Θυμόμαστε αγαπημένους στίχους του μεγάλου Χιλιανού ποιητή

Χιλιανός συγγραφέας και ποιητής και σύμφωνα με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο σημαντικότερος ποιητής του 20ού αιώνα!
Ο Πάμπλο Νερούδα στα 69 του χρόνια εξέδωσε πληθώρα ποιητικών συλλογών ποικίλου ύφους, όπως ερωτικά ποιήματα, έργα που διέπονται από τις αρχές του σουρεαλισμού, ακόμα και κάποια που θα μπορούσαν να θεωρηθούν πολιτικά μανιφέστα! Σαράντα χρόνια μετά το θάνατό του, έγινε εκταφή της σορού του, με σκοπό να διακριβωθεί αν είχε πέσει θύμα δολοφονικής επίθεσης με δηλητήριο από πράκτορες του δικτατορικού καθεστώτος που κυβερνούσε τη Χιλή κατά το θάνατό του.
Η ποίηση του
Τα ποιήματα του Πάμπλο Νερούδα ισορροπούν ανάμεσα στον αγώνα ενάντια στα απολυταρχικά καθεστώτα και τον έρωτα. Ο ίδιος έχει πει εξάλλου για την ποίηση του:
Έχω για τη ζωή μιαν αντίληψη δραματική και ρομαντική. Ο,τι δεν αγγίζει βαθιά την ευαισθησία μου δεν με ενδιαφέρει. Όσον αφορά την ποίηση, στην πραγματικότητα καταλαβαίνω πολύ λίγα πράγματα. Γι’ αυτό συνεχίζω με τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Ίσως απ’ αυτά τα φυτά, τη μοναξιά, τη σκληρή ζωή, βγαίνουν οι μυστικές, αληθινά βαθιές «Ποιητικές Πραμάτειες» που κανείς δεν μπορεί να διαβάσει, γιατί κανείς δεν τις έγραψε. Η ποίηση διδάσκεται βήμα-βήμα ανάμεσα στα πράγματα και στις υπάρξεις, χωρίς να τα χωρίσουμε, αλλά ενώνοντάς τα με την ανιδιοτελή απλωσιά της αγάπης.
Ο Πάμπλο Νερούδα ξεκινάει να γράφει ποίηση από τα 10 του όμως ο πατέρας του τον αποθαρρύνει. Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος συνεχίζει, και σε ηλικία δεκαπέντε ετών δημοσιεύει στίχους του στο τοπικό περιοδικό «La Manana» και το 1919 του απονέμεται το τρίτο βραβείο για το ποίημά του «Nocturno ideal». Στη συλλογή του «Είκοσι ερωτικά ποιήματα» περιγράφεται η ένταση που προκαλείται από τον έρωτα, απ’ τη γέννηση ως το θάνατό του, από το πρώτο σμίξιμο ως το χωρισμό. Μάλιστα, σε πολλά ποιήματα του φανερώνονται οι έρωτες που έζησε.
Παρακάτω συγκεντρώσαμε έξι αγαπημένα μας ποιήματα του Πάμπλο Νερούδα
* * *
Το γέλιο σου
Πάρε μου το ψωμί, αν θες,
πάρε μου τον αγέρα, μα
μη μου παίρνεις το γέλιο σου.
Μη μου παίρνεις το ρόδο,
τη λόγχη που τινάζεις,
το νερό που ξάφνου
χυμά απ’ τη χαρά σου,
το απότομο κύμα
το ασήμι που γεννάς.
Είναι σκληρός ο αγώνας μου και γυρνώ
με μάτια κουρασμένα
θωρώντας κάποτε
τη γη που δεν αλλάζει,
μα έρχεται το γέλιο σου
αναθρώσκωντας στον ουρανό γυρεύοντάς με
και μου ανοίγει τις πόρτες
όλες της ζωής.
Αγάπη μου, στις πιο μαύρες
ώρες μου τινάζεται
το γέλιο σου, κι όταν ξάφνου
δεις το αίμα μου
να λεκιάζει τις πέτρες του δρόμου,
γέλα, γιατί το γέλιο σου
θα ‘ναι στα χέρια μου
σα δροσερό σπαθί.
Δίπλα στη θάλασσα του φθινοπώρου,
το γέλιο σου ας αναβρύσει
σα σιντριβάνι, όλο αφρό
και την άνοιξη, αγάπη,
θέλω το γέλιο σου σαν
τον ανθό που πρόσμενα,
τον γαλανό ανθό, το ρόδο
της βουερής πατρίδας μου.
Γέλα στη νύχτα,
στη μέρα στο φεγγάρι,
γέλα στις στριφτές
στράτες του νησιού,
γέλα σ’ αυτό το άγαρμπο
αγόρι που σ’ αγαπά,
μα όταν ανοίγω τα μάτια και τα κλείνω,
όταν τα βήματά μου φεύγουν,
όταν γυρνούν τα βήματά μου,
αρνήσου με το ψωμί, τον αγέρα,
το φως, την άνοιξη,
μα ποτέ το γέλιο σου
γιατί θα πεθάνω.
Πάρε μου το ψωμί, αν θες,
πάρε μου τον αγέρα, μα
μη μου παίρνεις το γέλιο σου.
Μη μου παίρνεις το ρόδο,
τη λόγχη που τινάζεις,
το νερό που ξάφνου
χυμά απ’ τη χαρά σου,
το απότομο κύμα
το ασήμι που γεννάς.
Είναι σκληρός ο αγώνας μου και γυρνώ
με μάτια κουρασμένα
θωρώντας κάποτε
τη γη που δεν αλλάζει,
μα έρχεται το γέλιο σου
αναθρώσκωντας στον ουρανό γυρεύοντάς με
και μου ανοίγει τις πόρτες
όλες της ζωής.
Αγάπη μου, στις πιο μαύρες
ώρες μου τινάζεται
το γέλιο σου, κι όταν ξάφνου
δεις το αίμα μου
να λεκιάζει τις πέτρες του δρόμου,
γέλα, γιατί το γέλιο σου
θα ‘ναι στα χέρια μου
σα δροσερό σπαθί.
Δίπλα στη θάλασσα του φθινοπώρου,
το γέλιο σου ας αναβρύσει
σα σιντριβάνι, όλο αφρό
και την άνοιξη, αγάπη,
θέλω το γέλιο σου σαν
τον ανθό που πρόσμενα,
τον γαλανό ανθό, το ρόδο
της βουερής πατρίδας μου.
Γέλα στη νύχτα,
στη μέρα στο φεγγάρι,
γέλα στις στριφτές
στράτες του νησιού,
γέλα σ’ αυτό το άγαρμπο
αγόρι που σ’ αγαπά,
μα όταν ανοίγω τα μάτια και τα κλείνω,
όταν τα βήματά μου φεύγουν,
όταν γυρνούν τα βήματά μου,
αρνήσου με το ψωμί, τον αγέρα,
το φως, την άνοιξη,
μα ποτέ το γέλιο σου
γιατί θα πεθάνω.
* * *
Δε σ’ αγαπώ
Δε σ’ αγαπώ σαν να ‘σουν ρόδο αλατιού, τοπάζι,
σαΐτα από γαρούφαλα που τη φωτιά πληθαίνουν:
σ’ αγαπώ ως αγαπιούνται κάποια πράγματα σκούρα,
μυστικά, μέσ’ από την ψυχή και τον ίσκιο.
Σ’ αγαπώ καθώς κάποιο φυτό που δεν ανθίζει,
μα που μέσα του κρύβει το λουλουδόφως όλο,
και ζει απ’ τον έρωτά σου σκοτεινό στο κορμί μου
τ’ άρωμα που σφιγμένο μ’ ανέβηκε απ’ το χώμα.
Σ’ αγαπώ μη γνωρίζοντας πώς, από πού και πότε,
σ’ αγαπώ στα ίσια δίχως πρόβλημα ή περηφάνια:
σ’ αγαπώ έτσι γιατί δεν ξέρω μ’ άλλον τρόπο,
παρά μ’ ετούτον όπου δεν είμαι μήτε είσαι,
που το χέρι σου πάνω μου το νιώθω σαν δικό μου,
που όταν κοιμάμαι κλείνουν και τα δικά σου μάτια.
* * *
Η Βασίλισσα
Σε ονόμασα βασίλισσα.
Υπάρχουν ψηλότερες από σένα, ψηλότερες.
Υπάρχουν αγνότερες από σένα, αγνότερες.
Υπάρχουν ομορφότερες από σένα, ομορφότερες.
Αλλά εσύ είσαι η βασίλισσα.
Όταν περπατάς στο δρόμο
κανείς δε σε αναγνωρίζει.
Κανένας δε βλέπει το κρυστάλλινο σου στέμμα, κανένας δεν κοιτάζει
το από κόκκινο χρυσό χαλί
που πατάς καθώς περνάς,
το χαλί δεν υπάρχει.
Κι όταν εμφανίζεσαι
όλοι οι ποταμοί ακούγονται
στο κορμί μου, καμπάνες σείουν τον ουρανό
κι ένας ύμνος γεμίζει τον κόσμο.
Μονάχα εσύ κι εγώ,
μονάχα εσύ κι εγώ, αγάπη μου,
τον ακούμε.
* * *
Απουσία
Σε έχω μετά βίας αφήσει,
είσαι μέσα μου, κρυσταλλένια,
ή τρέμοντας,
ή με ανησυχία, πληγωμένη από μένα,
ή κυριευμένη από αγάπη, όπως όταν τα μάτια σου
κλείνουν μπροστά στο δώρο της ζωής
αυτό που και τώρα και πάντα σου δίνω.
Αγάπη μου,
βρήκαμε ο ένας τον άλλο
διψασμένο και ήπιαμε
όλο το νερό και το αίμα,
βρήκαμε ο ένας τον άλλο
πεινασμένο
και με δάγκωσες και σε δάγκωσα
σαν η φωτιά να δάγκωνε
αφήνοντας πληγές επάνω μας.
Μα περίμενέ με,
φύλαξε για μένα τη γλυκύτητά σου,
Θα σου δώσω ,ακόμη,
ένα τριαντάφυλλο.
* * *
Αν με ξεχάσεις
Aν με ξεχάσεις…
Ένα
θέλω να ξέρεις.
Ξέρεις πώς είν’αυτό:
κοιτάζω
το κρυστάλλινο φεγγάρι, το κόκκινο κλαδί
του αργού φθινοπώρου στο παράθυρό μου,
αγγίζω
πλάι στη φωτιά
την ατάραχη στάχτη
ή το ρυτιδωμένο σώμα του ξύλου,
κι όλα με φέρνουν σε σένα,
λες και ό,τι υπάρχει,
αρώματα, φως, μέταλλα,
είναι μικρά πλεούμενα που ταξιδεύουν
προς τα νησιά σου που με περιμένουν.
Ωστόσο,
αν λίγο λίγο πάψεις πια να μ’αγαπάς
θα πάψω κι εγώ να σ’αγαπώ λίγο λίγο.
Κι αν ξαφνικά
με ξεχάσεις
μην ψάξεις να με βρεις,
θα σ’έχω λησμονήσει.
Αν θεωρήσεις ότι κρατάει πολύ κι είναι τρελός
ο άνεμος από σημαίες
που περνάει απ’τη ζωή μου
κι αποφασίσεις
να με αφήσεις στην όχθη
της καρδιάς που έχω ρίζες,
σκέψου
πως εκείνη τη μέρα,
την ώρα εκείνη
θα σηκώσω τα χέρια
και θα βγουν οι ρίζες μου
για να βρούνε άλλη γη.
Όμως
αν κάθε μέρα,
κάθε ώρα,
νιώθεις προορισμένη για μένα
με γλυκύτητα αψεγάδιαστη.
Αν κάθε μέρα ανεβαίνει
ένα λουλούδι στα χείλη σου για να με βρει,
αχ αγάπη μου, αχ δικιά μου,
μέσα μου όλη τούτη η φωτιά θα επαναλαμβάνεται,
μέσα μου τίποτα δε θα σβήσει ούτε θα ξεχαστεί,
η αγάπη μου τρέφεται από την αγάπη σου, αγαπημένη,
κι όσο θα ζεις θα είναι μες στην αγκαλιά σου
χωρίς απ’τη δική μου να φύγει.
* * *
Απέραντη
Βλέπεις αυτά τα χέρια; Έχουν μετρήσει
τη γη, έχουν ξεχωρίσει
τα ορυκτά από τα δημητριακά,
έχουν κάνει ειρήνη και πόλεμο,
έχουν καταρρίψει τις αποστάσεις
όλων των θαλασσών και ποταμών,
κι όμως
όταν σε διατρέχουν
εσένα, μικρή
σπειρί από στάρι, κορυδαλλέ,
δεν φτάνουν να σε περικλείσουν,
κουράζονται πλησιάζοντας
τα δίδυμα περιστέρια
που αναπαύονται ή πετάν στο στήθος σου,
διατρέχουν τις αποστάσεις των ποδιών σου,
τυλίγονται στο φως της μέσης σου.
Για μένα είσαι θησαυρός πιο φορτωμένος από απεραντότητα
πιο κι απ΄τη θάλασσα κι απ’ τα τσαμπιά της.
Κι είσαι λευκή και γαλανή κι εκτεταμένη σαν
την γη στον τρύγο.
Σ’ αυτή την περιοχή,
από τα πόδια ως το μέτωπό σου,
προχωρώντας, προχωρώντας προχωρώντας
θα περάσω τη ζωή μου.
* * *
Ο πηλοπλάστης
Όλο σου το σώμα έχει
κούπα ή γλύκα προορισμένη σε μένα.
Όταν σηκώνω το χέρι
βρίσκω σε κάθε μέρος ένα περιστέρι
που με περίμενε, σαν
να σε είχαν, αγάπη μου, κάνει από πηλό
για τα ίδια μου τα χέρια του πηλοπλάστη.
Τα γόνατά σου, τα στήθια σου,
η μέση σου
λείπουνε μέσα μου όπως στο κενό
μιας διψασμένης γης
από όπου απέσπασαν
μία μορφή,
και οι δυο μαζί
είμαστε πλήρεις όπως ένας μόνο ποταμός,
όπως μια μόνον άμμος
Τα πρώτα χρόνια
Ο Ρικάρντο Ελιέσερ Νεφταλί Ρέγιες Μπασοάλτο, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 12 Ιουλίου 1904 στην κωμόπολη Μπαρά της κεντρικής Χιλής. Ήταν γιος του σιδηροδρομικού Χοσέ δελ Κάρμεν Ρέγιες Mοράλες και της δασκάλας Ρόζας Νεφταλί Μπασοάλτο Οπάσο. Η μητέρα του πέθανε ένα μήνα μετά τη γέννησή του και ύστερα από δύο χρόνια η οικογένειά του μετακόμισε στο Τεμούκο της νότιας Χιλής, όπου ο πατέρας του παντρεύτηκε για δεύτερη φορά. Ο μικρός Ρικάρντο αγάπησε τη μητριά του σαν πραγματική μητέρα. «Σ’ αυτή την παραμεθόρια περιοχή είδα το φως της ζωής, της πατρίδας, της ποίησης και της βροχής», έγραφε αργότερα.

Από τα 10 του χρόνια άρχισε να γράφει ποιήματα και στα 12 του γνώρισε τη διάσημη χιλιανή ποιήτρια Γκαμπριέλα Μιστράλ (βραβευμένη με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1945), η οποία τον έφερε σ’ επαφή με τα κείμενα των μεγάλων κλασικών συγγραφέων κι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα ενασχόλησή του με την ποίηση. Το 1921, μετά την αποφοίτησή του από το Λύκειο, μετακόμισε στην πρωτεύουσα Σαντιάγο για να σπουδάσει γαλλική φιλολογία, αλλά κατέληξε να αφιερώνει τον περισσότερο χρόνο του στην ποίηση παρά στις σπουδές του. Στα τέλη του ίδιου χρόνου κέρδισε το πρώτο βραβείο σε φοιτητικό διαγωνισμό ποίησης και το 1923 εξέδωσε ιδίοις αναλώμασιν την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Crepusculario» («Λυκόφως»).
Τον επόμενο χρόνο βρήκε εκδότη για την ποιητική συλλογή του «Είκοσι ερωτικά ποιήματα και ένα απελπισμένο τραγούδι» («Veinte poemas de amor y una cancion desesperada»), που επρόκειτο να γίνει πλατιά γνωστό. To έργο αυτό είχε άμεση επιτυχία και διατήρησε τη δημοτικότητά του στο πέρασμα του χρόνου. Ο ίδιος ο Νερούδα έμεινε έκπληκτος που τα ποιήματα αυτά, γραμμένα με τόσο πόνο, έφεραν παρηγοριά σε ερωτευμένους. «Με κάποιο θαύμα, που δεν καταλαβαίνω, αυτό το βασανισμένο βιβλίο άνοιξε τον δρόμο της ευτυχίας για πολλούς, πολλούς ανθρώπους».
Το ψευδώνυμο Πάμπλο Νερούδα
Την εποχή εκείνη άρχισε να χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Πάμπλο Νερούδα (που αργότερα υιοθέτησε ως νόμιμο ονοματεπώνυμο), προκειμένου ν’ αποφύγει τις επικρίσεις του πατέρα του για την ενασχόλησή του με την ποίηση. Πιστεύεται ότι προήλθε από τον Τσέχο ποιητή Γιαν Νερούντα (1834-1891) ή από την Τσέχα βιολονίστρια Βίλμα Νερούντα (1838-1911), που εμφανίζεται στο μυθιστόρημα του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ «Σπουδή στο κόκκινο».
Όντας πλέον ένας από τους πιο γνωστούς ποιητές της Χιλής, ο Πάμπλο Νερούδα αποφάσισε να εγκαταλείψει τις σπουδές του και ν’ αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην ποίηση. Το 1927 εισήλθε στο διπλωματικό σώμα και ανέλαβε πρόξενος της Χιλής στη Ρανγκούν της Βιρμανίας. Από τη Ρανγκούν μετατέθηκε στο Κολόμπο της Κεϋλάνης (σημερινή Σρι Λάνκα), στη συνέχεια στην Τζακάρτα των Ολλανδικών Ανατολικών Ινδιών (σημερινής Ινδονησίας), όπου παντρεύτηκε την πρώτη του γυναίκα, την Ολλανδέζα Μαρία Αντονιέτα Χάχεναρ και κατέληξε στη Σιγκαπούρη, όπου ολοκλήρωσε τη διπλωματική του θητεία στην Ασία.

Το 1933 ανέλαβε πρόξενος της Χιλής στο Μπουένος Άιρες, όπου γνωρίστηκε με τον Ισπανό ομότεχνό του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Τον επόμενο χρόνο μετατέθηκε στη Βαρκελώνη κι έπειτα στη Μαδρίτη, όπου τέλεσε τον δεύτερο γάμο του, με την Αργεντινή ζωγράφο Ντέλια ντελ Καρίλ. Ο Νερούδα έτυχε θερμής υποδοχής από την ισπανική διανόηση και το έργο του άρχισε να γίνεται γνωστό και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Αυτά τα χρόνια της ποιητικής του εξέλιξης διέκοψε αιφνίδια η έκρηξη τού Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου το 1936. Η εκτέλεση του Γκαρθία Λόρκα, η φυλάκιση του διακεκριμένου ποιητή Μιγκέλ Ερνάντεθ, το «αίμα στους δρόμους», όλα αυτά, συνέβαλαν στο να ωριμάσουν οι πολιτικές θέσεις του. Έτσι, έγραψε τότε: «Ο κόσμος άλλαξε, και η ποίησή μου έχει αλλάξει. Μία σταγόνα αίματος που χύνεται πάνω σ’ αυτές τις γραμμές θα παραμείνει μέσα τους ζωντανή, ανεξίτηλη σαν την αγάπη». Έγραψε το «Ισπανία στην καρδιά» («Espana en el corazon») που κυκλοφόρησε κατά τη διάρκεια τού Εμφυλίου Πολέμου στις πρώτες γραμμές του δημοκρατικού στρατοπέδου.
Το Μεξικό και η επιστροφή στη Χιλή
Ο Νερούδα επέστρεψε στη Χιλή το 1938 με μια ομάδα Ισπανών πολιτικών προσφύγων. Λίγο αργότερα, η κυβέρνησή του τον έστειλε στο Μεξικό, όπου έζησε μία φάση εντατικής ποιητικής παραγωγής, ένα μεγάλο μέρος της οποίας καθόρισε ή ενέπνευσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ευρώπη και ιδιαίτερα η ηρωική αντίσταση του Λένινγκραντ στη γερμανική επίθεση. Την ίδια εποχή η ποίησή του επηρεάστηκε επίσης από μεξικανικές τοιχογραφίες.
Το 1943 επέστρεψε στη Χιλή και δύο χρόνια αργότερα εξελέγη γερουσιαστής με το Κομμουνιστικό Κόμμα. Η πολιτική του δραστηριότητα, ωστόσο, σταμάτησε όταν η κυβέρνηση της Χιλής, που συμπεριλάμβανε στις τάξεις και κομμουνιστές, έκανε στροφή προς τα δεξιά κι έθεσε εκτός νόμου το Κομμουνιστικό Κόμμα. Έτσι, ο κομμουνιστής Νερούδα, αναγκάστηκε μαζί με άλλους αριστερούς να κρυφτεί.
Τον Φεβρουάριο του 1948 έφυγε από τη Χιλή, διασχίζοντας με άλογο το
νότιο τμήμα των Άνδεων και τον Απρίλιο παρευρέθηκε στο Συνέδριο
για την Ειρήνη στο Παρίσι. Τον Ιούνιο του 1949 επισκέφθηκε τη Σοβιετική
Ένωση για να παρευρεθεί στην 150ή επέτειο της γέννησης του Πούσκιν. Στη συνέχεια επισκέφθηκε και άλλες ευρωπαϊκές χώρες και για άλλη μια φορά το Μεξικό.

Τα χρόνια που έζησε στην εξορία αποδείχθηκαν αποδοτικά για το
λογοτεχνικό του έργο. Έγραψε το «Γενικό άσμα» («Canto General», 1950), ένα από τα σπουδαιότερα επικά ποιήματα που γράφτηκαν στην Αμερικανική ήπειρο. Είναι ένα έργο για τη Λατινική Αμερική, τους ανθρώπους της, την ιστορία της και το πεπρωμένο της, που διακρίνεται για τη δύναμη του λυρικού στίχου και την πρωτοτυπία της λυρικής του γλώσσας
Όταν το 1952 ανακλήθηκαν τα εντάλματα για σύλληψη αριστερών συγγραφέων και πολιτικών προσωπικοτήτων, ο Νερούδα επέστρεψε στη Χιλή και τον επόμενο χρόνο τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν στη Μόσχα. Τόπος μόνιμης διαμονής του έγινε η Ίσλα Νέγρα (παραθαλάσσιο θέρετρο στον Ειρηνικό), ωστόσο ταξίδευε διαρκώς και ανάμεσα στις χώρες που επισκέφθηκε ήταν η Κούβα το 1960 και οι ΗΠΑ το 1966. Εκεί σε μία συνέντευξή του αποκάλυψε ότι τη μεγαλύτερη επιρροή στο έργο του άσκησε ο Αμερικανός ποιητής Γουόλτ Γουίτμαν. «Εγώ, ένας ποιητής που γράφω στα Ισπανικά, έμαθα περισσότερα από τον Γουίτμαν παρά από τον Θερβάντες» είχε δηλώσει. Εκείνα τα χρόνια παντρεύτηκε, για τρίτη φορά, τη Χιλιανή τραγουδίστρια και συγγραφέα Ματίλντε Ουρούτια.
Η βράβευση με Νόμπελ Λογοτεχνίας
Με την άνοδο του σοσιαλιστή Σαλβαδόρ Αλιέντε στην προεδρία της χώρας του, ο Νερούδα, διορίστηκε πρεσβευτής της Χιλής στη Γαλλία το 1970 και τον επόμενο χρόνο τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το έργο του που «με τη δράση μιας στοιχειώδους δύναμης ζωντανεύει το πεπρωμένο και τα όνειρα μιας ηπείρου».
Ο Πάμπλο Νερούδα δήλωνε: «Θα συνεχίσω να γράφω ένα μεγάλο κυκλικό ποίημα, το οποίο δεν τελείωσε ως τώρα γιατί θα τελειώσει μόνο με τη λέξη της τελευταίας στιγμής της ζωής μου». Αυτή η στιγμή δεν άργησε να έλθει. Ταλαιπωρημένος και καταβεβλημένος από τον καρκίνο, ο σπουδαίος ποιητής, άφησε την τελευταία του πνοή σε κλινική του Σαντιάγο στις 23 Σεπτεμβρίου 1973, δώδεκα ημέρες μετά την επικράτηση της στυγνής δικτατορίας του στρατηγού Αουγκούστο Πινοσέτ και αφού είχε πληροφορηθεί τη δολοφονία του νόμιμου προέδρου της Χιλής και φίλου του Σαλβαδόρ Αλιέντε.