Επιμέλεια κειμένου: Ειρήνη Αϊβαλιώτου
Ο Παναγιώτης Βασιλάκης γεννήθηκε το 1925 στην Αθήνα και έβαλε το σπέρμα της κινητικής γλυπτικής στην παγκόσμια τέχνη. Καθιέρωσε ως εκφραστικά μέσα τη χρησιμοποίηση της ενέργειας, του φωτός, της βαρύτητας και του μαγνητισμού (ο σούπερ σταρ της σύγχρονης τέχνης Olafur Eliasson ίσως δεν θα είχε δημιουργήσει ποτέ το έργο του με τον τρόπο που γνωρίζουμε, αν δεν είχε προϋπάρξει ο Takis).
Τον Ιανουάριο του 1969 ο Takis εισέβαλε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (MoMA) και άρπαξε ένα από τα τηλεγλυπτά του με τίτλο «Η μηχανή» που παρουσιαζόταν στο πλαίσιο έκθεσης του μουσείου χωρίς την προηγούμενη άδειά του, αν και ανήκει στη συλλογή του μουσείου. Αφαίρεσε μέρος του έργου και βγήκε στον κήπο όπου το τοποθέτησε κάτω και κάθισε γύρω του μαζί με φίλους του απαιτώντας να δει τον διευθυντή του μουσείου. Είπε στους “New York Times” ότι ήταν μια συμβολική κίνηση σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την έλλειψη ουσιαστικού διαλόγου μεταξύ καλλιτεχνών, διευθυντών μουσείων και κοινού. Ένα χρόνο μετά, μαζί με καλλιτέχνες και τεχνοκριτικούς δημιούργησε το κίνημα Art Workers Coalition (Συνασπισμός των Καλλιτεχνών) για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των καλλιτεχνών. Το σύνθημα ήταν «Αrt workers won’t kiss ass».
Η ακτιβιστική του δράση στη Νέα Υόρκη ως μέλος της AWC (Art Workers’ Coalition), και συγκεκριμένα η κίνηση-δράση-στάση του καλλιτέχνη να μετακινήσει το έργο του από την έκθεση που διοργάνωσε το περίφημο ΜοΜΑ, συνέβαλε στην αλλαγή της πορείας της ιστορίας της Τέχνης.
Το Art Workers Coalition είναι ένας σύλλογος καλλιτεχνών, κινηματογραφιστών, κριτικών κ.ά. που σχηματίστηκε στη Νέα Υόρκη το 1969 με στόχο να πιέσει τα μουσεία της πόλης, και ειδικά το MoMA, να προβούν σε οικονομικο-πολιτικές μεταρρυθμίσεις.
Η ιστορία της αφίσας «Q. And babies? A. And babies.»
Η αφίσα επρόκειτο να χρηματοδοτηθεί στα τέλη του 1969 από το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΜοΜΑ) και την ομάδα Art Workers’ Coalition ως έκφραση κατακραυγής για τη σφαγή του Μι Λάι (Songmy).
Το πρωί της 16ης Μαρτίου 1968, Αμερικανοί στρατιώτες του Τρίτου Λόχου της 11ης Ταξιαρχίας, εισήλθαν στο χωριό Μι Λάι του Νότιου Βιετνάμ και σκότωσαν περισσότερους από 3.000 αμάχους, ανάμεσά τους γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους. Όπως αποκάλυψαν αργότερα αυτόπτες μάρτυρες, πολλοί γέροι άνδρες εκτελέστηκαν με ξιφολόγχη, γυναίκες και παιδιά εκτελέστηκαν με μια σφαίρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού τους ενώ προσεύχονταν, και τουλάχιστον ένα νεαρό κορίτσι βιάστηκε και στη συνέχεια δολοφονήθηκε. Μέχρι το μεσημέρι της ίδιας μέρας, ολόκληρο το χωριό είχε γίνει παρανάλωμα του πυρός, ενώ οι κάτοικοί του εγκαταλείφθηκαν νεκροί ή ετοιμοθάνατοι.
Μόλις τον Νοέμβριο του 1969, όταν ο δημοσιογράφος Seymour Hersh δημοσίευσε τις εκτεταμένες συνομιλίες του με τον πρώην στρατιώτη και βετεράνο του Βιετνάμ Ronald Ridenhour, άρχισε να πληροφορείται η αμερικανική κοινή γνώμη τις λεπτομέρειες του τι είχε συμβεί. Μετά τις αποκαλύψεις, η σφαγή στο Μι Λάι έγινε πρωτοσέλιδο στα περιοδικά Time και Newsweek. Το τηλεοπτικό δίκτυο CBS παρουσίασε μια συνέντευξη του Mike Wallace με τον Paul Meadlo, έναν από τους στρατιώτες που είχαν υπακούσει στις εντολές του υπολοχαγού William Calley να ρίξουν τους κατοίκους του χωριού σε ένα χαντάκι και να τους πυροβολήσουν.
Τίποτε όμως δεν μπορούσε να προετοιμάσει την αμερικανική κοινή γνώμη για τις φωτογραφίες που θα εμφανίζονταν στο τεύχος της 5ης Δεκεμβρίου του 1969 του περιοδικού LIFE. Οι φωτογραφίες […] είχαν ληφθεί από τον Ron L. Haberle, φωτογράφο του αμερικανικού στρατού, ο οποίος είχε πάει στο χωριό, περιμένοντας ότι θα κατέγραφε μια μεγάλης κλίμακας επίθεση κατά τάγματος Βιετκόνγκ. Αντ’ αυτού, οι σοκαριστικές εικόνες του μετέφεραν στην Αμερική τη φρικαλεότητα του Μι Λάι, και θα χρησιμοποιούνταν αργότερα για την καταδίκη του λοχαγού Calley για δολοφονία.
Στα τέλη του 1969, η φωτογραφία του Haberle που απεικονίζει ένα χαντάκι γεμάτο πτώματα Βιετναμέζων, επελέγη για την παραγωγή μιας αφίσας από το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (MoMA) και τους Art Workers’ Coalition, μια χαλαρή ομάδα καλλιτεχνών, συγγραφέων και κινηματογραφιστών, η οποία απαιτούσε τη ριζική μεταρρύθμιση του κατ’ αυτούς διεφθαρμένου κατεστημένου κόσμου της τέχνης. Μεγάλο μέρος της δράσης της ομάδας εκείνη τη χρονιά είχε ως στόχο το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στο οποίο απηύθυναν μια λίστα απαιτήσεων που αφορούσαν μεταξύ άλλων την καθιέρωση γενικής ελεύθερης εισόδου και τη δημιουργία μιας ξεχωριστής αίθουσας για την έκθεση έργων μαύρων και Πορτορικανών καλλιτεχνών. Τον Οκτώβριο, η AWC ζήτησε από το Μουσείο να κλείσει τις πόρτες του μέχρι το τέλος του πολέμου, υποστηρίζοντας ότι «δεν δικαιολογείται με κανέναν τρόπο η απόλαυση της τέχνης για όσο διάστημα εμπλεκόμαστε ενεργά στη μαζική δολοφονία ανθρώπων».
Ωστόσο οι συζητήσεις ανάμεσα στο MoMA και την AWC συνεχίστηκαν, και σε μια μετέπειτα συνάντηση το ίδιο έτος, ο φίλα προσκείμενος στην AWC καλλιτέχνης Irving Petlin εισηγήθηκε την από κοινού δημιουργία μιας αφίσας για μαζική παραγωγή, που θα αφορούσε την καταδίκη της σφαγής του Μι Λάι, ιδέα που έτυχε της ενθουσιώδους υποστήριξης της πλειονότητας των ανώτερων στελεχών του Μουσείου. Ο σχεδιασμός της αφίσας θα περιλάμβανε τη φωτογραφία του Haberle, με την εκτυπωμένη λεζάντα «And babies? And babies.» – την ερώτηση δηλαδή που είχε θέσει σοκαρισμένος ο Mike Wallace στον Meadlo στη συνέντευξη του CBS. Στα μέσα Δεκεμβρίου, η AWC είχε εξασφαλίσει άδεια να χρησιμοποιήσει τη φωτογραφία. Λιθογράφοι του σωματείου παρείχαν δωρεάν τις υπηρεσίες τους, ενώ εξασφαλίστηκε και η δωρεάν παροχή χαρτιού. Οι έγχρωμες εκτυπωτικές πλάκες ήταν έτοιμες στις 18 Δεκεμβρίου, και το μόνο που απέμενε πλέον ήταν η έγκριση του Μουσείου.
Όταν πληροφορήθηκε το εγχείρημα, ο William S. Paley, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Μουσείου και επικεφαλής του CBS, αρνήθηκε να δεσμεύσει το MoMA «σε οποιαδήποτε τοποθέτηση για οποιοδήποτε ζήτημα δεν συνδεόταν άμεσα με κάποια συγκεκριμένη λειτουργία του Μουσείου». Ο Paley προσφέρθηκε να θέσει το ζήτημα «χωρίς προκατάληψη» στο συμβούλιο στη συνεδρίαση της 8ης Ιανουαρίου, έκρινε όμως πιθανό ότι το ΔΣ θα υποστήριζε την απόφασή του να μην μπει το όνομα του MoMA στην αφίσα.
Η ομάδα Art Workers’ Coalition προχώρησε μονομερώς στην έκδοση της αφίσας, χωρίς την επίσημη έγκριση του Μουσείου, τυπώνοντας 50.000 αντίτυπα, τα οποία διανεμήθηκαν «δωρεάν ανά τον κόσμο», μεταξύ άλλων και στο λόμπι του Μουσείου. Η AWC διοργάνωσε επίσης μια δράση στο Μουσείο, με μέλη της ομάδας να κρατούν αντίγραφα της αφίσας μπροστά από το αντιπολεμικό έργο Γκερνίκα του Πικάσο, και μια αγρυπνία «για τα νεκρά παιδιά που δολοφονήθηκαν στο Songmy και σε όλα τα άλλα Songmy».
Κείμενο από την έκθεση The Path of Resistance. MoMA meets Moderna 1960-2000 που διοργανώθηκε στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Νέας Υόρκης από τις 19/5/2001 μέχρι τις 26/8/2001. (Πηγή: darkmatterarchives.net)
Ο Παναγιώτης Βασιλάκης, γνωστός παγκοσμίως ως TAKIS, αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της ελληνικής αλλά και της παγκόσμιας εικαστικής σκηνής. Πρωτοπόρος της κινητικής τέχνης, ξεδίπλωσε το καλλιτεχνικό του ταλέντο μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και επιβλήθηκε προσφέροντας μια διαφορετική προσέγγιση της κινητικής τέχνης. Καλλιτέχνης αυτοδίδακτος εκ πεποιθήσεως, κατάφερε να δημιουργήσει μια άρρηκτη σύνδεση ανάμεσα στην τέχνη και τις επιστήμες συνδυάζοντας στοιχεία της φύσης και της φυσικής στη γλυπτική του. Ο Takis ως «ακάματος δουλευτής των μαγνητικών πεδίων…» δημιούργησε κινητικά έργα τέχνης που έχουν εμπνεύσει ζωγράφους, γλύπτες και ποιητές της γενιάς του αλλά και συγχρόνους του.
Γεννήθηκε το 1925 στην Αθήνα. Η παιδική του ηλικία και η εφηβεία του σημαδεύονται από αλλεπάλληλους πολέμους από τους οποίους η Ελλάδα υπέφερε όπως η Γερμανική και Ιταλική κατοχή και ο Εμφύλιος πόλεμος. Η οικονομική ευμάρεια της οικογένειάς του είχε πληγεί ήδη από το 1922, δηλαδή την περίοδο της Μικρασιατικής καταστροφής.
«Ο Τάκις ήταν μπροστά από την εποχή του, γεγονός που συνέβαλε στη διεθνή του επιτυχία»
Ξεκίνησε την καλλιτεχνική του πορεία σε ηλικία περίπου 20 ετών, παρά το γεγονός ότι η οικογένειά του δεν αποδεχόταν την κλίση του προς τις καλές τέχνες, σε ένα υπόγειο εργαστήρι, όταν έρχεται σε επαφή με τα έργα του Picasso και του Giacometti. Το 1952 δημιουργεί το πρώτο του ατελιέ με τους παιδικούς του φίλους και καλλιτέχνες Μίνω Αργυράκη και Ραϋμόνδο στην περιοχή της Ανάκασας. Τα πρώτα έργα του Τάκι είναι προτομές από γύψο και γλυπτά από σφυρήλατο σίδηρο εμπνευσμένα και από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό αλλά και από καλλιτέχνες όπως ο Picasso και ο Giacometti.
Στα τέλη του 1953 αναχωρεί για το Παρίσι. Το 1954, φτάνοντας στο Παρίσι εντάσσεται για λίγους μήνες στο ατελιέ του Brancusi. Τα περίπου τρία επόμενα χρόνια ταξιδεύει και ζει ανάμεσα στο Παρίσι και στο Λονδίνο, όπου εμπνέεται και δημιουργεί τα πρώτα του κινητικά έργα. Εντυπωσιασμένος από τα ραντάρ, τις κεραίες και τα τεχνολογικά κατασκευάσματα που κοσμούν τον σιδηροδρομικό σταθμό στο Calais της Γαλλίας, εμπνέεται και δημιουργεί τα πρώτα του Σινιάλα, τα οποία ενώ στην αρχή είναι άκαμπτα και έχουν φωτεινά σήματα στην κορυφή τους, σταδιακά αλλάζουν μορφή. Στην κορυφή τους τοποθετούνται πυροτεχνήματα μέσω των οποίων πραγματοποιεί διάφορα street art happenings στις πλατείες του Παρισιού, αποκτούν ευελιξία, κοσμούνται με τα λεγόμενα «objets trouvés», λικνίζονται χάρη στην πνοή του ανέμου ενώ όταν κρούουν μεταξύ τους παράγουν μοναδικούς ήχους δίνοντας την αίσθηση της δόνησης των χορδών και της μελωδίας της άρπας.
Από το 1955 και μέχρι το τέλος του 1965 ο Takis, ως καλλιτεχνική διάνοια ήδη από τότε, πειραματίζεται με όλα τα στοιχεία του περιβάλλοντος και της φύσης τα οποία μας περιβάλλουν, αλλά αδυνατούμε να εντοπίσουμε με γυμνό μάτι. Αυτά τα στοιχεία θα αποτελέσουν τη βάση της καλλιτεχνικής του πορείας και εξερεύνησης καθώς χάρη σε αυτά διακρίνεται, ξεχωρίζει και καινοτομεί. Εξερευνά τις μαγνητικές δυνάμεις και την ενέργεια των μαγνητικών πεδίων τα οποία αποτελούν ένα από τα θεμέλια του έργου του στην καλλιτεχνική του έρευνα. Πειραματίζεται με τον ηλεκτρισμό, τον ήχο και το φως όπως και άλλοι καλλιτέχνες της γενιάς των Νεο-Ρεαλιστών της δεκαετίας του 1960 στο Παρίσι. Έτσι, μέσω της τέχνης του καθιστά ορατά όλα αυτά τα αόρατα στοιχεία. Επηρεασμένος από όλα όσα αναφέρθηκαν αλλά και από τις κοσμικές δυνάμεις και την επικοινωνία με το υπερπέραν δημιουργεί Τηλεγλυπτά και Τηλεπίνακες, Τηλεφώτα, Καντράν, Μουσικά. Την περίοδο εκείνη ταξιδεύει αρκετά συχνά σε όλα τα μεγάλα καλλιτεχνικά και μητροπολιτικά κέντρα του κόσμου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το πρώτο του ταξίδι του στις ΗΠΑ το 1961 όπου γνωρίζει τον μετέπειτα φίλο του Marcel Duchamp.
Χρονιά – ορόσημο της περιόδου εκείνης αποτελεί το 1960, όταν ο Takis πραγματοποιεί την performance L’Impossible – Homme dans l’Espace (Το Αδύνατον – Ο Άνθρωπος στο Διάστημα) σε συνεργασία με το φίλο του Νοτιοαφρικανό ποιητή Sinclair Beiles. Η performance πραγματοποιήθηκε στην γκαλερί Iris Clert στο Παρίσι, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Sinclair Beiles διάβασε το περίφημο μαγνητικό του μανιφέστο: «Είμαι γλυπτό… Υπάρχουν κι άλλα γλυπτά σαν εμένα. Η κύρια διαφορά είναι ότι δε μπορούν να μιλήσουν… Θα ήθελα να δω όλες τις πυρηνικές βόμβες στη Γη να μετατρέπονται σε γλυπτά …» και «εκτοξεύεται στον αέρα» στιγμιαία αιωρούμενος από το μαγνητικό πεδίο ενός μαγνήτη που συνδέεται με τη ζώνη του.
Το 1968 μετακομίζει στη Μασαχουσέτη όπου προσκαλείται με υποτροφία ως ερευνητής από το πανεπιστήμιο του ΜΙΤ και πιο συγκεκριμένα από το Κέντρο Προηγμένων Οπτικών Μελετών. Εκεί δημιουργεί μια σειρά από Ηλεκτρομαγνητικά γλυπτά. Μελετά την υδροδυναμική ενέργεια και δίνει μορφή στην επινόησή του με τίτλο Υδροδυναμική της Θαλάσσιας Ταλάντωσης, ενώ παράλληλα εμπνέεται και μια σειρά από Υδρομαγνητικά γλυπτά. Ριζοσπαστικός και ανατρεπτικός, συνιδρύει την περίοδο εκείνη την Ένωση Art Workers Coalition με σκοπό την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των καλλιτεχνών ενάντια στην εκμετάλλευσή τους από τους γκαλερίστες, τους εικαστικούς επιμελητές και τα μουσεία. Χαρακτηριστικό γεγονός αποτελεί η εφόρμησή του στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης με σκοπό να αποσύρει ένα έργο του πριν προλάβει η ασφάλεια του Μουσείου να αντιδράσει. Η συμβολική του αυτή κίνηση γίνεται πρωτοσέλιδο στους New York Times.
Έργο του Takis, Magnetic Fields, 1969
Το 1974, έχοντας πλέον επιστρέψει και πάλι στο Παρίσι, ξεκινά να δημιουργεί τα Ερωτικά του γλυπτά. «La force d’attraction est le denominateur commun du magnétisme et de l’érotisme. En 1974, Takis en fait l’equitation dans une série de bronzes réalisés a partir de moulages» (Takis, monographies, Érotique, p.203).
Το 1974 ο Takis δημιουργεί τα πρώτα ερωτικά γλυπτά (Φωτογραφία: Konstantinos Ignatiadis/Takis Foundation 2019)
Το 1986 επιστρέφοντας στην Ελλάδα ιδρύει το Κέντρο Ερευνών για την Τέχνη και τις Επιστήμες (KETE) στο Γεροβουνό Αττικής, του οποίου τα επίσημα εγκαίνια πραγματοποιούνται το 1993.
Όντας καλλιτέχνης πολυσχιδής, επιβάλλεται με την περίφημη Τέταρτη Διάσταση, μια αόρατη δύναμη που δημιουργείται από τα μαγνητικά πεδία που μας περιβάλλουν και διαχέονται στο χώρο.
Παρά το γεγονός ότι είναι αναγνωρισμένος για τα κινητικά του γλυπτά, ο Takis πρωτοπορεί και στη δημιουργία σκηνικών, στη μουσική επιμέλεια θεατρικών παραστάσεων και performances. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι συνεργασίες με τον Κώστα Γαβρά για την ταινία Section Spéciale (Ειδικό Δικαστήριο) το 1975, με τον Μιχάλη Κακογιάννη για την παράσταση Ηλέκτρα του Σοφοκλή στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου το 1983 καθώς και την παράσταση Τρωάδες, με το Nam June Paik το 1979, με την Joelle Léandre και τη χορεύτρια Μάρθα Ζιώγα για την performance με τίτλο Ligne Parallèle Erotique (Παράλληλη Ερωτική Γραμμή) το 1986 καθώς και με τη Βαρβάρα Μαυροθαλασσίτη για την performance «Isis Awakening» (Το ξύπνημα της Ίσιδος) το 1990.
Συνολικά, καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του, ο Takis συνεχίζει να διερευνά τα όρια και τα σημεία τομής της καλλιτεχνικής και επιστημονικής αντίληψης, καθώς και της μουσικής, των ήχων και ιδιαίτερα των εικόνων που βρίσκονται σε κίνηση.
Φωτογραφία από το Ίδρυμα Τάκις στο Facebook
Καλλιτέχνης σύγχρονος και πρωτοποριακός, ο Takis ακολουθεί μια καλλιτεχνική πορεία που εκτίθεται στις τέσσερις γωνιές του κόσμου, με ρίζες σε μια γλυπτική παράδοση η οποία κυμαίνεται από την αρχαία ελληνική γλυπτική, τον Giacometti και φθάνουν στα τεχνολογικά αντικείμενα και κατασκευάσματα της σύγχρονης εποχής. Τα έργα του κοσμούν τις μόνιμες συλλογές των σπουδαιότερων μουσείων του κόσμου όπως το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης George Pompidou στο Παρίσι, το ΜoΜΑ και το Guggenheim Museum της Νέας Υόρκης, τη De Menil Collection στο Χιούστον, την Tate Modern του Λονδίνου, την Peggy Guggenheim Collection στη Βενετία. Στη Γαλλία, το Μουσείο του Jeu de Paume, το Palais de Tokyo και το Fondation Maeght έχουν οργανώσει μεγάλες αναδρομικές εκθέσεις αφιερωμένες στον καλλιτέχνη. Το έργο του επίσης εκτίθεται στους κήπους της UNESCO στο Παρίσι και στην περιοχή της La Défense, όπου η γαλλική κυβέρνηση του παραχωρεί τον μεγαλύτερο δημόσιο χώρο που δόθηκε ποτέ στην ιστορία του Παρισιού σε καλλιτέχνη, 3500 τμ για ένα «δάσος» από 49 Φωτεινά Σινιάλα.
Έχει επίσης συμμετάσχει δύο φορές στη Documenta στο Κάσελ, μια φορά στην Biennale της Βενετίας και το 1985 στην Biennale του Παρισιού όπου τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο. Το 2001, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποδίδει στο Κ.Ε.Τ.Ε. τιμητική πλακέτα για την προσφορά του καλλιτέχνη στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για τα έργα του με τίτλο Ηλεκτρικά Βαρέλια.
* Βιογραφία του από το takisfoundation.org