13.9 C
Athens
Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2025

Επινοώντας το σασπένς της Πατρίσια Χάισμιθ μέσω της Ρούλας Πατεράκη

Tης Ειρήνης Αϊβαλιώτου

Tην είπανε «ποιήτρια του φόβου» και τη συμπεριέλαβαν στους «σπουδαιότερους Αμερικανούς μοντερνιστές συγγραφείς».  
Τι θα λέγατε ωστόσο αν αυτή η σχολαστική και ουσιαστική ερευνήτρια του υποσυνείδητου σας προσκαλούσε να γίνετε μαθητές της σε ένα σεμινάριο; Η Πατρίσια Χάισμιθ κάποτε δημοσίευσε μια μικρή αγγελία στις εφημερίδες, που ήταν κάπως έτσι: «Η διάσημη συγγραφέας Πατρίσια Χάισμιθ σας προσκαλεί στο σεμινάριο “Εισαγωγή στο Σασπένς”. Από την αρχική ιδέα μέχρι την ολοκλήρωσή της, η δις Χάισμιθ θα αναλύσει τι είναι το σασπένς και πώς δημιουργείται, τι ρόλο παίζει η ατμόσφαιρα, πώς κατασκευάζονται επιτυχημένοι χαρακτήρες, πού βρίσκεται η έμπνευση, πώς οργανώνεται η πλοκή». Αυτό ακριβώς μπορεί να μη συνέβη στη ζωή, συμβαίνει όμως στο πρώτο θεατρικό έργο του σεναριογράφου Παναγιώτη Χριστόπουλου με τον τίτλο “Πατρίσια Χάισμιθ: εισαγωγή στο σασπένς”.
Το έργο ασχολείται με τη διεύρυνση του πνεύματος τριών μαθητών από την καθηγήτριά τους, τη διάσημη συγγραφέα. Όπως πολλοί υποσχόμενοι συγγραφείς, έτσι κι αυτοί θεωρούν πως οι ήδη αναγνωρισμένοι συνάδελφοί τους έχουν κάποιο επτασφράγιστο μυστικό επιτυχίας. Οι ιδέες όμως είναι για να ανατρέπονται. Στο γράψιμο πλην του χαρακτήρα ή, αλλιώς, της προσωπικότητας, μαγική φόρμουλα επιτυχίας δεν υπάρχει. Και επειδή κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός, εναπόκειται αποκλειστικά στον ίδιο να εκφράσει τη μοναδικότητά του. Δεν πρόκειται για κάτι μεταφυσικό, είναι απλώς ένα είδος ελευθερίας, μιας οργανωμένης ελευθερίας. Μιας και μιλάμε όμως για μαγική φόρμουλα, στη θεατρική παράσταση “Πατρίσια Χάισμιθ: εισαγωγή στο σασπένς”, μια μαύρη κωμωδία σε σκηνοθεσία Ιωσήφ Βαρδάκη, υπάρχει μία μαγική φόρμουλα κι αυτή ακούει στο όνομα Ρούλα Πατεράκη. Στο ρόλο της διάσημης συγγραφέως αστυνομικής λογοτεχνίας, στην κεντρική σκηνή του θεάτρου “104”, η κυρία Πατεράκη για άλλη μια φορά μας κατακτά, ανάγοντας την ερμηνεία ενός υπαρκτού και πασίγνωστου χαρακτήρα σε μια πράξη ελευθερίας. Το μεγαλύτερο μέρος της ερμηνείας αυτής το αναλαμβάνει και το φέρει εις πέρας η δημιουργική φαντασία, η μελέτη και η εργατικότητα της σπουδαίας μας ηθοποιού, από τις ελάχιστες κυρίες του θεάτρου μας.
«Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η επιρροή που ασκεί η ενοχή στους ήρωές μου», είπε κάποτε η Πατρίσια Χάισμιθ, κι αυτό η Ρούλα Πατεράκη το μεταφέρει με σαφήνεια και γλαφυρότητα στη σκηνή.

Τα διηγήματα και τα μυθιστορήματα της Πατρίσια Χάισμιθ μιλούν στον αναγνώστη και του φωνάζουν «μη με αφήσεις αν πρώτα δεν με τελειώσεις». Γιατί η συγγραφέας, που γεννήθηκε το 1921 στο Φορτ Γουόρθ του Τέξας και πέθανε τον Φεβρουάριο του 1995 στην Ελβετία, δεν είναι απλώς μια καταπληκτική συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, αλλά είχε μια προσωπική σχολή γραφής. Δημιουργός του γοητευτικού «κυρίου Ρίπλεϊ», σκληρή, απόμακρη, αινιγματική, μοναχική, εξωτερικά απαθής, εκκεντρική. Αστεία, ευφυής, βίαιη. Εραστής γυναικών, ένας άνδρας παγιδευμένος στο σώμα μιας γυναίκας αλλά και μισογύνης. Σχεδόν μισάνθρωπος.
Αν και γοητεύεται από μικρή από το «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι, στις δικές της ιστορίες, ο δολοφόνος, σχεδόν πάντα, γλιτώνει. Τα μυθιστορήματά της διαφέρουν από τα παραδοσιακά αστυνομικά. Οι ήρωές της δεν ενδιαφέρονται για τη συμβατική ηθική, ούτε επιστρατεύεται κάποιος γραφικός ντετέκτιβ που θα επιδοθεί στη σύλληψη του ενόχου και στην απονομή δικαιοσύνης, αλλά εστιάζει, κυρίως, στα σκοτεινά κίνητρα, στην κατασκευή μιας εγκληματικής συνείδησης, στη συναισθηματική ένταση, στον τρόπο λειτουργίας μιας νοσηρής διάνοιας αλλά και στις υποσυνείδητες διεργασίες στις οποίες υπόκεινται οι ήρωές της, οι οποίοι, παρά τις εγκληματικές τους πράξεις, παρουσιάζονται, όπως ο Ρίπλεϊ, ενδιαφέροντες, ωραίοι και σαγηνευτικοί.
Ας προχωρήσουμε όμως στο σεμινάριο, και με αφορμή αυτό ας οδηγηθούμε στον κόσμο της Χάισμιθ: έναν κόσμο σκοτεινό, όπου ο κάθε ένας από εμάς μπορεί να γίνει δολοφόνος. Η εξιστόρηση της διαδικασίας παραγωγής ενός λογοτεχνικού έργου μπορεί να είναι από μόνη της ενδιαφέρουσα αλλά όταν μία εκ των δημοφιλέστερων συγγραφέων μυθιστορημάτων αγωνίας αποφασίζει να ανοίξει την πόρτα του γραφείου της ή να επισκεφθεί η ίδια τους μαθητές της και να εμπιστευτεί τα μυστικά της, τα γεγονότα από τα οποία εμπνεύστηκε τους ήρωές της αλλά και τις δυσκολίες που συνάντησε κατά τη συγγραφή, αποτελεί μια μοναδική εμπειρία, όχι μόνο για τους συμπαίκτες της αλλά και για τους θεατές της. Εμπειρία άκρως συναρπαστική δε αν τη διάσημη συγγραφέα υποδύεται η Ρούλα Πατεράκη.
Τρεις μαθητές της αναλαμβάνουν τους ρόλους φανταστικών χαρακτήρων και δίνουν σάρκα και οστά στους φόβους και τις φαντασιώσεις της. Η συναισθηματική εμπειρία μπορεί να αντληθεί από κάτι τυχαίο, από μια απρόσμενη αίσθηση, από κάποια βίαιη αντίδραση, από κάτι που προκαλεί φόβο ή απειλή. Η ίδια κατόρθωνε να προεκτείνει αυτό το τυχαίο, μέσα από τη φαντασία της, στα άκρα. Η προσωποποίηση της φοβίας και η συμβίωση με τα πλέον αρνητικά και βίαια συναισθήματα -ύστερα από αλλεπάλληλες ασκήσεις θάρρους- μπορεί να αποβούν μια ιδιαίτερα γόνιμη διαδικασία για έναν συγγραφέα.
Το θεατρικό έργο βασίζεται στο βιβλίο «Πώς να γράψετε ένα μυθιστόρημα αγωνίας και δράσης», που είχε αρχικά γραφεί για το περιοδικό «Writer», το οποίο περιλαμβάνει κάποιες από τις δοκιμασμένες τεχνικές της που απέδωσαν καρπούς, τρόπους υπέρβασης των δυσκολιών και εμπειρίες γραφής, όπως βεβαίως πρακτικές συμβουλές προς επίδοξους συγγραφείς και τρόπους ωφέλιμης αξιοποίησης της φαντασίας.
