Ο Πύργος, το αριστουργηματικό μυθιστόρημα του Φραντς Κάφκα, μεταφέρεται στη σκηνή του Σύγχρονου Θεάτρου σε διασκευή της Έλσας Ανδριανού και σκηνοθεσία Ορέστη Τάτση με τους Νίκο Γιαλελή, Δημήτρη Μηλιώτη, Ιάκωβο Μηνδρινό, Σεμίνα Πανηγυροπούλου, Λυγερή Ταμπακοπούλου, Άρη Τρουπάκη και Ναταλία Στυλιανού. Από 29 Μαΐου 2019 και μόνο για 15 παραστάσεις.
Ένας κάποιος κύριος Κ. καταφθάνει σε ένα χωριό που ανήκει στην επικράτεια κάποιου Πύργου. Πιστεύει πως έχει προσληφθεί ως Χωρομέτρης, κάτι που σύντομα θα αποδειχθεί απλή προσδοκία. Ο διορισμός του είναι ένα λάθος, της κατά τα άλλα αλάνθαστης διοίκησης. Ο κ. Κ. παρότι ξένος στον νέο τόπο, πασχίζει να ενταχθεί και να κατανοήσει τη λειτουργία αυτού του παράλογου μηχανισμού. Δε δείχνει να πτοείται, καταβάλει κάθε προσπάθεια με μια σχεδόν ακατανόητη επιμονή. Αντιτάσσεται άραγε, ή έχει ήδη υποκύψει; Κανένας δεν μπορεί να δώσει απάντηση.
Συντελεστές
Μετάφραση: Βασίλης Πατέρα
Διασκευή: Έλσα Ανδριανού
Σκηνοθεσία: Ορέστης Τάτσης
Σκηνικά: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Κοστούμια: Έλλη Παπαδάκη
Σχεδιασμός φωτισμών: Μελίνα Μάσχα
Επιμέλεια κίνησης: Πωλίνα Κρεμαστά
Μουσική σύνθεση: Κώστας Λώλος – Κώστας Στεργίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Ηλέκτρα Μαγγίνα – Θεοδώρα Γεωργακοπούλου
Κατασκευή Σκηνικού: Λευτέρης Βουρεκάς
Φωτογραφίες: Γιάννης Ζινδριλής
Σχεδιασμός Έντυπου Υλικού/ Promo trailer: Παναγιώτης Ανδριανός
Μακιγιάζ: Βασιλική Κήτα
Επικοινωνία: Άρης Ασπρούλης
ΔΙΑΝΟΜΗ
Κ.: Νίκος Γιαλελής
ΣΒΑΡΤΣΕΡ, ΒΑΡΝΑΒΑΣ: Δημήτρης Μηλιώτης
ΒΟΗΘΟΙ/ΟΣ, ΜΠΥΡΓΚΕΛ: Ιάκωβος Μηνδρινός
ΦΡΙΝΤΑ, ΑΜΑΛΙΑ: Σεμίνα Πανηγυροπούλου
ΞΕΝΟΔΟΧΟΣ ΠΑΝΔΟΧΕΙΟΥ ΚΥΡΙΩΝ/ΓΕΦΥΡΑΣ: Ναταλία Στυλιανού
ΟΛΓΑ, ΠΕΠΗ: Λυγερή Ταμπακοπούλου
ΚΟΙΝΟΤΑΡΧΗΣ, ΔΑΣΚΑΛΟΣ, ΜΟΜΟΥΣ, ΕΡΛΑΝΓΚΕΡ: Άρης Τρουπάκης
Πληροφορίες
FRANZ KAFKA
Ο Πύργος
Πρεμιέρα Τετάρτη 29 Μαΐου 2019
Σύγχρονο Θέατρο
Ευμολπιδών 45, Γκάζι | Κρατήσεις: 2103464380
για 15 μόνο παραστάσεις
Παραστάσεις: 29 Μαΐου – 16 Ιουνίου
Τετάρτη με Κυριακή στις 21:15 | Διάρκεια: 110 λεπτά
Τιμές Εισιτηρίων: 15 € Κανονικό, 10 € Μειωμένο (Φοιτητικό, ΑμέΑ, Ανέργων)
Σημείωμα σκηνοθέτη
Δε γνωρίζω σε όλη την παγκόσμια λογοτεχνία παρά μόνον ένα έργο, που είναι απόλυτη δημιουργία, δημιουργία ενός άλλου κόσμου. Έργο, που φαινομενικά παίρνει όλα τα υλικά του από τούτον ‘δω τον κόσμο και επιβάλλοντας στη διάταξή του και στη «λογική» του μία ανεπαίσθητη και αδιόρατη αλλοίωση, φτιάχνει από αυτά έναν κόσμο που δεν μοιάζει με κανέναν άλλον και χάρη στον οποίο ανακαλύπτουμε έκθαμβοι και τρομοκρατημένοι, ότι ίσως κάποτε να κατοικούμε κρυφά σε αυτόν τον κόσμο. Αυτός είναι ο «Πύργος» του Φραντς Κάφκα. || Κορνήλιος Καστοριάδης
Η αποστροφή του Κορνήλιου Καστοριάδη στο βιβλίο του «Παράθυρο στο Χάος» δίνει την απάντηση σε όσους διερωτώνται γιατί «ο Πύργος» του Φράντς Κάφκα μεταφέρεται στη θεατρική σκηνή[1]. Η δημιουργία ενός άλλου κόσμου με τα υλικά αυτού του κόσμου θα μπορούσε να είναι ο ορισμός της θεατρικής πράξης. Η αναμέτρηση με ένα τέτοιο κείμενο είναι άκρως σαγηνευτική. Πόσο μάλλον όταν οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις, είναι τόσες πολλές και φαινομενικά αντικρουόμενες. Σε μια παραβολή, όπως είναι ο «Πύργος», οι μεταφυσικές ερμηνείες ενίοτε συγκρούονται με τις πολιτικές, κάτι το οποίο δεν αποτελεί αντίφαση. Ο Καρλ Γιάσπερς, θεωρεί ότι το να είσαι υπεύθυνος για τις πράξεις ενός μηχανισμού τον οποίο ανέχεσαι, είναι πολιτική ευθύνη, το να υποστηρίζεις και να συνεργάζεσαι με το μηχανισμό αυτό, αποτελεί ηθική ευθύνη, το να μην αντιστέκεσαι σε αυτόν είναι μεταφυσική ευθύνη. Νομίζω ότι σε αυτή την παρατήρηση συναντιούνται ερμηνείες, που μοιάζουν αντικρουόμενες. Η ιστορία που συνθέτει ο Κάφκα, δε δείχνει περίπλοκη. Ένας κάποιος κύριος Κ. καταφθάνει σε ένα χωριό, που ανήκει στην επικράτεια κάποιου Πύργου. Πιστεύει πως έχει προσληφθεί ως Χωρομέτρης, κάτι που σύντομα θα αποδειχθεί απλή προσδοκία. Ο διορισμός του είναι ένα λάθος της κατά τα άλλα αλάνθαστης διοίκησης. Ο κ. Κ. παραμένει πάντοτε ο ξένος που πασχίζει να ενταχθεί και να κατανοήσει τη λειτουργία αυτού του παράλογου μηχανισμού. Δε δείχνει να πτοείται, καταβάλει κάθε προσπάθεια με μια σχεδόν ακατανόητη επιμονή. Ο αφηγητής στο μυθιστόρημα ανάμεσα στις αλλεπάλληλες προσπάθειες θα αναρωτηθεί: «Έχει αντιταχθεί ή έχει υποκύψει;». Κανένας δεν μπορεί να δώσει απάντηση. Σωστά πολλοί αναλυτές επισημαίνουν ότι ο συγγραφέας μιλά για τη γραφειοκρατία. Ο Κάφκα όμως, φτάνει πολύ πέρα από αυτό. Η γραφειοκρατία είναι αυτό που περιβάλλει την πραγματικότητα, αλλά όπως γράφει ο ίδιος στον «Πύργο»: Η υπηρεσία και η ζωή μπλέκονται! Μερικές φορές, η μια παίρνει τη θέση της άλλης. Ο μηχανισμός στον οποίο αναφερόμαστε έχει ποτίσει τις ανθρώπινες σχέσεις. Αυτό που στα μάτια μας μοιάζει εφιαλτικό, ο συγγραφέας το τυλίγει με ένα πέπλο γελοιότητας. Η ιστορία του κάποιου κ. Κ. μοιάζει με φάρσα. Ο ίδιος ο συγγραφέας διάβαζε τα κεφάλαια του βιβλίου του σε φιλικές παρέες, με σκοπό να τους διασκεδάσει. Φέρνοντας στο νου τα λόγια του Τόμας Μαν: Το γέλιο, το να γελάς μέχρι δακρύων για ανώτερους λόγους, είναι ό,τι καλύτερο έχουμε. Ό,τι καλύτερο μας έχει μείνει. Θα συμφωνήσει μαζί μου κάποιος, πως οι γεμάτοι αγάπη προβληματισμοί του Κάφκα στον «Πύργο», πρέπει να περιληφθούν ανάμεσα στα πιο μεγάλα έργα που έχει γεννήσει η παγκόσμια λογοτεχνία.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΤΑΤΣΗΣ
***
Ο Κ. –εμείς: Μια α-νόητη πορεία προς τον Πύργο
Ο «Πύργος», το εμβληματικό ημιτελές μυθιστόρημα του Κάφκα έχει δεχτεί πλείστες αναγνώσεις –δεν έχει ανάγκη μία ακόμη. Εντούτοις, η συνάντηση με ένα υλικό με όρους θεατρικής υλοποίησης θέτει άλλους όρους ανάγνωσης, τόσο από την άποψη της επιλογής ενός θέματος πολιτικού –όχι επικαιροποιώντας μια δεδομένη χρονική συγκυρία, αλλά επειδή εξ ορισμού δημόσιος και άρα πολιτικός λόγος εκφέρεται στη σκηνή-, όσο και της ανάγκης να αποκρυσταλλωθεί το ανοιχτό σύμπαν ενός λογοτεχνικού έργου σε έναν συγκεκριμένο υλικό σκηνικό κόσμο. Μια θεατρική διασκευή υπηρετεί μια παράσταση και οφείλει να ακολουθήσει ένα νήμα που διαπερνά το έργο, όχι να «αποδώσει» το έργο.
Το ερώτημα τίθεται άμα τη εμφανίσει:
Η άφιξη ενός κάποιου κυρίου Κ. σε ένα κάποιο απροσδιόριστο «χωριό», η οποία προσομοιάζει στην είσοδο ενός οιουδήποτε ανθρώπου από έναν «γενέθλιο τόπο» σε μια κοινωνία της οποίας οι κανόνες, το θεσμικό πλαίσιο και τα χαρακτηριστικά φαντάζουν εξίσου απροσδιόριστα, στο βαθμό που το υποκείμενο αδυνατεί να κατανοήσει και να εσωτερικεύσει τις πραγματικές σχέσεις του μαζί της, είναι μια πέτρα που πέφτει στη λίμνη, Ναι, αλλά ποια είναι η λίμνη;
Η όλη κοινωνική ζωή προσδιορίζεται από μια εξουσία άτεγκτη, κεντρική, κρυπτική, αυθαίρετη και απολύτως αδιαμφισβήτητη. Ο Πύργος, από όπου όλα εκπορεύονται και στον οποίο οι πάντες αναφέρονται, αποτελεί ένα ακατανόητο και ουδέποτε αποδεδειγμένα χρήσιμο «κέντρο του σύμπαντος», δια του οποίου όλοι αυτοπροσδιορίζονται, αν και πάντοτε παραμένει αμφίβολο τόσο το πώς, όσο και το γιατί. Η ζωή πέριξ του Πύργου οργανώνεται ως δυστοπία, όσο ο Πύργος ορίζεται αυθαίρετα ως η απόλυτη ουτοπία.
Ο Κ., ο εκάστοτε Κ. σήμερα, αγωνίζεται να υπάρξει μέσα σε κάτι που του παρουσιάζεται ως δεδομένο σύστημα, αν και ποτέ, ούτε ο ίδιος, ούτε όσοι συναντά κατανοούν γιατί είναι -ή γιατί πρέπει να είναι- δεδομένο. Η αγωνιώδης προσπάθεια τόσο του ίδιου, όσο και των ακατανόητα εχθρικών -και εξίσου ακατανόητα «αρωγών»- προς τον Κ. λοιπών προσώπων, να εγκρίνεται κάθε πράξη τους από αυτό που εκπροσωπεί ο Πύργος ουδέποτε τίθεται εν αμφιβόλω. Αντιθέτως, εσωτερικεύεται και εντέλει συνιστά λόγο ύπαρξης που καταπίνει όλες τις πτυχές της επαγγελματικής, κοινωνικής και προσωπικής ζωής, σε μια διαδικασία σχεδόν «μαγική», υπό την έννοια της ανορθόλογης πράξης και της ανεξέλεγκτης αποδοχής.
