Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
Αριστοτεχνικά, με ζωντάνια, με εφηβική σφοδρότητα και φρεσκάδα, παρουσιάζεται στο θέατρο «Χορν» ο «Θείος Βάνιας» του Τσέχοφ σε σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ, το έργο που εδώ και πάνω από έναν αιώνα παίζεται σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, χωρίς να φέρνει ποτέ κορεσμό στο κοινό, αντίθετα είναι από τα έργα που οι θεατρόφιλοι πηγαίνουν με ενθουσιασμό να παρακολουθήσουν πολλές φορές στη ζωή τους.
Κωμωδίες και δράματα μαζί, τα έργα του Τσέχοφ είναι ένας συνδυασμός από ηδονή και λύπη, μια μείξη από απελπισία και πάθος, όπως εξακολουθεί να είναι η αληθινή ζωή του ανθρώπου, που σε αυτό μιμείται πιστά τη γνήσια τέχνη… Στο τσεχοφικό σύμπαν επικρατεί ένας ιδιότυπος νατουραλισμός: το κοινό δεν ξέρει αν πρέπει να κλάψει ή να γελάσει με τα παθήματα των ηρώων του. Όταν τα βλέπει να αναπαρίστανται στη σκηνή, εντός του γελά και διασκεδάζει, συγχρόνως όμως τα κατανοεί και κλαίει, καθώς αναγνωρίζει στους ήρωες κάποιες ραγισμένες όψεις του δικού του προδομένου κόσμου.
Ο Τσέχοφ, γιατρός το επάγγελμα, τοποθετεί τους ήρωές του κάτω από το μικροσκόπιο, εξετάζοντάς τους ενδελεχώς και παρατηρώντας τους σαν να πρόκειται για μια αποικία μικροοργανισμών. Καταγράφει επιστημονικά αυτό το υπό εξέταση υλικό, τις συμπεριφορές, τις ροπές, τις τάσεις, τον τροπισμό, τις αντιδράσεις, τις ιδιαίτερες συνθήκες του περιβάλλοντος όπου ευδοκιμεί. Αυτός όμως ο μεθοδισμός του Τσέχοφ δεν είναι ψυχρός, αυστηρός και αποστασιοποιημένος. Έχει ουσιαστική ανθρωπιά, βαθιά κατανόηση και πολλή αγάπη.
«Τα άγια των αγίων μου είναι το ανθρώπινο σώμα, η υγεία, το μυαλό, το ταλέντο, η έμπνευση, η αγάπη και η πιο απόλυτη ελευθερία, ελευθερία από τη βία και το ψέμα, όπου κι αν εκφράζονται τα δύο τελευταία» (Α.Π. Τσέχοφ).
Ο “Θείος Βάνιας” του Άντον Τσέχοφ σε σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ με έναν αξιοζήλευτο θίασο (Γιάννης Φέρτης, Γιάννης Βόγλης, Στέλιος Μάινας, Έρση Μαλικένζου, Μαρίνα Ψάλτη, Μελίνα Βαμβακά, Αλεξία Καλτσίκη, Χάρης Χαραλάμπους) σε παραγωγή της «Λυκόφως» του Γιώργου Λυκιαρδόπουλου παίρνει -ευτυχώς- παράταση για 15 παραστάσεις στο θέατρο «Χορν» από 22 Απριλίου έως 10 Μαΐου 2015. Αμέσως μετά ταξιδεύει στη Θεσσαλονίκη, όπου θα παρουσιαστεί στο Αριστοτέλειο Θέατρο για 10 μόνο παραστάσεις (13 έως 24 Μαΐου).
Η πλοκή
Ο Βάνιας, αδερφός της πρώτης συζύγου του γέρου καθηγητή Σερεμπριάκοφ είναι υπεύθυνος για το κτήμα του καθηγητή και το φροντίζει μαζί με τη Σόνια, κόρη του καθηγητή από τον πρώτο του γάμο και ανιψιά του. Πρόσφατα ο καθηγητής έχει εγκατασταθεί μαζί με τη νεαρή και ελκυστική δεύτερη σύζυγό του, Ελένα, στο κτήμα, προκαλώντας πλήθος προβλημάτων, καθώς οι ισορροπίες αλλάζουν δραματικά. Ο Βάνιας είναι απελπισμένα ερωτευμένος με την Ελένα. Το ίδιο και ο γιατρός Αστρόφ που επισκέπτεται συχνά το κτήμα. Η Σόνια υποφέρει βουβά από έρωτα για τον γιατρό Αστρόφ. Η Ελένα πανέμορφη και αδιάφορη κινεί τα νήματα δίχως να ενδιαφέρεται για τα αισθήματα των επίδοξων εραστών. Όταν ο καθηγητής θα συγκεντρώσει όλη την οικογένεια για να ανακοινώσει το σχέδιό του να πουλήσει το κτήμα, τίποτα δε θα μείνει πια το ίδιο…
Η ήττα
Ο Βάνιας, όπως τον υποδύεται ο Γιάννης Φέρτης, είναι ο άνθρωπος που πληρώνει, πληγώνεται και θυσιάζεται, που παραμελεί τη ζωή του. Ο ίδιος ξέρει ότι δεν έζησε, δεν χάρηκε. Είναι αργά πια γι’ αυτόν. Είναι ηττημένος, πικρός. Ο θεατής μπορεί να νιώσει την ήττα του. Σχεδόν την ακουμπά, τη μυρίζει. Ταυτόχρονα, μπροστά στην Ελένα, προσπαθεί να φανεί εραστής. Είναι όμως χαμένος, και αυτό φαίνεται στην όψη του. Ο Βάνιας συνδυάζει την αξιοπρέπεια με τη σκληρότητα. Ο έρωτας για εκείνον είναι μια ιστορία χωρίς ανταπόκριση. Τον χαρακτηρίζει γενικώς μια αφλογιστία, μια αστοχία. Έχει χάσει τον στόχο του. Και παραδίδεται. Στο τέλος ξέρει πια ότι δεν θα κάνει την υπέρβαση. Μένει θαμμένος εκεί, μαζί με τη Σόνια, και ελπίζει ότι αυτοί που θα έρθουν ύστερα από αυτόν θα ζήσουν καλύτερα.
Η εποχή
Αυτό που μας καταγράφει ο Τσέχοφ, μέσα σε μια παρακμιακή εποχή, είναι η καθημερινότητα του ανθρώπου. Κάτω από την επιφάνεια οι ψυχές πάλλονται, τα συναισθήματα συγκρούονται. H μοναδικότητά του έγκειται στο πάντρεμα του ανθρώπινου με το ρεαλιστικό που αγγίζει την ψυχή μας. Ο «Θείος Βάνιας» (1896-7), γραμμένος την ίδια περίπου εποχή με τον «Γλάρο», αποτελεί ίσως το πιο «τσεχοφικό» από τα έργα του κορυφαίου Ρώσου ποιητή των λεπτότατων αποχρώσεων, και συμπυκνώνει εκρηκτικά το υπαρξιακό αδιέξοδο του φαινομένου που ονομάζεται «άνθρωπος», μέσα στον χώρο και τον χρόνο. Το εμπνεύστηκε στον απόηχο των μεταρρυθμίσεων του 1861, που σηματοδοτούν την τυπική, αλλά όχι ουσιαστική κατάργηση της δουλείας στην τσαρική Ρωσία, και την επικράτηση της νέας αστικής τάξης την ώρα που η χώρα, ειδικά στην ύπαιθρο, μαστίζεται από φτώχεια, επιδημίες και έλλειψη υποδομών. Μέσα σε αυτό το νοσηρό κλίμα, κι ενώ αρχίζει να φυσά παντού ο άνεμος των νέων ιδεών που θα φέρουν την Οκτωβριανή Επανάσταση, ο Τσέχοφ επινοεί τον Βάνια. Το συμβιβασμένο, ακάματο εργάτη που έχει θέσει τον εαυτό του στη δούλεψη του χαραμοφάη γαμπρού του, ο οποίος τον εκμεταλλεύεται στυγνά. Κι όταν ο τελευταίος επισκέπτεται το υποστατικό του Βάνια με τη δεύτερη, και κατά πολλά χρόνια νεότερη γυναίκα του, έρχονται στο φως τα πάθη και οι ανεκπλήρωτοι πόθοι, οι ψευδαισθήσεις γκρεμίζονται, οι ακραίες εντάσεις κορυφώνονται έως ότου όλα καταλήξουν και πάλι στην αγκαλιά της ατάραχης ζωής. Μόνο που τα πράγματα στην επιφάνεια μόνο μένουν ίδια. Στον πυρήνα όλα έχουν αλλάξει…
Οι ήρωές του, μικροί και «γκρίζοι» αλλά παρ’ όλα αυτά γνήσιοι και αναγνωρίσιμοι στη λεπτομέρεια και την πολυπλοκότητά τους, αναζητούν απελπισμένα το νόημα της ζωής, φλερτάρουν με τα όριά τους, επιδίδονται σ’ ένα ιλαροτραγικό κυνήγι ευτυχίας, αποζητούν την ελπίδα που θα νικήσει την καθημερινή φθορά – ένα υποκατάστατο της χαμένης, της κατασπαταλημένης τους ζωής. Ο έρωτας μοιάζει ιδανικό παυσίπονο ευτυχίας. Ωστόσο και αυτός μένει ανεκπλήρωτος.
Οι ήρωες του “Θείου Βάνια” θέλουν αλλά δεν μπορούν να ξεφύγουν από το τέλμα. Με τις απονενοημένες πράξεις τους, τις εύγλωττες σιωπές τους, τις έντονες εσωτερικές συγκρούσεις τους, οι άνθρωποι του Τσέχοφ ισορροπούν ανάμεσα στην ευτυχία και τη δυστυχία, το τραγικό και το γελοίο, την ελπίδα και την απελπισία, το φως και το σκοτάδι, ιδανικοί «πρωταγωνιστές» στο διαχρονικό τσίρκο της ανθρώπινης υπαρξιακής περιπέτειας.
Πώς παίζεται το έργο; Αυτό είναι ένα ερώτημα. Πώς ανακαλύπτουμε τι κρύβεται κάτω από τις λέξεις, πίσω από το κείμενο; Σαφώς συνδυάζοντας την ελαφράδα με το βάθος. Και στη ζωή δεν γελάμε με τα σκληρά και τραγικά που μας συμβαίνουν; Το χιούμορ δεν είναι μια άμυνα; Το χιούμορ δεν αλλοιώνει τη δύναμη και το κύρος του συγγραφέα και του έργου, αντιθέτως τα επιβεβαιώνει. Το μεγαλείο στον Τσέχοφ είναι το δίπολο της λογικής και του αισθήματος. H απέρριτη καθημερινότητα που παίρνει τη θέση των μεγάλων πράξεων. Και όλα αυτά τα απλά πράγματα ο Τσέχοφ τα αποδίδει με ποίηση. Κατανοεί τους ήρωές του, δεν τους κριτικάρει. Καταπιάνεται με απλές συμπεριφορές. Τον Τσέχοφ δεν τον διηγείσαι, τον νιώθεις.
Η ιδιοφυία του Τσέχοφ βρίσκει την κορυφαία της έκφραση μέσα από τα θεατρικά του έργα, εκεί που συνυπάρχει το δράμα και η κωμωδία. Στο συγγραφέα Α. Σερεμπρόφ Τιχόνοφ, ο Τσέχοφ γράφει: “Λέτε πως κλάψατε στα έργα μου. Εγώ, όμως δεν τα έγραψα για αυτό. Εγώ ήθελα να πω τίμια στους ανθρώπους: Κοιταχτείτε, κοιτάξτε πόσο άσκημα και πληκτικά ζείτε όλοι σας”!
Στον Τσέχοφ το δράμα έγκειται στην τριβή, στη βαθμιαία και αναπόδραστη φθορά, στην αναπότρεπτη πορεία που κάνει αισθητό πάνω στους ήρωες το βάρος του πεπρωμένου.
Ο νους αδρανεί, η θέληση αμβλύνεται, η ζωή ολοένα και φτωχαίνει, γίνεται πληκτική και άχαρη. Πόσο απαισιόδοξος όμως είναι ο Τσέχοφ; Μέσα στη διάχυτη θλίψη βλέπουμε με έκπληξη να αναδίδεται μια βαθιά φλόγα. Πρόκειται για την εμπιστοσύνη στον άνθρωπο, την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, το θάρρος και την παραδοχή της ζωής στην οποία μας προτρέπει η υπομονή.
Το αριστούργημα του Τσέχοφ αποπνέει τρυφερότητα, ανθρωπιά, λεπτότητα, βαθιά κατανόηση και συμπόνια, διακριτικό και ανάλαφρο χιούμορ. Ψυχολογικό θέατρο ίσως δεν έδωσε κανένας άλλος συγγραφέας με τόσο επιμελή διεισδυτικότητα.
Οι χαρακτήρες – ερμηνείες
* Ο Ιβάν, γνωστός και ως θείος Βάνια, αγωνίζεται απελπισμένα να διαχειριστεί το οικογενειακό κτήμα μαζί με την ανύπαντρη ανιψιά του, τη Σόνια. Τον βλέπουμε ανήμπορο πλέον, θλιβερό, μονόχνοτο, πικρόχολο και σχεδόν αστείο. Μάταια ποθεί να γευτεί λίγη χαρά από τη ζωή. Άγονα ερωτευμένος με την Ελένα, την παρακολουθεί πληγωμένος να μένει με τον καθηγητή Σερεμπριακόφ. Τη γυναίκα που διαδέχτηκε την αδελφή του, την ωραία και νέα σύζυγο του γαμπρού του. Τα χτυπήματα του έρχονται απανωτά και τον καταρρακώνουν. Βρίσκει το αντικείμενο του έρωτά του αγκαλιασμένο με το γιατρό Αστρόφ την ώρα που αυτός είναι έτοιμος να κάνει την εξομολόγησή του με τα λουλούδια στο χέρι. Αμέσως μετά ο καθηγητής ανακοινώνει σε όλους την πρόθεσή του να πουλήσει το κτήμα που ο Βάνιας καλλιεργούσε με τον ιδρώτα μιας ολόκληρης ζωής, δίνοντας κάθε ικμάδα του, κάνοντας οικονομίες και υπομένοντας στερήσεις προκειμένου να στέλνει τα έσοδα στον «σπουδαίο» καθηγητή για να διάγει πολυτελή βίο στην πολιτεία. Η πίκρα πλημμυρίζει τον Βάνια και αποχαιρετά με θλίψη όλα αυτά τα χρόνια που πήγαν χαμένα σε μια αυταπάτη, σε μια λαθεμένη εκτίμηση. Αηδιάζει, φτάνει σε απόγνωση, σε παροξυσμό και για πρώτη φορά στη ζωή του αποφασίζει να πράξει κάτι άξιο λόγου, ας είναι κι ένας φόνος. Όμως ακόμα και οι σφαίρες οι οποίες ρίχνει στον γαμπρό του προς μεγάλη του απογοήτευση αστοχούν. Τι γελοία αφλογιστία! Καταδικάζεται να παραμείνει εκεί, στην αφάνεια και στη λήθη, δουλεύοντας σκληρά και αγόγγυστα, σαν υποζύγιο. Να ξεχάσει όνειρα και προσδοκίες, να παραμερίσει τον εαυτό του. Ο Γιάννης Φέρτης έχει δουλέψει κάθε λεπτομέρεια του θείου Βάνια, κι έχει ρίξει φως ακόμα και τις σκοτεινότερες πλευρές του χαρακτήρα του. Ερμηνεύει το ρόλο με πιστότητα, οξυδέρκεια και καλλιέργεια χαρίζοντας στους θεατές ευτυχείς αλλά και απίστευτα συγκινητικές στιγμές.
* Ο Βάνιας και η Σόνια δουλεύουν χρόνια ολόκληρα ακούραστα και ζουν φτωχικά και ταπεινά για να στέλνουν όλες τις οικονομίες στον πατέρα της Σόνια που τον θεωρούν ως έναν εξαιρετικά ανεπτυγμένο άνθρωπο με τρομερές πνευματικές ικανότητες. Όταν ο πατέρας της Σόνια και γαμπρός του Ιβάν, ο καθηγητής Σερεμπριακόφ, έρχεται να περάσει ένα διάστημα μαζί με τη νέα και όμορφη δεύτερη γυναίκα του στην εξοχή, ο Βάνια, επιτέλους, συνειδητοποιεί ότι ο άνδρας της εκλιπούσας αδελφής του είναι ένας βαρετός, εγωιστής, στριφνός, απότομος, αχάριστος και ματαιόδοξος ηλικιωμένος άνδρας και τίποτε περισσότερο. Ένας κενόδοξος άνθρωπος, που δεν ενδιαφέρεται παρά για τον εαυτό του. Αδιάφορα τού είναι το κτήμα, η κόρη του, ο Βάνιας, οι κόποι, οι θυσίες, οι στερήσεις των άλλων. Ο Γιάννης Βόγλης ερμηνεύει με περηφάνια και αδρότητα τον ρόλο του υπερφίαλου, ευέξαπτου, υποχόνδριου και εγωιστή καθηγητή.
* Η νέα γυναίκα του πληκτικού και άπληστου κύριου καθηγητή, η πανέμορφη Ελένα, πεθαίνει από ανία στη ρώσικη εξοχή αλλά ταυτόχρονα ανάβει φωτιές στις ανδρικές μαραμένες ψυχές. Κινητοποιεί με την ομορφιά, τη σαγήνη και την αδιαφορία της όλο τον ανδρικό πληθυσμό του αγροκτήματος και ιδιαίτερα γοητεύει τον γιατρό Αστρόφ, με τον οποίο η Σόνια είναι κρυφά ερωτευμένη. Μια γυναίκα κομψή, μυστηριώδης, μια σφίγγα. Ταυτόχρονα μια γυναίκα άτολμη, συμβιβασμένη, δειλή, που φοβάται να ζήσει όσα επιθυμεί. Εκθαμβωτική η Μαρίνα Ψάλτη στο ρόλο. Εντυπωσιάζει για την εμβρίθεια, τη φινέτσα, τη μελαγχολία που αποπνέει. Με ξεχωριστή άνεση υποδύεται ένα δύσκολο χαρακτήρα. Με την ερμηνεία της δίνει έμφαση στο δίλημμα να ενδώσει ως γυναίκα στον πόθο ή να μείνει ηθική, διανθίζοντάς την παράλληλα με υπόγειες νότες χιούμορ και ειρωνείας.
* Όλοι οι ήρωες του «Θείου Βάνια» είναι ονειροπόλοι σε διαφορετικές ποιότητες και βαθμίδες. Ο γιατρός Αστρόφ έχει κι αυτός ενθουσιασμούς και λαχτάρες. Τον μαραζώνει η ρουτίνα, η ατέρμονη προσπάθεια να θεραπεύει τους μουζίκους εν μέσω αθλιότητας, με πενιχρά και πρωτόγονα μέσα. Γίνεται αλκοολικός, πείσμων, κυνικός, ανελέητα σαρκαστικός. Αγαπά με έναν οίστρο φλογερό την ύπαιθρο, το στερνό του καταφύγιο. Του γίνεται μανία να συντηρήσει την αγνή ομορφιά της φύσης. Και διαρκώς οραματίζεται, αδιαφορώντας για τον έρωτα συνετής και αθώας Σόνιας. Ο Στέλιος Μάινας στον ρόλο του φυσιολάτρη γιατρού, ενός πρώιμου οικολόγου και βαθιά ανθρωπιστή, είναι ευθύβολος και πειστικός, ένας Αστρόφ ερωτικός, γοητευτικός και αυτοκαταστροφικός.
* Οραματίζεται και η Σόνια, η πληγωμένη, η στωική, η εξαίσια αυτή ύπαρξη. Φέρει πάνω της κάτι πέρα από τα εγκόσμια. Μια υπέρκοσμη ηρεμία, που αποβλέπει στην ανάπαυση των βασανισμένων ψυχών. Υπέροχη η Αλεξία Καλτσίκη, δωρικά συγκινητική. Ζωντανεύει όλο το φωτεινό πάθος της μυστικά ερωτευμένης. Καταφέρνει δε να πείθει ως εξωτερικά άσχημη, που όμως η εσωτερική ομορφιά τής χαρίζει λάμψη και απέραντη συμπάθεια. Ο μονόλογός της στο φινάλε του έργου, όταν αγωνίζεται να εμψυχώσει τον θείο της, είναι ό, τι πιο βαθύ, τρυφερό, αβρό, και στοργικό έχει γραφτεί για το θέατρο. Σπαρακτική και αληθινά ποιητική.
Οι χαρακτήρες διαγράφονται καθαρά, αργά αργά όμως, έτσι καθώς βγαίνουν σαν φιγούρες νωθρές, νωχελικές, αργοκίνητες και κουρασμένες από το τέλμα της ρωσικής επαρχίας.
* Η Μελίνα Βαμβακά, ως Μαρία Βασίλιεβνα, παίζει με εντιμότητα, θέρμη και προσήνεια. Η Έρση Μαλικένζου αποδίδει τη Μαρίνα με ξεχωριστή αρμονία και γλυκύτητα. Έχει τη στόφα της παλιάς καλής ηθοποιού που στηρίζει με αφοσίωση κάθε παράσταση στην οποία συμμετέχει. Ο Χάρης Χαραλάμπους ως Τελιέγκιν με λίγες μόνον ατάκες απογειώνει το ρόλο του, αποδεικνύοντας περίτρανα πως στον Τσέχοφ δεν υπάρχουν μικροί χαρακτήρες.
Οι συντελεστές
Οι πιο επίμονες δονήσεις της ψυχής δεν εκδηλώνονται με εξωτερικά ξεσπάσματα. Υποβόσκουν, ξεδιπλώνονται, αναπτύσσονται σε στιγμές φαινομενικής αταραξίας, τότε που η συνείδηση αποξεχνιέται. Ό, τι ξεσπάει υποτροπιάζει. Στις δραματικές καταστάσεις του έργου δακρύζουμε και χαμογελάμε μαζί, γιατί έτσι είναι ο διφυής χαρακτήρας της ζωής. Η σκηνοθεσία πέτυχε αυτό το ιδιαίτερο και ευλογημένο κλίμα του Τσέχοφ. Η Λίλλυ Μελεμέ κατόρθωσε, με ευαισθησία, φροντίδα, απλότητα και ρομαντισμό, μέσα από τη φαινομενική αβεβαιότητα του έργου, το ασήμαντο και το καθημερινό, να συνθέσει μιαν ανεξήγητη μαγεία. Από την άλλη η μελωδική διάθεση του Σταύρου Γασπαράτου, που αποτελεί μια μεγάλη αξία για το θέατρο, νοσταλγική και πρωτοποριακή συγχρόνως, διαποτίζει και θέλγει το κοινό της παράστασης.
Βρήκα στα σκηνικά της Αριάδνης Βοζάνη ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες αλλά το σύνολο μήπως παραήταν βαρύ και φορτωμένο;
Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα σε γήινες αποχρώσεις, ήταν κομψά, λιτά, διαχρονικά και συμφωνούσαν με τους χαρακτήρες του έργου.
Οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα τόνισαν την ατμόσφαιρα ποίησης και ευαισθησίας που ήθελε η παράσταση.
Για άλλη μια φορά δείχνει τις ικανότητές της στην οργάνωση παραγωγής η Κατερίνα Μπερδέκα.
«Θ’ αναπαυτούμε!»
Οι πιο κοινότοπες έννοιες, οι πιο συνηθισμένες λέξεις αποκτούν έναν παράξενο, αποκαλυπτικό συμβολισμό και μια μυστική αλήθεια. Ίσως εκεί που φθίνουν και βαλτώνουν τρία προικισμένα και καλλιεργημένα πλάσματα, ο Βάνιας, η Σόνια, ο Αστρόφ, θα μπορούσε να κρύβεται μια αισιοδοξία και μια ελπίδα. Δεν μπορώ παρά να κλείσω με τα τελευταία, συγκλονιστικά, λόγια της Σόνιας:
«Θ’ ακούσουμε τους αγγέλους, θα δούμε ολόκληρο τον ουρανό σπαρμένο με διαμάντια, θα δούμε όλο το κακό αυτής της γης, όλα μας τα βάσανα να καταποντίζονται μέσα στο έλεος που θα πλημμυρίσει ολόκληρο τον κόσμο, και η ζωή μας θα γίνει ήρεμη, τρυφερή, γλυκιά σαν χάδι. Θ’ αναπαυτούμε!».
Η Ταυτότητα της Παράστασης
Μετάφραση: Χρύσα Προκοπάκη
Σκηνοθεσία: Λίλλυ Μελεμέ
Σκηνικά: Αριάδνη Βοζάνη
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μάγδα Κόρπη
Βοηθός Συνθέτη: Δημήτρης Γιακουμάκης
Βοηθός Σκηνογράφου: Ερμιόνη Γκαρραμόνε
Οργάνωση παραγωγής: Κατερίνα Μπερδέκα
Βοηθός παραγωγής: Μαριάνθη Μπαϊρακτάρη
Παραγωγή: Λυκόφως, Γιώργος Λυκιαρδόπουλος
Executive Producer: Μάγδα Λαδά
Παίζουν οι ηθοποιοί: Γιάννης Φέρτης, Γιάννης Βόγλης Στέλιος Μάινας, Έρση Μαλικένζου, Μαρίνα Ψάλτη, Μελίνα Βαμβακά, Αλεξία Καλτσίκη, Χάρης Χαραλάμπους
Για τον Τσέχοφ
Ο Πίτερ Μπρουκ θεωρεί τον Τσέχωφ τον σπουδαιότερο θεατρικό συγγραφέα μαζί με τον Σαίξπηρ. Ο Μαξίμ Γκόρκι έγραψε στον Τσέχοφ για τον Βάνια ότι είναι «ένα έργο εξαίσιο, ένα σφυρί που το χτυπάτε στο αδειανό κεφάλι του κοινού. Τα χτυπήματά σας πάνε ίσια στην καρδιά…». O Laurence Olivier θεωρούσε πως τα πρόσωπα του έργου είναι σαν μουσικά όργανα που άλλοτε παίζουν χορωδιακά και άλλοτε σόλο το θέμα της θλίψης αυτών των καλλιεργημένων εξόριστων και τη λαχτάρα τους για τη νεότητα.
Όπως λέει και ο ιταλός σκηνοθέτης Giorgio Strehler, «το πρόβλημα του Τσέχοφ είναι, πάντα, αυτό που ονομάζω «τα τρία κινέζικα κουτιά»: το ένα βρίσκεται μέσα στο άλλο, το τελευταίο περιέχει το προτελευταίο, το προτελευταίο περιέχει το πρώτο. Στο τρίτο κουτί είναι η Ζωή. Το μεγάλο κουτί της Ανθρώπινης Περιπέτειας, του Ανθρώπου που γεννιέται, μεγαλώνει, ζει, αγαπά, δεν αγαπά, κερδίζει, χάνει, καταλαβαίνει, δεν καταλαβαίνει, περνάει, πεθαίνει. Εδώ τα πρόσωπα παίρνουν διάσταση «μεταφυσική»… «συμβολική», σ’ ένα είδος παραβολής για την ανθρώπινη μοίρα…».
Πληροφορίες
“Θείος Βάνιας”
του Άντον Τσέχωφ
Παράταση παραστάσεων από 22 Απριλίου έως 10 Μαΐου
Θέατρο “Χορν”
Αμερικής 10, Κολωνάκι
210 3612500
Τετάρτη 20.00, Πέμπτη 21.00, Παρασκευή 21.00, Σάββατο 18.30 & 21.30, Κυριακή 20.00
Εισιτήρια: Tετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή 18€, Εξώστης 16€
Σάββατο, Κυριακή 20€, εξώστης 17€
Φοιτητικό, ανέργων 12 €
Διάρκεια:
130 λεπτά (με διάλειμμα)
VIDEO TEASER
https://www.youtube.com/watch?v=YeiA5-Io-l0
SITE
www.lykofos.org
https://www.facebook.com/lykofostheater
https://twitter.com/lykofostheater
* Φωτογραφίες
Tάσος Βρεττός
* Γραφείο Τύπου
Βάσω Βασιλάτου
[email protected]
www.artblock.gr