18.3 C
Athens
Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

Πλάτων, Συμπόσιον – Ο Σωκράτης ζητά να μιλήσει με τον δικό του τρόπο για τον Έρωτα

Το Συμπόσιο είναι ένας από τους Σωκρατικούς διαλόγους του αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου Πλάτωνα, μαθητή του Σωκράτη. Θεωρείται ένας από τους καλύτερους του συγγραφέα και ένα από τα ωραιότερα δημιουργήματα της αρχαίας λογοτεχνίας. Ο χρόνος συγγραφής του τοποθετείται μετά το έτος 385 π.Χ. από όλους εκείνους οι οποίοι σχετίζουν όσα λέγονται για το σκόρπισμα των Μαντινιέων σε χωριά.

Το έργο θα μπορούσε να χωριστεί σε τρία αυτοτελή μέρη:

-στο πρώτο μέρος περιλαμβάνεται η εισαγωγή και οι πέντε λόγοι Περί έρωτος
-στο δεύτερο ο λόγος του Σωκράτη και
-στο τρίτο η είσοδος και ο λόγος του Αλκιβιάδη.

Εν τω μεταξύ, πριν από τα τρία μέρη, προηγείται ένας πρόλογος σε μορφή διαλόγου ανάμεσα στον Απολλόδωρο και μερικούς φίλους του, στους οποίους ο συγγραφέας εσκεμμένα δεν προσδίδει κάποιο χαρακτηριστικό γνώρισμα, παρά μόνο πως είναι πλούσιοι και συνεπώς όχι επαγγελματίες διανοούμενοι. Από αυτούς μιλάει μόνο ένας, επίσης ανώνυμος, ο οποίος παρακινεί τον Απολλόδωρο να διηγηθεί τις συζητήσεις περί έρωτος που είχαν γίνει στο συμπόσιο του Αγάθωνα με την ευκαιρία της νίκης του στους δραματικούς αγώνες των Ληναίων του 416 π.Χ.

Σκηνικό

Ο νεαρός ποιητής Αγάθωνας κέρδισε το βραβείο στα Λήναια το έτος 416 π.Χ., επί άρχοντος Ευφήμου (Αθήν. 217α). Την επόμενη μέρα όμως κάλεσε σε συμπόσιο όλους τους εξέχοντες άνδρες της αριστοκρατικής τάξης της Αθήνας, επειδή την προηγούμενη μέρα δεν είχαν μπορέσει να παρευρεθούν στη γιορτή. Στο συμπόσιο πήραν μέρος ο Αριστόδημος, ο Φαίδρος, ο Αγάθωνας, ο γιατρός Ερυξίμαχος, ο Παυσανίας, ο Αριστοφάνης, ο Αλκιβιάδης και αργότερα ο Σωκράτης, ο οποίος αρχικά δίσταζε να παρευρεθεί και περίμενε έξω από την πόρτα ακούγοντας τα λεγόμενα. Η πρώτη μας επαφή με τον Σωκράτη γίνεται στο ενδιάμεσο του κειμένου, τη στιγμή που αυτός εμφανίζεται στο συμπόσιο. Οι παρευρισκόμενοι αποφασίζουν να περάσουν τη βραδιά όχι με άγριο φαγοπότι, αλλά όμορφα και διαλεκτικά, συζητώντας γύρω από ένα συγκεκριμένο θέμα. Το θέμα του συμποσίου είναι λοιπόν η αναζήτηση της υφής του έρωτα: «τι είναι ο έρωτας;».

Δομή του έργου

Σχεδόν ολόκληρος ο διάλογος είναι σε μορφή αφήγησης από τον Απολλόδωρο στον Εταίρο, ένα φίλο του στον δρόμο για την Αθήνα. Ο Απολλόδωρος άκουσε τη συζήτηση από τον Αριστόδημο, ο οποίος συμμετείχε στο συμπόσιο, και πιθανότατα ο Πλάτων έλαβε γνώση των λεγομένων από τον αδερφό του ή από τον ακατονόμαστο φίλο.

Η συζήτηση αρχίζει με τον λόγο του Φαίδρου, που υποστηρίζει ότι ο Έρωτας είναι ένας από τις αρχαιότερες θεότητες. Ενώ ένας πιστός φίλος είναι η μεγαλύτερη ευτυχία, ο έρωτας είναι αυτός που μας παρακινεί να κάνουμε τις ηρωικότερες πράξεις.
Ο Παυσανίας, γνωστός και ως ο σύντροφος του Αγάθωνα, φέρνει τον έρωτα σε σχέση με τη θεά Αφροδίτη, και υποστηρίζει ότι, όπως η Αφροδίτη έχει δύο φύσεις, την ανθρώπινη και τη θεϊκή, έτσι και ο έρωτας έχει δύο μορφές· ο σαρκικός έρωτας αποσκοπεί στην απλή ικανοποίηση, ενώ ο ανώτερος έρωτας επιφέρει την παντοτινή ένωση με τον αγαπημένο ή την αγαπημένη.
Ο γιατρός Ερυξίμαχος από ιατρικής άποψης βλέπει τον έρωτα σαν μια συγκυρία τεσσάρων ερωτικών δυνάμεων που κατοικούν μέσα στο ανθρώπινο σώμα: η ζέστη, το κρύο, η πίκρα και η γλύκα.
Ο Αριστοφάνης ύστερα πριν αρχίσει τον μονόλογο του προειδοποιεί πως αυτά που θα πει είναι πιο περίεργα από αστεία. Ο λόγος του είναι μια εξήγηση για το φαινόμενο των ερωτευμένων που λένε πως νιώθουν «ολόκληροι» όταν βρίσκουν τον σύντροφό τους. Αρχικά εξηγεί ότι πρέπει να καταλαβαίνεις την ανθρώπινη φύση πριν προσπαθήσεις να εκφράσεις την προέλευση της αγάπης και το πώς μας επηρεάζει. Η αγάπη πηγάζει από το γεγονός ότι κάποτε οι άνθρωποι είχαν δίπλα σώματα με δύο πρόσωπα και αντί για δύο φύλα υπήρχαν τρία: οι άντρες, οι γυναίκες και το ανδρόγυνο, όπου είχαν σώμα άντρα αλλά και γυναίκας. Οι άντρες είχαν ως προέλευση τον ήλιο, οι γυναίκες την γη ενώ οι ανδρόγυνοι τη σελήνη. Αυτοί οι άνθρωποι λόγω της μεγάλης τους δύναμης προσπάθησαν να κατακτήσουν τον Όλυμπο αλλά και τους ίδιους τους θεούς. Ο Δίας αρχικά σκέφτηκε να τους κατακεραυνώσει όμως δεν ήθελε να χάσουν οι θεοί τις θυσίες που τους έκαναν, άρα αποφάσισε να τους τεμαχίσει στα δύο με αποτέλεσμα να διαχωριστούν τα δύο σώματα. Από τότε οι άνθρωποι ψάχνουν το άλλο τους μισό ή ουσιαστικά το ταίρι τους. Οι άντρες όπου διαχωρίστηκαν από έναν άλλο άντρα είναι οι ομοφυλόφιλοι. Ενώ οι γυναίκες είναι οι λεσβίες. Οι ετεροφυλόφιλοι είναι αποτέλεσμα της τομής των «ανδρόγυνων». Ύστερα αναφέρει πως η ομοφοβία είναι οξύμωρη ιδέα αφού ο ίδιος πιστεύει πως οι ομοφυλόφιλοι είναι οι πιο δυνατοί, με κύριο τεκμήριο την ύπαρξή τους στην πολιτική. Μετά, ο Αριστοφάνης αναφέρει το γεγονός ότι όταν δύο αδελφές ψυχές βρίσκουν η μια την άλλη δεν επιθυμούν να διαχωριστούν ποτέ ξανά. Αυτό το συναίσθημα παραμένει ένα αίνιγμα μέχρι και σήμερα. Τέλος, μας προειδοποιεί να φοβόμαστε τους θεούς έτσι ώστε να μη μας ξανατεμαχίσουν.
Ο Αγάθων με μεγάλη ρητορική ικανότητα και με τη βοήθεια λογικών αποδείξεων λέει πως ο έρωτας είναι ένας θεός που είναι αιώνια νεαρός, τρυφερός, πανέμορφος, δίκαιος, σώφρων, τολμηρός και σοφός. Προς τιμήν του τραγουδάει και έναν ύμνο.
Εκείνην τη στιγμή παρουσιάζεται ο Σωκράτης, ο οποίος λέει ότι δεν ξέρει να πει τίποτα. Η ιέρεια Διοτίμα όμως του ανέθεσε να μεταφέρει ότι ο έρωτας είναι ένας δαίμονας, που μεσολαβεί μεταξύ των θνητών και των αθανάτων.
Ξαφνικά εμφανίζεται ο Αλκιβιάδης, πολύ μεθυσμένος και με τη μορφή ενός Διόνυσου. Όλοι οι παρευρισκόμενοι θέλουν να τους κάνει παρέα, αλλά ο Αλκιβιάδης στρέφεται μόνο στον Σωκράτη και τον επαινεί.
Η συζήτηση συνεχίζεται όλη τη νύχτα, και με άφθονο φαγητό και κρασί. Μόνον ο Σωκράτης παραμένει νηφάλιος, αν και πίνει περισσότερο από τους άλλους. Την επόμενη μέρα θα ξεκινήσει πρωί πρωί για να κάνει τις καθημερινές του ασχολίες, μαζί με τον μαθητή του, τον Αριστόδημο.

