Γ. Χ. Ώντεν (1907-1973)
Πένθιμο Μπλουζ
Κόψτε τα τηλέφωνα, πάψτε τα ρολόγια,
Το πιάνο κλείστε, πνίξτε τύμπανα και λόγια.
Δώστε ένα κόκαλο στο σκύλο να ησυχάσει.
Ο θρήνος άρχισε, το φέρετρο ας περάσει.
Τ’ αεροπλάνα από πάνω μας στενάζουν
«Πέθανε τώρα αυτός» στον ουρανό να γράψουν
Μαβιέ κορδέλες βάλτε στ’ άσπρα περιστέρια,
Οι τροχονόμοι μαύρα γάντια έχουν στα χέρια.
Ανατολή και δύση μου, βορρά και νότε,
Χαρά της Κυριακής, της εβδομάδας μόχθε.
Ήσουν φωνή, τραγούδι μου, μέρα, σκοτάδι,
Πίστευα αιώνια τη δική μας την αγάπη…
Τ’ αστέρια δεν τα λαχταρώ, πάρτε τα, σβήστε
Τον ήλιο ρίξτε τον και το φεγγάρι κρύψτε.
Αδειάστε τον ωκεανό, κάψτε τα δάση,
Τίποτα πια καλό, ποτέ, δε θα χαράξει.
(Μτφ. Ερρίκος Σοφράς)
- Ο Γουίσταν Χιου Ώντεν (Wystan Hugh Auden, 21 Φεβρουαρίου 1907 – 29 Σεπτεμβρίου 1973) ήταν Άγγλος ποιητής, δοκιμιογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Γεννήθηκε στο Γιορκ της Αγγλίας το 1907. Μετά τις σπουδές του στην Οξφόρδη εργάστηκε ως εκπαιδευτικός περίπου επί μία πενταετία. Τα πρώτα ποιήματά του εμφανίστηκαν στη δεκαετία τοy 1920 και εντυπωσίασαν προσωπικότητες όπως ο Έλιοτ, ο οποίος του έδωσε τη δυνατότητα να τυπώσει άμεσα στις εκδόσεις Faber & Faber την πρώτη του συλλογή. Η φήμη του εξαπλώθηκε γρήγορα στην Αγγλία και τη δεκαετία του 1930 καθιερώθηκε ως ο σημαντικότερος ποιητής της νέας γενιάς. Η εθελοντική συμμετοχή του στον Εμφύλιο της Ισπανίας, με την πλευρά των Δημοκρατικών, και η επικαιρική έκδοση του πολύστιχου ποιήματός του «Ισπανία 1937», θα του δώσουν ακόμη μεγαλύτερο κύρος στους πνευματικούς κύκλους.
O Ώντεν δέχθηκε επιδράσεις από έναν ευρύ πολιτισμικό χώρο: από τον Μαρξ, τον Φρόιντ, τον Γέιτς, τον Καβάφη, τον Έλιοτ, τον Γκαίτε, τον Μπρεχτ. Θεματικά τα ποιήματά του καλύπτουν πλήθος διαφορετικών όψεων του 20ου αιώνα αλλά και τα παντοτινά ζητούμενα της ποίησης: την πολιτική, τον έρωτα, πολιτικά δικαιώματα, μυθολογίες, θρησκείες, ζητήματα ηθικής, ανθρώπινες σχέσεις κι επικοινωνία, συμβάντα σε χώρους της πολιτείας και της υπαίθρου, στοιχεία της ύλης και της απρόσωπης φύσης.
Στο ξεκίνημα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1939, εγκαταστάθηκε στην Αμερική. Το 1946 πήρε την αμερικανική υπηκοότητα. Κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ για το έργο του The Age of Anxiety. To 1955 ανέλαβε την έδρα της Ποίησης στην Οξφόρδη. Άσκησε πολύ μεγάλη επιρροή στην αγγλόφωνη ποίηση.
Παντρεύτηκε την ηθοποιό και συγγραφέα παιδικής λογοτεχνίας, Έρικα Μαν (Erika Julia Hedwig Mann, 1905-1969) κόρη του συγγραφέα Τόμας Μαν, για να τη γλιτώσει από το χιτλερικό καθεστώς. Με το γάμο τους η Έρικα απέκτησε αγγλική υπηκοότητα. Δεν έμειναν μαζί ως σύζυγοι αλλά διατήρησαν θερμή φιλία ως το τέλος της ζωής τους. Ο Ώντεν, επίσης, βοήθησε τον Γιόζεφ Μπρόντσκι να γλιτώσει από το σοβιετικό καθεστώς, το 1972. Όταν ο Μπρόντσκι βρέθηκε στην Αμερική, ο Ώντεν τού στάθηκε ηθικά και οικονομικά και μετέφρασε ποιήματά του ώστε να τον γνωρίσει ουσιαστικά το αγγλόφωνο κοινό.
Ο Ώντεν δεν έκρυψε ήδη από το ξεκίνημα της σταδιοδρομίας του και των πρώτων δημοσιεύσεών του ότι ήταν ομοφυλόφιλος. Οι εξαιρετική ευφυΐα του και ο βαθύς ψυχισμός του ωστόσο τον προστάτευσαν κι έτσι οι ερωτικές του κλίσεις δεν έγιναν ποτέ μανιέρα, ούτε έκλεισαν ποτέ τον οικουμενικό ορίζοντα της ματιάς. Συνδέθηκε ερωτικά με τον συγγραφέα Κρίστοφερ Ίσεργουντ. Αργότερα γνώρισε στη Νέα Υόρκη τον δεύτερο μεγάλο του έρωτα, τον ποιητή και λιμπρετίστα Τσέστερ Κάλμαν· ο δεσμός τους κράτησε είκοσι χρόνια. Έγραψαν μαζί λιμπρέτα για όπερες του Ιγκόρ Στραβίνσκι, του Μπέντζαμιν Μπρίτεν και του Χανς Βέρνερ Χέντσε, και μετέφρασαν τα λιμπρέτα από τις όπερες του Μότσαρτ Μαγικός Αυλός και Ντον Τζιοβάνι.
Ο Ώντεν πέθανε στη Βιέννη το 1973. Ο Τσέστερ Κάλμαν, μετά το θάνατο του Ώντεν, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και πέθανε το 1975, χωρίς να είναι γνωστός στους ελληνικούς λογοτεχνικούς κύκλους.
Το έργο του Ώντεν έχει κερδίσει τη διεθνή αναγνώριση. Αλλεπάλληλες εκδόσεις και μελέτες εμπλουτίζουν διαρκώς τη βιβλιογραφία του και τον τοποθετούν στους μεγάλους δημιουργούς του 20ου αιώνα.
Θεωρείται ο επιφανέστερος ποιητής της γενιάς του και αναμφίβολα ένας από τους σημαντικότερους του εικοστού αιώνα. Αντιρομαντικός, πολιτικός, στοχαστικός, ερωτικός, με γλώσσα απαλλαγμένη από κάθε επιτήδευση, κοσμοπολίτης, με ηθική πάνω απ’ όλα στόχευση, είναι ένας δημιουργός στου οποίου το έργο εμπεριέχεται, κατακτημένο και χωνεμένο, μεγάλο μέρος της προγενέστερης ποιητικής δημιουργίας και ο οποίος είναι ταυτόχρονα σταθερά προσηλωμένος στη μορφική ποικιλία και απόλυτα μοντέρνος στη θεματική και στη γλώσσα που χρησιμοποιεί.
“Μα τι ‘ναι αυτό που το λένε αγάπη;”, ρωτάει σ’ ένα από τα ερωτικά ποιήματα του βιβλίου δημοσιευμένο το 1940, που ακούγεται όμως τόσο σύγχρονο, όσο είναι πάντα η μεγάλη τέχνη. “Μήπως μοιάζει με τούτη την πιτζάμα / Ή με ζαμπόν λαϊκού ξενοδοχείου; / Μυρίζει όπως των Άνδεων το λάμα / Ή έχει το άρωμα μυροδοχείου; / Γεμάτη με αγκάθια σαν το βάτο; / Ή είναι σαν στρώμα πουπουλένιο αφράτο; / Τάχα σκληρή ή μαλακή στην άκρη; / Μα τι ‘ναι αυτό που το λένε αγάπη;”. Στο ελεγειακό «Πένθιμο μπλουζ» θρηνεί για τον θάνατο του αγαπημένου προσώπου ζητώντας την κατασίγαση κάθε ήχου, το σβήσιμο κάθε λάμψης, τον εξοβελισμό κάθε καλού από προσώπου γης, μη βρίσκοντας και μη θέλοντας ίσως να αποδεχθεί καμία παρηγοριά για το μαύρο γεγονός του θανάτου. Αντιθέτως, στο ποίημα «Στη μνήμη του Γ. Μπ. Γέιτς», ένα από τα πιο σημαντικά ποιήματα ενός μεγάλου δημιουργού, φαίνεται πως και μετά τον θάνατο κάτι μένει, κάτι επιζεί. Η ποίηση, λέει ο Ώντεν, «επιβιώνει / Είναι κάτι που συμβαίνει, είναι ένα στόμα», συνεχίζει να ζει ανεξάρτητα από τον δημιουργό της, μέσα στα σπλάχνα των ζωντανών, στις ψυχές των αναγνωστών.
Το ποίημα “Η πτώση της Ρώμης” μοιάζει να αφηγείται με πικρό σαρκασμό το τέλος του δυτικού πολιτισμού, όπως, με έναν άλλο τρόπο, το κάνει και το “Προσφυγικό μπλουζ” που θα μπορούσε να είχε γραφτεί μόλις χθες εδώ που ζούμε, γι’ αυτά που ζούμε. Ενώ το τόσο συχνά μεταφρασμένο και σχολιασμένο “Musée des Beaux Arts” μιλάει για την ύβρη και την ασημαντότητα του ανθρώπου, για την αγία καθημερινότητα και τον πόνο, που κι αν είναι ίδιος για όλους, ο καθένας τον υφίσταται μόνος. Από τα ποιήματά του, αυτό που μένει στο τέλος είναι η κοινότητα της ανθρώπινης κατάστασης, η ανθρωπινότητα που όλοι μοιραζόμαστε.