Χρηστομάνος

Λίγοι πια μιλούν για τον Χρηστομάνο και ακόμα λιγότεροι τον ανεβάζουν στο θέατρο. Πολλά όμως από τα σύγχρονα σχήματα, η ραχοκοκαλιά του πιο αυστηρά καλλιτεχνικού τμήματος του νεοελληνικού θεάτρου, στην ουσία αποτελούν σύγχρονες εξελίξεις των ελευθέρων θεάτρων του τελευταίου τετάρτου του 19ου αιώνα, που το πρότυπό τους εισήγαγε στην έναρξη του 20ού ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος. Στις αρχές του 1901, και όταν το Βασιλικό Θέατρο ήταν σχεδόν έτοιμο να λειτουργήσει, επέστρεψε στα πάτρια εδάφη από τη Βιέννη ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, ο ταλαντούχος και ραχιτικός αισθητής και συμβολιστής ποιητής και συγγραφέας, ο εκδότης -για κάποιο διάστημα- του εγκυρότερου λογοτεχνικού περιοδικού της Βιέννης, ο ιστορικός και βιβλιοθηκονόμος, ο δάσκαλος ελληνικών και συνομιλητής της αυτοκράτειρας Ελισάβετ.
Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος (Αθήνα 1867 – 1 Νοεμβρίου 1911) υπήρξε λογοτέχνης, καθηγητής Πανεπιστημίου, μεταφραστής και θεατρικός σκηνοθέτης, μεγάλος ανανεωτής του ελληνικού θεάτρου. Έχει τιμηθεί με τον τίτλο του Βαρώνου και Ιππότη του τάγματος του Αγίου Ιωσήφ. Το σύνολο του έργου του Kωνσταντίνου Xρηστομάνου αλλά και η δράση του ως διευθυντή και σκηνοθέτη της «Nέας Σκηνής» δεν κατανοούνται στις σωστές διαστάσεις τους, χωρίς τη λεπτομερή εξέταση της δραματογραφίας του. Στη «Σταχτιά Γυναίκα» με διάφορες μάσκες, σε συμβολιστικό και νεορομαντικό decor και αρχαιοελληνική μεγαλοπρέπεια, ο Xρηστομάνος σκηνοθετεί το δικό του δράμα εμπλουτισμένο με την απέραντη συμπόνια για τη φωτεινή μορφή του ειδώλου του, της αυτοκράτειρας Eλισάβετ. Στα «Tρία φιλιά» εκδικείται τη μοίρα του και ο ερωτισμός ανάγεται σε σύμβολο. Στον «Kοντορεβιθούλη» δεν πεθαίνει ο ήρωας, αλλά η πνευματική ύπαρξη του ίδιου του Xρηστομάνου, ο αυτοσεβασμός του, η υστεροφημία του.
Η “Κερένια κούκλα” του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου είναι ένα έργο με θέμα τον έρωτα, την τρυφερότητα, τον πόθο. Με έναν νεαρό άντρα που άθελά του γλυκοβλέπει ένα κορίτσι που κοκκινίζει. Με το ερωτευμένο κορίτσι να έλκεται ακαταμάχητα ενώ πρέπει να αντισταθεί. Με τη μοιραία στιγμή ανάμεσά τους, που κάνει ωστόσο μια αμυγδαλιά αιφνιδίως να ανθίσει. Με εύθυμους γλεντζέδες και φλύαρο λαϊκό κόσμο. Με λιβάδια γεμάτα λουλούδια αλλά και με πένθιμα δωμάτια αρρώστιας. Με τους δυο νέους να αγκαλιάζονται μισοναρκωμένοι από ευτυχία σε ένα κατώφλι. Με μια αμείλικτη τιμωρία… Ένα μυθιστόρημα για τη γλύκα του έρωτα και για την πίκρα από τη σύντομη διάρκεια της ζωής.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

Τελευταία άρθρα

- Advertisement -