Ο διάλογος της Διοτίμας και του Σωκράτη (201d-212c)
-Καλά, Σωκράτη, δεν γνωρίζεις, είπε γελάσασα η σοφή Διοτίμα, ότι ο Έρως είναι παιδί του Πόρου και της Πενίας!

– Μα γι’ αυτό ακριβώς ήρθα μέχρι τη μακρινή Μαντίνεια, Διοτίμα, γιατί έχω ανάγκη από δασκάλους.

Την ώρα λοιπόν που γεννήθηκε η Αφροδίτη είχανε τραπέζι οι Θεοί και οι άλλοι και ο γιος της Μήτιδος, ο Πόρος. Όταν πια αποδείπνησαν, καθώς δα ἠτανε συμπόσιο, ήλθε για να επαιτήσει η Πενία και έστεκε στις θύρες. Ο Πόρος τότε μεθυσμένος από το νέκταρ, γιατί κρασί δεν ύπαρχε ακόμα, μπήκε στον κήπο του Διός βαρύς βαρύς και αποκοιμήθηκε. Η Πενία λοιπόν έχοντας στον νου της, εξαιτίας που ήταν άπορη, να κάμει παιδί με τον Πόρο, ξαπλώνεται κοντά του και συνέλαβε τον Έρωτα. Για τούτο δα έγινε και της Αφροδίτης συνοδός και δούλος, γιατί γεννήθηκε στα γενέθλια εκείνης και ακόμα γιατί από φυσικού του είναι εραστής της ομορφιάς και η Αφροδίτη είναι δα όμορφη. Επειδή λοιπόν είναι του Πόρου και της Πενίας γιος ο Έρως βρίσκεται σ’ αυτήν εδώ την κατάσταση. Και πρώτα πρώτα είναι πάντα φτωχός και κάθε άλλο παρά απαλός και τρυφερός, όπως νομίζουν οι πολλοί, αλλά σκληρός και ακατάστατος και ανυπόδητος και άστεγος, πλαγιάζει πάντα χάμω και χωρίς στρώμα, κοιμάται στην ύπαιθρο, στις θύρες και στους δρόμους, έχοντας της μητέρας του τη φύση, πάντα με τη φτώχεια σύντροφος. Και κατά τον πατέρα του πάλιν είναι επίβουλος στους όμορφους και στους καλούς, όντας ανδρείος και φιλοκίνδυνος και σφριγηλός, δεινός κυνηγός, πάντα πλέκοντας κάποια σχέδια κι επιθυμητής της φρόνησης και είναι άξιος και να εύρει φιλοσοφώντας σ’ όλη του τη ζωή, δυνατός γοητευτής και φαρμακευτής και σοφιστής. Και ούτε σαν αθάνατος είναι από τη φύση του ούτε σαν θνητός, αλλά μέσα στην ίδια ημέρα πότε ανθίζει και ζη, όταν εύρει αφθονία, πότε πάλιν πεθαίνει και πάλιν ξαναγεννιέται, γιατί το έχει από τη φύση τού πατέρα του. Και ό,τι κερδίζει πάντα το χάνει έτσι που μήτε άπορος είναι ποτέ ο Έρως μήτε πλούσιος. Και πάλιν είναι ανάμεσα στη σοφία και στην αμάθεια [201d].

Ο έπαινος Σωκράτους του Αλκιβιάδου (212c-222d)

Αυτή η προοικονομία του Σωκράτους επαίνου που θα συνθέσει ο Αλιβιάδης και χάριν ισομετρίας του Συμποσίου γίνεται με μοναδική δεξιοτεχνία και παραστατικότητα: τις επιδοκιμασίες των συμποτών για την ομιλία του Σωκράτη – οπωσδήποτε πολύ λιγότερο ενθουσιαστικές από εκείνες που ξεσήκωσε η ομιλία του Αγάθωνα- και μια προσπάθεια του Αριστοφάνη να διατυπώσει κάποια ένταση για υπαινιγμό που έκανε η Διοτίμα στον λόγου του (205d), διακόπτει βίαια η θορυβώδης εμφάνιση του Αλκιβιάδη, που, μεθυσμένος, φορτωμένος με εορταστικές ταινίες και υποβασταζόμενος από μια αυλητρίδα, απαιτεί να γίνει δεκτός, αυτός και η συνοδεία του, στο τραπέζι του Αγάθωνα.

Αντί να εγκωμιάσει τον έρωτα, προτίμησε να μιλήσει για τον Σωκράτη. Ξεκίνησε τον λόγο του παρομοιάζοντάς τον με ένα Σειληνό, κυρίαρχη μορφή των συμποτικών εθίμων, ο οποίος εξωτερικά είναι άσχημος αλλά μέσα του κρύβει στοιχεία άφατης ομορφιάς. Στη συνέχεια, εκδηλώνοντας φόβο και θαυμασμό, δηλώνει την αδυναμία του να αντισταθεί στην ισχυρή έλξη του προς αυτόν, παρομοιάζοντάς την με το τραγούδι των Σειρήνων. Αμέσως μετά προχωρά στις προσωπικές του αναμνήσεις για τον Σωκράτη, όπου, μεταξύ των άλλων, τονίζονται η ανδρεία, η αυτοκυριαρχία και η σωφροσύνη του τελευταίου.[212c-222d].

Πρόκειται για μια από τις πλέον εξαιρετικές περιγραφές της επίδρασης μιας προσωπικότητας πάνω σε άλλη, στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

 

 

Symposion beginning. Editio princeps, Venice 1513

 

ΠΛΑΤΩΝ, ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ
ΠΛ Συμπ 198a–199c

Ο Σωκράτης ζητά να μιλήσει με τον δικό του τρόπο για τον Έρωτα

Θέμα συζητήσεως στο συμπόσιο αυτό, το οποίο διοργανώνεται προς τιμήν του τραγικού ποιητή Αγάθωνα για την πρώτη του νίκη σε δραματικούς αγώνες, είναι η ουσία και η φύση του Έρωτα. Πατὴρ τοῦ λόγου είναι ο Φαίδρος, ο οποίος κάλεσε τον Αγάθωνα να εκφωνήσει μετά τον Ερυξίμαχο το δικό του εγκώμιο στον Έρωτα. Ο Σωκράτης προέβλεψε ότι ο Αγάθωνας θα εκφωνούσε έναν ποιοτικό λόγο. Ο νεαρός ποιητής, ακολουθώντας τη μέθοδο των σοφιστών, επέλεξε να εγκωμιάσει τον Θεό απαριθμώντας τα χαρακτηριστικά του. Μόλις τελείωσε, ο Σωκράτης επισημαίνει:

[198a] Εἰπόντος δὲ τοῦ Ἀγάθωνος πάντας ἔφη ὁ Ἀριστόδημος
ἀναθορυβῆσαι τοὺς παρόντας, ὡς πρεπόντως τοῦ νεανίσκου
εἰρηκότος καὶ αὑτῷ καὶ τῷ θεῷ. τὸν οὖν Σωκράτη εἰπεῖν
βλέψαντα εἰς τὸν Ἐρυξίμαχον, Ἆρά σοι δοκῶ, φάναι, ὦ
παῖ Ἀκουμενοῦ, ἀδεὲς πάλαι δέος δεδιέναι, ἀλλ’ οὐ μαντικῶς
ἃ νυνδὴ ἔλεγον εἰπεῖν, ὅτι Ἀγάθων θαυμαστῶς ἐροῖ, ἐγὼ δ’
ἀπορήσοιμι;
Τὸ μὲν ἕτερον, φάναι τὸν Ἐρυξίμαχον, μαντικῶς μοι
δοκεῖς εἰρηκέναι, ὅτι Ἀγάθων εὖ ἐρεῖ· τὸ δὲ σὲ ἀπορήσειν,
οὐκ οἶμαι.
[198b] Καὶ πῶς, ὦ μακάριε, εἰπεῖν τὸν Σωκράτη, οὐ μέλλω
ἀπορεῖν καὶ ἐγὼ καὶ ἄλλος ὁστισοῦν, μέλλων λέξειν μετὰ
καλὸν οὕτω καὶ παντοδαπὸν λόγον ῥηθέντα; καὶ τὰ μὲν ἄλλα
οὐχ ὁμοίως μὲν θαυμαστά· τὸ δὲ ἐπὶ τελευτῆς τοῦ κάλλους
τῶν ὀνομάτων καὶ ῥημάτων τίς οὐκ ἂν ἐξεπλάγη ἀκούων;
ἐπεὶ ἔγωγε ἐνθυμούμενος ὅτι αὐτὸς οὐχ οἷός τ’ ἔσομαι οὐδ’
ἐγγὺς τούτων οὐδὲν καλὸν εἰπεῖν, ὑπ’ αἰσχύνης ὀλίγου
[198c] ἀποδρὰς ᾠχόμην, εἴ πῃ εἶχον. καὶ γάρ με Γοργίου ὁ λόγος
ἀνεμίμνῃσκεν, ὥστε ἀτεχνῶς τὸ τοῦ Ὁμήρου ἐπεπόνθη·
ἐφοβούμην μή μοι τελευτῶν ὁ Ἀγάθων Γοργίου κεφαλὴν
δεινοῦ λέγειν ἐν τῷ λόγῳ ἐπὶ τὸν ἐμὸν λόγον πέμψας αὐτόν
με λίθον τῇ ἀφωνίᾳ ποιήσειεν. καὶ ἐνενόησα τότε ἄρα
καταγέλαστος ὤν, ἡνίκα ὑμῖν ὡμολόγουν ἐν τῷ μέρει μεθ’
[198d] ὑμῶν ἐγκωμιάσεσθαι τὸν Ἔρωτα καὶ ἔφην εἶναι δεινὸς τὰ
ἐρωτικά, οὐδὲν εἰδὼς ἄρα τοῦ πράγματος, ὡς ἔδει ἐγκωμιάζειν
ὁτιοῦν. ἐγὼ μὲν γὰρ ὑπ’ ἀβελτερίας ᾤμην δεῖν τἀληθῆ
λέγειν περὶ ἑκάστου τοῦ ἐγκωμιαζομένου, καὶ τοῦτο μὲν
ὑπάρχειν, ἐξ αὐτῶν δὲ τούτων τὰ κάλλιστα ἐκλεγομένους
ὡς εὐπρεπέστατα τιθέναι· καὶ πάνυ δὴ μέγα ἐφρόνουν ὡς εὖ
ἐρῶν, ὡς εἰδὼς τὴν ἀλήθειαν τοῦ ἐπαινεῖν ὁτιοῦν. τὸ δὲ ἄρα,
ὡς ἔοικεν, οὐ τοῦτο ἦν τὸ καλῶς ἐπαινεῖν ὁτιοῦν, ἀλλὰ τὸ ὡς
[198e] μέγιστα ἀνατιθέναι τῷ πράγματι καὶ ὡς κάλλιστα, ἐάν τε ᾖ
οὕτως ἔχοντα ἐάν τε μή· εἰ δὲ ψευδῆ, οὐδὲν ἄρ’ ἦν πρᾶγμα.
προὐρρήθη γάρ, ὡς ἔοικεν, ὅπως ἕκαστος ἡμῶν τὸν Ἔρωτα
ἐγκωμιάζειν δόξει, οὐχ ὅπως ἐγκωμιάσεται. διὰ ταῦτα δὴ
οἶμαι πάντα λόγον κινοῦντες ἀνατίθετε τῷ Ἔρωτι, καί
φατε αὐτὸν τοιοῦτόν τε εἶναι καὶ τοσούτων αἴτιον, ὅπως ἂν
[199a] φαίνηται ὡς κάλλιστος καὶ ἄριστος, δῆλον ὅτι τοῖς μὴ γιγνώ-
σκουσιν ―οὐ γὰρ δήπου τοῖς γε εἰδόσιν― καὶ καλῶς γ’ ἔχει
καὶ σεμνῶς ὁ ἔπαινος. ἀλλὰ γὰρ ἐγὼ οὐκ ᾔδη ἄρα τὸν
τρόπον τοῦ ἐπαίνου, οὐ δ’ εἰδὼς ὑμῖν ὡμολόγησα καὶ αὐτὸς
ἐν τῷ μέρει ἐπαινέσεσθαι. ἡ γλῶσσα οὖν ὑπέσχετο, ἡ δὲ
φρὴν οὔ· χαιρέτω δή. οὐ γὰρ ἔτι ἐγκωμιάζω τοῦτον τὸν
τρόπον ―οὐ γὰρ ἂν δυναίμην― οὐ μέντοι ἀλλὰ τά γε ἀληθῆ,
[199b] εἰ βούλεσθε, ἐθέλω εἰπεῖν κατ’ ἐμαυτόν, οὐ πρὸς τοὺς
ὑμετέρους λόγους, ἵνα μὴ γέλωτα ὄφλω. ὅρα οὖν, ὦ Φαῖδρε,
εἴ τι καὶ τοιούτου λόγου δέῃ, περὶ Ἔρωτος τἀληθῆ λεγόμενα
ἀκούειν, ὀνομάσει δὲ καὶ θέσει ῥημάτων τοιαύτῃ ὁποία δἄν
τις τύχῃ ἐπελθοῦσα.
Τὸν οὖν Φαῖδρον ἔφη καὶ τοὺς ἄλλους κελεύειν λέγειν,
ὅπῃ αὐτὸς οἴοιτο δεῖν εἰπεῖν, ταύτῃ.
Ἔτι τοίνυν, φάναι, ὦ Φαῖδρε, πάρες μοι Ἀγάθωνα σμίκρ’
ἄττα ἐρέσθαι, ἵνα ἀνομολογησάμενος παρ’ αὐτοῦ οὕτως ἤδη
λέγω.
[199c] Ἀλλὰ παρίημι, φάναι τὸν Φαῖδρον, ἀλλ’ ἐρώτα.

Μτφρ. Ι. Συκουτρής. [1934] 1994. Πλάτωνος Συμπόσιον. Κείμενο, μετάφραση, ερμηνεία. 12η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

Μετά την ομιλίαν του Αγάθωνος όλοι, είπεν ο Αριστόδημος, οι παριστάμενοι εξέσπασαν εις παταγώδεις επιδοκιμασίας του νέου· ο λόγος του υπήρξεν αντάξιος και της φήμης του και του θεού. Ο Σωκράτης τότε στραφείς προς τον Ερυξίμαχον είπεν: «Λοιπόν, γέννημα συ του Ακουμενού; Εξακολουθείς να πιστεύης, πως άφοβος ο φόβος ήτο που εφοβούμην τόσην ώραν; Και δεν είχα ως προφήτης ομιλήσει προ ολίγου, όταν ετόνιζα ότι ο Αγάθων θα εκφωνήση ένα τόσον θαυμάσιον λόγον, ωστ’ εγώ θα ευρεθώ εις δύσκολον θέσιν;» «Εις το ένα μέρος του ισχυρισμού σου αναγνωρίζω πως υπήρξες προφήτης εις το ότι ωραίος θα είναι του Αγάθωνος ο λόγος· ότι όμως συ θα δυσκολευθής, δεν το πιστεύω». «Και πώς θέλεις, καλότυχε» απήντησεν ο Σωκράτης «να μη δυσκολευθώ, όχι μόνον εγώ, αλλά και οιοσδήποτε άλλος ομιλήση ύστερ’ από ένα τόσον εύμορφον και τόσον πολυποίκιλον λόγον που εξεφωνήθη; Αφήνω τ’ άλλα σημεία ήσαν, όχι βέβαια εις τον ίδιον βαθμόν όλα εκπληκτικά. Εκείνος όμως ο επίλογος με τα θέλγητρα των λέξεων και των φράσεων! ποίος θα τα ήκουε και δεν θα έχανε τον νουν του; Εγώ τουλάχιστον, συναισθανόμενος ότι προσωπικώς δεν θα είμαι διόλου εις θέσιν ούτε κατά προσέγγισιν να ομιλήσω τόσον νόστιμα, ολίγον έλειψεν, αν εύρισκα τρόπον, να το σκάσω κρυφά από την εντροπήν μου. Ο λόγος άλλωστε μου ενθύμιζε τον Γοργίαν· ώστε είχα πάθει, ούτε πολύ ούτε ολίγον, εκείνο, που λέγει ο Όμηρος: έτρεμα μήπως εις το τέλος ο Αγάθων του Γοργίου την κεφαλήν, του τρομερού εις τους λόγους, εναντίον του λόγου μου μέσα εις τον λόγον του μου εξαποστείλη και με κάνη τον ίδιον άφωνον, σαν την πέτραν».

Και αντελήφθην τότε, πόσον γελοίος λοιπόν υπήρξα, όταν ανελάμβανα ενώπιόν σας την υποχρέωσιν να μετάσχω μαζί σας και εγώ με την σειράν μου εις τον εγκωμιασμόν του Έρωτος, και εβεβαίωνα, ότι ήμην πεπειραμένος εις τα ζητήματα του Έρωτος, ενώ, καθώς αποδεικνύεται, δεν είχα ιδέαν του πράγματος, κατά ποίον δηλ. τρόπον έπρεπε κανείς να εγκωμιάζη οτιδήποτε. Εγώ π.χ. εν τη αφελεία μου εφανταζόμην, ότι ώφειλεν ο καθένας την αλήθειαν ν’ αναπτύσση περί οιουδήποτε αντικειμένου, το οποίον εγκωμιάζει, και ότι αυτό μεν θα ήτον η βάσις, κατόπιν δε, συμφώνως προς αυτήν, θα εξέλεγε τα λαμπρότερα σημεία και θα τα συνέθετε κατά τον ευπρεπέστερον δυνατόν τρόπον. Δια τούτο μάλιστα είχα μεγάλην αυτοπεποίθησιν, ότι θα ωμιλούσα ωραία, αφού εγνώριζα δα την ορθήν μέθοδον του εγκωμιασμού οιουδήποτε πράγματος. Εντούτοις, καθώς τώρα βλέπω, δεν ήταν αυτή, φαίνεται, η μέθοδος του να συνθέσης ένα κομψόν πανηγυρικόν προς τιμήν ενός πράγματος, αλλά πολύ μάλλον το να επισωρεύης προς έξαρσίν του τα σημαντικώτερα, που γίνεται, και τα τιμητικώτερα προσόντα, αδιακρίτως αν ανταποκρίνωνται εις την πραγματικότητα ή όχι. Και ψευδή αν είναι, δεν έχει, βλέπω, σημασίαν· ωρίσθη άλλωστ’ εκ των προτέρων, καθώς φαίνεται, να κοιτάξη ο καθένας μας να δώση απλώς την εντύπωσιν, ότι εξυμνεί τον Έρωτα, όχι να τον εξυμνήση πραγματικά. Αυτός, φαντάζομαι, είναι ο λόγος, που μεταφέρετε κάθε επαινετικόν χαρακτηρισμόν και τον φορτώνετε εις τον Έρωτα, βεβαιώνοντες ότι είναι τοιούτος και τόσων αγαθών πρόξενος· έτσι δηλαδή θα εμφανίζεται όσον το δυνατόν ωραιότερος και ανώτερος, φυσικά εις τα όμματα εκείνων που δεν τον γνωρίζουν, όχι, υποθέτω, εις όσους τον γνωρίζουν. Και ασφαλώς υπό τας συνθήκας αυτάς και ο πανηγυρικός έχει λαμπρότητα και επιβλητικότητα. Εντούτοις εγώ δεν εγνώριζα, όπως βλέπω, τον τρόπον αυτόν του εγκωμίου, και επομένως εν αγνοία μου σας έδωσα την υπόσχεσιν να εγκωμιάσω και εγώ, όταν έλθη η σειρά μου. Ώστε η γλώσσα μου έδωσ’ υπόσχεσιν, ο νους μου όχι. Ας πάη λοιπόν στο καλό! Δεν αναλαμβάνω πλέον να εγκωμιάσω κατ’ αυτόν τον τρόπον· ούτε θα είχα άλλωστε την ικανότητα. Μολαταύτα, την αλήθειαν, αν το επιθυμήτε, αυτήν ναι, δέχομαι να σας εκθέσω, με τον ιδικόν μου τρόπον, όχι εν αντιπαραβολή προς τας ομιλίας τας ιδικάς σας· έτσι δεν θα γελοιοποιηθώ. Σκέψου λοιπόν, Φαίδρε, αν σου χρειάζεται και παρομοία αγόρευσις, την αλήθειαν ν’ ακούσης ν’ αναπτύσσεται περί του Έρωτος, και μάλιστα με την εκλογήν και την συναρμολόγησιν των λέξεων, οποία τυχόν θα μου ήρχετο προχείρως εις το στόμα».

Ο Φαίδρος τότε και οι άλλοι τον ενεθάρρυναν, είπε, με τον τρόπον που αυτός τυχόν ευρίσκει σωστόν να εκθέση τας απόψεις του, μ’ αυτόν να ομιλήση. «Κάτι άλλο ακόμη, Φαίδρε» είπε· «δώσε μου την άδειαν να ερωτήσω κάτι μικροπράγματα τον Αγάθωνα, ώστε να έχω πρώτα την συγκατάθεσίν του, και ύστερα επί τη βάσει πλέον αυτής να ομιλήσω». «Καλά, σου δίδω την άδειαν» απήντησεν ο Φαίδρος· «ερώτα τον».

 

  • Πίνακας: Το συμπόσιο του Πλάτωνα του Άνσελμ Φόιερμπαχ.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -