«Ό, τι αξίζει να το κάνουμε, αξίζει να το παρακάνουμε», δηλώνει ο frondman των Rolling Stones, Mick Jagger, θέτοντας το πλαίσιο της ενθουσιώδους, μαξιμαλιστικής και χαρισματικής προσωπικότητάς του.
Η νέα αναδρομική έκθεση «Exhibitionism» στη Saatchi Gallery του Λονδίνου εστιάζει στους πυλώνες του rock’n’roll και στη δυναμική επίδρασή τους στη μουσική, το στυλ, τη σκηνική παρουσία, το εκκεντρικό lifestyle, τη διεύρυνση των -αποδεκτών- ορίων.
Η 54χρονη πορεία τους έχει συνοδευτεί από αναρίθμητες επιτυχίες, ισάριθμα σκάνδαλα, εκατομμύρια aficionados, από δυνατούς κραδασμούς, όπως αυτός της δεκαετίας του ’80, όταν μία σύγκρουση ανάμεσα στους Mick Jagger και Keith Richards στάθηκε αιτία να διασπαστεί προσωρινά η μπάντα.
Η πρόσφατη συναυλία τους στην «ανοιχτή» πλέον Κούβα απέδειξε ότι οι σφαίρες του χρόνου δεν αγγίζουν τους Rolling Stones.
«Τι θέλεις πραγματικά να κάνεις, από εδώ και πέρα, Keith;», ρωτάει ο δημοσιογράφος του περιοδικού «Esquire», τον Keith Richards. «Θα μπορούσα να καθίσω σπίτι να ζωγραφίσω ή να γράψω, αλλά η μαγνητική έλξη του να παίζω μουσική με τον Charlie Watts, τον Mick και τον Ronnie είναι απερίγραπτη», απαντάει ο αειθαλής ρόκερ.
* Η φωτογραφία είναι του Philip Townsend, από την έκθεση «Exhibitionism: The Rolling Stones», η οποία θα παρουσιάζεται έως τις 4 Σεπτεμβρίου 2016, στη Saatchi Gallery του Λονδίνου.
Οι Rolling Stones (Ρόλινγκ Στόουνς – Κυλιόμενες Πέτρες) είναι ένα από τα σημαντικότερα βρετανικά ροκ συγκροτήματα που έγινε δημοφιλές κατά τη διάρκεια της “βρετανικής εισβολής” στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Το ύφος τους βασίζεται στο ροκ εντ ρολ. Το συγκρότημα δημιουργήθηκε στο Λονδίνο το 1962 από τον αρχικό ηγέτη Μπράιαν Τζόουνς, αλλά τελικά επικράτησε η συνεργασία του τραγουδιστή Μικ Τζάγκερ και του κιθαρίστα Κιθ Ρίτσαρντς, οι οποίοι συνέθεταν στίχους και τραγούδια. Ο πιανίστας Ίαν Στιούαρτ, ο ντράμερ Τσάρλι Γουάτς και ο μπασίστας Μπιλ Γουάιμαν συμπλήρωσαν τη σύνθεση του συγκροτήματος. Ο Στιούαρτ απομακρύνθηκε ως επίσημο μέλος του συγκροτήματος το 1963, αλλά συνέχισε να συνεργάζεται με το συγκρότημα ως οδικός διευθυντής και πιανίστας μέχρι το θάνατό του, το 1985.
Οι πρώτες μουσικές συλλογές των Rolling Stones ήταν κυρίως διασκευές αμερικανικών μπλουζ τραγουδιών. Το κομμάτι “(I Can’t Get No) Satisfaction” καθιέρωσε τους Stones ως ένα από τα μεγάλα ονόματα του είδους. Αρχίζοντας με το άλμπουμ “Aftermath” το 1966, τα τραγούδια του Τζάγκερ και του Ρίτσαρντς, που βοήθησαν τον μουσικό πειραματισμό του Τζόουνς, επέκτειναν την πάντα παρούσα υφολογική ευελιξία τους. Ο Τζόουνς απεβίωσε το 1969 και αντικαταστάθηκε από τον Μικ Τέιλορ, τον οποίο διαδέχτηκε ο Ρον Γουντ το 1974. Ο Γουάιμαν αποσύρθηκε το 1993 και αντικαταστάθηκε από τον Ντάρυλ Τζόουνς, ο οποίος δεν συμμετέχει επισήμως στο συγκρότημα.
Οι Rolling Stones έχουν στο ενεργητικό τους περισσότερα από 55 άλμπουμ και έχουν φτάσει στην κορυφή των βρετανικών και αμερικανικών τσαρτ 32 φορές. Έχουν πουλήσει περισσότερα από 200 εκατομμύρια αντίτυπα, παγκοσμίως. Από τo “Sticky Fingers” του 1971 μέχρι το “Tattoo You” δέκα χρόνια αργότερα, το συγκρότημα κυκλοφόρησε οκτώ δίσκους που έφθασαν στο # 1 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1989, οι Rolling Stones εντάχθηκαν στο Rock and Roll Hall of Fame και το 2004 πήραν την τέταρτη θέση στη λίστα με τους εκατό μεγαλύτερους καλλιτέχνες όλων των εποχών του περιοδικού “Rolling Stone”, ενώ έχουν τη δεύτερη θέση στους καλλιτέχνες όλων των εποχών στην ιστοσελίδα “Acclaimed Music”. Η πιο πρόσφατη στούντιο κυκλοφορία τους με τίτλο “A Bigger Bang”, κυκλοφόρησε το 2005 και συνοδεύθηκε από τις υψηλότερης συνολικής είσπραξης συναυλίες στην ιστορία, οι οποίες διήρκεσαν μέχρι τα τέλη του καλοκαιριού του 2007. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας τους στην Αμερική το 1969, ο διευθύνων των συναυλιών τους Σαμ Γκάτλερ τους σύστησε ως τη “μεγαλύτερη ροκ εντ ρολ μπάντα στον κόσμο”, ένας τίτλος που έχει παραμείνει μέχρι σήμερα.
Ο Μπράιαν Τζόουνς (Brian Jones) (28 Φεβρουαρίου 1942 – 3 Ιουλίου 1969) ήταν Βρετανός μουσικός και ιδρυτής του συγκροτήματος Rolling Stones. Υπήρξε βιρτουόζος στην κιθάρα και τη φυσαρμόνικα, και ήταν ικανός να παίζει ακόμα 29 μουσικά όργανα, στα οποία πέρα από το κλαρινέτο και το σαξόφωνο, ήταν αυτοδίδακτος. Η καινοτόμα χρήση ανατολίτικων μουσικών οργάνων όπως το σιτάρ και η μαρίμπα, που εισήγαγε ο Μπράιαν άλλαξε αποφασιστικά τον ήχο της ροκ σκηνής. Η θέση που κατέχει στην ιστορία της μουσικής είναι εξέχουσα, όμως εμφανώς υποτιμημένη σε σύγκριση με τη συνεισφορά του.
Αν και ιδρυτής των Rolling Stones το 1962 και βασικός διαμορφωτής του ήχου τους, σύντομα επισκιάστηκε από τον κιθαρίστα του συγκροτήματος Κιθ Ρίτσαρντς και από τον τραγουδιστή Μικ Τζάγκερ, ιδιαίτερα όταν οι δυο τους έγιναν πολύ πετυχημένη συνθετική ομάδα το 1965. Η αίσθηση της αποξένωσης από το συγκρότημά του και ο τρόπος ζωής των ροκ σταρ τον οδήγησαν στο να αναπτύξει σοβαρό εθισμό στο αλκοόλ, αλλά και τα ναρκωτικά. Ο ρόλος του στο συγκρότημα υποβαθμίστηκε δραματικά. Του ζητήθηκε να εγκαταλείψει τους Rolling Stones τον Ιούνιο του 1969. Βρέθηκε νεκρός στην πισίνα του σπιτιού του στο Sussex, λίγες μέρες μετά.
Σύμφωνα με τον Andrew Loog Oldham στο βιβλίο του Stone Alone ο Μπράιαν ήταν αουτσάιντερ από την αρχή. Καταρχάς είχε συμφωνήσει να πληρώνεται περισσότερο από τα άλλα μέλη, χωρίς εκείνοι να το ξέρουν. Επιπλέον, από τις πρώτες κιόλας περιοδείες το 1963, δηλαδή όταν δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστοί, εκείνος ταξίδευε χώρια από τους υπόλοιπους, έμενε σε άλλα ξενοδοχεία και είχε επιπλέον απαιτήσεις. Χαρακτηρίζει τον Μπράιαν ως έναν άνθρωπο ιδιαίτερα συναισθηματικό, που ένιωσε αποξενωμένος μόνο και μόνο επειδή δεν ήταν παραγωγικός συνθέτης και επειδή έπαψε να τους μανατζάρει. Εξαρχής αντιστάθηκε στην επαγγελματική συμβίωση που απαιτούσε η σωστή λειτουργία ενός συγκροτήματος. Μέρα με τη μέρα, η ζωή γινόταν όλο και χειρότερη γι’ αυτόν, όμως κανείς δεν ευχόταν να σπάσει.
Οι μέρες στο δρόμο, η φήμη, τα λεφτά και η αίσθηση της αποξένωσης οδήγησε στην υπερβολική εξάρτηση του Μπράιαν από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Έκανε χρήση LSD και χασίς, όμως αυτό που τον αλλοίωσε ήταν το αλκοόλ. Αυτή η υπερβολή στο αλκοόλ, είχε αρνητικές επιπτώσεις στη φυσική κατάσταση του Μπράιαν, με αποτέλεσμα να χρειαστεί να νοσηλευτεί πολλές φορές. Χειρότερη επίπτωση, όμως είχε στην προσωπικότητά του.