Γράφει η θεατρολόγος Μαρία Μαρή
Το έργο «Οι Οικοδόμοι της Αυτοκρατορίας ή το Σμουρτς», [Les Bâtisseurs d’Empire ou le Schmürz], ανέβηκε για πρώτη φορά το 1959 στο Παρίσι, σε σκηνοθεσία του Ζαν Βιλάρ, και απαγορεύτηκε έως το 1962.
Στην Ελλάδα παραμένει σχετικά άγνωστο, καθώς μέχρι σήμερα δεν είχε την τύχη να παρουσιαστεί επί σκηνής.
Η σκηνοθέτης Σοφία Καλογιάννη ανεβάζει για πρώτη φορά το αριστούργημα του Μπορίς Βιάν, ενός από τους σημαντικότερους διανοούμενους της μεταπολεμικής Γαλλίας και πρόδρομος του «Νέου Μυθιστορήματος» [Nouveau Roman].
Η ιστορία λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα απροσδιόριστο συγκρότημα διαμερισμάτων. Ως γνωστόν τα υψηλά διαμερίσματα στο Παρίσι είναι υποτιμημένα σε σχέση με τα χαμηλότερα, λόγω έλλειψης ασανσέρ. Η μικροαστική οικογένεια του έργου ξεκινά την ανάβασή της από τα χαμηλά στο ψηλά.
Η άνοδος αυτή δεν είναι άλλο από ηθική και κοινωνική κάθοδο. Από χαμηλό και μεγάλο, υπερπολυτελές διαμέρισμα θα καταλήξουν σε ένα πολύ μικρό διαμέρισμα, ασφυκτικό, σχεδόν φυλακή, έχοντας κατά την άνοδο απαλλαγεί από τα περισσότερα προσωπικά τους αντικείμενα.
Διατηρούν μια οικιακή βοηθό, τη Βιργινία, υπηρεσία για όλες τις δουλειές που αυτοί δεν προτίθενται να κάνουν. Είναι ένα εκτελεστικό όργανο, που θα τους εγκαταλείψει όμως διαχωρίζοντας τη θέση της για να πάει να πουλήσει αλλού τις υπηρεσίες της, σε άλλους ακαμάτες, που θα την έχουν ανάγκη.
Κάθε τόσο τους ταλαιπωρεί ένας εκκωφαντικός ήχος, που αποδίδεται με ταλάντωση του φωτός, που δεικνύει ότι εκείνοι ακούν πολύ ενοχλητικό ήχο, ενώ πετυχημένα σκηνοθετικά ο θεατής συσχετίζει το φως με τον ήχο. Ο θόρυβος, μπορεί να είναι θόρυβος εξωτερικός, θόρυβος πολέμου, περίοδος αποικιοκρατικών εξεγέρσεων ή εσωτερικός, διάλυση των δεσμών της οικογένειας, απώλεια της ανθρωπιάς και των αξιών, που τους εξαναγκάζει κάθε τόσο να τρέπονται σε φυγή σε κάποιο άλλο διαμέρισμα του κτηρίου σε πιο ψηλό όροφο.
Στο έργο εμφανίζεται ένα πρόσωπο που δεν μιλά, αλλά με την παρουσία του και μόνο σηματοδοτεί πολλά. Καταλαβαίνει ο θεατής την παρουσία αυτή όταν βλέπει τον ηθοποιό να το κλωτσά, να το τρυπά με αιχμηρά αντικείμενα, να το σπρώχνει με το πόδι του σαν να είναι βρωμιά, να το φτύνει. Είναι βρωμιά.
Είναι η παθογένεια της οικογένειας, η παθογένεια της κοινωνίας, είναι η άκρατη και αδυσώπητη αποικιοκρατία, που στηρίχτηκε πάνω στη δυστυχία τόσων φτωχών ανθρώπων.
Ο ανικανοποίητος πλουτισμός που βασίστηκε πάνω στον θάνατο των ανθρώπων για κερδοσκοπία και δημιουργία αυτοκρατοριών.
Ο Μπορίς Βιάν «βγάζει τη γλώσσα» σε κάθε μορφή εξουσίας. Είναι αντισυμβατικός και μας ωθεί να επαναπροσδιορίσουμε τις προτεραιότητες και τις αξίες στη ζωή, να διαχωρίσουμε το ωραίο από το περιττό και το ψυχοφθόρο.
Μέσα από ένα δυστοπικό σκηνικό αποκαλύπτει μια διαφορετική οπτική του κόσμου απ’ αυτή της πλειοψηφίας των ανθρώπων και εγκαλεί τις αρχές, ενώ παρακινεί τον θεατή για περισυλλογή.
Η σκηνοθέτιδα Σοφία Καλογιάννη πέτυχε με τη μετάφραση και τη διασκευή που έκανε, να αναδείξει αυτή την πρόθεση του συγγραφέα.
Όντως ένας ολόκληρος πολιτισμός [και να ήταν μόνον ένας], έχει στηριχθεί πάνω σε πτώματα αθώων ανθρώπων.
Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων έχουν διαβρωθεί.
Ξεκινώντας από τις σχέσεις του ζευγαριού της Άννας και του Λέοντα, που μοιάζουν τόσο επιδερμικές και ψεύτικες. Η μητέρα Άννα [Μαρία Μπρανίδου] και ο πατέρας Λέων [Γιώργος Χουλιάρας] με παρρησία διδάσκουν και την κόρη τους, Ζηνοβία [Ειρήνη Δάμπαση].
Την προξενεύουν στο γιο του γείτονα, που φαίνεται πολύφερνος και πολλά υποσχόμενος γαμπρός, χωρίς να νοιάζονται για τα αισθήματα και τις προθέσεις των δύο νέων.
Το ζευγάρι Άννα και Λέων φιλιέται περιπαθώς σε κάθε άκαιρη στιγμή, σαν να επιδεικνύουν τον ανύπαρκτο πια έρωτά τους, γιατί πώς μπορεί κάποιος να αγαπά πραγματικά όταν δεν αναγνωρίζει το ίδιο δικαίωμα για τον έρωτα στο ίδιο του το παιδί;
Το παιδί, η Ζηνοβία, που δεν έχει συνειδητοποιήσει το μέγεθος αυτού που της συμβαίνει και θέλει ευρυχωρία, αποζητά τους συλλεκτικούς δίσκους της, τα βιβλία που είχε στο παλιό σπίτι και στο οποίο δεν μπορεί να επιστρέψει για να τα πάρει. Οι συνθήκες ζωής τους έχουν αλλάξει ανεπιστρεπτί.
Παράλληλα το αμίλητο πτώμα, Σμουρτς [Κατερίνα Κασσάνδρα] συμμετέχει μόνο με την κίνησή της και την εξαθλιωμένη όψη της, επειδή γίνεται αποδέκτης μιας άκριτης και εννοείται παράλογης, ωμής βίας.
Τη χτυπούν με κηροπήγιο, τη φτύνουν, τη μαχαιρώνουν και εκείνη σηκώνεται με δυσκολία, σέρνεται πιο πέρα, βογκάει, αλλά κανείς δεν δίνει σημασία. Την κλωτσούν, όπως θα ίσιωναν ένα χαλί, που θα είχε ζαρώσει στην άκρη. Κανείς δεν εκπλήσσεται.
Η μάνα φροντίζει, ψεκάζει ένα μικρό φυτό στο γλαστράκι, τη μόνη υποψία φύσης στο διαμέρισμα, αλλά χτυπά και αυτή το πτώμα.
Συνθήκες παραλόγου, που αποκαλύπτουν τη σχιζοφρενική φύση του ανθρώπου. Ένας εγκληματίας ακόμα και αν φροντίζει ένα φυτό δεν παύει να είναι εγκληματίας.
Αυτοί οι άνθρωποι είναι οι υπεύθυνοι για τη μόρφωση του παιδιού τους.
Ο ίδιος ο πατέρας βιαιοπραγεί, ενώ την ίδια στιγμή μιλά προφανώς υποκριτικά ή ασυνείδητα κατά της βίας. Χτυπά το πτώμα με μαστίγιο.
Η Ζηνοβία αντιδρά. «Έχεις τρελαθεί; Σταμάτα πια!».
Ο χώρος και ο χρόνος έχουν καταργηθεί ενώ η μνήμη είναι σαθρή. Μόλις που θυμούνται τον Γείτονα, τον γιο του οποίου προξενεύουν στην κόρη τους, ωστόσο τον προσκαλούν στο σπίτι τους για το προξενιό. Ο Γείτονας [Παναγιώτης Τζαφέρης] λέει ότι οι νέοι πρέπει να είναι στο κέντρο του ενδιαφέροντος και ενώ εκφέρει λόγο κατά της βίας, πατά με το πόδι του, καταπιέζει το πτώμα. Η υποκρισία σε όλο της το μεγαλείο.
Η Βιργινία, η υπηρέτρια [Χριστίνα Δενδρινού], εκπρόσωπος της εργατικής τάξης, διακρίνεται για τον λυτρωτικό σαρκασμό της, ειδικά όταν τους εγκαταλείπει, χωρίς καν να τους χαιρετήσει. Κάνει εξαίρεση μόνο για την κόρη τους. Αφού έχει δει τη φρικαλέα εικόνα της κουζίνας της αποφασίζει ότι δεν θα ξαναπάει εκεί μέσα.
Όσο τα περιθώρια στενεύουν τόσο αυτοί όλοι οι άνθρωποι αλλοιώνονται. Οι νέοι πεθαίνουν, η ελπίδα χάνεται. Περίμεναν οι γονείς ότι οι νεότεροι, τα παιδιά τους, θα ξέπλεναν τα δικά τους σφάλματα. Όμως χάνεται και αυτή η ευκαιρία.
Ο Λέων και η Άννα θυμούνται το ταξίδι, που έκαναν μαζί και μετά τη γέννηση του παιδιού τους. Χορεύουν. Ωραία η κίνησή τους. Χτυπούν λυσσαλέα τα ποτήρια τους διασκεδάζοντας.
Ο χώρος έχει περιοριστεί. Λένε στη Ζηνοβία να κατέβει στον Γείτονα και να ζητήσει να κοιμηθεί στο κρεβάτι του γιου του, του Κορνήλιου, τον οποίο της προξένευαν, αλλά που τώρα έχει ξαφνικά πεθάνει, μιας και ο χώρος, ο δικός τους μικραίνει σταδιακά. Ο καθένας κοιτάζει τον εαυτό του.
Η παράνοια προκύπτει από τον λόγο και από την κίνηση. Υπέροχη η κίνηση του πτώματος και των άλλων, που επιμελήθηκε ο Κωνσταντίνος Καρβουνιάρης.
Ο Λέων, έχοντας μείνει πια μόνος, μιας και αποφάσισε να αποκλείσει τη γυναίκα του εκτός δωματίου, καταλαβαίνει ότι η ρίζα του κακού είναι ο θόρυβος.
Πολλές φορές, είναι αλήθεια ότι έκανε πως δεν τον άκουγε. Δεν έβλεπε την απειλή. Καμιά φορά δεν αναγνωρίζει τις αναμνήσεις του και αναρωτιέται μήπως έχει κλέψει τις αναμνήσεις κάποιου άλλου.
Νιώθει ότι δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα από όσα συμβαίνουν και ενώ οικοδομεί το μέλλον στραγγαλίζοντας το πτώμα, διαλέγει να φυτέψει τελικά μοσχομπίζελα στο παρτέρι του.
Φοβάται μήπως πρότρεξε στη σύνθεση πριν ολοκληρώσει την ανάλυση, μήπως δηλαδή δεν είχε διαμορφώσει σωστή κρίση για όσα συμβαίνουν.
Χιούμορ μαζί με ατμόσφαιρα θρίλερ και απόλυτου φόβου για όσα επιτρέπουμε να γίνουν και βέβαια για την απερίσκεπτη πορεία μας στο δυσοίωνο παρόν. Μαζί και η τεράστια ευθύνη για την παιδεία, την ευημερία και μακροημέρευση της νέας γενιάς. Είναι ξεκάθαρο ότι η ατομική παθογένεια βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με την κοινωνική.
Καινοτόμος και δυστυχώς επίκαιρος ο Μπορίς Βιάν σε μια παράσταση με ευθεία και άμεση απήχηση στο κοινό, οργανωμένη από τη Σοφία Καλογιάννη, που αντιλήφθηκε απολύτως τη σκέψη του συγγραφέα και δίδαξε αντίστοιχα τους ηθοποιούς της.
Οι ωραίες και δυνατές ερμηνείες των ηθοποιών [Γιώργος Χουλιάρας, Μαρία Μπρανίδου, Ειρήνη Δάμπαση, Χριστίνα Δενδρινού, Παναγιώτης Τζαφέρης, Κατερίνα Κασσάνδρα], υποστηρίζονται από τα σκηνικά και κοστούμια της Μαρίζας Σουλιώτη, τη μουσική και τους ήχους του Στέλιου Γιαννουλάκη και τους φωτισμούς της Στέβης Κουτσοθανάση.
Μια παράσταση για όλα τα «πτώματα», τη βρωμιά, τα Σμουρτς, που βλέπουμε γύρω μας και τα αγνοούμε είτε βρίσκονται σε μια πλατεία ή σε κάποιο πεζοδρόμιο, είτε σε μια παραδίπλα χώρα. Η ευθύνη είναι ατομική, κοινωνική και οπωσδήποτε πολιτική.
Ας αναρωτηθούμε…
***
Η παράσταση έκανε πρεμιέρα στις 5 Οκτωβρίου 2024 στο «Θέατρο 104» και έκτοτε παίζεται κάθε Σάββατο και Κυριακή.
«Οι Οικοδόμοι της Αυτοκρατορίας». Το τολμηρό έργο του Μπορίς Βιάν από τη Σοφία Καλογιάννη στο «104»