Η Χάισμιθ εύρισκε το δημόσιο αίσθημα περί δικαιοσύνης αρκετά βαρετό και τεχνητό γιατί ούτε η ζωή ούτε η φύση ενδιαφέρονται αν θα απονεμηθεί δικαιοσύνη ή όχι… Έλεγε: «…η τέχνη δεν έχει καμία σχέση με την ηθική, τις συμβάσεις και τα κηρύγματα… οι συγγραφείς από τη φύση τους, όπως και οι ζωγράφοι, έχουν ένα ελάχιστο προστατευτικό περίβλημα… εφόσον τα απανωτά χτυπήματα και οι εντυπώσεις που δέχονται αποτελούν την πρώτη ύλη του έργου τους». Επίσης, ο λόγος που επέλεξε εγκληματίες και «διεστραμμένους» για πρωταγωνιστές της, είναι επειδή -κατά τη γνώμη της- αυτοί προωθούν την πλοκή και γιατί οι δολοφόνοι «είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντες από δραματικής άποψης, γιατί τουλάχιστον για ένα διάστημα είναι δραστήριοι και έχουν ελεύθερο, αδάμαστο πνεύμα». Τα περισσότερα από τα έργα της, είτε διηγήματα είτε μυθιστορήματα, είναι «θρίλερ», και μάλιστα ενός χαρακτηριστικού ύφους: σαρκαστικό χιούμορ με το μάτι βαθιά στην ψυχολογία των ηρώων, που κάνει τον αναγνώστη να κατανοεί τον «κακό» και να ταυτίζεται μαζί του. Πέθανε το 1995, αναγνωρισμένη στην Ευρώπη, παραγνωρισμένη στην Αμερική, με το παράπονο ότι δεν της έδωσαν τη θέση που θεωρούσε ότι της ανήκε στο πάνθεον της αμερικανικής λογοτεχνίας.
Η Ρούλα Πατεράκη στο ρόλο της Χάισμιθ, δίνει μια ερμηνεία γεμάτη από το σαρκαστικό χιούμορ της συγγραφέως, ανοίγοντας παράλληλα παράθυρα στο γεμάτο συγκρούσεις εσωτερικό της κόσμο. Η Χάισμιθ λάτρευε τις ξυλουργικές εργασίες και είχε φτιάξει αρκετά έπιπλα μόνη της. Εργαζόταν διαρκώς και ασταμάτητα. Προς το τέλος της ζωής της, περπατούσε σκυφτή, με έντονη κύφωση από την οστεοπόρωση. Επίσης αγαπούσε το ποτό και ήταν ιδιαίτερα επιρρεπής σ’ αυτό. Σύμφωνα με μαρτυρίες, «ήταν απότομη, δύσκολος άνθρωπος… όμως μίλαγε ξεκάθαρα, είχε ένα στεγνό χιούμορ και ήταν πολύ καλή στην παρέα». Θέματα που στη διαμόρφωση του ρόλου είχαν ληφθεί υπ’ όψιν. Μια ερμηνεία σαν κι αυτή απαιτεί προσήλωση, χρόνο, ενέργεια και δεξιότητες που αποκτιούνται έπειτα από πολύχρονες δοκιμασίες και υποκριτική πεποίθηση πως το στοίχημα μπορεί να κερδηθεί. Με αυτό τον απλό και συνάμα υπέροχο τρόπο η Ρούλα Πατεράκη για άλλη μια φορά μας καθήλωσε στις θέσεις μας, γεμάτους ρίγος και αγωνία, επί 75 λεπτά.
Ωραία τα κοστούμια της Δήμητρας Λιάκουρα, πολύ κινηματογραφικά, αμερικάνικου ύφους, που ταίριαζαν με το πνεύμα της παράστασης. Τα σκηνικά του Κωνσταντίνου Ζαμάνη πρωτότυπα και λειτουργικά. Οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου και η πρωτότυπη ευφάνταστη μουσική του Γιώργου Ρου τόνιζαν εκλεκτικά τη σαγήνη του σασπένς.
Στους ρόλους των τριών μαθητών, άξιοι, νέοι, ωραίοι και ταλαντούχοι σαν τον… «κύριο Ρίπλεϊ», οι ηθοποιοί Μαρκέλλα Γιαννάτου, Ευθύμης Γεωργόπουλος και Νίκος Μαυράκης.
Ο Ιωσήφ Βαρδάκης σκηνοθετεί αυτό το ψυχολογικό πορτρέτο, με ρυθμούς αστυνομικού θρίλερ, όπου φαντασία και πραγματικότητα εναλλάσσονται, ώσπου ενώνονται, δημιουργώντας για τους θεατές τον παράξενο κόσμο της Πατρίσιας Χάισμιθ. Επιστρατεύει κι ο ίδιος «θανάσιμες ιδέες», σαν της Χάισμιθ, που κάνουν την παράσταση να δείχνει φρέσκια και συναρπαστική,  περνώντας την από το φίλτρο της σκηνοθετικής έμπνευσης και της θεατρικότητας.
Αυτό που βεβαίως περνά απαρατήρητο και αφώτιστο από την παράσταση είναι η αγάπη που έτρεφε για τις γάτες και η έμπνευση που έπαιρνε από το ζωικό βασίλειο. Ειλικρινά ξαφνιάστηκα που δεν γινόταν σχεδόν καμία αναφορά στα αγαπημένα της μικρά αιλουροειδή.
Μια ωραία παράσταση ωστόσο, που αξίζει για τις ερμηνείες και τις σκηνικές της επινοήσεις. Δεν ενισχύει την απρόσκοπτη ταύτιση του θεατή με τους χαρακτήρες, καθώς η συγκεκριμένη τακτική είναι δείγμα ανικανότητας της τέχνης που οφείλει να τον προσελκύσει με άλλους τρόπους, όπως πίστευε και η Χάισμιθ. Επικρατούν το χιούμορ, η ευφυία και ο σαρκασμός. Στο φινάλε δε, όταν η Πατεράκη – Πατρίσια προβάλλει στη σκηνή σχεδόν τσακισμένη και καταπονημένη, επικρατεί μια πληγωμένη δραματικότητα που είναι σχεδόν αδύνατο να σε αφήσει ασυγκίνητο.

* Είναι γνωστό το ότι η Πατρίσια Χάισμιθ προτιμούσε την παρέα των κατοικιδίων της και κάποτε είχε πει: «Η φαντασία μου λειτουργεί πολύ καλύτερα όταν δεν είμαι υποχρεωμένη να μιλάω με ανθρώπους». Λάτρευε τις γάτες. Τις μεγάλωσε στο σπίτι της, τις έκανε πρωταγωνίστριες στα μυθιστορήματά της, τις έβαλε σε σημειωματάρια, σκίτσα και σε ποιήματα. Ακόμη, είχε περίπου τριακόσια σαλιγκάρια στον κήπο του σπιτιού της στο Σάφολκ όταν ζούσε στην Αγγλία. Κάποτε εμφανίστηκε σε ένα πάρτι στο Λονδίνο κρατώντας μια τεράστια τσάντα, η οποία περιείχε ένα μαρούλι και περίπου εκατό σαλιγκάρια τα οποία είπε πως τα έφερε για να της κάνουν παρέα εκείνο το βράδυ.

Ταυτότητα παράστασης

Κείμενο: Παναγιώτης Χριστόπουλος
Σκηνοθεσία: Ιωσήφ Βαρδάκης
Πρωτότυπη Μουσική: Γιώργος Ρους
Σκηνικό: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα
Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου
Φωτογραφίες παράστασης: Κλεοπάτρα Χαρίτου
Βοηθός σκηνοθέτη: Ειρήνη Καλλιανίδου
Βοηθός Σκηνογράφου: Μαρία Παπαδοπούλου

Ερμηνεύουν οι Ρούλα Πατεράκη, Μαρκέλλα Γιαννάτου, Ευθύμης Γεωργόπουλος, Νίκος Μαυράκης

Πληροφορίες

Παραστάσεις:
Kάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 9.00 μ.μ.
Τιμή εισιτηρίου γενική είσοδος 12 ευρώ – μειωμένο 8 ευρώ
Διάρκεια παράστασης: 75’ χωρίς διάλειμμα
Θέατρο “104” – Κεντρική Σκηνή
Τηλ. κρατήσεων 2103455020-6940290312
www.104.gr
www.facebook.com/theatre104

 

 

 

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -