25.2 C
Athens
Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024

Ο “Θάνατος στη Βενετία” του Τόμας Μαν – μια ιστορία της ηδονής της εκμηδένισης εν μέσω επιδημίας

“Γιατί ο άνθρωπος αγαπά και εκτιµά τον άλλο όσο δεν τον γνωρίζει ώστε να µπορεί να τον κρίνει, και ο πόθος είναι απόρροια της ελλιπούς γνώσης για τον άλλο”. / Thomas Mann

«Άγαλμα και καθρέφτης! Τα μάτια του αγκάλιαζαν την ευγενική κορμοστασιά που ορθωνόταν εκεί στην άκρη του γαλάζιου πέλαγου και συνεπαρμένος από τούτη την έκσταση πίστεψε πως με το βλέμμα του αυτό μπορούσε να νοιώσει την ουσία της ομορφιάς, της μορφής σε όλη της τη θεϊκή σκέψη, τη μοναδική και καθαρή τελειότητα που ζει μέσα στο πνεύμα και που τώρα ένα ισάξιό τους ανθρώπινο αντίτυπο έχει στηθεί εδώ μπροστά του, φωτεινό σύμβολο λατρείας. Ήταν μια κατάσταση μέθης! Και ο καλλιτέχνης, που γερνούσε, την υποδέχτηκε δίχως δισταγμό, με απληστία. Η φαντασία του είχε φλογιστεί, η βαθειά πνευματική του καλλιέργεια άρχισε ν’ αναταράζεται, η μνήμη του ξαναγύρισε σε παλαιές ξεθωριασμένες σκέψεις απ’ τη νεότητά του, που ποτέ ίσαμε τώρα η φλόγα της από μόνη της δεν είχε ξαναζωντανέψει. Σάμπως, δεν έχει γραφτεί πως ο ήλιος στρέφει την προσοχή μας απ’ τον πνευματικό στον υλικό τον κόσμο;».

 

 

Η κλασική νουβέλα του Τόμας Μαν γράφτηκε το 1911, μετά τον θάνατο του Γουσταύου Μάλερ που τόσο επηρέασε τον Τόμας Μαν και κατά συνέπεια το εν λόγω έργο. Σε επιστολή του στην Ελ. Τσίμερ, το 1915, ο συγγραφέας έγραφε: «Βέβαια, είναι κατά ένα μεγάλο μέρος μια ιστορία θανάτου και επιπλέον του θανάτου ως ανήθικης, δελεαστικής δύναμης – μια ιστορία της ηδονής της εκμηδένισης. Αλλά ο ιδιαίτερος στόχος μου ήταν το πρόβλημα της αξιοπρέπειας του καλλιτέχνη. Στην αρχή, η πρόθεσή μου δεν ήταν τίποτα λιγότερο από το να διηγηθώ τον τελευταίο έρωτα του Γκαίτε, τον έρωτα του εβδομηντάχρονου γι’ αυτό το κοριτσόπουλο που ήθελε με κάθε τρόπο να το παντρευτεί, […] μια άθλια, όμορφη, γκροτέσκα, συνταρακτική ιστορία, από την οποία, προς το παρόν, βγήκε ο Θάνατος στη Βενετία».

***

Έπεσε σ’ ένα παγκάκι κι ανάσανε, ξετρελαμένος, το νυχτερινό άρωμα των φυτών. Και γέρνοντας προς τα πίσω, με κρεμασμένα χέρια, εξουθενωμένος κ’ ενώ συγκλονιζόταν από απανωτά ρίγη, ψιθύρισε τον αναλλοίωτο τύπο της επιθυμίας, – απίθανο σ’ αυτή την περίπτωση, παράλογο, αποκρουστικό, γελοίο κ’ εντούτοις ιερό, σεβαστό ακόμη και σ’ αυτή την περίπτωση: «Σ’ αγαπώ!».

“Γιατί η θάλασσα δεν είναι ένα τοπίο σαν όλα τα άλλα”, έγραψε ο ίδιος ο συγγραφέας λίγα χρόνια αργότερα. “Είναι το βίωμα της αιωνιότητας, του τίποτα και του θανάτου. Ένα μεταφυσικό όνειρο”.

Λίγα χρόνια μετά τη συγγραφή της νουβέλας, ο ίδιος ο Τόμας Μαν έλεγε: “Γράφοντας το ‘Θάνατο στη Βενετία’, ήθελα να αποτυπώσω, να εκφράσω το πρόβλημα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Μια ιστορία όμορφη κι επικίνδυνη μαζί, συγκλονιστική, απειλητική, φοβερή, που δεν θα ωραιοποιεί τίποτα, δεν θα αποκρύπτει τίποτα”.

 

 

Κεντρικό πρόσωπο εδώ είναι ο Γκούσταβ φον Άσενμπαχ, ένας αναγνωρισμένος συγγραφέας στην ωριμότητά του, ο οποίος διανύοντας μια περίοδο κόπωσης και συγγραφικής κρίσης, καταλαμβάνεται ξαφνικά από έντονη επιθυμία να ταξιδέψει. Εγκαταλείπει το Μόναχο, όπου ζει και εργάζεται, αναζητώντας για λίγο καιρό ξεκούραση
και ανανέωση στο Νότο της Ευρώπης. Καταλήγει στη Βενετία και εγκαθίσταται σε ένα κοσμοπολίτικο και πολυτελές ξενοδοχείο στο Λίντο. Ήδη από το πρώτο βράδυ παρατηρεί ανάμεσα στους θαμώνες έναν νέο, ευγενούς πολωνικής καταγωγής, ονόματι Τάτζιο, ο οποίος προκαλεί δυνατή εντύπωση στον Άσενμπαχ λόγω της «απόλυτης ομορφιάς του», μιας ομορφιάς, που παρέπεμπε στην ακμή της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής. Συνεπαρμένος από την ομορφιά του νέου πιστεύει ότι ανακαλύπτει ο γηράσκων συγγραφέας Άσενμπαχ στο ορατό κάλλος το δρόμο προς το πνεύμα. 0 αρχικός θαυμασμός εξελίσσεται, ωστόσο, σταδιακά σε πάθος. Την τέταρτη εβδομάδα της εκεί παραμονής του πυκνώνουν από παντού οι ενδείξεις ότι η πόλη απειλείται από την εξάπλωση σοβαρής επιδημίας, την οποία, όμως, οι τοπικές αρχές αποκρύπτουν. 0 αριθμός των επισκεπτών μειώνεται σημαντικά, ο Άσενμπαχ, ωστόσο, δε σκέφτεται την αναχώρηση. Η μοναδική του αγωνία είναι μήπως χάσει τον Τάτζιο, τον οποίο πλέον παρακολουθεί παντού: στα λαβυρινθώδη σοκάκια της Βενετίας, στο ξενοδοχείο, στην παραλία. Έχει γευθεί και παραδοθεί πλέον εξολοκλήρου και χωρίς αντιστάσεις στην ηδονή του χάους. Στην αστική ηθική δεν επιστρέφει ούτε όταν ενημερώνεται ότι πρόκειται για ασιατική χολέρα. Θα τον παρακολουθήσουμε να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια της αξιοπρέπειας, ώσπου προσβάλλεται και ο ίδιος από την επιδημία και πεθαίνει λυτρωτικά στην παραλία του Λίντο.

Ο “Θάνατος στη Βενετία” είναι µια αριστουργηµατική ιστορία για την εµµονή, για την αγωνία του δηµιουργού και την άβυσσο του τέλους.
Μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο (φωτογραφίες) από τον Λουκίνο Βισκόντι µε τον Ντερκ Μπόγκαρτ στον ρόλο του Γκούσταφ Άσενµπαχ.

“Αναμφισβήτητα ένας από τους κλασικούς τίτλους της σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας”, έγραψε η εφημερίδα “Independent”.

 

 

Ο Τόμας Μαν γεννήθηκε στο Λίμπεκ στις 6 Ιουνίου του 1875. Θα εγκαταλείψει τη γενέτειρά του μετά το θάνατο του πατέρα του και θα εγκατασταθεί με την οικογένειά του στο Μόναχο, όπου θα εργαστεί ως υπάλληλος σε ασφαλιστική εταιρεία και θα σπουδάσει στο πανεπιστήμιο της πόλης, πριν αφιερωθεί στη συγγραφή. Με την άνοδο του χιτλερικού καθεστώτος θα αυτοεξοριστεί στην Ελβετία και στη συνέχεια θα καταφύγει στις Ηνωμένες Πολιτείες, από όπου θα επιστρέψει το 1953 για να εγκατασταθεί και πάλι στην Ελβετία. Πέθανε τον Αύγουστο του 1955. Μεταξύ των σημαντικότερων έργων του είναι: Οι Μπούντενμπροκ (1901), Θάνατος στη Βενετία (1913), Το μαγικό βουνό (1924), Δόκτωρ Φάουστους (1947). Για το έργο του τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1929.

 

 

Η ανασφάλεια του Τόμας Μαν

Η κατάληψη της απόλυτης εξουσίας από τον Χίτλερ δεν βρίσκει βέβαια την οικογένεια Μαν απροετοίμαστη. Τα σύννεφα πυκνώνουν επί πολλά χρόνια πάνω από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, η πολιτική συγχέεται με τον μυστικισμό, οι μάζες κινητοποιούνται με συγκεχυμένους εθνικιστικούς στόχους, η αστική τάξη δείχνει κουρασμένη και ανίκανη να συντηρήσει τη δημοκρατία. Ο μεγάλος συγγραφέας, που έχει κερδίσει το Βραβείο Νόμπελ το 1929, θεωρείται αυτοδικαίως φωνή του γερμανικού έθνους και τα έργα του έχουν μεταφραστεί στις κυριότερες γλώσσες – και στην Αμερική. Πλησιάζει τα εξήντα όταν αρχίζει μία σειρά διαλέξεων για τον Ρίχαρντ Βάγκνερ σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις. Οι Μαν βρίσκονται για ξεκούραση σε κάποιο χιονοδρομικό κέντρο όταν φτάνουν τα νέα για την εγκαθίδρυση του Χίτλερ στην εξουσία και η μία κόρη του, η Έρρικα, συμβουλεύει από το τηλέφωνο τους γονείς της να μην επιστρέψουν στο Μόναχο, όπου το σπίτι τους ερευνάται, το Ράιχσταγκ καίγεται, το Κομμουνιστικό Κόμμα διαλύεται ενώ τα μέλη του διώκονται και βασανίζονται, το Κοινοβούλιο διαλύεται, οι πρώτοι αντισημιτικοί νόμοι είναι έτοιμοι (ας σημειωθεί ότι η σύζυγός του, η Κάτια, κατάγεται από παλιά εβραϊκή οικογένεια) και η μισαλλοδοξία των Ταγμάτων Ασφαλείας βασιλεύει.

Αρχικά η οικογένεια αποφασίζει να κρατήσει στάση αναμονής. Ο Μαν δεν θέλει να γκρεμίσει τις γέφυρες με την πατρίδα του. Είναι εθνικός συγγραφέας. Βιβλία του όπως το «Μπούντενμπροκ» και το «Μαγικό βουνό» απεικονίζουν εν είδει τοιχογραφιών την πορεία ωρίμασης της γερμανικής αστικής τάξης.
Αποκομμένος από τη γενέθλια γη, θα στερηθεί τους ζωτικούς χυμούς της δημιουργίας του. Επιπλέον πρόκειται για μια μεγαλοαστική οικογένεια με τον κύκλο και τις συνήθειές της. Ο συγγραφέας εξαρτάται από τις λεπτομέρειες, την ατμόσφαιρα, τον ιδιαίτερο χώρο, τα μικροαντικείμενά του, ακόμη και από τον κουρέα του ή από τη συγκεκριμένη μάρκα καπνού που προτιμά. Όταν λοιπόν ξεκινά η περιοδεία της οικογένειας με μια σύντομη παραμονή στη Νότια Γαλλία ο Τόμας θα νιώσει το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια του.

Την 31η Ιανουαρίου 1936, ο Μαν συγγράφει επιτέλους μια επιστολή κατά των Ναζί. Η οικογένεια έχει προ πολλού εγκατασταθεί στα περίχωρα της Ζυρίχης όπου προσπαθεί να αναδημιουργήσει τις συνθήκες της πρότερης ζωής της. Ωστόσο, ενώ η πολιτική κατάσταση πίσω στην πατρίδα επιδεινώνεται διαρκώς σε όλη αυτή την τριετία, ενώ ο σκοταδισμός βασιλεύει και τα βιβλία καίγονται (όχι όμως τα δικά του), ο Μαν διστάζει να καταγγείλει το καθεστώς. Δύο από τα παιδιά του τον πιέζουν να πάρει θέση ώστε να δυσφημήσει τον Χίτλερ στη διεθνή κοινότητα ενώ ο αδελφός του Χάινριχ Μαν, επίσης συγγραφέας πολυμεταφρασμένος στη χώρα μας, έχει εγκατασταθεί προ πολλού στη Γαλλία αδιαφορώντας για τη μοίρα της χώρας του.