Ο Κ. κάνει τα πάντα για μια θέση και αυτή δεν είναι η θέση του χωρομέτρη, είναι απλώς μια θέση στον κόσμο. Ο Κ. δεν είναι ούτε καλύτερος, ούτε χειρότερος από όλους όσους συγκροτούν το σύμπαν του έργου. Είναι απλώς ο ένας έναντι των πολλών –και υπ’ αυτήν και μόνο την έννοια ο κόσμος συγκροτείται από τα δίπολα «άτομο – κοινωνία», «ένας – πολλοί», «ξένος – ιθαγενείς». Η απομόνωση του Κ. δεν είναι φυσική, αλλά εκλαμβάνεται από όλους -και πρωτίστως από τον ίδιο- ως τέτοια. Αν οι στρατηγικές επιβίωσης δεν κατανοούνται ως πλήρεις ενός νοήματος που συναρτάται με τη βούληση, την επιθυμία και την κατανόηση του κόσμου, τότε ο Κ. μπορεί να βρεθεί στη θέση του οποιουδήποτε και οποιοσδήποτε στη θέση του Κ. Άλλωστε, οι πάντες -όχι μόνο ο Κ.- το ίδιο επιδιώκουν: την αποδοχή τους από ένα σύστημα για του οποίου την παράλογη αναγκαιότητα είναι πεπεισμένοι και το οποίο είναι σίγουροι πως, αν τους εκδιώξει, δεν θα επιβιώσουν. Εντούτοις, ουδέποτε μπορούν να αρθρώσουν σε συγκροτημένο λόγο ούτε πώς δημιουργήθηκε, ούτε σε τι χρησιμεύει, ούτε τι τους προσφέρει, ούτε τι θα συμβεί εάν το αμφισβητήσουν.
Ο μηχανισμός είναι τόσο ισχυρός που «κουρδίζει» όλα τα πρόσωπα σε ένα οιονεί φαρσικό σύμπαν, γκροτέσκο και αυτοματοποιημένο, εντός του οποίου η απώλεια του προσώπου δεν θεωρείται απλώς δεδομένη, αλλά και απαραίτητη, αν και ποτέ δεν εξηγείται επαρκώς το γιατί. Σε αυτή τη μη εξήγηση, στην απουσία οποιασδήποτε ερμηνείας, έγκειται άλλωστε η ισχύς μιας σύγχρονης γοητευτικής παραβολής, όπου όλοι μπορούμε να είμαστε ο Κ. ή/και ο Πύργος. Ο πολλαπλασιασμός των ειδώλων της κλασικής φάρσας ίσως αντικατοπρίζει ακριβώς αυτήν την αμηχανία.
Ζούμε σε έναν κόσμο που μας επιβάλλεται με ακατανόητη βία και τον οποίο, όχι απλώς δεν ελέγχουμε, αλλά έχουμε χάσει και τη στοιχειώδη βούληση να το επιχειρήσουμε. Απλώς τον δεχόμαστε και πασχίζουμε εναντίον όλων μέσα σ’ αυτόν· πεπεισμένοι πως μόνο αυτό είναι εφικτό, αποκλείοντας εξ ορισμού τη δυνατότητα να καταφερθούμε εναντίον του αποσκοπώντας -έστω ευλπιστώντας- σ’ έναν κόσμο που να κατανοούμε και να μας συμπεριλαμβάνει. Και όλα αυτά, χωρίς καν να αντιλαμβανόμαστε την κοινωνική -και όχι φυσική- του υπόσταση και, εντέλει, τη δική μας απόσπαση από το φυσικό, ήτοι από τη συμπερίληψή μας σε ένα όλον του οποίου να είμαστε μέρος, όχι θύτης, θύμα ή εργαλείο –τουλάχιστον όχι αυτοδικαίως!
ΕΛΣΑ ΑΝΔΡΙΑΝΟΥ
[1] Ο Πύργος στην Ελλάδα παρουσιάστηκε στο θέατρο πρώτη φορά από τον Αλέξη Σολωμό το 1964 στο θέατρο Προσκήνιο ενώ μετρά αρκετές κινηματογραφικές αναπαραστάσεις.