Το «Προσφυγικό μπλουζ» του Ουίσταν Χιου Ώντεν είναι ένα ερωτικό ποίημα που μιλά για την άτυχη αγάπη δύο προσφύγων που προσπαθούν να γλιτώσουν από το ναζιστικό καθεστώς. Ο Ουίσταν Χιου Ώντεν έγραψε το ποιήμα το 1939 και ανήκει στη συλλογή «Η ασπίδα του Αχιλλέα και άλλα ποιήματα» εκδόσεις Αντίποδες (Οκτώβριος 2020) σε μετάφραση του Ερρίκου Σοφρά. Παραθέτουμε το ποίημα μετά την ευγενική παραχώρηση από τον μεταφραστή του.
Έστω πως η πόλη αυτή έχει δέκα εκατομμύρια ψυχές,
Κάποιοι ζουν σε μέγαρα, κάποιοι σε καταπακτές:
Μα δεν υπάρχει τόπος για μας, αγάπη, δεν υπάρχει τόπος για μας.
Μες στο χάρτη όποιος κοιτάξει κάπου θα τη βρει:
Δεν μπορούμε να πάμε εκεί τώρα, αγάπη, δεν μπορούμε να πάμε εκεί τώρα.
Στο κοιμητήρι του χωριού ο γερο-ίταμος φυτρώνει,
Κάθε που μπαίνει η άνοιξη ανθεί και ξανανιώνει:
Τα παλιά διαβατήρια όμως όχι, αγάπη, τα παλιά διαβατήρια όμως όχι.
Είπε ο πρόξενος χτυπώντας το τραπέζι νευρικός,
«Αν δεν έχεις διαβατήριο, είσαι τυπικά νεκρός»:
Αλλά εμείς είμαστε ακόμα ζωντανοί, αγάπη, εμείς είμαστε ακόμα ζωντανοί.
Πήγα σε μια επιτροπή, μου προσφέραν να καθίσω,
Ευγενικά μου ζήτησαν του χρόνου να ξαναγυρίσω:
Μα πού να πάμε σήμερα, αγάπη, μα πού να πάμε σήμερα;
Σε μια δημόσια συγκέντρωση πρόσεξα τον ομιλητή:
«Αν τους αφήσουμε να μπουν, θα μας κλέψουν το ψωμί»̇
Για σένα και για μένα μιλούσε, αγάπη, για σένα και για μένα μιλούσε.
Λες κι άκουσα το αστροπελέκι στα ύψη να βρυχιέται.
Πάνω απ’ την Ευρώπη ο Χίτλερ, «Να πεθάνουν», καταριέται.
Εμάς είχε στο νου, αγάπη, εμάς είχε στο νου.
Είδα ένα κανίς, φόραε ζακέτα με καρφίτσα κουμπωμένη,
Είδα την πόρτα ανοιχτή και μια γάτα να μπαίνει:
Μα δεν ήσαν Γερμανοεβραίοι, αγάπη, δεν ήσαν Γερμανοεβραίοι.
Είδα τα ψάρια να κολυμπούν, ήσαν σαν πάντα ελεύθερα:
Μόνο τρία μέτρα μακριά μου, αγάπη, μόνο τρία μέτρα μακριά μου.
Περπάτησα στο δάσος, είδα στα δέντρα τα πουλιά,
Πολιτικούς δεν είχαν και κελαηδούσανε γλυκά:
Δεν ήταν η ανθρώπινη φυλή, αγάπη, δεν ήταν η ανθρώπινη φυλή.
Στ’ όνειρό μου είδα ένα κτίριο με χίλιους ορόφους,
Με πόρτες και παράθυρα για χιλιάδες ανθρώπους ̇
Τίποτα απ’ όλα αυτά δικό μας, αγάπη, τίποτα απ’ όλα αυτά δικό μας.
Στάθηκα σε μια πεδιάδα και γύρω έπεφτε χιόνι,
Έναν ολόκληρο στρατό έβλεπα να ζυγώνει:
Εμάς τους δυο έψαχναν, αγάπη, ψάχναν εμάς τους δυο.