Γράφει η θεατρολόγος Μαρία Μαρή
Στο Θέατρο Olvio είδα το «Pigalle», τη νέα μαύρη κωμωδία του Γιάννη Κεντρωτά σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κοιλάκου, από την ομάδα 451F Performing Arts. Ένα έργο για τσέλο και φωνές.
Η συνεργασία του συγγραφέα Γιάννη Κεντρωτά με τον σκηνοθέτη Μιχάλη Κοιλάκο, που έχει ήδη αποδώσει άλλες δύο θεατρικές παραστάσεις με μεγάλη επιτυχία («Ο Τόρνος» και «Γιοσίρου»), συνεχίζεται με την ίδια εκρηκτική δυναμική και στο «Pigalle».
Ο υπαινιγμός, με το «Πιγκάλ» είναι τραγικός. Η εργασία, η φαντασία γύρω από ένα νέο πρότζεκτ, η χρήση του εργαλείου αυτού για συγκεκριμένο σκοπό, για τον καθαρισμό ενός αποχωρητηρίου, όπως έχει καταντήσει το κοινωνικό σύνολο.
Σημασία έχει η δουλειά, τα νέα σχέδια, η απόκτηση χρήματος, ενώ ο άνθρωπος χάνει την ανθρώπινη μορφή του, τον σεβασμό για τον άλλον και την ενσυναίσθηση.
Σύμφωνα με μια θεωρία, το «πιγκάλ» οφείλει το όνομά του στην πλατεία Pigalle του Παρισιού, γύρω από την οποία ζούσαν πολλοί καλλιτέχνες (αναφορά στις βούρτσες και τα πινέλα των ζωγράφων). Ποτέ ένα τόσο βρώμικο αντικείμενο δεν είχε ένα τόσο όμορφο όνομα. Παρουσιάζεται μια όψη ιλουστρασιόν ενός ζευγαριού, μιας κοινωνικής κατάστασης, που όμως είναι ψευδεπίγραφη, υποχθόνια άρρωστη και βρώμικη.
Ο Γιάννης Κεντρωτάς δημιουργεί μια μαύρη κωμωδία, που εξερευνά τα πιο σκοτεινά ένστικτα της ανθρώπινης φύσης.
Το έργο
Είναι Σάββατο βράδυ και ο Ντίνος με τη γυναίκα του περιμένουν το αφεντικό του, Στάθη, στο σπίτι του για φαγητό, για να του παρουσιάσει το νέο επιχειρηματικό του πλάνο. Τα πράγματα όμως δεν πηγαίνουν ακριβώς όπως τα έχει σχεδιάσει.
Η παράσταση
Στη συνέντευξη για να προσληφθεί στην εργασία του ο Ντίνος ρωτάται από τον εργοδότη του, τον Στάθη, πόσα «νταμάκια» από το χαρτί υγείας χρησιμοποιεί όταν σκουπίζεται στην τουαλέτα.
Απάντησε επτά, αλλά αυτά τα επτά, όταν έρθει η ώρα να κάνουν τη δουλειά τους γίνονται ένα. Καθώς τα διηγείται αναλυτικά είναι σα να κάνει stand up comedy.
Συνεχίζει ο Ντίνος λέγοντας ότι όλα τα «νταμάκια» δεν είναι το ίδιο. Το πρώτο «νταμάκι» έχει επαφή με τα δάκτυλα και μεταφέρει την πίεση στο δεύτερο, που δεν έχει επαφή με το δάκτυλο, εκτός αν είναι νευρικό και το τρυπήσει.
ίναι προφανές ότι μιλά για ιεραρχία στην εργασία. Το πρώτο «νταμάκι», το «πρωτοπαλίκαρο» στη δουλειά, έχει άμεση σχέση με το δάκτυλο, το χέρι του Διευθυντή, τον ίδιο τον Διευθυντή.
Καθώς απομακρύνονται τα «νταμάκια», έχουν λιγότερη σχέση. Το τελευταίο έχει να κάνει με τα περιττώματα. Με όσα πρέπει ο τελευταίος να διαχειριστεί, τη βρώμικη δουλειά.
Όσο μιλά, επενδύεται ο λόγος του, με μουσική τσέλο (Αναστάσιος Μισυρλής), που δημιουργεί έναν δυναμικό σχολιασμό και με πιάνο.
Πρόκειται για μια ανούσια συζήτηση που συνδυάζεται με την κοινωνική ανέλιξη του Ντίνου, ο οποίος θαυμάζει τον εργοδότη του, του οποίου τα δάκτυλα μοσχομυρίζουν.
Πίσω από όσα λέει με ευχάριστο τρόπο, κρύβεται ένα μένος, μια ζήλια, ένα κοινωνικό απωθημένο, που γίνεται παθογένεια και πυορροεί μέσα στην οικογένειά του.
Το αποτέλεσμα της πατριαρχικής κοινωνίας το εισπράττει ο πιο αδύναμος κρίκος, η γυναίκα του Ντίνου, η Μαρία (Τάνια Παλαιολόγου), η τραγική αυτή φιγούρα, που αποκαλύπτει με φυσικό τρόπο το μαυρισμένο μάτι της και όλα τα άλλα τραύματά της σωματικά, ψυχικά και πνευματικά.
Η κίνησή της είναι πολύ προσεκτική, δείχνει ότι πονά, ωστόσο μάλλον από φόβο είναι πολύ γλυκιά με τον σύζυγό της και πάντα έτοιμη να εκτελέσει αγόγγυστα εντολές. Εκείνος μιλά συνέχεια για το πώς ανελίχθηκε, χωρίς να έχει ρίξει κανέναν.
Τώρα είναι τόσο κοντά που ίσα ίσα που αισθάνεται τα δάκτυλα του Στάθη ευελπιστεί να γίνει το πρώτο «νταμάκι».
Περιμένοντας τον Στάθη, ετοιμάζουν ένα κότσι και η οδηγία είναι ότι πρέπει να είναι ευχάριστοι.
Ο Στάθης (Βασίλης Χατζηδημητράκης) τους φέρνει δώρο ένα Μπονσάι, τη Λούσια του, που είχε στο σπίτι του και τώρα που θέλει να αποδεσμευτεί από όλα, θεωρεί ότι ήρθε η ώρα για το φυτό του, να αλλάξει σπίτι. Τους υποδεικνύει δε – τους επιβάλλει μάλλον – τον τρόπο φροντίδας του.
Θέλει δροσερό δωμάτιο, να ποτίζεται με συγκεκριμένο εμφιαλωμένο νερό, τους φέρνει και το βότανο τζίνγκο μπιλόμπα για να το ενδυναμώσει και έναν τόμο να διαβάσουν για να δουν πώς να το περιποιηθούν καλύτερα. Είναι φανερά υποχόνδριος, μιλά συνέχεια και ακόμα και το δώρο του περιλαμβάνει υποχρεώσεις και καθήκοντα.
Ο Ντίνος (Φοίβος Συμεωνίδης) θέλει να τον εντυπωσιάσει, ενώ ο Στάθης εκείνος θέλει να κάνει μια διεκπεραιωτική επίσκεψη και να συνεχίσει σε άλλο κάλεσμα.
Η Μαρία περνά φανερά εξασθενημένη, είναι σε άθλια κατάσταση, ο Στάθης, ούτε που το παρατηρεί, καπνίζει ανενόχλητος, ο Ντίνος την αντιμετωπίζει σαν όργανο ενώ το τσέλο σχολιάζει τραγικά.
Εκείνη σκοντάφτει, ο Ντίνος προσπαθεί να πείσει τον Στάθη να παραμείνει στο σπίτι και να δοκιμάσει το καταπληκτικό τους κότσι, που η Μαρία ετοίμασε ειδικά. Τι άλλο θα κάνει κάποιος για να μυρίσει τα αρωματισμένα δάκτυλα του Στάθη;
Ο Ντίνος δίνει οδηγίες πώς να σερβίρει η Μαρία, εκείνη πηγαίνει στην κουζίνα και από μέσα εκσφενδονίζονται τάπερ. Επικρατεί συγκρατημένος πανικός.
Ο Ντίνος θέλοντας να εντυπωσιάσει προσφέρει στο αφεντικό του ένα καλό ουίσκι, το οποίο εκείνος δεν πίνει με τον ενδεδειγμένο τρόπο για τον Ντίνο, βάζει κόκα – κόλα και πάγο και ο Ντίνος κοντεύει να πάθει εγκεφαλικό, όμως είναι έτοιμος για γονυκλισίες, προκειμένου να ανέβει κοινωνικά και να ανελιχθεί στην εταιρεία, δίπλα στον Στάθη.
Η Μαρία σερβίρει το τυρί και ανασηκώνει με φυσικό τρόπο τα μανίκια της, αποκαλύπτοντας τα μελανιασμένα της χέρια. Το τσέλο παίζει νευρικά γύρω από τη προετοιμασία για το κότσι και την αργοπορία, που οφείλεται στη Μαρία.
Ο τσέλο «κλαίει», η Μαρία παίζει πιάνο και καπνίζει λαθραία, ενώ έχει δηλωθεί από τον Ντίνο ότι κανείς δεν καπνίζει πια στο σπίτι τους.
Ο Ντίνος περιποιείται τον Στάθη, όπως ο Οργκόν τον Ταρτούφο, ενώ αδιαφορεί για τη γυναίκα του, που σχεδόν πεθαίνει.
Ο Στάθης μιλά για τα κωλόχαρτα που παράγει το εργοστάσιό του και για τα πλαστικά, που ο γιος του δεν θέλει να συνεχίσει, μιλά ασταμάτητα, ενώ η Μαρία πέφτει λιπόθυμη πίσω από το πιάνο. Ο Στάθης θέλει να μοιραστεί την ιδέα του για το νέο τρόπο καθαρισμού, που συνδυάζει καθαριότητα και πλαστικό, το περίφημο Pigalle.
Ο Στάθης σε στροφή της ζωής του παρατά την επιχείρηση και τη διαδέχεται κάποιος άλλος υπάλληλος που πέρασε μπροστά από τον Ντίνο. Τώρα σε εκείνον θα πρέπει την ιδέα του.
Η Μαρία βρίσκει την ευκαιρία να ζητήσει βοήθεια, όμως δεν γίνεται αντιληπτή, ο Στάθης, το κεφάλαιο δεν έχει καμία ενσυναίσθηση, αυτός ακούει μόνο τα φυτά του. Ο Ντίνος από την άλλη αντιμετωπίζει τη γυναίκα του σαν στοιχείο προσφοράς στον φιλοξενούμενό του, σαν υπηρέτρια, είναι σα να είναι ο προαγωγός μιας δύστυχης κακοποιημένης γυναίκας, που μετά καταδιώκεται όταν προσχηματικά μυρίζει πάνω της το χαρακτηριστικό άρωμα του Στάθη, που και εκείνος δε δείχνει να αντιμετωπίζει διαφορετικά τον διπλανό του.
Οι ερμηνείες και των τριών ηθοποιών είναι αποκαλυπτικές για την πρόθεση του συγγραφέα και κυρίως για την επιρροή που έχουν στους θεατές. Ο Ντίνος (Φοίβος Συμεωνίδης), ξεκινά αστείος, όμως κρύβει μεγάλη ψυχική ανισορροπία και είναι το ενδεικτικό προϊόν της πατριαρχίας, το ίδιο και ο Στάθης (Βασίλης Χατζηδημητράκης) εγωπαθής, καταπιεστικός, χωρίς κανένα σεβασμό για κανέναν και για τίποτα.
Τραγική η φιγούρα της Μαρίας (Τάνια Παλαιολόγου), μια κακοποιημένη σκιά, μια βασανισμένη γυναίκα, χωρίς φωνή και βέβαια χωρίς ζωή, καταδικασμένη στον θάνατο.
Συγκλονιστικό το κείμενο του Γιάννη Κεντρωτά, κυρίως για τις υποβόσκουσες ανατροπές του, ένας δυναμικός τρόπος να ξεγυμνώσει την υποκριτική κοινωνία.
Μια καλοστημένη παράσταση από τον Μιχάλη Κοιλάκο, με καλά διαχωρισμένες σκηνές, πυκνή και σφιχτή δράση, που στηρίχτηκαν από τα σκηνικά της Άννας Σάπκα, τους φωτισμούς του Βασίλη Κλωτσοτήρα και τη μουσική του Αναστάσιου Μισυρλή και του ίδιου του σκηνοθέτη.
Το χέρι το οπλίζει η πατριαρχία και ο καπιταλισμός. Οι άνθρωποι τρελαίνονται με τις οικονομικές δυσκολίες και τους ρόλους που τους έχουν με το ζόρι φορέσει. Δεν μπορούν να ανταποκριθούν και παραφέρονται, εγκληματούν. Μια κοινωνική κρίση απλωμένη πάνω στη σκηνή του Olvio.
***
«Πιγκάλ». Μια μαύρη κωμωδία που εξερευνά τα πιο σκοτεινά ένστικτα της ανθρώπινης φύσης