Το συμβολικό έργο της Λούλας Αναγνωστάκη «Η πόλη», σε σκηνοθεσία Στέλιου Μάινα, πιο επίκαιρο σήμερα από ποτέ, παρουσιάζεται ανανεωμένο στην Κεντρική Σκηνή του θεάτρου Επί Κολωνώ.
Το 1965 στο Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, ανέβηκαν για πρώτη φορά τα τρία μονόπρακτα της Λούλας Αναγνωστάκη με το γενικό τίτλο “Η πόλη”. Το γεγονός αποτέλεσε τομή για το ελληνικό θέατρο. Το “ελληνικό θέατρο του παραλόγου”, όπως αποκαλέστηκε, κατά τη δεκαετία 1965-1975 φθάνει στην πλήρη ακμή του με τα έργα των Λούλας Αναγνωστάκη, Στρατή Καρά, Παύλου Μάτεσι, Βασίλη Ζιώγα, Γιώργου Σκούρτη και άλλων συγγραφέων. Επρόκειτο για ένα πολυσύνθετο, εξαιρετικά ενδιαφέρον αλλά και δύσκολο εγχείρημα. Ήταν το ελληνικό πρόσωπο του «Θεάτρου του Παραλόγου», διαφορετικό από αυτό που αντιπροσώπευαν Ευρωπαίοι δραματουργοί όπως ο Ιονέσκο, ο Μπέκετ, o Ζενέ κ.α.
Το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη διαπερνάται από μία βαθύτατη, υπόγεια ένταση μεταξύ της επιτακτικής κατεύθυνσης να δραματοποιήσει το άτομο έξω από την ιστορική στιγμή στην οποία εντάσσεται και ταυτοχρόνως την αναντίρρητη ανάγκη να προσδιορίσει την ελληνική του ταυτότητα. Η διάχυση της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας της μεταπολεμικής Ελλάδας γίνεται ελλειπτικά και παράπλευρα. Στο φόντο του πίνακα μια πόλη ανώνυμη. «Η πόλη». Πανομοιότυπη με την προηγούμενη που επισκέφθηκαν οι ήρωες. Έχει κι αυτή κεντρική πλατεία με σιντριβάνι, έχει διοικητήριο, έχει λιμάνι, μαγαζιά με φωτισμένες βιτρίνες. Θα μπορούσε να είναι η Καβάλα, το Ναύπλιο, ο Βόλος. Πόσες τέτοιες πόλεις ανά την ελληνική επικράτεια; Πάντα έχει ομίχλη, βρέχει και φυσάει. Εκείνη ισχυρίζεται πως την ξέρει καλά, πως γεννήθηκε εκεί. Εκείνος αρνείται πεισματικά να την αναγνωρίσει. Ή μήπως όχι; Ο επισκέπτης, που αυτή και πάλι μαγνητίζει, ένας ακόμα, πέφτει στον ιστό της. Μπερδεύεται, γίνεται παίγνιο και θύμα… Οι ρόλοι μοιρασμένοι, το παιχνίδι μοιραία επαναλαμβανόμενο. Όμως στο βάθος η πόλη καίγεται… Τα πρόσωπα, θυματοποιημένα και τα τρία, φαντάζουν να διαβιούν σε ένα πεδίο ανεξήγητων και ανεξέλεγκτων ιστορικών δυνάμεων. Διαφορετικό το «είναι» τους από το πράττειν.
Θρίλερ
Η «Πόλη», σκηνοθετημένη με πολλή ευαισθησία από τον Στέλιο Μάινα, γίνεται ένα υπαρξιακό θρίλερ λεπτών αποχρώσεων και ποιητικών συνειρμών, καθηλώνει το θεατή μέσα από συνεχείς ανατροπές, εν αναμονή της κάθαρσης που δεν έρχεται ποτέ. Ο ταχύς ρυθμός και η ατμόσφαιρα της παράστασης, ατμόσφαιρα παράξενη, αμφίσημη, ερωτική, δραματική και σκληρή, θυμίζουν έντονα film noir. Ο ήχος των τακουνιών, το κραγιόν που πέφτει προκαλώντας κρότο, το αστικό κάδρο, η εμποτισμένη απαισιοδοξία, η ασπρόμαυρη αισθητική, το σασπένς, παραπέμπουν σε κλασικό αστυνομικό σινεμά.
Υπαινικτικά συνδέεται η εξασθενημένη θέληση των χαρακτήρων με την πολιτική και στρατιωτική ήττα της Αριστεράς στον Εμφύλιο. Παρ’ όλα αυτά, αξιοσημείωτο είναι ότι στο διαχρονικό αυτό έργο δεν υπάρχει καμιά εμφανής εποχικότητα και η Αναγνωστάκη, που δεν πέφτει στην παγίδα του εύκολου διδακτισμού, με συγγραφική διαίσθηση δεν αναλύει τις βίαιες και διαιρετικές συνέπειες του Εμφυλίου, την πολιτική καταπίεση των ηττημένων και την ποινικοποίηση της αριστερής δράσης. Αυτά όλα υπονοούνται, υποδηλώνονται, αφήνοντας εντέχνως να συγκροτηθεί ένα παράλληλο κείμενο στη σκέψη του θεατή, το οποίο κορυφώνει το θεατρικό ενδιαφέρον.
Οι χαρακτήρες αναδεικνύονται ανάγλυφα. Κατεστραμμένοι από το παρελθόν τους, αναζητούν στον αυτοεγκλεισμό προστασία από τις απειλητικές εξωτερικές δυνάμεις. Η παθητικότητα, η παράλυση της θέλησης και η αίσθηση ότι δεν ανήκουν πουθενά χαρακτηρίζει τον εσωτερικό τους κόσμο.
H Κάτια Σπερελάκη, ως ηθοποιός και ως παρουσία, ήταν μια εξαιρετική Ελισάβετ. Μια γυναίκα κυνηγός, μια γυναίκα – αράχνη, μια χιτσκοκική, απρόσιτη, μυστηριώδης εκτελεστής και ψυχρή ξανθιά, με έναν υφέρποντα αλλά διάχυτο ερωτισμό, προσεκτικά κρυμμένο κάτω από το προσωπείο του καθωσπρεπισμού.
Ο Βαγγέλης Ρόκκος στο ρόλο του Κίμωνα τροφοδοτεί με την ερμηνεία του το περιρρέον μυστήριο. Με βαθιά εσωτερικότητα, εύγλωττες παύσεις και ιδιαίτερη κομψότητα, ειδικά στις τραυματικά αμήχανες στιγμές του έργου, πλάθει ένα χαρακτήρα με κρυφό πόνο, φόβο, αμφιβολίες και ανασφάλειες.
Ο Γιώργος Ψυχογιός μπαίνει τέλεια στο κοστούμι του επαρχιακού, εκκεντρικού φωτογράφου. Ζει την πλάνη σαν αλήθεια. Ένας έξοχος και πεπειραμένος ηθοποιός, με πλούσιο βιογραφικό, που ακολουθεί μια σεμνή διαδρομή γνώσης και συνειδητοποίησης.
Το σκηνικό του Γιώργου Χατζηνικολάου, ένα ουδέτερο δωμάτιο, με λιτά και ευρηματικά σχεδιασμένα έπιπλα, λειτουργεί ως ένας ιδιωτικός χώρος υπαρξιακής μοναξιάς. Παίζει κρίσιμο ρόλο σε σχέση με το εξωτερικό περιβάλλον, το οποίο οι χαρακτήρες αντιλαμβάνονται απειλητικό. Το δωμάτιο ως χώρος αυτοεγκλεισμού προσφέρει μία ζωτικής σημασίας, όσο και αβέβαιη, προστασία από την Ιστορία. Η Ιστορία που προσδιορίζεται με ενάργεια και στο προσεγμένο video καταστροφής του τέλους.
Η πλοκή
Ο Κίμων κι η Ελισάβετ, ένα παράξενο ζευγάρι, περιφέρονται από πόλη σε πόλη, στην επαρχία μιας κατεστραμμένης χώρας. Ενώ το συνεχές αυτό ταξίδι τους φαντάζει ανούσιο, υπάρχει μια ακατανίκητη τάση που τους ωθεί σ’ αυτή την αέναη μετακίνηση. Τα μέρη διαμονής τους που εναλλάσσονται γίνονται οι τόποι μιας μάταιης προσπάθειας να επινοηθούν εμπειρίες που θα παραμερίσουν τις έντονες μνήμες ενός οδυνηρού παρελθόντος.
Μέσα στις πραγματικότητες που διαδέχονται η μία την άλλη, αναζητούν εναγωνίως ένα νόημα για να υπάρξουν ή και να συνυπάρξουν. Σε αυτό το ζοφερό παρόν όμως, ελάχιστες ελπίδες υπάρχουν για να επουλωθεί το παρελθόν, που τους έχει στερήσει κάθε ίχνος ζωτικότητας. Η μοναδική ανομολόγητη ελπίδα γι’ αυτό που αναζητούν είναι να την αντλήσουν από το διαλυμένο κοινωνικό περίγυρο ή μάλλον να τη ρουφήξουν από κάποιο αθώο θύμα που θα καταφέρουν να απομονώσουν στον εκάστοτε τόπο. Αμέσως τότε του στήνουν ένα εξοντωτικό ψυχολογικό παιχνίδι που θα τους οδηγήσει να του ρουφήξουν και την τελευταία ικμάδα της αθωότητας και της ζωτικότητάς του.
Σε κάποια πόλη ήταν ο φαρμακοποιός, σε μια άλλη ο γιατρός, σ’ αυτήν ο φωτογράφος… Ένας φωτογράφος ιδιόρρυθμος που αποτυπώνει ανθρώπους που παριστάνουν τους νεκρούς… Φωτογραφίζει κρεμασμένους, κατακρεουργημένους, δολοφονημένους, θύματα αυτοκινητιστικών δυστυχημάτων, αλλά και νεκρούς σε στρατόπεδα συγκέντρωσης από ασιτία… Αποτυπώνει τον ψεύτικο θάνατο, έναν ψεύτικο θάνατο που οι άνθρωποι του ζητούν για να ξορκίσουν τον αληθινό. Μα ο φωτογράφος θα γίνει ο ίδιος θέμα μιας δικής του δημιουργίας, ένα θύμα της ίδιας της μηχανής του…
Σημείωμα του σκηνοθέτη Στέλιου Μάινα
Ψάχνοντας τον τόπο μας, εκεί όπου μπορείς να πεις, εδώ μεγάλωσα, σ’ αυτή τη γειτονιά έπαιξα, αυτόν το δρόμο τον ξέρω καλά, αυτή είναι η πόλη μου, … θέλουμε η ταυτότητά μας να αναγράφει το γεννηθείς εις… …Αυτή την αναφορά έχουμε όλοι μας ανάγκη, γιατί για να φτάσεις κάπου πρέπει να ξεκινήσεις από κάπου, κι οι δύο ήρωές μας έχουν ξεχάσει από πού ξεκίνησαν, ή δεν θέλουν να θυμούνται. Γιατί οι μνήμες, όταν έχει μεσολαβήσει μια καταστροφή, είναι οδυνηρές, τόσο που κάθε νύχτα φτάνουν στη γενέθλια πόλη και την άλλη νύχτα αναχωρούν για την επόμενη γενέθλια πόλη… έτσι που η φράση ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΠΟΛΗ ΜΟΥ να αφορά τελικά την ψυχή τους και μόνον την ψυχή τους. Πριν φύγουν από την πόλη όμως, από την κάθε πόλη, θα δεχθούν την επίσκεψη του τοπικού ανυποψίαστου μοναχικού και αθώου κατοίκου της, θα ξεδιψάσουν για λίγο με τον ενθουσιασμό και την αθωότητά του, και θα συνεχίσουν πάλι, αφήνοντας πίσω εκείνη την εικόνα που σέρνει η κατάρα της επανάληψης, η κατάρα της ψυχής τους… Η πόλη καίγεται!
Έτσι σαν μνήμη πολλά χρόνια από το πρώτο ανέβασμα στο Υπόγειο της εμβληματικής “Πόλης”, ανακαλύπτουμε ξανά μέσα απ’ τις γραμμές της Λούλας πως η ψυχή δεν έχει ηλικία, πως πάλι νέα και άφθαρτη ζητά τα ίδια που ζητούσε εκείνο το μακρινό ’65, με τη βεβαιότητα που μόνο τα νιάτα μπορούν να επιδεικνύουν. “Ναι, θέλω αυτή τη πλατεία, αυτόν τον κινηματογράφο, αυτή την πόλη, θέλω ν’ αγαπήσω ξανά, να ζήσω ξανά”.
Η συγγραφέας Λούλα Αναγνωστάκη
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εμφανίστηκε στο θέατρο το 1965 με την τριλογία της Πόλης (“Η διανυκτέρευση”, “Η πόλη”, “Η παρέλαση”), που παρουσίασε σε ενιαία παράσταση στο Θέατρο Τέχνης ο Κάρολος Κουν. Το Φεβρουάριο του 1967 ανέβηκε από το Εθνικό Θέατρο το τρίπρακτο έργο της “Η συναναστροφή”, σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά. Ακολούθησαν: “Αντόνιο ή το Μήνυμα” (1972), “Η νίκη” (1978), “Η κασέτα” (1982), “Ο ήχος του όπλου” (1987), όλα από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν. Το 1990 ο θίασος Τζένης Καρέζη – Κώστα Καζάκου παρουσίασε το έργο “Διαμάντια και μπλουζ”, σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου. Το 1995 ανέβηκε Το “Ταξίδι μακριά” από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή. Το 1998 το μονόπρακτο “Ο ουρανός κατακόκκινος” από το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Βίκτορα Αρδίττη και το 2003 το έργο “Σ’ εσάς που με ακούτε” από τη Νέα Σκηνή, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή.
Τα έργα της Λούλας Αναγνωστάκη έχουν επίσης παρουσιαστεί από αθηναϊκούς θιάσους και Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα, καθώς και στο εξωτερικό (Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία, Γερμανία, Κύπρο, Ισπανία, ΗΠΑ).
Δημιουργός μιας ιδιαίτερης γραφής, η Λούλα Αναγνωστάκη αποτύπωσε στα έργα της το εσωτερικό τοπίο του σύγχρονου Έλληνα και τις μεταβολές του υπό την επίδραση της Ιστορίας. Πραγματεύτηκε τα σημαντικότερα θέματα της μεταπολεμικής περιόδου στη χώρα μας, όπως το τραύμα, η ενοχή, η μοναξιά, η ήττα. Παρακολουθώντας την εξέλιξη της νεοελληνικής κοινωνίας και μετά τη μεταπολίτευση, πραγματεύεται τον εγκλωβισμό των ανθρώπων και των κοινωνιών, τα αδιέξοδα του σύγχρονου κόσμου, τη μοναξιά, την έλλειψη επικοινωνίας και το αίσθημα ασφυξίας του ατόμου. Βαδίζει το δικό της δημιουργικό, μοναχικό δρόμο, επενδύοντας ιδιαιτέρως στη μουσική διάσταση του λόγου της, που ενισχύει τη δραματικότητα και την εμβέλειά του.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Στέλιος Μάινας
Σκηνικά/Κοστούμια: Γιώργος Χατζηνικολάου
Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Μουσική: Lost Bodies
Βοηθός σκηνοθέτη: Σοφία Μπότση
Φωτογραφίες: Νικολέτα Γιαννούλη
Διανομή
Βαγγέλης Ρόκκος, Κάτια Σπερελάκη, Γιώργος Ψυχογιός
Πληροφορίες
“Η Πόλη”
της Λούλας Αναγνωστάκη
Έως και την Τρίτη 15 Απριλίου 2014
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Δευτέρα και Τρίτη στις 21:15
Τιμές εισιτηρίων: Κανονικό: 14, 00€
Φοιτητικό και ανέργων: 10, 00€
Διάρκεια: 70’
Χώρος: Κεντρική Σκηνή
Επί Κολωνώ, 210 5138067
www.epikolono.gr
e-mail: [email protected]
Ναυπλίου 12 και Λένορμαν 94, Κολωνός – Αθήνα
Στάση Μεταξουργείο