Ο Περικλής Σφυρίδης γεννήθηκε το 1933 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Απόφοιτος του Αμερικανικού Κολεγίου “Ανατόλια”, της τάξης του 1952. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και εργάστηκε ως καρδιολόγος έως το 1994. Διατέλεσε πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης από το 1975 μέχρι το 1981. Στα γράμματα εμφανίστηκε με ποιητική συλλογή το 1974 και συνεργάστηκε στενά με το περιοδικό “Διαγώνιος”. Από το 1985 έως το 1990 κυκλοφόρησε την ετήσια έκδοση με ανέκδοτα κείμενα πεζογράφων της Θεσσαλονίκης “Παραφυάδα”. Το 1996 διοργάνωσε το συνέδριο “Παραμυθία Θεσσαλονίκης” για την πεζογραφία της πόλης από το 1912 μέχρι το 1995 και επιμελήθηκε τα πρακτικά του συνεδρίου (1997). Στο διήγημά του “Το μυστικό” βασίζεται η ταινία του Τάσου Ψαρά “Η άλλη όψη” (1991), το σενάριο της οποίας έγραψε ο ίδιος μαζί με το σκηνοθέτη. Άλλα δύο διηγήματά του έγιναν τηλεταινίες από την ελληνική τηλεόραση (ΕΡΤ): “Καρτέλα ασθενούς” και “Το μπλέξιμο”. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, δέκα συλλογές διηγημάτων, δύο μυθιστορήματα και ένα αυτοσχόλιο πνευματικής πορείας. Κυκλοφόρησε μελέτες για λογοτέχνες, ζωγράφους και τρεις ανθολογίες για τους πεζογράφους της Θεσσαλονίκης, μία εκ των οποίων μεταφράστηκε στα γερμανικά και άλλη στα αγγλικά. Συνεργάστηκε με τα περισσότερα ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά. Διηύθυνε τα περιοδικά της Θεσσαλονίκης “Τραμ” (1987-1991/1996) και “Παραφυάδα” (1985-1990). Συνεργάστηκε με τα περισσότερα ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά. Δύο βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα ολλανδικά και πολλά διηγήματά του στα γερμανικά, αγγλικά και ολλανδικά. Για το πεζογραφικό του έργο έχουν δημοσιευθεί πολλά κριτικά κείμενα και αυτοτελείς μελέτες. Από τις εκδόσεις της “Εστίας” κυκλοφορεί το βιβλίο της επίκουρης καθηγήτριας του Α.Π.Θ. Σ. Σταυρακοπούλου, “Περικλής Σφυρίδης. Ο πεζογράφος και η κριτική για το έργο του” (2011).
Τα “Ζωοφιλικά” περιλαμβάνουν μια αδημοσίευτη μαρτυρία, με τον τίτλο “Πώς μέσα από τα ζώα γνώρισα τους ανθρώπους”, ένα ένθετο με φωτογραφίες για όσα εξιστορούνται στη μαρτυρία και δώδεκα ζωοφιλικά διηγήματα. Η μαρτυρία, γραμμένη με το λογοτεχνικό μεράκι του Περικλή Σφυρίδη, αναβιώνει τη ζωή του συγγραφέα ως προς τη σχέση του με τα ζώα, αλλά και τη σχέση του με ποικίλους άλλους ανθρώπους, που η ζωή τους διασταυρώθηκε με τη δική του με αφορμή κάποιο ζώο.
Πρόκειται για ένα συναρπαστικό αυτοβιογραφικό κείμενο στο οποίο παρελαύνουν, εκτός από τα ζώα (πτηνά, άλογα, κατσίκια, γάτες και σκυλιά), γνωστά πρόσωπα από τον λογοτεχνικό, καλλιτεχνικό και ιατρικό χώρο και άλλα, άγνωστα στους πολλούς, από το οικογενειακό και φιλικό του περιβάλλον από τη Θεσσαλονίκη και τη Σκύρο. Ακολουθούν τα δώδεκα ζωοφιλικά διηγήματα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
«Πρόκειται ουσιαστικά για ιστορίες θανάτου, που προκαλούν, όπως είναι φυσικό, βαθύτατη θλίψη. Ζώα που πεθαίνουν. Άνθρωποι που πεθαίνουν. Ο συγγραφέας δεν διαχωρίζει τα ζώα από τους ανθρώπους: ο κοινός τους θάνατος προκαλεί κοινά αισθήματα, χωρίς διαβαθμίσεις και ιεραρχίες. Αν στον Ροΐδη η ζωοφιλία αποτελεί έκφραση διαφοράς (θυμίζω ότι έχει ερμηνευθεί ως αντίθεση προς τη μισανθρωπία του), εδώ εκδηλώνεται ως εξομοίωση μέσω του πόνου. Πικραμένος και απογοητευμένος από τους ανθρώπους, αλλά διόλου μισάνθρωπος, ο Σφυρίδης εκφράζει εδώ ένα αίσθημα που δεν φαινόταν με τόση καθαρότητα στα προηγούμενα έργα του: την τρυφερότητά του». (Παναγιώτης Μουλλάς)
Η διηγηματογραφία του Περικλή Σφυρίδη χαρακτηρίζεται ως έντονα βιογραφική,
σχεδόν αυτοβιογραφική. Τα θέματα του αντλούνται κατά κύριο λόγο από τις εμπειρίες
του, ενώ σε ορισμένες ιστορίες εμφανίζεται και ο ίδιος με το όνομα Περικλής ή
Σφυρίδης. Οι ήρωές του εμφανίζονται με τα ίδια ονόματα σε αρκετά διηγήματα,
δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο τον μικρόκοσμο της λογοτεχνίας του. Χαρακτηριστικό
πρόσωπο στο έργο του είναι ο Πέτρος, ο οποίος είναι συνήθως γιατρός ή δικηγόρος και
αποτελεί την persona που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, όταν δεν θέλει να γίνει απόλυτα
αυτοβιογραφικός. Άλλοι χαρακτηριστικοί ήρωες είναι ο Καπετάνιος, δηλαδή ο Καπετάν
Θόδωρος, φίλος του συγγραφέα από τη Σκύρο, η Ελένη, η γυναίκα του και η Φαίδρα.
Ο χώρος που διαδραματίζονται τα επεισόδια είναι κατά βάση η Θεσσαλονίκη, η
γενέτειρα πατρίδα του συγγραφέα, και η Σκύρος, η πατρίδα του πατέρα του, όπου και ο
ίδιος μετά τη συνταξιοδότησή του μετακόμιζε εκεί για τον μισό χρόνο. Ο χρόνος των
διηγημάτων αφορούν ιστορίες που συνέβησαν από τον εικοστό αιώνα και έπειτα. Η
αφήγηση κυμαίνεται ανάμεσα στο πρώτο και τρίτο πρόσωπο, ανάλογα με τη διάθεση του
συγγραφέα να συμμετέχει ή να αποστασιοποιηθεί από τα δρώμενα. Τα επεισόδια
χαρακτηρίζονται από μια δράση και σε αυτό βοηθάει η απουσία του σχολιασμού από τον
αφηγητή. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι η καθημερινή. Ο Σφυρίδης δεν προσπαθεί
να κερδίσει τις εντυπώσεις με λυρικές περιγραφές, αλλά μένοντας πιστός στη δράση των
επεισοδίων. Για να το καταφέρει αυτό, χρησιμοποιεί συχνά τα διαλογικά στοιχεία. Μέσω
του διαλόγου ο αναγνώστης έρχεται πιο κοντά στον ήρωα και αντιλαμβάνεται πτυχές του
εαυτού του που η μέχρι τώρα εξιστόρηση δεν του είχε δώσει.
Μία κατηγορία της θεματολογίας του είναι τα «ζωοφιλικά», που έκαναν πιο έντονη την εμφάνιση τους από τη συλλογή «Οι γάτες του χειμώνα» (1998). Τα κείμενα της συγκεκριμένης κατηγορίας, υμνούν κατά κύριο λόγο τον θάνατο, καθώς στην πλειονότητα τους το ζώο της ιστορίας αναπαύεται. Ο Σφυρίδης ξεκίνησε να γράφει συχνότερα διηγήματα για τα ζώα, όταν εισήλθε στην τρίτη ηλικία, εκεί που τα ζώα αποτελούν δυνατή συντροφιά και που ο θάνατος τους, πέρα από τον θρήνο, σηματοδοτεί και τον επικείμενο δικό τους θάνατο. Είναι επίσης γνωστό, πως ο συγγραφέας είχε αρκετά σκυλιά στο σπίτι του.
Το διήγημα «Στα Λαδάδικα» είναι από τη συλλογή «Οι γάτες του χειμώνα» (1998) και το «Γλυκά ψέματα και πικρές αλήθειες» της συλλογής «Εσωτερική υπόθεση» (2002).
*Στα Λαδάδικα
«-Τι θα έλεγες να συναντηθούμε στο «Αρχοντικό»;
-Ποιο Αρχοντικό;
-Στα Λαδάδικα, καλέ, στο πιο in εστιατόριο. Δεν έχεις πάει ποτέ;
Όχι, δεν είχε πάει κι ούτε γούσταρε πολύ την περιοχή, που, από αγοραία, εμπορική
και ερωτική καρδιά της Θεσσαλονίκης, είχε μεταμορφωθεί σε τουριστικό λούνα-παρκ,
όπου ακριβοπλήρωνε κανείς την «αναπαλαιωμένη» παράδοση.
-Καλά, θα το βρω. Πες μου, τι ώρα;
-Κατά τις δέκα, πρότεινε η Νέτα, γιατί ως τις εννιά έχω εκπομπή στο ραδιόφωνο.
Ο Πέτρος έφτασε πρώτος στα Λαδάδικα, φορώντας ειδικά για την περίπτωση, αλλά
και γιατί έκανε ψύχρα το τρυφερό εκείνο βράδυ του Σεπτέμβρη, το ανοιχτό μπεζ
κουστούμι του• μόνο που δεν του κούμπωνε καλά από τα παχάκια που είχαν συσσωρευτεί
στην κοιλιά του από τις ρετσίνες και τα μεζεκλίκια των καλοκαιρινών διακοπών.
«Δεν φταίει μόνο η μάσα», ψέλλισε σαν δικαιολογία, «αλλά και οι ατέλειωτες ώρες
που στρογγυλοκάθομαι στο γραφείο»-, που ήταν δικηγορικό αλλά ταυτόχρονα και το
στέκι ενός λογοτεχνικού περιοδικού που από χρόνια έβγαζε με χρήματα που
εξοικονομούσε από το δικηγοριλίκι.
Κι ήταν στο γραφείο του που ήρθε ένα απόγευμα να τον βρει η νεαρή και φιλόδοξη
δημοσιογράφος, σταλμένη από τον ραδιοφωνικό σταθμό στον οποίο δούλευε, μ’ ένα
μαγνητοφωνάκι στο χέρι, για να της μιλήσει για τον θάνατο γνωστού ποιητή που
παλιότερα υπήρξε στενός συνεργάτης του περιοδικού. Ήταν προκλητικά όμορφη, με το
μελαμψό, καλοψημένο στις αμμουδιές δέρμα της να αχνίζει λαχταριστό κάτω από το
ριχτό λευκό μίνι φουστάνι της, που έκανε τον Πέτρο να ξεχάσει τα λόγια και τη θλίψη
του από τον αιφνίδιο θάνατο του ποιητή, ο οποίος βρέθηκε νεκρός μέσα σε μια αποθήκη
που υπήρξε το στερνό του καταφύγιο. Άρπαξε όμως την ευκαιρία για ευφυολόγημα
προτείνοντας στη Νέτα:
-Να σας προσφέρω για την περίσταση λίγο ουίσκι, γιατί μου τελείωσε το κονιάκ; Κι
εκείνη, κλείνοντας το μαγνητοφωνάκι της,
-Τι σαρκασμός, Θεέ μου, απάντησε, σπάει κόκαλα, και δέχτηκε το ποτό με το πιατάκι των
ξηρών καρπών που ο Πέτρος τοποθέτησε δίπλα της. Πιάσανε κουβέντα περί ανέμων και
υδάτων αφήνοντας κατά μέρος τον πληθυντικό και, ανάμεσα στ’ άλλα, η Νέτα
ομολόγησε ότι η δημοσιογραφία κι ό,τι άλλο είχε σχέση μ’ αυτή δεν τη γέμιζαν
πραγματικά, αλλά ήταν ένας τρόπος να κερδίζει το ψωμί της, ενώ η ψυχή της, «το είναι
μου», έτσι το είπε, ήταν δοσμένη στην ποίηση και μάλιστα την ερωτική, μόνο που η δική
της ποίηση ήταν επιθετική και θα μπορούσε ίσως να σοκάρει. Τη θεωρούσε όμως πέρα
για πέρα γνήσια, αληθινή. Ο Πέτρος τη ρώτησε αν είχε δημοσιεύσει ποιήματά της κι η
Νέτα απάντησε αρνητικά.
-Όχι, είπε, γιατί θέλω πρώτα να δει τα ποιήματα ένα έμπειρο μάτι, και τον κοίταξε γεμάτη
προσμονή.
-Τι θα έλεγες να… Δεν πρόλαβε αποσώσει τη φράση κι εκείνη τον διέκοψε,
-Ευχαριστώ, είπε, είναι μεγάλη η χάρη που θα μου κάνεις, η υποχρέωση, γνωρίζω πόσο
πολύτιμος είναι ο χρόνος σου.
Και υποσχέθηκε να περάσει την επομένη για να του αφήσει τα χειρόγραφα.
Το είπε και το έκανε. Και να τώρα ο Πέτρος, πενηντάρης, με το καλοκαιρινό
κουστούμι του που μάταια προσπαθούσε να κρύψει τα παχάκια του και το φάκελο της
Νέτας υπό μάλης, έψαχνε στα Λαδάδικα να βρει την ταβέρνα «Αρχοντικό».
Η έκπληξή του υπήρξε μεγάλη, όταν πίσω από την έντονα μπογιατισμένη πρόσοψη
της ταβέρνας ανακάλυψε τον παλιό δίπατο οίκο ανοχής, όπου ερχόταν αρκετά συχνά τον
καιρό που ήταν φοιτητής. Ήταν τότε που η σεξουαλική πείνα της εποχής, ή και μια
περιέργεια να γνωρίσει τα στέκια της ακολασίας, τον είχαν οδηγήσει και σ’ εκείνο το
μπουρδέλο, που υπήρξε, μαζί με άλλα, αναπόσπαστο τμήμα -κάτι σαν εξάρτημα- της
εμπορικής αγοράς με τα λογής μαγαζιά, που είχαν αραδιασμένα στα πεζοδρόμια της
πραμάτειες, μέσα σε τσουβάλια, ανοιχτά τα περισσότερα, και δημιουργούσαν ένα
χαρμάνι από μυρωδιές αποικιακών προϊόντων, αλλά κι από τυριά, σαλάμια και
παστουρμάδες, που ανακατεύονταν με την οσμή του πράσινου σαπουνιού και του
ελαιόλαδου, που χυνόταν συχνά από τους ντενεκέδες κάνοντας το καλντερίμι βρώμικο
και γλιτσερό. Θυμήθηκε και μιαν άλλη μυρωδιά, εκείνη της μούχλας και της κλεισούρας
που τον διαπότιζε μόλις περνούσε την είσοδο του οίκου ανοχής κι ανέβαινε την τριζάτη
ξύλινη σκάλα για τον επάνω όροφο, όπου θα συναντούσε τη Βέτα, την κοπέλα του –του
ήταν δύσκολο να την πει πουτάνα- της προτίμησής του.
Διάλεξε ένα απόμερο τραπεζάκι και την άραξε, κι όταν πλησίασε το κορακίσια
κουστουμαρισμένο γκαρσόνι, του έκανε νόημα με το χέρι, «Περιμένω παρέα, αργότερα η
παραγγελία», κι άνοιξε το φάκελο, για να ρίξει μια τελευταία ματιά στα ποιήματα της
Νέτας και στις σημειώσεις του. Ήταν πράγματι προκλητικά, αλλά δεν ήταν ποιήματα, ή
μάλλον χρειαζόταν πολλή δουλειά ακόμα για να γίνουν ποιήματα, να αποβάλουν εκείνη
την επιτηδευμένη αισχρολογία που διατυμπάνιζε μια σεξουαλική απελευθέρωση με θολό
προσανατολισμό. Δεν πρόλαβε όμως να τακτοποιήσει τα χαρτιά και τις σκέψεις του –τι
τάχα γύρευε πάλι σ’ εκείνο το μέρος;- γιατί εμφανίστηκε η Νέτα απαστράπτουσα μέσα
στο μαύρο, μακρύ αυτή τη φορά, κολλητό της φόρεμα κι ένα μικρό μαργαριταρένιο κολιέ
στο λαιμό.
-Δεν χρειαζόταν το περιδέραιο, της είπε ο Πέτρος, που σηκώθηκε για να της προσφέρει
καρέκλα να καθίσει, αρκούν τα μαργαριτάρια των δοντιών σου.
-Ευχαριστώ, είπε η Νέτα κι άναψε τσιγάρο. Το βρήκες εύκολα;
-Ποιο;
-Το εστιατόριο, ωραίο δεν είναι;
-Α, το ήξερα, απάντησε ο Πέτρος, σύχναζα εδώ πριν από τριάντα χρόνια.
-Μπα, μη μου πεις! Ήταν ταβέρνα;
-Όχι, οίκος ανοχής, είπε ο Πέτρος και τοποθέτησε τα χειρόγραφά της σε μια διπλανή
καρέκλα, γιατί εμφανίστηκε ο σερβιτόρος κι έδωσαν παραγγελία.
-Δηλαδή, Πέτρο, όταν λες ότι σύχναζες εδώ, τι εννοείς;
Έμεινε για λίγο σιωπηλός. Σκεφτόταν τι έπρεπε να απαντήσει στην απελευθερωμένη
αυτή ποιήτρια. Ότι στα νιάτα του πεινούσε για έρωτα –σάμπως τώρα είχε χορτάσει- ,
έστω και αγοραίο; Ότι σ’ εκείνο το χαμαιτυπείο είχε γνωρίσει τη Βέτα, που είχε τρυφερή
καρδιά όσο και δέρμα;
-Ερχόμουν συχνά γιατί με τραβούσε μια κοπέλα.
-Μια πουτάνα, απόρησε χλευαστικά η Νέτα, που την έπαιρνε βίζιτα ο καθένας;
-Ναι, γιατί εκτός απ’ τ’ άλλα, ας πούμε ότι μου έκοβε και τον πυρετό.
Η Νέτα τα έχασε ή δεν κατάλαβε.
Ποιον πυρετό, καλαμπούρια μου λες τώρα;
-Όχι, καθόλου, συνέχισε ο Πέτρος σοβαρός. Την πρώτη φορά που ήρθα εδώ –πάντα
απομεσήμερο για να μην έχει κόσμο- ένιωθα άσχημα καθώς περίμενα στο σαλόνι.
Αισθανόμουν κρυάδες στην πλάτη και μουδιάσματα στα χέρια. Τη Βέτα μού την είχε
συστήσει ένας συμφοιτητής μου που ήταν καψούρης μαζί της. Όταν πέσαμε στο κρεβάτι,
μ’ έπιασε ένα διαβολεμένο ρίγος και χτυπούσαν τα δόντια μου να σπάσουν. Η Βέτα μ’
αγκάλιαζε σφιχτά κι άλλοτε κουνιόταν απαλά να με καλμάρει. «Μα εσύ ζεματάς, ψυχή
μου», είπε κάποια στιγμή. Σαν τέλειωσα, προθυμοποιήθηκε να μου φέρει μια καθαρή
πετσέτα να σκουπίσω το πρόσωπό μου κι αργότερα, όταν έφευγα, μου είπε: «Ψυχή μου,
να πας σ’ ένα γιατρό να σε κοιτάξει».
-Πήγες;
-Ναι, μου είπε πως είχα ελονοσία, μου έδωσε φάρμακα, αλλά ο πυρετός πυρετός. Κάθε
τόσο με ρήμαζε. Έτσι, μόλις ένιωθα τα πρώτα συμπτώματα, ξέρεις, τις κρυάδες στην
πλάτη και τα μουδιάσματα, και τύχαινε να έχω χρήματα, έτρεχα στη Βέτα για να είμαι
στην αγκαλιά της όταν θα μ’ έπιανε το καταραμένο εκείνο ρίγος και ο πυρετός – και μ’
έπιανε πάντοτε μεσημέρι. Κάποτε δεν είχα λεφτά και της ζήτησα να με πάρει βερεσέ.
«Μη σεκλετίζεσαι ψυχή μου», μου είπε, -ήταν τουρκομερίτισσα από μάνα, όπως κι εγώ- ,
«τα φέρνεις όποτε έχεις κι αν έχεις». Κι αυτό κράτησε μήνες.
-Και τι απέγινε;
-Ο πυρετός ή η Βέτα;
-Και τα δύο.
-Ο πυρετός, μέχρι ότου οι γιατροί κάνουν τη σωστή διάγνωση, μου κατέστρεψε το ένα
νεφρό, γιατί είχα πυελονεφρίτιδα. Όσο για τη Βέτα, έμαθα αργότερα ότι την παντρεύτηκε
ένας τυχερός.
-Μου μοιάζει σαν μελοδραματικό σενάριο, αποφάνθηκε η Νέτα κι άναψε, τρώγοντας, το
δεύτερο τσιγάρο της.
-Μπορεί, είπε κι ο Πέτρος, να φαίνεται γλυκερό ή ντεμοντέ σήμερα που κατακτήσαμε τη
σεξουαλική μας ελευθερία.
Τόνισε μία μία τις τελευταίες λέξεις της φράσης του, για να εκτιμήσει την αντίδρασή της.
-Φυσικά, συμφώνησε η Νέτα, ποιος πάει σήμερα στα μπουρδέλα!
-Σήμερα τα κορίτσια έρχονται στον δικό μας χώρο, ας πούμε στο γραφείο μου. Έτσι δεν
είναι;
Η Νέτα τον κοίταξε κατάματα και περιπαικτικά:
-Μήπως μου τα ρίχνεις, κύριε Πέτρο; Ξεκάθαρα, ναι ή όχι;
Τα ‘χασε. Εκεί που νόμιζε πως είχε το πάνω χέρι, του βγήκε επιθετικά στον έρωτα η
ποιήτρια και τον σάστισε.
-Θέλεις μια απάντηση, Νέτα- σκέτα; πήγε να ξεγλιστρήσει με λογοπαίγνιο.
-Σε πείραξα, του είπε εκείνη με συγκατάβαση, θέλω τη γνώμη σου για τα ποιήματά μου.
Κι ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι. Ο Πέτρος, από την πρώτη στιγμή που την είδε,
φλεγόταν για το κορμί της, αλλά τα ποιήματά της δεν ήταν καλά. Ούτε λόγος να τα
δημοσιεύσει. Κάποτε που υπέκυψε στις ικεσίες ενός φίλου του και στενού συνεργάτη και
δημοσίευσε κάτι ανάλογα μιας άλλης ποιήτριας, έπεσαν οι λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης
να τον κατασπαράξουν. Γιατί το ‘χει η φάρα τους να είναι μικρόψυχοι και φαρμακεροί.
Όταν δημοσίευσε στο περιοδικό αριστουργήματα, τότε βουβαμάρα ή κάποια καλά
λογάκια με κρύα καρδιά. Οι επαινετικές κριτικές μόνο από την Αθήνα έρχονταν κι ας την
αποκαλούν οι ντόπιοι συγγραφείς «κωλοχανείο». Έτσι και τότε μ’ εκείνη την ποιήτρια•
πριν ακόμα στεγνώσει το μελάνι του τεύχους, πήρε φωτιά το τηλέφωνο: «Πρόσεξε,
ρίχνεις την ποιότητα του περιοδικού». «Μα πώς έβαλες το όνομά μου δίπλα σ’ αυτηνής;
Θα το σκεφτώ πολύ για μελλοντική συνεργασία». «Από ενδιαφέρον σού το λέω, πρέπει
να είσαι αυστηρός, γιατί θα καταποντιστείς». Αλλά το χειρότερο, όταν φώναξε το φίλο
του και του είπε να πάρει τρία αντίτυπα και να τα δώσει στην ποιήτριά του – όπως
γινόταν με τον κάθε συνεργάτη-, εκείνος του είπε: «Ό, τι ήταν να κάνω με την ποιήτρια
το έκανα, δεν έχω πια παρτίδες μαζί της. Θα σου δώσω όμως τη διεύθυνσή της να της τα
στείλεις».
Όχι, ο Πέτρος δεν ήταν από τους τύπους που επιθυμούν τη γυναίκα για μια νύχτα.
Ακόμα και τότε, σκέφτηκε, με τη Βέτα, που ήταν πουτάνα -αυτή ήταν η αλήθεια- πήγαινε
μαζί της γιατί ήταν πονετικιά, είχε καρδιά. Έτσι, η μόνη λύση ήταν να δώσει στη Νέτα να
καταλάβει –ήταν πρόθυμος να τη βοηθήσει- που σταματάει η ποίηση και που αρχίζει η
χυδαιότητα. Έπιασε, λοιπόν, το φάκελο στα χέρια του και, σκαλίζοντας, ανέσυρε από τα
χειρόγραφα μια σελίδα.
-Ξέρεις, άρχισε μουδιασμένα, το θέμα δεν είναι να σου πω τη γνώμη μου για τα ποιήματά
σου, αλλά να σου εξηγήσω ορισμένα πράγματα, για να αντιληφθείς πώς, εγώ
τουλάχιστον, αξιολογώ την ποιότητα των λογοτεχνικών κειμένων. Ας πάρουμε το ποίημά
σου «Το ηφαιστιογενές σπέρμα». Σ’ αρέσει ο τίτλος;
-Τον θεωρώ πρωτότυπο.
-Γιατί;
-Διότι δεν τον είδα πουθενά αλλού γραμμένο.
-Κι αυτό του δίνει αξία;
-Δεν νομίζεις;
-Καλά, ας προχωρήσουμε. Διαβάζω τους στίχους:
«Και με σπασμό επιληπτικού
εκτόξευσε λάβα το σπέρμα του μέσα μου
κατακαίοντας ως άλλη Πομπηία
το ροδαλό…»
-Μουνί μου, ντρέπεσαι να το πεις;
-Ε, ναι! Ντρέπομαι. Δεν μου πάει, το θεωρώ προκλητικό, χυδαίο.
-Είναι ντροπή ο έρωτας κι η εκσπερμάτωση;
-Όχι, δεν είναι. Αλλά όταν θέλει κανείς να τα μετουσιώσει σε ποίηση, πρέπει να τα
περάσει από κάποια αισθητικά φίλτρα. Με καταλαβαίνεις;
-Δυσκολεύομαι. Πώς είναι δυνατό να ομολογείς με άνεση ότι πήγαινες στις πουτάνες και
ταυτόχρονα -την ίδια στιγμή- να σοκάρεσαι όταν διαβάζεις τη λέξη «μουνί»; Εξήγησέ
μου.
-Μα εδώ πρόκειται για ποίημα!
-Που αναφέρεται σε μια καθημερινή πράξη της ζωής.
Ο Πέτρος ένιωθε αμήχανος, εξουθενωμένος. Η Νέτα είχε ανάψει απανωτά δυο τσιγάρα.
-Ξέρεις γιατί ο ποιητής που πέθανε πρόσφατα ήταν μεγάλος; τη ρώτησε σπάζοντας τη
σιωπή.
-Γιατί;
-Διότι μίλησε για τα ίδια πράγματα στα οποία θέλεις κι εσύ να αναφερθείς, αλλά μέσα
από εικόνες ενός φιλτραρισμένου ερωτικού βιώματος.
-Ουφ! Πάλι τα φίλτρα. Εδώ κάθε βράδυ όλες οι τηλεοράσεις δείχνουν άγριες τσόντες κι
εσύ κόλλησες στις φιλτραρισμένες εικόνες. Ξέρεις τι πιστεύω εγώ, Πέτρο; Ότι φταίει η
διαφορά της ηλικίας μας. Ζούμε σε διαφορετικές εποχές.
Τον έσφαξε. Ξαφνικά διαπίστωσε ότι είχε αδειάσει από επιχειρήματα. Τοποθέτησε τη
σελίδα μέσα στο φάκελο και της τον έδωσε.
-Μπορεί να έχεις δίκιο, της είπε, εγώ πάντως δεν μπορώ να τα δημοσιεύσω στο περιοδικό
μου.
Σε λίγο φώναξε το σερβιτόρο και πλήρωσε. Σηκώθηκαν κι οι δύο μουδιασμένοι.
-Καληνύχτα, Πέτρο.
-Καληνύχτα, Νέτα.
Πέρασαν μήνες, κόντευαν τα Χριστούγεννα κι είχε φούριες ο Πέτρος, τόσο με τη
δουλειά του στα δικαστήρια όσο και με τις συνεργασίες του περιοδικού, όταν ο
ταχυδρόμος του έφερε ένα χοντρό φάκελο που περιείχε το χριστουγεννιάτικο τεύχος ενός
άλλου λογοτεχνικού περιοδικού, με τον εκδότη του οποίου όμως ήταν τσακωμένος κι όχι
μόνο δεν αντάλλαζαν αντίτυπα αλλά ούτε και καλημέρα. Ξεφύλλισε από περιέργεια το
τεύχος και μέσα στις σελίδες είδε το όνομα της Νέτας και πρώτο στη σειρά το ποίημά της
«Το ηφαιστιογενές σπέρμα». Του ήρθε να χαμογελάσει, αλλά το χαμόγελό του πάγωσε,
καθώς ανακάλυψε στο εσώφυλλο του περιοδικού την ιδιόχειρη αφιέρωσή της: «Στον
κύριο Πέτρο, που δεν μπόρεσε να εκτιμήσει την αξία των ποιημάτων μου».
*Γλυκά ψέματα και πικρές αλήθειες
«Μια κάτασπρη γάτα με τρίχωμα αστραφτερό ήταν η Ζώηκα. Με φωτεινά γαλάζια μάτια,
ανοιξιάτικα, σαν τα μάτια της άλλης της Ζώηκας, «Θέλω να τη φυλάς σαν τα μάτια σου»,
του είπε, «μέχρι να γυρίσω». «Θα τη φιλώ», τη διαβεβαίωσε, «πα ‘νε εσύ να
τακτοποιήσεις τις δουλειές σου κι εμείς εδώ θα σε περιμένουμε».
Έτσι τη φύλαγε και τη φιλούσε, δίνοντάς της, μάλιστα, το ελεύθερο όχι μόνο να
αλωνίζει το σπίτι κάνοντας και ζημιές –είχε ήδη σπάσει δύο επιτοίχια πιάτα- αλλά και να
τρυπώνει τα βράδια κάτω από την κουβέρτα του για να χαϊδολογιέται ασύστολα μαζί του.
Τις άλλες γάτες, τις ντόπιες, τις τάιζε -ό, τι μπορούσε ή έβρισκε- έξω στην αυλή κι
αλίμονο αν κάποια τολμούσε να διαμαρτυρηθεί, μπαίνοντας στο σπίτι, για την ευνοϊκή
μεταχείριση της Βουλγάρας· γιατί την είχε φέρει απ’ το χωριό της η Ζώηκα, όταν ήρθε
στο νησί κι έπιασε δουλειά το καλοκαίρι ως πωλήτρια -από τα χαράματα μέχρι αργά το
βράδυ- σ’ ένα σούπερ μάρκετ.
-Πρόσεξες τα μάτια της; με ρώτησε ο καπετάνιος, όταν τις απόκριες πήγα στο νησί να
κλαδέψω τα οπωροφόρα και τις κληματαριές του δικού μας κήπου. Δεν είναι ίδια με της
Ζώηκας;
-Πού την ψώνισες; ρώτησα, κι εκείνος περιχαρής:
-Εκείνη μου την άφησε, κι όταν γυρίσει, είπε ότι θα έχει στο χέρι της και το διαζύγιο.
Χαμογέλασα. Μιλούσε, άραγε, σοβαρά ή αστειευόταν ως συνήθως; Γιατί ο
καπετάνιος είχε το χιούμορ και το δούλεμα δεύτερη του φύση κι αλίμονο όποιους έπιανε
στο στόμα του, ακόμα κι αυτούς που αγαπούσε. Θυμήθηκα την υπερήλικη εκείνη φίλη
του, που έχοντας ξεπεράσει τα ογδόντα, επέμενε να οδηγεί με αφάνταστη δυσκολία το
παμπάλαιο αυτοκίνητό της, για να μην πληρώνει ταξί για τις μετακινήσεις της – παρόλο
που ήταν ευκατάστατη. «Αυτή», μου είχε πει ο καπετάνιος, «είναι ικανή και πεθαμένη να
οδηγήσει τη νεκροφόρα της, για να της στοιχίσει φτηνότερα η κηδεία».
-Και γιατί θα πάρει διαζύγιο η Ζώηκα; ρώτησα για να δώσω συνέχεια στην κουβέντα.
-Δεν καταλαβαίνεις; μου έκλεισε πονηρά το μάτι.
Αν είναι δυνατόν, σκέφτηκα, μια νέα κοπέλα να λιμπιστεί τον καπετάνιο, που είχε τα
διπλάσια χρόνια της και βάλε. Στη ζωή όμως είχα δει τόσα παράξενα, που έμαθα να μην
είμαι τουλάχιστον απόλυτος. Ύστερα, τι ήταν κι εκείνο από ετών φλερτ μιας άλλης
κυρίας που παραθέριζε τα καλοκαίρια στο νησί και την έβρισκε με τη συντροφιά του
καπετάνιου; Μια βραδιά τον είχε πάει σ’ ένα μπαρ – αντί της ταβέρνας που συνήθως
προτιμούσαν. Κι εκεί κάτι γνωστά καμάκια της ρίχτηκαν από ένα διπλανό τραπέζι με
νοήματα κι ένα ραβασάκι που της πάσαρε ο σερβιτόρος. «Βρε τσογλάνια», γύρισε και
τους έκοψε από πάνω μέχρι κάτω, «δεν βλέπετε ότι συνοδεύομαι;». Το περιστατικό αυτό
το έλεγε και το επαναλάμβανε ο καπετάνιος, αλλά όταν τον ρωτούσα έως που προχώρησε
η σχέση τους, «Έλα, ρε γιατρέ», απαντούσε, «μέχρι πού μπορεί να προχωρήσει; Μ’
αγαπάει όσο και την καπετάνισσα, που τη γεμίζει δώρα».
Όταν όμως εμφανίστηκε η Ζώηκα στη ζωή του, η καπετάνισσα είχε αποδημήσει εις
Κύριον· κι ήταν αυτή η αποδημία μία από τις αιτίες που βρέθηκαν για κάποιο διάστημα
να ζούνε κάτω από την ίδια στέγη. Η άλλη αιτία ήταν μια αναπάντεχη φθινοπωρινή
βροχή.
Ο θάνατος της γυναίκας του καπετάνιου ήταν για το νησί μεγάλο γεγονός. Γιατί η
καπετάνισσα, ανήκοντας στο σπάνιο εκείνο είδος γυναικών της εποχής της που
αψηφούσαν την κοινωνική κατακραυγή, ερωτεύτηκε στα νιάτα της τον καπετάνιο κι
έφτιαξε μαζί του οικογένεια χωρίς στεφάνι, αφού ήταν πρωτοξάδελφός της κι ο δεσπότης
αρνήθηκε κατ’ επανάληψη να τους χορηγήσει άδεια γάμου. Σπίτι τους για χρόνια ήταν το
καΐκι. Εκεί μεγάλωσαν τις δύο κόρες τους -παντρεμένες τώρα και με παιδιά- μαζί με μια
κατσίκα πάνω στην κουβέρτα, για να έχουν φρέσκο γάλα τα μωρά. Αργότερα το ζεύγος
άνοιξε ταβέρνα πάνω στο κύμα, την πρώτη, νομίζω, στο γιαλό. Στο μαγειρειό τους
χόρτασαν ψάρια κι αστακούς – από τα δίχτυα του καπετάνιου – διάσημοι ζωγράφοι,
λογοτέχνες αλλά και πολιτικοί, μεταξύ των οποίων και ο Ανδρέας Παπανδρέου, όταν, με
τον ερχομό του στην Ελλάδα, παραθέρισε λίγες μέρες στο νησί με την οικογένειά του. Κι
έλαμψε ο καπετάνιος όταν ο γιος του μεγάλου πολιτικού, νέος ακόμα Υπουργός
Εξωτερικών, ήρθε εκείνο το καλοκαίρι και πήγε στο σπίτι του να τον συναντήσει και να
ρωτήσει την καπετάνισσα πώς έφτιαχνε εκείνους τους καταπληκτικούς κεφτέδες που τους
θυμόταν από μικρό παιδί.
Εκτός των άλλων βέβαια, η καπετάνισσα ήταν εκείνη που διέθετε ισχυρότερη
προσωπικότητα κι είχε το κουμάντο του σπιτιού -και της επιχείρησης- σε τέτοιο βαθμό
ώστε λίγοι να θυμούνται το επίθετο του καπετάνιου, που είχε αντικατασταθεί από το
μικρό όνομα της γυναίκας του μαζί με κτητικό προσδιορισμό. Το γεγονός αυτό έκανε
την καπετάνισσα να πιστεύει ότι όφειλε -είχε το δικαίωμα- να ελέγχει τον άντρα της σε
κάθε του βήμα• τον ζήλευε αφόρητα και δεν τον άφηνε όχι πίσω από κάποιο άλλο
φουστάνι να τρέξει, αλλά ούτε καν να χαζεύει τις όμορφες τουρίστριες που σιγά σιγά
άρχισαν να γδύνονται στις διάφορες παραλίες.
Μια μέρα ο καπετάνιος αγανάκτησε κι ύστερα από καβγά πήρε το καΐκι κι ανοίχτηκε
στο πέλαγος, αλλά αντί να ψαρέψει, την κοπάνησε και πήγε να κρυφτεί στο Πόρτο
Κουφό. Εκεί γνώρισε κι άρχισε να παντρολογιέται με μια Χαλκιδικιώτισσα. «Γιατί,
λεύτερος δεν ήμουν;» μου είπε κάποτε· κι άλλοτε: «Αν την είχα στεφανωθεί τότε, γιατρέ,
θα ήμουν τώρα ζάμπλουτος» -όταν έμαθε την αξία που είχαν πάρει τα παραθαλάσσια
χωράφια που είχε για προίκα.
Της καπετάνισσας, βέβαια, ούτε που της πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό ότι ίσως είχε
ναυαγήσει και πνιγεί. Έβαλε λυτούς και δεμένους να τον βρούνε και κάποιος ψαράς της
μήνυσε το κρησφύγετό του. Ναύλωσε αμέσως καράβι και πήγε σαν σίφουνας στο Πόρτο
Κουφό με εμπροσθοφυλακή τις δύο κόρες και τον γαμπρό -η μία είχε παντρευτεί- και τον
έφερε πίσω με την ουρά στα σκέλια.
Με τα χρόνια αμβλύνθηκαν τα πάθη, αλλά άρχισαν μια μακροχρόνια γκρίνια που
τους έγινε συνήθεια. Με το που πέθανε η καπετάνισσα, εκείνος ήταν που ζήτησε να
γραφτεί στον τάφο της, μετά το μικρό της όνομα, το δικό του λησμονημένο επίθετο.
«Τώρα κανείς δεσπότης δεν μπορεί να μου το απαγορέψει», είπε κλαίγοντας. Κι έδωσε
εντολή στον Βούλγαρο το νεκροθάφτη, που ήταν και μάστορας, να περιποιηθεί ιδιαίτερα
το κιβούρι της.
Το νησί είχε πάντα ντόπιους νεκροθάφτες. Ο τελευταίος ήταν ένας αλκοολικός
ψαράς. Τον θυμάμαι ένα πρωί που ήρθε άπλυτος και με πρησμένα μάτια στην ταβέρνα
του λιμανιού και ζήτησε από την ιδιοκτήτρια το πρωινό του. Κι έφτασε εκείνη με δυο
μπίρες στον δίσκο της. Φαινόταν μεθυσμένος από το πρωί μέχρι το βράδυ κι ήταν
απορίας άξιον πως πήγαινε για ψάρεμα μαζί με τον αδελφό του –άλλο φανατικό μπεκρή και πως ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις του ως νεκροθάφτης.
Το δεύτερο αυτό επάγγελμα του εξασφάλιζε μαζεμένα κάποια αναπάντεχα έσοδα κι ήταν τότε που
κερνούσε τους άλλους ψαράδες κιβώτια μπίρες. Άκουσα ότι κάποτε που έμεινε άφραγκος
για αρκετό καιρό και του έκοψαν την πίστωση οι ταβέρνες, πήγε στα παιδιά ενός
ετοιμοθάνατου γέρου και ζήτησε προκαταβολή για την κηδεία. Δεν έμαθα αν του έδωσαν,
πάντως την κηδεία δεν την πρόλαβε, γιατί ένα βράδυ πνίγηκε απ’ το πολύ πιοτό. Ο
γιατρός μίλησε για πνευμονικό οίδημα, αλλά όλοι είδαν ότι από τα ρουθούνια και το
στόμα του έρρεε άφθονη μπίρα με αφρό. Πρόβλημα, βέβαια, ανέκυψε με το ποιος θα
έθαβε το νεκροθάφτη. Προθυμοποιήθηκε ο Σταύρος, ένας Βούλγαρος μετανάστης –
άγνωστο το πραγματικό του όνομα- που δούλευε σε μια μάντρα φτιάχνοντας
τσιμεντόλιθους. Έτσι πήρε τη θέση του μακαρίτη και το νησί απέκτησε τον πρώτο
αλλοδαπό νεκροθάφτη, αυτόν στον οποίο ο καπετάνιος ανέθεσε να φτιάξει τον τάφο της
γυναίκας του.
Μπορεί η γκρίνια να καταντάει κάποτε ανυπόφορη, αλλά κι η μοναξιά δεν αντέχεται.
Από τότε που έφυγε η καπετάνισσα, ένα βαρύ μαύρο σύννεφο γέμισε το σπίτι. Ο
καπετάνιος ήταν άνθρωπος της παρέας, αλλά την παρέα την ήθελε στο χώρο του, στην
αυλή του, που τα καλοκαίρια ήταν στέκι περαστικών. Χρόνια είχε να πατήσει το πόδι του
σε καφενείο. Γι’ αυτό σαν ήρθε ο Σταύρος να του δείξει το σταυρό και κάτι άλλα
μάρμαρα για τον τάφο, ο καπετάνιος πρότεινε: «Δεν κάθεσαι βρε Σταύρο, να πιούμε μια
ρετσίνα; Έχω και σουπιές με χόρτα». Άλλο που δεν ήθελε κι ο Σταύρος – γερό ποτήρι κι
αυτός.
Με αφορμή τον τάφο ο Σταύρος άρχισε να συχνάζει στο σπίτι του καπετάνιου. Πίνανε
κι έλεγαν διάφορα να ξεχνάει ο καθένας τον δικό του καημό. Ώσπου ένα βράδυ ο
Σταύρος έφερε μαζί του και τη Ζώηκα. «Πατριώτισσα», του είπε, «αλλά γνωριστήκαμε
εδώ». Είχαν νοικιάσει μαζί ένα αυθαίρετο χτισμένο στην όχθη του ξεροπόταμου -για την
ακρίβεια μέσα-, που έφερε το ιστορικό όνομα Κηφισός. Κι ήταν ο ξεροπόταμος αυτός
που εκείνη τη νύχτα του Νοέμβρη πλημμύρισε ύστερα από μια καταστροφική νεροποντή
κι όχι μόνο μούσκεψε, αλλά πήρε όλα τα υπάρχοντα του Σταύρου και της Ζώηκας –
ρούχα, έπιπλα, ακόμα και την τηλεόραση – και τα ξέρασε με μανία στη θάλασσα. Κι
έφτασαν, κοντά μεσάνυχτα, βρεγμένοι ως το κόκαλο οι δυο τους στο σπίτι του
καπετάνιου, ο οποίος σταυροκοπήθηκε.
-Καλά που δεν πνιγήκατε, τους είπε και τους έβαλε δίπλα στο τζάκι να πυρώσουν.
Σαν στέγνωσαν, συνήλθαν κάπως – είχε περάσει κι η ώρα – και ρώτησαν αν
μπορούσαν να στεγαστούν εκεί για λίγο.
-Μα φυσικά, απάντησε ο καπετάνιος, το σπίτι μου είναι άδειο. Το καλοκαίρι
καταφθάνουν από την Αθήνα οι δικοί μου. Ως τότε θα σας έχω συντροφιά, να μη μένω
μαγκούφης.
Η Ζώηκα βολεύτηκε με μια νυχτικιά της καπετάνισσας και ζήτησε την άδεια να
καταλάβει το δωμάτιό της.
-Εγώ; ρώτησε ο Σταύρος, που φόρεσε κι αυτός μια πιτζάμα του καπετάνιου.
-Όπου βολεύεσαι, παιδί μου, του είπε διφορούμενα εκείνος.
-Να πάω στο δωμάτιο που έμεναν οι κόρες σου;
Πήγε. Το κρεβάτι του καπετάνιου βρισκόταν πάντα στη σάλα, όπου το τζάκι, ήταν η
αποκλειστική του μέριμνα. Εκείνο όμως το βράδυ δεν έλεγε να τον πάρει ο ύπνος. «Μα τι
σόι ζευγάρι είναι που κοιμούνται χώρια;» αναρωτιόταν. Έτσι απροσδόκητα και μ’
ερωτηματικά άρχισε η συμβίωση των τριών τους.
Ύστερα από τις πρώτες μέρες κι αφού τέλειωναν τα αναγκαία τρεξίματα στο
πλημμυρισμένο αυθαίρετο, όπου έψαχναν απεγνωσμένα μέσα στις λάσπες για το χαμένο
πορτοφόλι τους και τα διαβατήρια, που δεν βρέθηκαν, κι όταν περιέσωσαν ό,τι μπορούσε
να περισωθεί, άρχισε η συγκατοίκηση να μπαίνει σε ρέγουλα. Ο Σταύρος το πρωί στη
μάντρα με τους τσιμεντόλιθους κι η Ζώηκα στου καπετάνιου να περιμένει κανένα
τηλεφώνημα για μεροκάματο σε σπίτια. Γιατί με το που τελείωνε η τουριστική σεζόν, το
αφεντικό του σούπερ μάρκετ – πρώην πλανόδιος μανάβης – απέλυε το προσωπικό –όλες
αλλοδαπές- κρατώντας μόνο δύο κοπέλες. Με τη μία μάλιστα, μια Ουκρανή, έλεγαν
κάποιοι κουτσομπόληδες ότι διατηρούσε κρυφό ερωτικό δεσμό και γι’ αυτό την είχε
μόνιμα στο ταμείο. Η Ζώηκα στεναχωριόταν που δεν είχε δουλειά κι απ’ ό,τι φαινόταν
δεν θα μπορούσε να μαζέψει χρήματα για να πάει πίσω στην πατρίδα της να βγάλει
καινούρια χαρτιά και διαβατήριο. Ο καπετάνιος όλο της έλεγε και την παρηγορούσε:
«Μην κάνεις έτσι, μη στενοχωριέσαι, εγώ είμαι εδώ», και σκεφτόταν με τι τρόπο, άραγε,
μπορούσε να τη βοηθήσει, αφού κι ο ίδιος δεν είχε παράδες στην άκρη – χειμώνας και το
καΐκι τραβηγμένο στη στεριά, περίμενε την άνοιξη για να βγάλει μεροκάματο.
Ο καπετάνιος όμως ήταν πρωτομάστορας στο αρμάτωμα των διχτυών κι αρμάτωνε
όχι μόνο τα δικά του δίχτυα, αλλά και των άλλων ψαράδων που του έδιναν παραγγελίες.
-Αντί να τρέχεις στα σπίτια και να σκοτώνεσαι, είπε μια μέρα στη Ζώηκα. δεν κάθεσαι
δίπλα μου να σου μάθω ν’ αρματώνεις; Πιο πολλά θα κερδίζεις.
Εκείνη στην αρχή δίσταζε.
-Μα είναι σαν να σου παίρνω το ψωμί απ’ το στόμα, του είπε, αλλά ο καπετάνιος
επέμενε.
-Φτάνει και για τους δυο μας, την παρότρυνε, εξάλλου βλέπεις, μόνος μου δεν
προλαβαίνω.
Έτσι, πήρε ένα σκαμνί και κάθισε δίπλα του κοντά στο τζάκι, στ’ απλωμένα δίχτυα, κι
άρχισε να μαθαίνει πώς περνάνε τη σαΐτα, πώς δένουν τους κόμπους, πώς κόβουν την
κλωστή με το σουγιαδάκι, την απόσταση που πρέπει να έχουν τα μολύβια μεταξύ τους κι
οι φελλοί, το μήκος που πρέπει να έχει το σχοινί που τα συνδέει. Ήταν κοπέλα έξυπνη και
μάθαινε γρήγορα, έτσι που σ’ ένα μήνα είχε γίνει ξεφτέρι.
Δίπλα δίπλα όλη μέρα έλεγαν διάφορα. Ο καπετάνιος της διηγούνταν παλιές του
νησιού ιστορίες, αλλά πιο πολλές απ’ τη ζωή του που ήταν γεμάτη περιπέτειες και
βάσανα. Εκείνη του μίλησε για το χωριό της, πώς ζούσαν στη Βουλγαρία με το
προηγούμενο καθεστώς, για τον φόβο και τη διαφθορά που επικρατούσαν τότε, αλλά και
για τις στερήσεις των δικών της που επέφερε η ανατροπή του. Του μίλησε ακόμα και για
τον άντρα της – έναν αχαΐρευτο, όπως τον περιέγραψε.
-Μικρή και ανόητη ήμουν τότε, του είπε, όταν τον παντρεύτηκα. Παιδιά, σκυλιά δεν
έχουμε, τώρα που θα πάω στο χωριό, θα βγάλω και διαζύγιο.
Συχνά ο καπετάνιος γύριζε την κουβέντα στη σχέση της με τον Σταύρο – τον έκαιγε
βλέπεις.
-Αυτός είναι παντρεμένος και με παιδιά στη Βουλγαρία, τον ενημέρωσε η Ζώηκα.
Τον είχε γνωρίσει στο νησί κι αποφάσισαν να νοικιάσουν μαζί το αυθαίρετο για να
μοιραστούν τα έξοδα.
-Μόνο τα έξοδα; Ρώτησε πονηρά ο καπετάνιος κι εκείνη:
-Έλα παππού -παππού τον έλεγε περιπαιχτικά-, με τον Σταύρο δεν τρέχει τίποτα.
Ο καπετάνιος μού τηλεφωνούσε συχνά στη Θεσσαλονίκη και μου έλεγε τα νέα του.
-Είναι δυνατό να ζούνε τόσο καιρό μαζί και να μην έχουν κάνει τίποτα; Μπορώ να το
πιστέψω; με ρώτησε μια φορά.
-Πίστευε ό,τι σε βολεύει, απάντησα, η ζωή ομορφαίνει με γλυκά ψέματα κι όχι με πικρές
αλήθειες.
Παραμονή Χριστουγέννων τηλεφώνησα να του ευχηθώ χρόνια πολλά. Φαινόταν
χαρούμενος και αρκετά σουρωμένος.
-Έχω δίπλα και το κορίτσι μου, είπε.
Πρώτη φορά τον άκουσα να αποκαλεί τη Ζώηκα «κορίτσι μου».
-Κι ο Σταύρος; ρώτησα.
-Παραδίπλα κι αυτός, γέλασε, τύφλα στο μεθύσι.
Ευτυχισμένο τον βρήκα και την πρωτοχρονιά. Τις απόκριες όμως που πήγα στο νησί
για να κλαδέψω, αντί για τη Ζώηκα, είχε στην αγκαλιά του τη γάτα της.
Του Λαζάρου επέστρεψα στο νησί για το Πάσχα. Σταμάτησα πρώτα στο σούπερ
μάρκετ να αγοράσω τα απαραίτητα. Με έκπληξη βρήκα τη Ζώηκα στο ταμείο.
Χαιρετηθήκαμε. Πρόσεξα τα μάτια της – ίδια με της γάτας. Είχε δίκιο ο καπετάνιος.
-Τι κάνει ο παππούς; τη ρώτησα.
-Καλά πρέπει να ‘ναι, απάντησε μεσ’ απ’ τα δόντια της.
Ο κήπος του σπιτιού είχε τα χάλια του. Καμένα τα λουλούδια, τα δέντρα, οι
κληματαριές. Ο Μάρτης είχε κάνει κάτι αφύσικες ζέστες, καλοκαιρινές. Ο κόσμος έβαλε
τα μαγιό κι έτρεξε στις ακρογιαλιές, θαρρείς κι ήταν Αύγουστος. Και μπήκε ο Απρίλης μ’
ένα φονικό χιονιά κι ένα βοριά δώδεκα μποφόρ -όπως μου είπαν- που ρήμαξε τα πάντα.
Έτσι ρημαγμένος μου φάνηκε κι ο καπετάνιος – που είχε ετοιμάσει την πατροπαράδοτη
ψαρόσουπα για το καλωσόρισμα.
-Τι έπαθες; τον ρώτησα.
-Τι να πάθω, παραπονέθηκε, γύρισε η Ζώηκα.
-Την είδα. Θα ‘ρθει να φάμε παρέα;
-Όχι, είπε κοφτά.
-Ο Σταύρος;
-Ούτε κι αυτός.
-Τι συμβαίνει, ρε καπετάνιε;
Σκέφτηκε λίγο.
-Εμένα ρωτάς; Δεν ξέρω.
Κι άρχισε να μου λέει ότι μετά την επιστροφή της η Ζώηκα ήρθε μόνο για μια τυπική
επίσκεψη, ψυχρή και ακατάδεκτη.
-Ο Σταύρος μού σφύριξε ότι της έστειλε λεφτά για τα ναύλα της ο «σούπερ μάρκετ»,
γιατί λέει, του έφυγε η Ουκρανή. «Μας την έφερε, παππού», άδειασε τη χολή του.
Εκείνος ο πληθυντικός του με φαρμάκωσε.
-Κι η γάτα της; ρώτησα.
-Εδώ είναι. Δεν μπορεί, μου είπε, να την πάρει, γιατί νοίκιασε διαμέρισμα. Μου έμεινε
αμανάτι. Ζώηκα, πού είσαι, μωρή Ζώηκα; άρχισε να τη φωνάζει.
Κι ήρθε αυτή όλο νάζι και πήδηξε μεμιάς στην αγκαλιά του νιαουρίζοντας, για να την
ταΐσει ψάρια. Το τραπέζι είχε κρασί, ψαρόσουπα και μπαρμπούνια τηγανητά, πολλά!
-Θα σκάσουμε, ρε καπετάνιε, του είπα, αφού είχαμε ξεκοκαλίσει τα μισά κι αδειάσαμε
την μπουκάλα.
-Μη στεναχωριέσαι. Όσα περισσέψουν θα τα δώσω αύριο στη γειτόνισσα.
Άρχισε πάλι να παίρνει χρώμα το πρόσωπό του.
-Ποια γειτόνισσα;
-Μια ζωντοχήρα με δυο παιδιά. Δική μας, έμενε στον Πειραιά. Χώρισε πρόσφατα και
γύρισε πίσω• το διπλανό ήταν το πατρικό της.
-Καλή; τον πείραξα.
-Όχι όσο η Ζώηκα, αλλά… – πήρε ξανά το πονηρό του ύφος- έχει δυο όμορφα πεπόνια,
τόσα!
Και με τα χέρια του προσπάθησε να μου δείξει το μέγεθος του ευτραφούς στήθους
της, το οποίο ασκούσε πάνω του ακαταμάχητη σαγήνη.
-Στην υγειά σου, καπετάνιε, σήκωσα το ποτήρι μου.
-Στους έρωτές μας, απάντησε και κατέβασε μονορούφι το δικό του.»
- Οι εικόνες είναι έργα του Σέρβου ζωγράφου Vladimir Dunjić