«…Προσοχή στα λογικά σας, κύριοι,
προσοχή στα λογικά σας.
Δεν ξέρετε ως που θα μας σύρει
το μίσος για τη λογική…»
«Αν το θέατρο θέλει να μας ξαναγίνει αναγκαίο, πρέπει να μας δώσει όλα αυτά τα στοιχεία που υπάρχουν στον έρωτα, το έγκλημα, στον πόλεμο ή στην τρέλα»
Αντονέν Αρτώ
Ήταν ο καλλιτέχνης που «γεννήθηκε μ’ ένα κορμί βασανισμένο, παραποιημένο όπως το τεράστιο βουνό…». Δύσκολο να σχολιάσει ή να προσπαθήσει να εξηγήσει κανείς τα λόγια και το πνεύμα του. Τα κείμενά του μιλούν από μόνα τους. Ας τα ερμηνεύσει ο καθείς όπως θέλει κι όπως μπορεί. Ο Αντονέν Αρτώ (Antonin Artaud, πλήρες όνομα Antoine Marie Joseph Artaud) ήταν Γάλλος ηθοποιός, σκηνοθέτης, ποιητής και θεωρητικός του θεάτρου. Γεννήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου του 1896 και πέθανε στις 4 Μαρτίου του 1948. Υπήρξε από τα πρώτα μέλη του κινήματος του υπερρεαλισμού και τακτικός συνεργάτης του περιοδικού “La Revolution Surrealiste” (Η Σουρρεαλιστική Επανάσταση).
Ο Αρτώ συνέγραψε πλήθος δοκιμίων και μελετών για το θέατρο και τη δραματολογία. Ο ίδιος επινόησε και δημιούργησε το Θέατρο της Σκληρότητας (Théâtre de la cruauté).
Για μεγάλες περιόδους της ζωής του, ο Αρτώ ήταν έγκλειστος σε ψυχιατρικές κλινικές, ενώ αντιμετώπιζε έντονα ψυχολογικά προβλήματα.
Γεννήθηκε στη Μασσαλία. Από νωρίς εμφάνισε δείγματα άστατης υγείας. Στην ηλικία των τεσσάρων ετών προσβλήθηκε από μηνιγγίτιδα. Έπασχε παράλληλα από νευραλγία ενώ περνούσε και μεγάλες περιόδους κατάθλιψης. Την περίοδο της εφηβείας του, οι γονείς του φρόντισαν για μια μακροχρόνια σειρά παραμονών του σε σανατόρια. Διήρκεσαν συνολικά πέντε έτη, με ένα διάλειμμα δύο μηνών, τον Ιούνιο και Ιούλιο του 1916, όταν ο Αρτώ επιστρατεύτηκε. Τελικά όμως απαλλάχθηκε λόγω της υπνοβασίας του. Κατά τη διάρκεια των θεραπειών του στο σανατόριο, ο Αρτώ ήρθε σε επαφή με έργα των Ρεμπώ, Μπωντλαίρ και Έντγκαρ Άλαν Πόε.
Το Μάιο του 1919 ο διευθυντής του σανατορίου, ο Δρ. Dardel, συνιστά τη χορήγηση οπίου για τον Αρτώ, γεγονός που οδήγησε σε μόνιμο εθισμό του. Το Μάρτιο του 1920 ο Αρτώ εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Εκεί ήρθε σε επαφή με το κίνημα του υπερρεαλισμού στο οποίο και προσχώρησε, για να αποβληθεί ωστόσο λίγο αργότερα.
Ο Αρτώ υπήρξε επίσης ηθοποιός. Μάλιστα εμφανίστηκε σε δύο ταινίες που θεωρούνται κλασικές: στο La Passion de Jean d’Arc του Καρλ Ντράγιερ του 1928 (στο ρόλο του Jean Massieu) και στο Napoléon του Αμπέλ Γκανς του 1927 (στο ρόλο του Μαρά).
Τον Ιανουάριο του 1948 διαγνώστηκε πως πάσχει από καρκίνο. Πέθανε την ίδια χρονιά, από μια θανατηφόρα δόση κάποιου φαρμάκου. Δεν είναι γνωστό εάν εν γνώσει του χορήγησε στον εαυτό του αυτή τη θανατηφόρα δόση.
Θέατρο της Σκληρότητας
Σύμφωνα με τον ίδιο τον Αρτώ, το θέατρο της σκληρότητας δημιουργήθηκε προκειμένου να αποκατασταθεί στο θέατρο μια εμπαθής και σπασμωδική σύλληψη της ζωής. Βασικά χαρακτηριστικά του θεάτρου της σκληρότητας είναι:
* Η απαισιοδοξία αλλά ταυτόχρονα και η ελπίδα ότι το θέατρο μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγές.
* Η απομάκρυνση του κοινού από την καθημερινή πραγματικότητα και η χρήση συμβόλων με σκοπό τη συναισθηματική και ψυχική συμμετοχή του.
* Χρήση τεχνικών και σκληρών εκφραστικών μέσων με απώτερο στόχο την αφύπνιση του κοινού, ένα είδος ψυχοθεραπείας.
* Χρήση του γκροτέσκου, του άσχημου και του πόνου για να απευθύνεται στο κοινό.
«Είναι δύσκολο να με πιστέψουν
και βλέπω ήδη το κοινό να σηκώνει τους ώμους του
αλλά ο λεγάμενος χριστός είναι κείνος
που μπροστά στο θέαμα της μουνόψειρας του θεού
δέχτηκε να ζήσει χωρίς σώμα
ενώ μια στρατιά από ανθρώπους,
αποκαθηλωμένοι από ένα σταυρό
όπου ο θεός από καιρό πίστευε πως τους είχε καρφωμένους,
επαναστάτησε,
και πάνοπλη από σίδερο,
από φωτιά και από κόκαλα,
προχωράει, βρίζοντας τον Αόρατο
για να ξεμπερδέψει μια για πάντα
με την ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»
«Γεννήθηκα μ’ ένα κορμί βασανισμένο, παραποιημένο όπως το τεράστιο βουνό…»
«… υπάρχει ένα πράγμα
που είναι κάτι,
και που το νιώθω
από κείνο που θέλει
ΝΑ ΒΓΕΙ:
η παρουσία του σωματικού μου
πόνου,
αυτή η απειλητική
παρουσία
που δε λέει να βαρεθεί ποτέ
το σώμα μου…
…Με πίεζαν
ακόμα και στο σώμα μου
και μέχρι μέσα στο σώμα
και τότε ήταν
που τίναξα στον αέρα τα πάντα
γιατί το σώμα μου
δεν θα αφήσω να τ’ αγγίξει
κανένας πια».
Στη «La Révolution Surréaliste» γράφει:
«Αυτή η επανάσταση αποβλέπει σε μια γενική υποτίμηση των αξιών, στον εκφυλισμό του πνεύματος, στον περιορισμό του προφανούς, σε μια απόλυτη και ανανεωμένη σύγχυση των γλωσσών, στην ισοπέδωση της σκέψης».
Ο Αντρέ Μπρετόν είχε πει: «Δεν αντέχω να έχω να κάνω με τον ανισόρροπο!» και ο Αρτώ απαντά: «Δεν έχω προσωπικό μίσος. Τους απωθώ και τους καταδικάζω μια κι έξω, αποδίδοντας στον καθένα τους όλη την εκτίμηση κι ακόμα όλο το θαυμασμό που αξίζουν για τα έργα τους ή για το πνεύμα τους… Δεν έχω την αφέλεια όπως αυτοί να τους γυρίσω την πλάτη και να τους αρνηθώ κάθε ταλέντο απ’ τη στιγμή που έπαψαν να είναι φίλοι μου”.
«Η εξωτερική μεταμόρφωση είναι ένα πράγμα που μπορεί να επιτευχθεί από πλεόνασμα».
«Δε θέλησα να εμπιστευτώ παρά στον εαυτό μου τη φροντίδα να καθορίσω τα όριά μου, το ότι απαιτώ να μ’ αφήσουν ελεύθερο και κύριο της ίδιας μου της δράσης. Μα τι να την κάνω εγώ όλη την Επανάσταση του κόσμου αν ξέρω ότι παραμένω αιώνια δυστυχισμένος και άθλιος μες στην καρδιά της ίδιας μου της λειψανοθήκης;».
«Ο σουρεαλισμός υπήρξε αυτή η δυναμική ελπίδα, η ακατάληπτη και πιθανόν απατηλή όπως και κάθε άλλη, που όμως σε ωθεί ακούσια να παίξεις το τελευταίο χαρτί, να κρεμαστείς απ’ οποιαδήποτε φαντασίωση έστω κι αν αυτή ξεγελάσει για λίγο το πνεύμα. Ο σουρεαλισμός δεν μπορούσε να μου ξαναδώσει μια χαμένη ουσία, αλλά μου έμαθε να μην αναζητώ μέσα στην εργασία της σκέψης μια συνέχεια που μου είχε γίνει ανέφικτη, και να μπορώ να αρκούμαι στα φαντάσματα που το μυαλό μου έσερνε μπροστά μου».
«Εκεί όπου οι άλλοι υποκρίνονται ότι παρουσιάζουν έργα και ποιήματα εγώ δεν προτίθεμαι παρά να εκθέσω το πνεύμα μου γυμνό.
Ζωή σημαίνει να σε καίνε τα ερωτήματα.
Δεν αντιλαμβάνομαι το έργο σαν ξεκομμένο απ’ τη ζωή.
Δεν μ’ αρέσει η ξεκομμένη απ’ τη ζωή δημιουργία. Άλλωστε, δεν αντιλαμβάνομαι, δεν μπορώ ν’ αντιληφθώ το πνεύμα σαν ξεκομμένο απ’ το πνεύμα. Κάθε ένα από τα έργα μου, κάθε ένα από τα εσωτερικά μου επίπεδα, κάθε μία από τις ψυχρές ανθοφορίες της ψυχής μου επικαλύπτουνε, θαρρείς, με κάτι σαν γλοιό ολόκληρο το είναι μου.
Γι’ αυτό και μπορώ να με βρίσκω τόσο μέσα σ’ ένα γράμμα προορισμένο να εξηγήσει το ενδόμυχο σημείο αιχμής του είναι μου και τον υπέρλογο ευνουχισμό της ζωής μου όσο και μέσα σ’ ένα δοκίμιο εξωτερικό του εαυτού μου και το οποίο φαντάζει στα μάτια μου σαν μία κύηση αδιάφορη προς το πνεύμα μου.
Υποφέρω που το Πνεύμα δεν βρίσκεται εντός της ζωής και που η ζωή δεν είναι το Πνεύμα, υποφέρω από το Πνεύμα-όργανον, από το Πνεύμα-μετάφραση, το Πνεύμα-φόβητρο που με βία εγγράφει τα πράγματα εντός του Πνεύματος».
Από τη συλλογή “Ο ομφαλός των φύλλων” (1925)
Σκατά στο πνεύμα
Μετάφραση: αλέξανδρος ζήτα
Δημοσιεύτηκε απ’ τις εκδόσεις discordia
Μετά τον ρομαντισμό,
ο συμβολισμός,
ο ντανταϊσμός,
ο σουρεαλισμός,
ο λετρισμός
και ο μαρξισμός,
δηλαδή εκατό «σχολές» πολιτικής, φιλοσοφικής και λογοτεχνικής ανατροπής, υπάρχει μια λέξη, ένα πράγμα, που έμεινε όρθιο, μια αξία που έμεινε αναλλοίωτη, που διατήρησε σε πείσμα όλων την υπεροχή της, είναι η λέξη και το πράγμα πνεύμα,
η αξία που προσδίδεται στο πνεύμα,
η αξία του πράγματος πνεύμα,
λες και θ’ αρκούσε να προφέρουμε την μαγνητική αυτή λέξη,
λες και θ’ αρκούσε να την αφήσουμε να ξεπηδήσει στη γωνιά μιας σελίδας, για να έχουν ειπωθεί όλα.
Σαν να εννοείτο, πράγματι,
και σαν αρχή και σαν ουσία, ότι το πνεύμα είναι η έμφυτη έννοια, η αξία υπόδειγμα,
η λέξη κορυφή,
που από το σημείο αυτό και πέρα, ο παλιός αταβιστικός αυτοματισμός του ζώου που ονομάζεται άνθρωπος θα έπαυε να κλυδωνίζεται.
Γιατί το φορείο θα ήταν καλά στερεωμένο στη θέση του.
Παντού ήταν αναμφισβήτητο, μετά από, δεν ξέρω κι εγώ πόσα, χρόνια Καββαλισμού, ερμητισμού, μυσταγωγίας, πλατωνισμού και ψυχουργίας,
ότι το σώμα είναι τέκνο του πνεύματος, του οποίου φαίνεται να είναι η διόγκωση,
το σύμφυρμα ή ο μαγικός σωρός
και πως δεν μπορούμε να αντιληφθούμε σώμα που να μην είναι, στο τέλος της φυσικής πορείας, η κατάληξη μιας σκοτεινής σύζευξης του πνεύματος με την ίδια του τη δύναμη, το όριο μιας διαδρομής επιλεγμένης απ’ το ίδιο το πνεύμα κατά την πορεία του,
σαν να μην μπορούσε να υπάρχει σώμα, εάν δεν υπήρχε κάπου το πνεύμα,
σαν η κατάσταση που αποκαλείται σώμα, το πράγμα που ονομάζουμε σώμα, να ήταν ουσία και φύσει κατώτερο από την κατάσταση πνεύμα και να πήγαζε απ’ αυτήν.
Σαν το σώμα να ήταν η άμαξα και το πνεύμα, το άλογο, που οδηγείται από ένα άλλο πνεύμα που ονομάζεται αμαξάς.
Σαν το σώμα να είναι οι εργάτες του εργοστασίου και το πνεύμα, το αφεντικό, το οποίο έχει επινοήσει το αλυσσόδεμα των εργατών στη διαδικασία παραγωγής.
Σαν το σώμα να ήταν το κορμί όλων των στρατιωτών που σκοτώνονται υπό τις διαταγές αυτού του μεγάλου πνεύματος, του Στρατηγού, που τους στέλνει να σφαγιασθούν.
Σαν να ήταν αυτονόητο για τη ζωή ότι το σώμα είναι αυτή η βρωμερή ουσία μέσα στην οποία το πνεύμα κάνει το ποδόλουτρό του, όπως ένας καπουτσίνος ξεπλένει τις μπότες του μέσα στο λουτρό αίματος του πολέμου.
Και το σώμα δεν έχει παρά να το βουλώσει.
Θα ήθελα να δω το σώμα ενός πνεύματος να οργανώνει τα μελλοντικά του κοιμητήρια.
Αλλά πιο πριν, θα ήθελα να μιλήσω για τους εφιάλτες.
Αστεία ανακολουθία, δεν είναι;
Να περνάς έτσι ξαφνικά και κτηνώδικα από το πνεύμα στους εφιάλτες.
Οι εφιάλτες προέρχονται απ’ τους παλιανθρώπους, απ’ όλους τους αρνητές του σώματος,
απ’ όλους τους πλήρεις πνεύματος, που ασκούν μαγεία για να ζήσουν και που δεν έχουν βιώσει παρά μόνο πνεύμα, δηλαδή τη μαγεία.
Χωρίς τους υποστηρικτές της καθαρότητας του πνεύματος,
του καθαρού πνεύματος σαν αρχή των πραγμάτων και του Θεού ως καθαρού πνεύματος,
δεν θα υπήρχαν εφιάλτες.
Και όλοι βέβαια, από τότε που υπάρχει η γη, έχουν να παραπονεθούν για έναν εφιάλτη, να του προσάψουν, μόλις ξυπνήσουν, ότι τους βασάνισε τη νύχτα, χωρίς όμως να δώσουν μεγαλύτερη σημασία,
χωρίς να δώσουν προσοχή στην σοβαρότητα του γεγονότος.
Δεν γνωρίζουν ότι ο εφιάλτης είναι η είσοδος του παραλογισμού από το κενό,
η αναρχία μέσα στην κανονική λογική του μυαλού τους,
το δηλητήριο που ρίχνεται στην ευμάρεια, μια παρέμβαση από κάτω προς τα πάνω, ότι είναι η σταγόνα του μίσους κάποιου άλλου, που κυλάει στη βραδυνή αναπνοή τους, η ενστάλαξη μιας νύμφης του πνεύματος, ένα δάκρυ καθαρού πνεύματος που αθόρυβα εισήχθη στο σώμα τους, από κάθε τι που είναι αδυναμία, απουσία, κενό, μίσος, αρρώστια ή επιθυμία.
Ο εφιάλτης λοιπόν, για την πλειοψηφία των κοιμωμένων στη γη δεν είναι παρά μια ωραία ιστορία που διηγούνται μόλις πεταχτούν απ’ το κρεβάτι.
Κάτι σαν διήγημα του Έντγκαρ Πόε, του Ερμάν Μελβίλ, του Χόφμαν, του Λαμότ Φουκέ, του Ναθαναέλ Χώθορν, του Λιούις ή του Καμίσο,
των οποίων το όνειρό τους παρέχει το υλικό για την απεικόνιση τάχα της ζωής,
αλλά δεν υποψιάζονται,
δεν αντιλαμβάνονται,
πως κάποιοι άνθρωποι ψάχνουν μεθοδικά, μέσα στο όνειρο, τον τρόπο για να σταματήσουν τη ζωή, να αποκτήσουν αυτοί οι ίδιοι ζωή, εις βάρος της στρεβλωμένης αγωνίας του κοιμώμενου που αυτοί έχουν κυριεύσει.
Με ποιο τρόπο;
Επωφελούμενοι απ’ τον ύπνο του ανθρώπου,
από τη χαλάρωση που προσφέρει ο ύπνος στον άνθρωπο, για να ξεριζώσουν από τη φυσιολογική ροή του μοριακού τρόπου ύπαρξης ενός ανθρώπου, μια μικρή φέτα ζωής, ένα μικρό αιμάτινο δίκτυο ατόμων που θα τους χρησιμεύσει για να θρέψουν τη δική τους ζωή.
Ένας εφιάλτης δεν είναι ποτέ τυχαίο συμβάν, αλλά συμφορά ολόδική μας, ξαμολημένη από μια πουτάνα, από το στόμα ενός βαμπίρ που μας βρίσκει πολύ πλούσιους σε ζωή και που δημιουργεί, με ορισμένες σταλαγματιές αλληλεπιδράσεων μέσα στις σκέψεις μας,
καταστροφικά κενά στις διαδρομές των αναπνοών του κοιμώμενου σώματός μας το οποίο νομίζει ότι έχει γλιτώσει από τις έγνοιες.
Είναι οι άνθρωποι λοιπόν που δημιουργούν αυτούς τους εφιάλτες, αλλά αυτοί οι άνθρωποι είναι πνεύματα που θέλησαν να παραμείνουν στο πνεύμα χωρίς να προχωρήσουν πιο μακριά στη ζωή.
Και τι είναι το πνεύμα;
Το πνεύμα πραγματικά.
Εννοώ πέρα από τη Φιλοσοφία.
Και γιατί το σώμα να προέρχεται από το πνεύμα και όχι το πνεύμα από το σώμα;
Γιατί το πνεύμα να περιέχει τις αξίες και το σώμα να θεωρείται απλώς η άθλια κατοικία τους, η υλική τους ενσάρκωση;
Λες και υπήρξε ποτέ κάποιο μυστήριο που ονομάζεται ενσάρκωση.
Ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στο σώμα και το πνεύμα;
Αν σκεφτούμε καλά, καμία.
Γιατί το σώμα ξέρουμε τι είναι, αλλά το πνεύμα,
ποιος είπε πως ήταν η αρχή εκείνου απ’ όπου ξεπηδά ό, τι υπάρχει στη ζωή;
Είναι το πνεύμα που έχει τα δεδομένα.
Μέσα σ’ αυτό είναι που βλέπουμε τις ιδέες, τα μητρικά αυτά μαστάρια απ’ τα οποία τρέφεται ο, τιδήποτε έχει ενέργεια.
Αλλά, μας την σπας, Πλάτωνα. Και σεις, Σωκράτη, Επίκτητε, Επίκουρε, Καντ, ακόμα κι εσύ Καρτέσιε.
Γιατί μπορούμε εύκολα ν’ αντιστρέψουμε το πρόβλημα και να πούμε πως το πνεύμα δε θα είχε υπάρξει, ούτε οι αξίες και τα δεδομένα του, αν το σώμα, που τις διέδωσε, δε βρισκόταν εκεί, τη στιγμή που το πνεύμα, πάντα βρισκόμενο σε ακινησία, αρεσκόταν απλώς να τις κοιτάζει, περιμένοντας να τις σοδομίσει απ’ την πρώτη στιγμή.
Αφού χωρίς την αρχή του σοδομισμού, δεν θα απέμενε πλέον στο πνεύμα παρά να αδειάσει εξίσου τη γη και το μεγάλο κενό των πλανητών, το οποίο ο Πλάτωνας, αυτός ο θλιβερός ημιμαθής, νόμισε κάποια μέρα ότι ήταν επιπλωμένο με ιδέες, που κανείς ποτέ δεν συνάντησε.
Γιατί το πνεύμα είναι μια πομφόλυγα, μια απάτη.
Ένα είδος στοιχειωμένου καπνού που δε ζει παρά μόνο απ’ ό, τι απομυζά από το σώμα, για να κάνει με κόπο μια κίνηση και όχι μια σκέψη ή μια υπόθεση.
Γιατί τι είναι αυτές οι σκέψεις, οι υποθέσεις, οι αξίες και οι ιδιότητες;
Έννοιες χωρίς ζωή που υλοποιούνται μόνο όταν το σώμα τις αποβάλει, δημιουργώντας μια μεγάλη εφίδρωση για να τις αναγκάσει να το εγκαταλείψουν.
Γιατί το σώμα δεν έχει ποτέ ανάγκη να του προσδιορίσουμε τι έκανε.
Χωρίς τις καθημερινές λειτουργίες του σώματος, δεν θα γεννιόταν ποτέ καμιά σκέψη και δεν είναι από το σώμα που γεννιέται, αλλά ενάντιά του, με την ευκαιρία μιας κίνησης δικής του, της οποίας η σκέψη, δηλαδή η σκιά, θέλησε να ζήσει από μόνη της, υπό την επήρεια των λεγόμενων πνευμάτων.
Αυτών των εξόριστων αερικών που ήθελαν να αποκτήσουν υπόσταση χωρίς όμως να κοπιάσουν για να την κερδίσουν.
Όταν κάποιος δεν έχει σώμα και είναι ένα τίποτα, όταν δεν έχει ακόμα αναπνεύσει, απαιτείται φοβερή θέληση για να καταφέρει να κατασκευάσει ένα τέτοιο σώμα και να κατακτήσει μ’ αυτό τη δυνατότητα να αναπνέει καθολικά.
Και αυτό δεν είναι θέμα σκέψης, αλλά μιας τρομερής φρίκης την οποία πρέπει να υπερπηδήσει.
Σ’ αυτό το σημείο είναι που ψόφησε ο μεγάλος αγύρτης,
ο απατεώνας,
ο μέγας γαμημένος από την πλημμύρα των καθαρών ουσιών,
που ως αρχή και ουσία και χωρίς σώμα για να τους αντισταθεί, δεν είναι παρά η τρύπα του αιώνιου περάσματος κάθε σκέψης ή υπόθεσης για ύπαρξη,
ο Θεός,
πνεύμα καθαρό, σκιά και δυνητικότητα.
Πολύ δειλά για να επιχειρήσουν να αποκτήσουν σώμα, τα πνεύματα, πτητικά αέρια, πιο ελαφριά και από κάθε επεξεργασμένο σώμα,
περιφέρονται στο στερέωμα ή στο κενό και η απουσία ζωής, το κενό τους, η απέραντη νωθρότητά τους τα περιορίζει στο πνεύμα.
Βλέποντας το σώμα του ανθρώπου να υπερτερεί, κατέληξαν να φαντάζονται ότι το ξεπέρασαν.
Για να μη περιφρονηθούν και απωθηθούν από τον άνθρωπο,
προσπάθησαν να προσδώσουν σ’ αυτό το κενό που αποκαλούμε πνευματική κατάσταση, στον ευνουχισμό του σώματός τους, αρσενικού ή θηλυκού, στην αδυναμία τους να αναγνωρίσουν ο, τιδήποτε έχει ζωή
και ενέργεια, ένα είδος επικίνδυνης σεμνότητας που στηρίχτηκε στην πιο βρωμερή μαγεία.
Το πνεύμα δεν υπήρξε ποτέ τίποτα άλλο από το παράσιτο του ανθρώπου, το σαράκι που άξιζε στο σώμα του, από τη στιγμή που δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα ζωύφιο που δε θέλει να αναγνωρίσει την αξία της ζωής του.
Αλλά πώς ξεπετάχτηκε μια μέρα μέσα από τα αποκρουστικά αυτά βδελύγματα ο Θεός;
Αυτό η Ιστορία δεν το απεκάλυψε ποτέ.
* * *
Και λέω, ΣΚΑΤΑ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑ.
Γνωρίζω καλά, από ποιες οργιώδεις περιπτύξεις των νυφών κατέληξε το πνεύμα να υπερισχύσει του σώματος, το οποίο ήταν προγενέστερο.
Γνωρίζω καλά ότι αυτό που αποκαλούμε πνεύμα δεν είναι παρά ένας πολτός χωρίς ύπαρξη, που απαξίωσε να σαρκωθεί και, για να αποκτήσει σώμα και να εξασφαλίσει την τροφή του, στηρίχθηκε πάνω σ’ αυτό που θα έχαναν τα εν ζωή σώματα, στηρίχθηκε πάνω στα σώματα που θα αφαίμασσε.
Το σώμα που εργάζεται δεν έχει χρόνο να σκεφθεί και να παράξει, καθώς λένε, ιδέες.
Οι ιδέες είναι απλώς το κενό του σώματος.
Αλληλεπιδράσεις απουσίας και έλλειψης ανάμεσα σε δυο κινήσεις καταυγάζουσας πραγματικότητας, που το σώμα με την παρουσία του δεν έπαψε να επιβάλλει.
Δεν είναι μόνο ότι η ύλη ενεργοποιήθηκε πριν τη σκέψη,
είναι κυρίως ότι δεν ενεργοποιήθηκε,
δεν κατευθύνθηκε ποτέ προς το μέρος όπου η ψυχική αντίληψη σκιρτά, στο μέρος όπου εκδηλώθηκε η ζωή, διαλεκτική ή συλλογιστική, στο μέρος όπου η κουλτούρα κατόρθωσε να ξεκινήσει.
Είναι ότι το σώμα υπήρχε ανέκαθεν, το σώμα, και ότι ο τρόπος ζωής και ύπαρξής του δεν είχε ποτέ να κάνει με το πνεύμα ή τη σκέψη, ούτε καν μ’ αυτό που αποκαλούμε ψυχή.
Το σώμα είναι ένα γεγονός που δεν έχει ανάγκη από ιδέες ή ευαισθησίες, αλλά που, απ’ τα βάθη της άραχλης σπηλιάς του, εποπτεύει τη στιγμή που ακόμα και η καρδιά δεν έχει το χρόνο να αισθανθεί ότι υπάρχει.
Πράγμα που σημαίνει ότι, όταν βλέπω τον Κλωντέλ (Πωλ Κλωντέλ, 1868 – 1955: Γάλλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, επηρεασμένος από τον χριστιανισμό) να ζητά τη βοήθεια των πνευμάτων των αρχών του αιώνα, μπορώ ακόμα να επιτρέψω στον εαυτό μου να γελάσει, αλλά όταν βλέπω στον Καρλ Μαρξ ή στον Λένιν τη λέξη πνεύμα, σαν την ίδια και απαράλλαχτη παλιά αξία, όταν βλέπω την επίκληση της αιώνιας αυτής οντότητας σαν σημείο αναφοράς των πραγμάτων λέω στον εαυτό μου ότι υπάρχει λέρα και παρτούζα και πως ο Θεός έγλειψε τον κώλο του Λένιν
και πως πάντα έτσι γινόταν
και πως δεν αξίζει να συνεχίσω,
δεν πειράζει,
είναι μόνο
ένας γαμημένος λογαριασμός
που πρέπει να τακτοποιηθεί.
Έργο – Μεταφράσεις στα ελληνικά
“Ο καλόγερος (του Λιούις) [Διασκευή]” [Le moine], Lewis, M. G., Matthew Gregory, 1775-1818 μετάφραση Αλέξης Ζήρας, Αιγόκερως, c1981
“Ο Ηλιογάβαλος ή ο εστεμμένος αναρχικός” [Héliogabale: ou L’anarchiste couronné (1934)], μετάφραση Τούλα Τόλια, Ελεύθερος Τύπος, 198? (Ξένη λογοτεχνία ) και Αιγόκερως, 1981
“Τα επαναστατικά μηνύματα” [Messages révolutionnaires], μετάφραση Λητώ Λάσκου, Μπογιάτης, 1983
“Βαν Γκογκ ο αυτόχειρας της κοινωνίας” [Van Gogh le suicidé de la société (1947)], μετάφραση Δέσποινα Ψάλλη, Αιγόκερως, c1986
“Γράμματα στη Genica” [Lettres à Génica Athanasiou: précédées de deux poèmes à elle dédiés (1969)], μετάφραση Ελένη Μαχαίρα, Σμίλη, 1986
“Η μεγάλη μέρα και η μεγάλη νύχτα”, μετάφραση Στέφανος Ευθυμιάδης, Αιγόκερως, c1987 και 2001
Ο τίτλος του βιβλίου προέρχεται από το κείμενο του Αρτώ «Η μεγάλη νύχτα» σαν απάντηση του κειμένου των σουρεαλιστών «Η μεγάλη ημέρα»
“Ταξίδι στη χώρα των Ταραχουμάρα” [D’un voyage au pays des Tarahumaras(1945)]; μετάφραση Λυδία Κουβάτσου, Αιγόκερως, c1989
“Για να τελειώνουμε με την υπόθεση του θεού”, μετάφραση Λυδία Κουβάτσου, πρόλογος Γιάννης Σολδάτος, Αιγόκερως, c1989 και 2001
“Η τέχνη και ο Θάνατος” [L’art et la mort. (1929)], μετάφραση Σεραφείμ Βελέντζας, Μαύρος Ήλιος, 1991
“Το θέατρο και το είδωλό του” [Le Théâtre et son double (1938)], μετάφραση Παύλος Μάτεσις, Δωδώνη, 1992 (Μελέτες για το θέατρο)
“Επιστολές και άλλα τραγικά”, μετάφραση Λεωνίδας Χρηστάκης, Δελφίνι, 1995 (Μικρή συλλογή)
“Αρχιτέκτονες του σύγχρονου θεάτρου”, μετάφραση Λίζα Μαντζοπούλου, επιμέλεια Παύλος Μάτεσις, Κείμενα των Αρτώ, Πιραντέλλο, Μπ. Σώου, Μπρεχτ, Πισκατόρ, Μπέργκμαν, Γέιτς, Τοκβίλ, Άππια, Γκ. Κρέηγκ/ Δωδώνη, [198-]