Στην Αμερική

Εντέλει, μην μπορώντας να αγνοήσει τα γεγονότα και ενώ σειρά Γερμανών επιστημόνων, φιλοσόφων και συγγραφέων εγκαταλείπει τη χώρα για να καταφύγει στην άλλη όχθη του Ατλαντικού (ανάμεσά τους ο Αϊνστάιν, τα μέλη της περίφημης Σχολής της Φρανκφούρτης και άλλοι πολλοί), ο Τόμας Μαν αποφασίζει να δημοσιεύσει την καταγγελτική επιστολή του σε εφημερίδα της Ζυρίχης. Το τριήμερο που μεσολαβεί μέχρι τη δημοσίευση, παρακολουθούμε τις αμφιβολίες, τα διλήμματα, τις φοβίες, τις αναδρομές του στο παρελθόν.
Κατά τη διάρκεια αυτών των βασανιστικών ημερών ο Μαν θα συλλάβει την ιδέα της συγγραφής ενός βιβλίου για τον Φάουστ σε αντίστιξη με τον Γκαίτε. Η σχέση της μεγαλοφυΐας με τον Διάβολο θα τον απασχολήσει εφεξής παράλληλα με την έρευνα της γερμανικής ψυχής και τη σχέση μύθου και μουσικής – της διονυσιακής και απολλώνιας στάσης προς τη ζωή, αναγόμενες στον Νίτσε και στον Βάγκνερ. Τη μετέπειτα δεκαπενταετία και κυρίως στην Καλιφόρνια όπου πέρασε τα χρόνια του Πολέμου θα ολοκληρώσει την τετραλογία του για τον «Ιωσήφ», το «Η Λότε στη Βαϊμάρη» και το «Δόκτωρ Φάουστους».

Το γερμανικό κράτος αγόρασε το σπίτι του

Η Γερμανία αγόρασε το 2016 την έπαυλη του συγγραφέα Τόμας Μαν στην Καλιφόρνια όπου ο νομπελίστας της Λογοτεχνίας είχε ζήσει για δέκα χρόνια αφότου έφυγε για να γλιτώσει από τον ναζισμό.

Σ’ αυτή την κατοικία, που βρίσκεται στo Πασίφικ Παλισέιντς κοντά στο Λος Άντζελες, ο Τόμας Μαν έγραψε ένα μέρος του “Δόκτωρ Φάουστους” το 1947. Έζησε εκεί από το 1942 έως το 1951 με τον οικογένειά του αφού εγκατέλειψε τη χώρα της καταγωγής του όταν ο Αδόλφος Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία το 1933 και αργότερα στερήθηκε την υπηκοότητά του. Εξορίστηκε πρώτα στην Ελβετία και κατόπιν στο Πρίνστον στις Ηνωμένες Πολιτείες.

“Η κατοικία του Τόμας Μαν ήταν (…) η πατρίδα πολλών Γερμανών που αγωνίστηκαν από κοινού για ένα καλύτερο μέλλον της χώρας μας”, που βρισκόταν τότε υπό τον ζυγό των ναζί, υπογράμμισε σε μια ανακοίνωση ο υπουργός Εξωτερικών Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ.

Ο συγγραφέας του “Θάνατος στη Βενετία” είχε φιλοξενήσει σε αυτή την έπαυλη, που αγοράστηκε από το γερμανικό κράτος έναντι περίπου 13 εκατομμυρίων δολαρίων σύμφωνα με την εφημερίδα Süddeutsche Zeitung, μεταξύ άλλων τον συγγραφέα και δραματουργό Μπέρτολτ Μπρεχτ, τον φιλόσοφο Τεοντόρ Αντόρνο ή ακόμη τον κινηματογραφιστή Φριτς Λανγκ.

Η κατοικία θα φιλοξενεί μελλοντικά νέους καλλιτέχνες και θα συμβάλλει στον δι-ατλαντικό διάλογο.

Το τέλος του

Ο Τόμας Μαν επέστρεψε στην Ευρώπη το 1952 και εγκαταστάθηκε στη Ζυρίχη όπου και απεβίωσε το 1955 σε ηλικία 80 ετών. Τα άπαντα του Τόμας Μαν εκδόθηκαν σε δώδεκα τόμους στο Βερολίνο το 1956 και στη Φρανκφούρτη το 1960.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -