Γράφει η Ειρήνη Αϊβαλιώτου
Κοίτα με γλυκιά μου αγάπη κοίτα με γλυκιά
Κοίτα με κοίτα πρώτη μου αγάπη σήμερα είμαι εδώ
Σήμερα είμαι εδώ αγάπη σήμερα είμαι εδώ
Σήμερα είμαι αύριο δεν είμαι θα πάω στην πo
Θα πάω στην πόλη αγάπη θα πάω στην πo
Θα πάω στην πόλη πρώτη μου αγάπη τι να σου φέρω
Φέρε μου να πιω αγάπη φέρε μου να πιω
Φέρε μου φέρε πικρό φαρμάκι να φαρμακωθώ.
(Παραδοσιακό τραγούδι από την Ανατολική Μακεδονία)
***
Κατά τον Ησίοδο οι Ερινύες γεννήθηκαν από τις αιμάτινες σταλαγματιές που έπεσαν με ορμή στη θάλασσα, όταν ο Κρόνος ευνούχισε τον ίδιο τον πατέρα του, τον Ουρανό, με ατσάλινο δρεπάνι. Κατά τον Αισχύλο αυτές ήταν κόρες της Νύκτας και κατά τον Σοφοκλή κόρες της Γης και του Σκότους. Όπως και να ‘χει οι Ερινύες είναι τα πλάσματα που έρχονται από το παρελθόν του σύμπαντος. Είναι το τρομερό πρόσωπο του θείου.
Από τις πιο γνωστές καταδιώξεις των Ερινύων αναφέρεται εκείνη κατά του μητροκτόνου Ορέστη. Η δίκη του Ορέστη αποτελεί και την υπόθεση του δράματος «Ευμενίδες», που με τον «Αγαμέμνονα» και τις «Χοηφόρους» συγκροτούν την περίφημη τριλογία του Αισχύλου με τον τίτλο «Ορέστεια» που παρακολουθήσαμε στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου από το Εθνικό μας Θέατρο, στην περίφημη παράσταση των τριών σκηνοθέτιδων. Ήτοι της Ηώς Βουλγαράκη, της Λίλλυς Μελεμέ και της Γεωργίας Μαυραγάνη.
Με αφορμή την υπόθεση αυτή, ο μεγάλος τραγικός εξαίρει το τότε δικαστήριο του Αρείου Πάγου χαρακτηρίζοντάς το με τις φράσεις του ως «άθικτο κερδών», «εγρήγορον» (άγρυπνο), «φρούρημα της χώρας», «σεμνότατον»…
Αριστούργημα διαλεκτικής
Μέσα από την τραγωδία «Ευμενίδες», σε σκηνοθεσία Γεωργίας Μαυραγάνη, που την παρακολουθήσαμε καταγοητευμένοι, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Επιδαύρου, ο Αισχύλος καταγράφει πλέον τη νέα ηθική τάξη πραγμάτων έτσι όπως αυτή σηματοδοτείται από τους νέους θεσμούς και τον εξευμενισμό των εκδικητών. Οι «Ευμενίδες» είναι ένα αριστούργημα διαλεκτικής. Ένας έμμεσος, αλλά σαφής ύμνος στη Δημοκρατία και μια αποκαλυπτική οπτική της ουσίας της Δικαιοσύνης.
Η τριλογία της «Ορέστειας» κλείνει μέσω της συγκεκριμένης τραγωδίας τον κύκλο της με την αποκατάσταση της ισορροπίας, μέσα σε μια ατμόσφαιρα συμφιλίωσης, ειρήνης, πλήρωσης, αποκατάστασης, απελευθέρωσης, σωτηρίας και γλιτωμού από μια τραγική σύγκρουση στην οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να δώσει λύση. Η κρίση αυτή έρχεται λίγο μετά το 462 π.Χ. όταν με τη μεταβολή του πολιτεύματος είχε μεταφερθεί στον Άρειο Πάγο η δικαιοπραξία των φονικών υποθέσεων.
Το παράδοξο είναι πως διατρέχοντας το κείμενο της τραγωδίας δεν συναντάμε ούτε μια φορά το όνομα «Ευμενίδες». Γεγονός ίσως δηλωτικό της οριακής φύσης των όντων που το όνομά τους -ταυτοχρόνως και μη όνομά τους- δίνει τον τίτλο στο έργο. Από τη στιγμή όμως που η Αθηνά τους δίνει τη δυνατότητα να απολαμβάνουν το ίδιο προνόμιο με εκείνο που απολαμβάνει η κοινωνία με την οποία συγκρούονται, δηλαδή το λόγο, η διαδικασία ένταξής του ήδη αρχίζει.
Θεές της επιείκειας
Στο έργο του αυτό, ο Αισχύλος καταφέρνει να μετατρέψει τη φυσιογνωμία των Ερινύων που ήταν θεότητες τρομερές και εκδικητικές και να τις κάνει πιο προσιτές στα αιτήματα του κοινού μιας και μας δίνει τη δυνατότητα μέσω έγκλησης να απευθυνθούμε σ’ αυτές και να τις παρακαλέσουμε για επιείκεια.
Ο γέρων Αισχύλος, που τρεις δεκαετίες νωρίτερα είχε διακινδυνεύσει τη ζωή του στον Μαραθώνα, δίχως δισταγμό, λίγο πριν από το θάνατό του, υπερασπίζεται, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν, μια ριζοσπαστική εκδοχή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Εκδοχή που πολλοί στην εποχή του θεωρούσαν ακραία και ανεπιθύμητη.
Η υπόθεση
Ο Ορέστης έχει καταφύγει ικέτης στον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς μετά τον φόνο του Αίγισθου και της μητέρας του Κλυταιμνήστρας. Η «προφήτις», ιέρεια του μαντείου των Δελφών είναι αυτή που μιλάει πρώτη και αφηγείται την ιστορία του ναού. Η μάντισσα αποσύρεται και ο Ορέστης ζητά την προστασία του θεού. Ο Απόλλων του δίνει τη συμβουλή να φύγει όσο οι Ερινύες ακόμα κοιμούνται, ενώ ζητάει από τον Ερμή να συνοδέψει τον Ορέστη στο ταξίδι του για την Αθήνα. Ο Απόλλων, ο Ερμής και ο Ορέστης εξέρχονται από το ναό του Απόλλωνος. Ο Απόλλων λέει στον Ορέστη πως στους εχθρούς του ποτέ δεν θα φανεί φίλος. Υποστηρίζει τον Ορέστη στην πρόθεσή του να εκδικηθεί τον πατέρα του. «Διότι, εγώ σου είπα να σκοτώσεις τη μητέρα σου» του υπενθυμίζει.
Μέσα στον ναό οι Ευμενίδες ακόμα κοιμούνται, ενώ η σκιά – φάντασμα της Κλυταιμνήστρας κάνει την εμφάνισή της. Η Κλυταιμνήστρα κατηγορεί τις Ερινύες ότι μένουν αμέτοχες, και απαιτεί εκδίκηση επειδή αυτή μεν τιμωρήθηκε για τη δολοφονία του Αγαμέμνονα, ο Ορέστης όμως μένει ατιμώρητος για τη δολοφονία της μητέρας του. Οι Ευμενίδες ξυπνούν και ρίχνουν τις ευθύνες στον Απόλλωνα, αλλά αυτός υπερασπίζεται τον Ορέστη και υποστηρίζει το δίκιο του. Δεν μπορεί ωστόσο να τις καθησυχάσει, και έτσι αυτές κυνηγούν να πιάσουν τον Ορέστη για να τον κατακρεουργήσουν.
Ο Απόλλων τις πετάει έξω από τον ναό για να συνεχίσει τη διαμάχη στον δρόμο. Η έντονη συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τους θεσμούς και τα θέματα του Δικαίου, του Αδίκου, της Εκδίκησης καθώς και του Γάμου.
Ο Ορέστης εν τω μεταξύ φθάνοντας στην ακρόπολη ζητά άσυλο από τη θεά Αθηνά και την εκλιπαρεί να τον δικάσει. Οι Ερινύες τον καταδιώκουν ακόμα και κει. Ο Ορέστης αγκαλιάζοντας το άγαλμα της θεάς, την παρακαλεί να τον συγχωρήσει και να τον απαλλάξει από την ενοχή του. Η Αθηνά αν και βρίσκεται πολύ μακριά -στην Τροία για να ακριβολογούμε- εισακούει την παράκληση του Ορέστη και εμφανίζεται. Ζητά από τις δύο πλευρές να αναπτύξουν τα επιχειρήματά τους. Μία από τις Ερινύες αναλαμβάνει την κατηγορία. Κατόπιν ο Ορέστης διηγείται την ιστορία της ζωής του και την πράξη της μητροκτονίας. Η Αθηνά αποφασίζει να γίνει ψηφοφορία, επειδή η υπόθεση είναι δύσκολη και ξεπερνά τα ανθρώπινα όρια.
Οι Ερινύες φοβούνται ότι ο Ορέστης θα αθωωθεί και απειλούν ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα προκαλέσουν συμφορές στη γη της Αθήνας και ότι ακόμα θα ξεκινήσουν για εκδίκηση ασταμάτητο κύκλο φόνων γονέων από τα παιδιά τους. Η Αθηνά που είχε φύγει για λίγο επιστρέφει και διατάζει να διαλαλήσει ο κήρυκας σύναξη των Αθηναίων, για να ενημερωθούν για τη θεσμοθέτηση του νέου δικαστηρίου. Εν τω μεταξύ καταφθάνει και ο Απόλλωνας. Η Αθηνά δίνει τελευταία την ψήφο της (υπέρ του Ορέστη) και έτσι ο Ορέστης αθωώνεται μιας και προκύπτει ισοψηφία.
Αρχίζει ο θρήνος των Ερινύων, οι οποίες εκτοξεύουν πανταχόθεν απειλές και οργή. Ο λαός των Αθηνών, όµως, υπόσχεται τιµές και αφιερώματα κι η Αθηνά από την πλευρά της προτείνει στις Ερινύες να γίνουν θεές προστάτιδες της πόλης. Έτσι οι Ερινύες µεταλλάσσονται σε Ευµενίδες. Από θεές τιµωρούς και θεές κατάρας γίνονται θεές ευλογίας και προστάτιδες της συμβίωσης, της σποράς, της ειρήνης και της οµόνοιας.
Η τελική ποµπή που σχηµατίζεται για να εγκαταστήσει τις Ευµενίδες στη νέα τους κατοικία φανερώνει τη συµφιλίωση του παλιού µε τον νέο και δείχνει τη µεταλλαγή της Δίκης από εκδίκηση σε δικαιοσύνη. Έτσι τελειώνει το έργο και ολοκληρώνεται η τριλογία.
Πολιτικό έργο
Οι «Ευμενίδες» είναι ένα έργο που συνομιλεί συστηματικά με τα σύγχρονά του ιστορικά γεγονότα. Ένα πολιτικό έργο που αποκηρύσσει τον πρωτόγονο νόμο της ανταπόδοσης και προβάλλει τις διαχρονικές, οικουμενικές αξίες της συμπόνιας, της συγχώρεσης, της κατανόησης, της ανεκτικότητας και της έννομης δικαιοσύνης, που είναι συστατικά της Δημοκρατίας.
Μητριαρχία και πατριαρχία
Αν στα δύο προηγούμενα δράματα της «Ορέστειας» κυριαρχούσε το σύμπαν της μητριαρχίας, στις «Ευμενίδες» η αθώωση του Ορέστη εξασφαλίζεται με ένα επιχείρημα εξόχως πατριαρχικό. Ο Απόλλων μάλιστα φτάνει στο σημείο να ισχυριστεί πως αυτή που αποκαλούμε μητέρα στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μόνο μια ανθρώπινη θερμοκοιτίδα. Επίσης ότι το τέκνο είναι μόνο του πατέρα και προκειμένου να υπερασπιστεί τον Ορέστη υποστηρίζει πως η μητέρα δεν είναι παρά μια ανυπόστατη φαντασίωση!
«Ούτε αναρχία ούτε δεσποτισμός»
τὸ μήτ᾽ ἄναρχον μήτε δεσποτούμενον
ἀστοῖς περιστέλλουσι βουλεύω σέβειν,
καὶ μὴ τὸ δεινὸν πᾶν πόλεως ἔξω βαλεῖν.
τίς γὰρ δεδοικὼς μηδὲν ἔνδικος βροτῶν;
Συμβουλεύει η Αθηνά τους πολίτες να εφαρμόσουν και να διατηρούν ένα σύστημα που δεν είναι ούτε άναρχο ούτε δεσποτικό και να μη θέσουν το φόβο εντελώς εκτός της πολιτείας γιατί ποιος θνητός σέβεται τη δικαιοσύνη αν δεν φοβάται τίποτα.
Ευθύνη για την πόλη και το πολίτευμα σημαίνει διαρκής επαγρύπνηση. Δεν πρόκειται για την επικράτηση της λογικής επί του συναισθήματος αλλά για την εναρμόνισή τους.
Ο νόμος οφείλει να πείθει για τη λογική του αλλά και επιβάλλεται, ακριβώς επειδή είναι ο νόμος. Ο αγανάκτηση μετατρέπεται σε δέος για το νόμο.
Η οργή μεταμορφώνεται σε στοργή –για τους άλλους αλλά και για την πολιτεία, που επιτρέπει την υπέρβαση της κρίσης και την ευημερία της κοινωνίας.
Έργο – μνημείο
Οι «Ευμενίδες», μαζί με τις άλλες δύο τραγωδίες της τριλογίας «Ορέστεια», αποτελούν το λαμπρότερο μνημείο των ελληνικών γραμμάτων μετά τα ομηρικά έπη.
Η πολυμορφία στις ιδέες, η μεγαλοπρέπεια του λόγου και η αφθονία των εικόνων, την κάνουν να θεωρείται ότι συγκεντρώνει όλες τις αρετές που συνθέτουν το υψηλό τραγικό ύφος. Με την παρέμβαση ειδικότερα της Αθηνάς, η οποία αντιτάσσει τη λογική και τη φιλευσπλαχνία στην άγρια μανία των παθών και της εκδίκησης, δίνεται το μέτρο μιας ευνομούμενης πολιτείας. Δηλαδή μιας πολιτείας σαν την Αθηναϊκή Δημοκρατία.
Η ιδεατή Αθήνα λειτουργεί ως πρότυπο και παράδειγμα για το κοινό μέσω αυτής της τραγωδίας τόσο πρώιμα όσο το 458 π.Χ.
Ό,τι κυριαρχεί είναι η ανώνυμη συλλογικότητα των πολιτών – ενόρκων. Η λογική, η μετριοφροσύνη και η δικαιοσύνη της συλλογικής δημοκρατικής Αθήνας θα αθωώσει τον Ορέστη. Η έμφαση στη συλλογικότητα καθιστά τις «Ευμενίδες» μοναδικές ανάμεσα στις τραγωδίες, χαρακτηριστική ίσως του πολιτικού κλίματος μετά τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη του Αθηναίου. Γιατί η Ορέστεια του Αισχύλου διδάχτηκε λίγα μόλις χρόνια έπειτα από αυτές τις μεταρρυθμίσεις.
Το Δίκαιο
Ο Άρειος Πάγος προβάλλεται ως το ανώτατο, αδιάφθορο δικαστήριο που φυλάσσει το δίκαιο του αίματος (Δίκαιο της καταγωγής ή Δίκαιο της συγγένειας) ως τη βάση κάθε δικαίου και πολιτειακής τάξης. Οι απόψεις σχετικά με την ιστορική ερμηνεία του φαινομένου διίστανται: Αποτελεί η Ορέστεια προσπάθεια καθησυχασμού των πολιτών για τις μεταρρυθμίσεις της δημοκρατικής παράταξης, προσπάθεια διάσωσης του γοήτρου του Αρείου Πάγου παρά τις μεταρρυθμίσεις ή απόπειρα αντίδρασης στις μεταρρυθμίσεις και προβολής του επιχειρήματος ότι ο Άρειος Πάγος είναι η βάση κάθε δικαίου;
Έξω από τον κύκλο της βίας
Η πειθώ, προϊόν λογικής και σαγήνης, σηκώνει γέφυρες επικοινωνίας και συνεννόησης, οδηγεί έξω από τον κύκλο της βίας. Δημιουργεί χώρο για διαπραγμάτευση και συμβιβασμό, που δεν είναι η υποχώρηση του αδύνατου στην υπέρτερη βία αλλά η αποδοχή ότι η σύγκλιση των συμφερόντων μάς ολοκληρώνει και μάς ενδυναμώνει. Σημαίνει επίσης ευθύνη για τα ατομικά και τα κοινά συμφέροντα, ταυτόχρονα και ισορροπημένα.
Η παράσταση
Μια ομάδα ταλαντούχων νέων αλλά και θαυμάσιων έμπειρων ηθοποιών ζωντάνευσαν με σύγχρονη δραματοποίηση τα βασικά θέματα των «Ευμενίδων».
Σταθερό το σκηνικό του αξιόλογου Πάρη Μέξη σε ολόκληρη την τριλογία, ένας ψηλός ξύλινος πύργος – φρουρός – πολιορκητική μηχανή.
Στην παράσταση οι έντεκα ηθοποιοί προσέρχονται σύροντας ένα ξύλινο τροχοφόρο σκηνικό μηχάνημα, το εκκύκλημα. Πάνω στο οποίο είναι ακουμπισμένα κάποια συμβολικά αντικείμενα. Όπως ένα κράνος, ένα στεφάνι, ένα φανάρι, ένα αγαλματίδιο της Αθηνάς, ένας κλάδος ελαίας, ένας μεταλλικός κάδος, μια λάμπα και λευκά πανιά εξιλέωσης.
Φορούν στολές στις αποχρώσεις του γκρι με κόκκινες κορδέλες – περιβραχιόνια που σχηματίζουν φιόγκο και αργότερα μετατρέπονται σε αιμάτινα νήματα. Όλη τους η εμφάνιση θυμίζει νεανικό ιδεολογικό στρατό. Ευφάνταστα κοστούμια με νόημα από την Άρτεμη Φλέσσα.
Η παράσταση αποτελείτο από 24 διαδοχικές σκηνές. Η καλογυαλισμένη καμπάνα από ορείχαλκο, που θα μπορούσε να είναι και καμπάνα πλοίου, σημαίνει και το κάλεσμα προς το λαό. Ένα καραβόσκοινο, άλλοτε να συστρέφεται κι άλλοτε να κουλουριάζεται, κινείται από τους ηθοποιούς.
Η παράσταση της Γεωργίας Μαυραγάνη κύλησε σε ένα κλίμα θρησκευτικότητας, πότε ήρεμη και πότε ευλαβικά βροντώδης.
Η ιερότητα του θεάτρου
Το θέατρο είναι μια τέχνη ιερατική, γιατί είναι η τέχνη της τελετουργίας. Ό,τι είναι να βρει κανείς μέσα στην τελετουργία θα το ανταμώσει και μέσα στην ιερότητα του θεάτρου.
Δυστυχώς κάποιοι θεατές εγκατέλειψαν το κοίλο μετά το δεύτερο μέρος. Είναι κρίμα γιατί έχασαν μια παράσταση πραγματικά σεβαστική, απλότητας και ήρεμου μεγαλείου.
Η Γεωργία Μαυραγάνη προσέγγισε τις «Ευμενίδες» ως ένα μεγάλο καθαρμό. Καθαρμό εκλιπόντων, ζωντανών και απογόνων. Η προσωπική της ανάγνωση των «Ευμενίδων» ήταν σαν να ήθελε να μας εξιστορήσει το μύθο των νεκρών μας και των δικών της νεκρών σαν μια συναισθηματική ταυτότητα του επιτύμβιου σε μια προσπάθεια να τους ενθρονίσει στο εδώ και τώρα καθαρούς κι εξαγνισμένους.
Οργάνωσε μια τελετουργία λύτρωσης με τη συμμετοχή της πόλης και των θεών. Ένα συμπαντικό χορό για την εξιλέωση του ανθρώπινου είδους. Μια τελετουργία δέησης προς τους «ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε, / αυστηροί, γνώριμοι, αόριστοι φίλοι, / μ’ ένα χαμόγελο στ’ ανύπαρκτά τους χείλη».
Η παράσταση είχε έντονο το μεταφυσικό, παραδοσιακό και θεολογικό στοιχείο το οποίο κατάφερε με αξιοσύνη να υπερασπιστεί επί σκηνής. Επίσης έσφυζε από στοιχεία μυστηρίου, μορφές, φωνές και μνήμες νεκρών και θα μπορούσα να ισχυριστώ πως ήταν μια παράσταση αλληλέγγυα σε όλους τους περιφρονημένους κι άδοξους ποιητές των αιώνων.
Φροντισμένη και καλομελετημένη θεατρική δουλειά με ισορροπία, άποψη και συνοχή.
Οι ηθοποιοί όλοι ανεξαιρέτως έδωσαν εκλεπτυσμένες, κομψές αλλά και δυνατές ερμηνείες γεμάτες ενέργεια και σιγουριά. Έντεκα ηθοποιοί, συνοδεία των χτύπων του ρολογιού, συγκεντρώθηκαν, θαρρείς, γύρω από μια αόρατη φωτιά, για να μας πουν ιστορίες θρήνου, φόνων, αμαρτιών, ενοχών και πολέμου, με ολέθριες ήττες, θλιβερές νίκες και προσδοκίες εξιλασμού.
Επρόκειτο για τους: Ναζίκ Αϊδινιάν, Μιχάλης Βαλάσογλου, Στέλλα Βογιατζάκη, Κατερίνα Καραδήμα, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Εμμανουέλα Μαγκώνη, Νίκος Μάνεσης, Παναγιώτης Παναγόπουλος, Αγγελική Παπαθεμελή, Μαριάμ Ρουχάτζε, Τζωρτζίνα Τάτση.
Συνοδοιπόρος στην υποβλητική ατμόσφαιρα ο μουσικός σχεδιασμός του Χάρη Νείλα, ενώ το καλοδουλεμένο και συγχρονισμένο σύνολο κινήθηκε άψογα στην ορχήστρα από την Αλεξία Νικολάου και χάρισε γενναιόδωρα στους θεατές ψυχική ευφορία και καλλιτεχνική απόλαυση.
Μια παράσταση απόλυτης γαλήνης και μακαριότητας, με ένα διάχυτο πνεύμα ευλάβειας και ευμένειας, που καθήλωσε τον θεατή από τις πρώτες μόλις σκηνές, μεταδίδοντας κάθε είδους συγκίνηση -αισθητική ή εννοιολογική. Παράσταση με πάθος που, όπως εύστοχα διατυπώθηκε από θεατή, “δεν μας άφησε στεγνά τα μάτια”.
Δουλειά με ευαίσθητο χαρακτήρα που εξελισσόμενη τόνιζε την υπερηφάνεια και τη λαμπρότητα της επίγνωσης της θνητότητας του ανθρώπου.
Η σκηνοθεσία της Γεωργίας Μαυραγάνη ακολούθησε τη ροή ενός επιβλητικού ποταμού και ζωγράφισε θεατρικές ονειρικές εικόνες, καθώς διέσχιζε τον διαχρονικό λόγο του Αισχύλου.
Η πρωτοτυπία της σύλληψής της και η επάρκεια της ανάλυσής της ήταν πραγματικά εντυπωσιακή.
Εργασίες σαν αυτήν, που είναι προϊόν πολύχρονου μόχθου, υπενθυμίζουν το βάθος της ανθρώπινης αγωνίας, την αναγκαιότητα εχεφροσύνης και σεμνότητας, αλλά και τη χρησιμότητα της τέχνης εκεί όπου όλα τα αντίδοτα αποτυγχάνουν.
Με τη δικαίωση του Ορέστη θα εμφανιστούν όλοι οι νεκροί του και όλος ο θίασος των σαράντα δύο ηθοποιών κι από τις τρεις τραγωδίες σχηματίζοντας μια ενιαία πομπή που θα εγγραφεί και ως η πιο καθηλωτική σκηνή όλης της «Ορέστειας».
Ταυτότητα παράστασης
«Ορέστεια»
του Αισχύλου
Παρουσιάστηκε την Παρασκευή 28 και το Σάββατο 29 Ιουνίου 2019
Στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
Σκηνοθεσία: Γεωργία Μαυραγάνη
Σύμβουλος Δραματουργίας: Δημοσθένης Παπαμάρκος
Κοστούμια: Άρτεμις Φλέσσα
Επιμέλεια κίνησης: Αλεξία Νικολάου
Μουσικός σχεδιασμός: Χάρης Νείλας
Βοηθός σκηνοθέτη: Ράνια Κελαϊδίτη
Βοηθός σκηνοθέτη, σκηνογράφου και ενδυματολόγου: Λίλη Κυριλή
Διανομή (αλφαβητικά)
Ναζίκ Αϊδινιάν, Μιχάλης Βαλάσογλου, Στέλλα Βογιατζάκη, Κατερίνα Καραδήμα, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Εμμανουέλα Μαγκώνη, Νίκος Μάνεσης, Παναγιώτης Παναγόπουλος, Αγγελική Παπαθεμελή, Μαριάμ Ρουχάτζε, Τζωρτζίνα Τάτση.
***
Διαβάστε επίσης
“Ορέστεια” του Εθνικού Θεάτρου / “Αγαμέμνων” σε σκηνοθεσία Ιώς Βουλγαράκη
“Ορέστεια” του Αισχύλου από το Εθνικό Θέατρο / “Χοηφόροι” σε σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ
Η μνημειώδης τριλογία της “Ορέστειας” παρουσιάζεται σε επιλεγμένους σταθμούς ανά την Ελλάδα