16.1 C
Athens
Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2024

Ποιήματα για γάτες – Ρένος Αποστολίδης

Μην πιστεύεις!

 

Μην πιστεύεις πως τάχα τα γατάκια που αγαπιούνται,
που τα τάισες χαμένα από τη μάνα τους,
τα χάιδεψες, τα μεγάλωσες,
τ’ άφησες να χαρούν τη ζέστη του σπιτιού –
μην πιστεύεις
πως τάχα «φεύγουνε μια μέρα για περιπέτεια»,
πως «ξαναγυρνάνε», «ύστερα από καιρό»,
καμμιά φορά.

Δε φεύγουν αυτά…
Τα πατάνε αυτοκίνητα,
τ’ αλέθουνε σκουπιδοφάγοι,
καθώς δεν πρόλαβαν τα άταχτα
να πηδήσουν έξω απ’ τον κάδο,
τα ’χουνε σκυλιά κατασπαράξει,
έχουνε ψοφήσει μόνα κι αβοήθητα
σ’ άγνωστες ασφάλτους
να! εδώ, λίγο παραπάνω,
(που δεν έφτασες ρωτώντας),
σφαδάζουν σ’ ανατομικά τραπέζια,
στερημένα κι απ’ τη λύπη σου,
που τα γιάτρεψες φυλακισμένα στο κλουβί
να θρέψει το σπασμένο πόδι τους,
που δεν τα στείρωσες,
να μη χάσουν τη χαρά της ζωής τους,
δεν τα καταδίκασες να ζήσουν στη μονιά σου,
να δεν τ’ αγάπησες καθώς σ’ αγάπησαν,
καθώς θέλανε να μην τα ξαναβγάζεις μόνα
έξω απ’ το σπίτι σου,
ξανά στο κρύο, στην παγωνιά, στο χιόνι…
Μην τα πιστεύεις, ψεύτη, αυτά!
Δεν είν’ αυτά σαν και σένα!
«Καρδιά» σαν και σένα
με την τάχα σου «αγάπη»
δεν έχουν –
μα έχουν αλήθια εσένα τον ίδιο,
με το χάδι σου
σ’ αυτό τον κόσμο
τον όλο «δόσεις» ανεξήγητες
γι’ αυτά –
τον όλο «δόσεις»
που κόβονται χωρίς καρδιά,
και ξαναδίνονται χωρίς καρδιά…
που «δεν το σκέφτηκες» ε;
καθώς σε βλέπαν έτσι τρυφερά,
με το δυσκολεμένο από πτερύγιο
στην ακρούλα
δεξί τους μάτι (σκέρτσο τους!)
γι’ αυτό τάχα τα εγκατέλειψε η μάνα τους
τα «βλαμμένα» της
κι έφυγε με τα γερά της παιδιά;
εσύ! εσύ τα ’στειλες στις ρόδες,
στα δόντια των σκυλιών
στους κάδους, στους σκουπιδοφάγους,
στ’ ανάλγητ’ ανατομικά τραπέζια,
στις κλωτσιές των άκαρδων,
στα στόχαστρα των οδηγών
που και τη φόρα δεν κόβουν –
και τα μισούν
που τους κόβουνε τη φόρα!
(δεν τους έχεις δει ποτέ σου, υποκριτή εσύ,
που λες πως χαίρεσαι όταν ο ταύρος
τρυπάει το θεατρίνο «ταυρομάχο»;)
Nαι!
Αυτά δεν έχουν απ’ τη δικιά σου
την ψεύτρα καρδιά!
Αυτά είναι μονάχα,
έτσι μονάχα όπως είναι,
κι έτυχες στο δρόμο τους για λίγο
και σε «δόσεις»
που δεν τα ‘σωσαν
στον άθλιο κόσμο σου
της ρόδας, της φόλας,
του κοπανισμένου του γιαλού
μες τον κιμά –
της «αγάπης σε δόσεις»,
της «αδιαφορίας σε δόσεις»
Αυτά δεν έχουν «δόσεις».
Είναι μοναχά.
Μήτε να σου νιαουρίσουνε μπορούνε πια,
βραχνοχαδιάρικα,
ξαπλωμένα εκεί σε κάποιον άσφαλτο,
σα να κοιμούνται…
Γλύτωσαν
κι απ’ τη μοναξιά που τα τάιζες
κ’ εσύ σε δόσεις
– άκαρδε! «Σε δόσεις»!

 

 

 

Έλα πίσω!

Μυκερινέ μου,
ασπρόμαυρο γατάκι που μας έφυγες,
κοιτώντας μας στα μάτια τελευταία βραδιά,
λέγοντας το βλέμμα σου
πως «δεν ήθελες ξανά στο κρύο κι απόψε»,
πώς «καλά ήτανε κι εδώ στη ζέστη
και στη σπιτική ανθρωπιά»,
πώς «κι εσύ θα μπορούσες – να!
στο κρεβάτι να ξαπλώνεις ανάσκελα
ή να στήνεσαι με τα μάτια παιγνιδιάρικα
και τα μπρος σου γαντζωμένα στην κουβέρτα,
πώς τάχα είσ’ έτοιμος να ορμήσεις, πάνθηρά μου!
Γιατί σ’ αφήσαμε ξανά έξω στην ψάθα,
και κοίταγες απ’ το τζάμι τους άσπλαχνους
που τραβάνε πάλι αδιάφοροι για τ’ ασανσέρ τους
και σε παρατάν μονάχο στο ψιλόχιονο;
Γιατί να μη σου βάλουμε τηλέφωνο
στο καινούριο σου κολάρο για τους ψύλλους,
να μας τηλεφωνήσεις,
να νιαουρίσεις σ’ όποιους σ’ ηύραν «να μας πάρουνε»
σ’ αυτά τα ακατανόητα σημάδια – να!:
«έξι, και πέντε, και τρία κ’ ένα, κ’ εννιά,
και πάλι εννιά, κ’ έξι!»,
να ‘ρθουμε να σ’ αρπάξουμε (δε θα σε ‘διναν)
και μη σε ξαναβγάλουμε απ’ τα κρεββάτια
και τις πολυθρόνες,
να γρατζουνάς όσο θέλεις τα χαλιά,
νευριασμένος γυρνώντας τ’ απ’ την πλέξη,
να κάνεις τον Ταρζάν στις κουρτίνες,
κι ας φωνάζει η «διχτατόρρισα»! –
ό, τι θες να κάνεις ασπρόμαυρό μου!
κι όλα να μας τα ξέσκιζες!
παρά έτσι που ξεσκίζεται η καρδιά μας μόνη
χωρίς εσένα μας, άταχτε, χατζηαβάτη!
Πού διάολο τρέχεις; Τι κυνηγάς;
Έλα! Και δε σε ξαναβγάζουμε πια νύχτα
στο κρύο ψιλόβροχο!

 

 

 

Οι αληθινοί αρχηγοί της 17 του Νοέμβρη

 

Εγώ κι ο γάτος μου ο Κεραυνός
είμαστ’ ένα ανθρώπινο λιοντάρι
κ’ ένας γάτος μαύρος πάνθηρας.
Κοιμόμαστε μαζί, αγκαλιά, τις νύχτες.
Δε βγαίνουμε να κυνηγήσουμε.
(Ίσως δε θέλουμε κι άλλο πολύ να ζήσουμε).
Κοιμόμαστε αγκαλιά
και γουργουρίζει αυτός
(μόνο τα λιοντάρια κ’ οι γάτες γουργουρίζουνε!
κανέν’ άλλο ζώο!) –
αλλά κ’ εγώ γουργουρίζω, θα λέη,
απ’ τα χρόνια βρογχικά μου,
που καπνίζω ακόμα
εξηνταέξι χρόνια!
Βλέποντας τα πράσινά του μάτια
μες το ολόμαυρο φόντο,
εγώ λέω πως αυτός είν’ ο αρχηγός
της δεκαεφτά του Νοέμβρη,
που εγώ του λέω
ποιών πτώματα να στρώνη χάμω,
για να διαβάζουνε
βαμμένες στο αίμα τους
τις προκηρύξεις μας.
Κ’ εκείνος ξέρει πως εγώ είμ’ ο αρχηγός.
Αλλ‘ εμείς οι δυο δεν σκοτώνουμε,
παρά μόνο με το βλέμ’ αυτός,
καταπράσινο μες στο σκοτάδι,
με τη σκέψη εγώ,
για το σκοτάδι πάντα…
Κατά τ’ άλλα όμως τους βαριόμαστε,
τους πληχτικούς,
και γι’ αυτό ούτε τους σκοτώνουμε
γουργουρίζοντας…

 

***

 

Ο Ρένος Αποστολίδης, γεννήθηκε στις 2 Μαρτίου 1924 στην Αθήνα και πέθανε στις 10 Μαρτίου 2004 στην Αθήνα. Ήταν φιλόλογος, συγγραφέας και κριτικός της λογοτεχνίας.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -