Του Παναγιώτη Μήλα
[email protected]
Όταν έμπαινα στο θέατρο «Δημήτρης Χορν» για να δω τoν κλασικό «Γυάλινο Κόσμο» του Τενεσί Ουίλιαμς, δεν περίμενα ότι θα έβγαινα «κομμάτια και θρύψαλα» μετά το τέλος της παράστασης.
Με είχε συγκλονίσει η ερμηνεία των ηθοποιών. Με είχε συγκινήσει. Με δυσκολία πρόφερα δυο κουβέντες όταν πήγα στα καμαρίνια για να τους συγχαρώ. Ένα «μπράβο» και ένα «ευχαριστώ». Τίποτα παραπάνω. Δεν τόλμησα να πω κάτι άλλο. Βέβαια μέσα μου είχα την κρυφή επιθυμία να μιλήσω με την Αμάντα του «Γυάλινου Κόσμου». Με την κυρία Ναταλία Τσαλίκη. Εκεί, πίσω από τις κουΐντες, μετά το τέλος της παράστασης, ήταν σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος… Μόνο σφίξιμο χεριών και ευχές για τη νέα χρονιά που ήταν προ των πυλών.
Λίγες ημέρες μετά, πρότεινα και διεκδίκησα μια συνέντευξη μαζί της. Δέχθηκε και κλείστηκε η συνάντηση. Καταλάβαινα ότι είναι άνθρωπος με τετράγωνη λογική. Άνθρωπος που κάνει σταθερά και μελετημένα βήματα. Πήγα λοιπόν όσο καλύτερα προετοιμασμένος μπορούσα γι’ αυτή τη συζήτηση. Είχα «σκηνοθετήσει» τις ερωτήσεις και «σχεδίασα» το κατάλληλο φιλικό και χαλαρό «σκηνικό» για να πετύχω το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Ο ανοιξιάτικος ήλιος μιας ημέρας του Δεκεμβρίου προδιέθετε γι’ αυτό. Μια κούπα ζεστού μυρωδάτου καφέ, ήρεμος φωτισμός και διακριτικοί τόνοι στο φιλόξενο σαλόνι της. Ένιωθα σίγουρος για την πρώτη ερώτηση. Την έκανα περιμένοντας τη συνέχεια. Ήταν όμως μια πανωλεθρία… Μια ακόμη επιβεβαίωση ότι… «δεν το ‘χω».
Η κυρία Τσαλίκη -ευτυχώς για μένα- παρέσυρε ό, τι είχα στήσει, σαν να ήταν πύργος από τραπουλόχαρτα… Τα παρέσυρε όλα σαν ορμητικός χείμαρρος. Διαπίστωσα ότι έχει πίστη για όσα σχεδιάζει. Έχει πάθος για καθετί με το οποίο ασχολείται. Έχει ιδέες και απόψεις επί παντός του επιστητού. Είναι ένας άνθρωπος που ξέρει να δίνει λύσεις σε όποιο πρόβλημα συναντήσει. Μια γυναίκα που βλέπει μπροστά και ανοίγει δρόμους την ώρα που οι άλλοι γκρινιάζουν για όσα μονοπάτια συνάντησαν στη ζωή τους. Τέλος -για να θυμηθώ άλλη μια μεγάλη θεατρική της επιτυχία- είναι μια βασίλισσα της ομορφιάς, που όμως σε μαγεύει και με το λαμπερό και σοφό κόσμο των απόψεών της…
Αλλά ας παρακολουθήσουμε τη συνέντευξη…
Όταν είδα το ψυγείο «Ιζόλα» πάνω στη σκηνή το μυαλό μου έτρεξε σε μνήμες παιδικές. Θα ήθελα λοιπόν να μάθω το δικό σας «χάρτινο κόσμο». Παλιές φωτογραφίες, καταγωγή, οικογένεια, εκπαίδευση, δάσκαλοι…
* Οι ρίζες της οικογένειάς μου χάνονται σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Ήταν Έλληνες της διασποράς. Η μία γιαγιά μου ήταν Ρωσίδα και η άλλη Πολωνέζα. Ένα περίεργο κράμα ανθρώπων. Όπως συνέβαινε τότε. Δεν είναι περίεργο αν σκεφτεί κανείς πόσο ταξίδευαν τότε οι Έλληνες. Η κατάληξή τους ήταν στην Κωνσταντινούπολη, εκεί ήταν ο τελευταίος σταθμός και για τους γονείς της μητέρας μου. Εκεί βρέθηκε κάποια στιγμή και ο πατέρας μου. Το περίεργο είναι πως ο πατέρας μου όταν ήταν μικρός είχε βρεθεί στο γάμο των γονιών της μητέρας μου. Απίστευτη σύμπτωση. Ήταν οι Κολάσηδες. Η μητέρα μου ήταν αδελφή του Βύρωνα του Κολάση, του μαέστρου. Ο άλλος αδελφός της έκανε καριέρα στο εξωτερικό. Ήταν μεγάλος πιανίστας. Μεγάλωσα λοιπόν σε ένα τέτοιο περιβάλλον, μουσικό, και δεν θα μπορούσα να ξεφύγω εύκολα. Από μικρό παιδάκι με σέρνανε στις όπερες, στις συναυλίες, στα Ηρώδεια. Στη συνέχεια ασχολήθηκα με τη μουσική. Έκανα λίγο πιάνο. Ήμουνα περίπου δέκα χρόνια στη χορωδία του σχολείου μου, που είχε ο αείμνηστος Γιάννης Νούσιας. Το μόνο που κράτησα από το σχολείο ήταν η χορωδία. Δεν πέρασα καλά χρόνια στο σχολείο. Δεν μου άρεσε το σχολείο. Υπέφερα. Ήμουνα πολύ ανήσυχο παιδί και λίγο θλιμμένο, θα έλεγα. Βρέθηκα στο Πανεπιστήμιο χωρίς πραγματικά να το θέλω. Είχα μια ασταθή οικογένεια. Αυτό ίσως μου δημιούργησε μια ανασφάλεια, μια ανησυχία και ένα ψάξιμο, το οποίο δεν τελείωσε ποτέ. Γι’ αυτό τα παιδικά μου χρόνια δεν θέλω να τα θυμάμαι.
Αδέλφια έχετε;
* Δύο αδελφές. Μία μεγαλύτερη και μία μικρότερη. Η μικρότερη είναι μουσικός, ενώ η μεγαλύτερη ασχολήθηκε με το χορό και μετά τα παράτησε. Μπήκα στη Φιλοσοφική Σχολή χωρίς να το θέλω, απλώς επειδή είχα πολύ καλή βαθμολογία. Με αποτέλεσμα να συνεχίσω το ψάξιμο (αφού αυτό που μου άρεσε ήταν η ψυχολογία, που δεν υπήρχε τότε τμήμα στην Αθήνα) και έκανα μετεγγραφή από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη. Η διαφορά του Πανεπιστημίου ήταν τεράστια. Μιλάμε για ένα Πανεπιστήμιο που ήταν τότε σε πολύ μεγάλη άνθηση. Είχα καθηγητές όπως τον Μαρωνίτη, τον Σαββίδη, τον Ανδρόνικο. Παρ’ όλα αυτά τελικά τα παράτησα. Αισθανόμουν ότι κάτι με πιέζει χωρίς να το θέλω. Τα παράτησα λοιπόν στο δεύτερο έτος και επάνω στην αναζήτηση έκανα διάφορες δουλειές ώσπου κατέληξα στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου τελείως τυχαία.
Ας πάμε τώρα στο δικό σας «γυάλινο κόσμο». Τα αγαπημένα σας από την πορεία στο θέατρο, οι δάσκαλοι και κάποιες δυνατές στιγμές στην επαγγελματική σας πορεία.
* Παρακολουθούσα μαθήματα σαν ακροάτρια στη Σχολή του Θεοδοσιάδη όπου πήγαινε και η αδελφή μου, και με συνεπήρε αυτό. Έτσι την επόμενη χρονιά έδωσα στο Εθνικό και πέρασα με υποτροφία. Έπεσα από τα σύννεφα όταν έγινε αυτό. Αλλά φαίνεται ότι η κλίση υπήρχε μέσα μου χωρίς να το έχω καταλάβει. Αυτά ως προς τα παιδικονεανικά μου χρόνια.
Μετά στη Σχολή του Εθνικού…
* Τελείωσα τη Σχολή πάλι με υποτροφίες. Ήταν η μόνη περίοδος της ζωής μου ως τότε που αισθανόμουν καλά. Αισθανόμουν δηλαδή ότι κάπου ανήκω, ότι έχω κάτι να πω, ότι ήταν ένας χώρος που μου ταιριάζει. Όλα μετά πήραν το δρόμο τους.
Οι δάσκαλοί σας στη Σχολή;
* Θυμάμαι την Επιτροπή. Ήταν ο Μινωτής, ήταν ο Βόκοβιτς, η Αρώνη, ο Τζόγιας, η Χατζηαργύρη. Ήταν όλη αυτή η παλαιά φουρνιά του Εθνικού. Δασκάλους είχα τον Βόκοβιτς, τη Χατζηαργύρη, τον Τζόγια, την Αρώνη που μου άρεσε πάρα πολύ ως καθηγήτρια. Ο Μήτσος Λυγίζος επίσης μου προσέφερε πάρα πολλά. Μετά, ως αριστούχος, μπήκα κατευθείαν στο Εθνικό, σύμφωνα με τον κανονισμό, που νομίζω ότι ισχύει και σήμερα, αν και δεν είμαι σίγουρη. Τότε πήρα την υποτροφία της Λιλής Λουριώτη, η οποία δινόταν μόνον όταν είχες πάρει ένα μεγάλο βαθμό. Με έστελναν λοιπόν στο Παρίσι στο Κονσερβατουάρ, αλλά δεν τη δέχτηκα, επειδή δεν ήξερα καλά Γαλλικά, ήταν μικρό το χρηματικό ποσό και θεωρούσα -μπορεί να έκανα και λάθος- ότι είναι χάσιμο χρόνου να προσπαθείς να αντεπεξέλθεις σε ένα χώρο θεατρικό μιλώντας μια ξένη γλώσσα αντί να ασκηθείς εδώ τρία χρόνια στη χώρα σου και στη γλώσσα σου. Έμεινα λοιπόν στο Εθνικό παίζοντας στην παράσταση του Ιβάν Τουργκένιεφ «Ένας μήνας στην εξοχή» σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν με ένα μεγάλο θίασο. Ήταν η πρώτη μου εμπειρία στο θέατρο και δεν θα την ξεχάσω.
Στη συνέχεια φύγατε από το Εθνικό…
* Ναι, έφυγα. Έλαβα μέρος στη μουσική παράσταση «Ορφέας και Ευρυδίκη», που δόθηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, στο ρόλο της Ευρυδίκης. Εκεί γνώρισα και τον άντρα μου, που έπαιξε τον ρόλο του Χάροντα. Ήταν μια λαϊκή όπερα. Ο Μίμης Πλέσσας είχε γράψει τη μουσική και τη σκηνοθεσία είχε κάνει ο Δημήτρης Μαλαβέττας.
Ας κάνουμε μια στάση στο «γυάλινο κόσμο» της τηλεόρασης. Προσφέρει; Τι προσφέρει; Αν προσφέρει.
* Τηλεόραση δεν έχω κάνει πολύ. Δεν έχω κάτι εναντίον της. Η τηλεόραση είναι ένα μέσο ψυχαγωγικό το οποίο έχει χτυπηθεί και αδικαιολόγητα, κατά τη γνώμη μου. Έχω την εντύπωση ότι περιμένουν πολλά από την τηλεόραση, σαν να είναι κάποιος φορέας πολιτισμού. Δεν είναι όμως. Είναι ένα κουτί ψυχαγωγίας το οποίο το ανοίγεις όταν δεν έχεις κάτι να κάνεις ή όταν ξέρεις ότι υπάρχει κάποια ενδιαφέρουσα εκπομπή για να παρακολουθήσεις. Εγώ σαν θεατής έτσι το βλέπω. Θα την ανοίξω μόνον όταν έχει κάτι καλό να παρακολουθήσω. Θα βάλω το ραδιόφωνο, θα βάλω ένα CD, θα ανοίξω ένα βιβλίο. Με αυτή την έννοια έχω υπηρετήσει την τηλεόραση όσο καλύτερα μπόρεσα σε κάποιες σειρές που είχαν ένα επίπεδο και θα εξακολουθήσω να το κάνω αν μου προταθεί κάτι ανάλογο. Διότι δεν ξεχωρίζω την τηλεόραση από το θέατρο – με την έννοια ότι δίνεις και στα δύο τον καλύτερό σου εαυτό και προσπαθείς να είσαι όσο καλύτερος μπορείς, έντιμος απέναντι σε κάποιους θεατές. Και η ευθύνη είναι μεγάλη, διότι τα μεγέθη είναι μεγάλα. Αν στο θέατρο σε βλέπουν 20.000, στην τηλεόραση μιλάμε για εκατομμύρια. Το θέμα είναι να είσαι αληθινός και να παρουσιάζεις το αληθινό σου πρόσωπο παντού. Είτε παίζεις θέατρο, είτε τηλεόραση, είτε δίνεις μια συνέντευξη.
Και αυτό ισχύει και στο δικό μας χώρο με τους συναδέλφους, στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο, που βγαίνουν στις ειδήσεις όπου εκεί υποδύονται ένα άλλο πρόσωπο και όχι αυτό που έχουν όταν βρίσκονται στο γραφείο της εφημερίδας τους…
* Είναι σαν να μην τους αρέσει στην ουσία αυτό που είναι και να θέλουν να μας δείξουν «κάτι άλλο, καλύτερο». Αλλά ο κόσμος το καταλαβαίνει. Το διαισθάνεται. Εγώ πιστεύω πολύ στο ένστικτο του κόσμου και η τέχνη εκεί απευθύνεται. Δεν απευθύνεται στο μυαλό. Ο κόσμος καταλαβαίνει και εισπράττει όχι με το μυαλό του. Έχω κουραστεί να ακούω αναλύσεις “ειδικών”, οι οποίοι γνωρίζουν πολύ καλύτερα τι είχε ο συγγραφέας στο μυαλό του, και από το σκηνοθέτη και από τους ηθοποιούς. Ο απλός κόσμος “αισθάνεται” το περιεχόμενο του έργου και επικοινωνεί με την ψυχή του συγγραφέα άμεσα. Χωρίς μεσάζοντες.
Όπως γίνεται πολλές φορές στη ζωγραφική αυτό, όπου κάποιοι προσπαθούν να «μεταφράσουν» το έργο του ζωγράφου και να εξηγήσουν τι ήθελε να πει.
* Το έχει καυτηριάσει ο Γούντι Άλεν σε αρκετές ταινίες του πολύ εύστοχα αυτό το θέμα.
Και τώρα ο σημερινός «Γυάλινος Κόσμος» στο θέατρο «Δημήτρης Χορν». Ας μιλήσουμε για την παράσταση. Την επιλογή σας. Ήταν λίγο τολμηρό πιστεύω…
* Γιατί τολμηρό;
Η επιλογή ενός κλασικού έργου. Συνήθως τώρα τελευταία διαλέγουν πιο σύγχρονα, ίσως με το φόβο ότι το κλασικό θα τους βάλει σε μη επιθυμητές συγκρίσεις.
* Ποτέ δεν κάνω τις επιλογές μου με βάση το τι θα ήθελε ο κόσμος ή το τι επιτάσσει η εποχή, γιατί ποτέ δεν ξέρουμε τι ανάγκη έχει ο κόσμος. Απόδειξη είναι η επιτυχία που έχει ο «Γυάλινος Κόσμος» φέτος. Ο καλλιτέχνης πρέπει να ξεκινάει από τα θέλω του, από τις επιθυμίες του, από τις ανάγκες του. Κατ’ αρχάς την ανάγκη που έχει μέσα του να εκφραστεί και δεύτερον να απευθυνθεί, γιατί το θέατρο κυρίως είναι αυτό, είναι επικοινωνία, δεν είναι η ποίηση ή η ζωγραφική που θα μπορούσε να υπάρξει και χωρίς κοινό (που βέβαια πάντα είναι απαραίτητο). Όμως το θέατρο είναι η κατ’ εξοχήν επικοινωνιακή τέχνη. Πρέπει αυτό που έχεις μέσα σου να το κοινωνήσεις και να δεις πώς το δέχεται ο άλλος, διότι έτσι ολοκληρώνεται. Ο ρόλος, το έργο ολοκληρώνουν την αποστολή τους την ώρα της παράστασης, όταν εισπράττεις από το κοινό τις αντιδράσεις του. Γι’ αυτό και αναπτύσσεται ο ρόλος κατά τη διάρκεια των παραστάσεων. Λοιπόν, η επιλογή μου γίνεται πάντα βάσει του τι πιστεύω ότι θέλω να κάνω την κατάλληλη εποχή, ανεξάρτητα από το αν είναι κωμωδία, δράμα, σύγχρονο, παλιό, κλασικό, μοντέρνο, δεν με απασχολεί αυτό. Αυτό που με απασχολεί πάντα είναι το καλό έργο. Το καλό θεατρικό έργο. Με αυτή τη λογική λοιπόν σκέφτηκα το «Γυάλινο Κόσμο».
Ποιο ήταν το επόμενο βήμα σας;
* Πλησίασα την Κατερίνα Ευαγγελάτου πριν αποφασίσω το συγκεκριμένο έργο, εδώ και τρία χρόνια και όταν της το πρότεινα ενθουσιάστηκε επειδή κι εκείνη πιστεύει στην αξία του έργου. Η ανταπόκριση του κοινού στην παράσταση δείχνει ότι ο κόσμος έχει ανάγκη κάπου να ακουμπήσει. Να ακουμπήσει σε κάποια αλήθεια. Και το βλέπω αυτό -ανεξάρτητα από το έργο- το βλέπω καθημερινά. Ο κόσμος θέλει ανθρώπους που να του εμπνέουν εμπιστοσύνη, να του εμπνέουν τη σιγουριά ότι δεν θα τον κοροϊδέψουν, ότι θα του προσφέρουν κάτι έντιμο, σωστό, αληθινό και ότι κάπου μπορεί και η ψυχή τους να ακουμπήσει. Να ανοίξει. Αυτό είναι που λείπει σήμερα, κατά τη γνώμη μου. Γι’ αυτό και το έργο, το οποίο προετοιμάστηκε με πολλή αλήθεια, πολύ κόπο και με μεγάλη αγάπη έγινε η προεργασία του, πιστεύω ότι συγκίνησε και ακούμπησε στον κόσμο. Αυτό είναι που επιδιώκω σε κάθε δουλειά. Μια ανθρωπιά, μια παιδικότητα, μια τρυφερότητα, μια χαμένη αθωότητα.
Όταν είστε στη σκηνή, νιώθετε τη συναισθηματική συμμετοχή του κοινού;
* Αυτό είναι όλο το παιχνίδι. Η τέχνη μας βασίζεται σε αυτό. Δεν έχει σημασία αν μπορείς να δεις το κοινό ή όχι. Είναι ένας μαγνητισμός, μια ενέργεια. Και όσο πιο μεγάλη πείρα έχεις, όσο πιο πολλά χρόνια έχεις δουλέψει, όσο πιο πολύ ένστικτο έχεις -δεν θα το έλεγα ταλέντο, είναι ένα αισθητήριο, το οποίο οφείλει να έχει ο ηθοποιός- εισπράττεις τις αντιδράσεις του κοινού, οι οποίες είναι πάρα πολύ εύγλωττες. Και σιωπή να υπάρχει από κάτω -καμιά φορά η σιωπή είναι η πιο εύγλωττη από όλα τα συναισθήματα- το οτιδήποτε το αντιλαμβάνεται ο ηθοποιός και τον πάει παραπέρα. Με έναν τρόπο που δεν αναλύεται με λόγια. Δημιουργείται μια ατμόσφαιρα και μια ενέργεια που σε οδηγεί αλλού, σε οδηγεί να παίξεις κάπως αλλιώς, να αντιδράσεις αλλιώς, να πεις τα πράγματα αλλιώς. Υπάρχει ζωντανή επικοινωνία. Κάποιοι ήχοι, κάποια επιφωνήματα, κάποιες ανάσες φτιάχνουν μια ατμόσφαιρα που επιδρά επάνω σου.
Τι ακριβώς συμβαίνει στη σκηνή;
* Είναι κάτι μαγικό αυτό που γίνεται και σε μερικές παραστάσεις μάλιστα -αν ρωτήσετε κάποιους ηθοποιούς που έχουν παίξει πολλούς ρόλους- υπάρχουν στιγμές στο θέατρο που όντως σταματάει ο χρόνος και είναι για μένα το ζητούμενο. Σταματάει ο χρόνος και νιώθει ο καλλιτέχνης ότι δεν ακουμπάει πουθενά. Ούτε στο τώρα, ούτε στο τότε, ούτε στο τότε του ήρωα, ούτε το τώρα του ηθοποιού, ούτε πουθενά. Είναι κάτι ανεξήγητο. Σταματάει απλά ο χρόνος. Εκείνη τη στιγμή μπορείς να πεις ότι νιώθεις 100% την τέχνη της υποκριτικής. Το έχω αισθανθεί λίγες φορές στη ζωή μου αλλά είμαι πολύ ευγνώμων γι’ αυτές τις στιγμές. Αυτή τη στιγμή ψάχνουμε κάθε μέρα στο θέατρο. Αυτό: το σταμάτημα του χρόνου. Όχι μόνο για τον καλλιτέχνη αλλά κατ’ επέκτασιν και για το κοινό. Αυτό διεκδικούμε: το άπιαστο.
Μου φέρατε στο μυαλό τις αντιδράσεις του κοινού στην Επίδαυρο, την ώρα της παράστασης…
* Τα πράγματα είναι περίπλοκα. Βέβαια είναι πολύ δυσάρεστο, όντως. Πρέπει όμως να γίνει δουλειά και από τις δύο πλευρές. Και από το κοινό που πρέπει να ξέρει και να αναγνωρίζει τον κόπο των συντελεστών μιας παράστασης, και από την άλλη πλευρά πρέπει και εμείς οι καλλιτέχνες να συνειδητοποιούμε τη μεγάλη ευθύνη που έχουμε να μεταφέρουμε στο κοινό την ψυχή και το πνεύμα ενός συγγραφέα, είτε είναι αρχαίος, είτε είναι σημερινός. Έχουμε μεγάλη ευθύνη απέναντι σε αυτόν τον άνθρωπο πού έκατσε και έγραψε αυτές τις γραμμές.
Πείτε μου για τους συνεργάτες σας.
* Ο λόγος που ήθελα να κάνω αυτή τη συνεργασία, είναι επειδή μου αρέσει πάντα να ψάχνομαι. Να ανησυχώ για κάτι καινούριο, για κάτι διαφορετικό. Και είχα την αίσθηση -γιατί πάντα με το ένστικτο δουλεύω πια- ότι με την Κατερίνα, ένα παιδί με παιδεία, αισθητική και ανησυχία, θα βγει κάτι ενδιαφέρον. Δεν ήξερα πόσο καλό, ποτέ δεν ξέρουμε και ποτέ δεν ξεκινάμε έτσι τη δουλειά μας. Ήξερα πάντως ότι θα βγει κάτι ενδιαφέρον και αν αυτό το προσαρμόσεις σε ένα κλασικό, καταξιωμένο έργο, όπως ο «Γυάλινος Κόσμος», αυτό θα είναι ακόμη πιο σημαντικό. Δεν έπεσα έξω λοιπόν. Η δουλειά που έγινε με όλους του υπόλοιπους συνεργάτες μας ήταν επίπονη, αλλά αποκαλυπτική. Ο Γιώργος Πάτσας, ο Λευτέρης Παυλόπουλος αλλά και οι νεότεροι, ο Σταύρος Γασπαράτος, ο Μιχάλης Κλουκίνας και οι νέοι και ταλαντούχοι συνάδελφοί μου ηθοποιοί, ο Αντίνοος Αλμπάνης, ο Κωνσταντίνος Γαβαλάς και η Αμαλία Νίνου, δούλεψαν επί τρεις μήνες με αφοσίωση, αγάπη και νεανική ορμή για να βγει αυτό το αποτέλεσμα.
Η χρήση του βίντεο, των φωτογραφιών, όπως έχει γράψει στις σημειώσεις του ο Ουίλιαμς, έχει χρησιμοποιηθεί ξανά;
* Ναι. Το είχε χρησιμοποιήσει ο Μαυρίκιος στην παράσταση του «Εμπρός». Κατά τη γνώμη μου, τα slides τα έβαλε ο συγγραφέας επειδή ήθελε να ελαφρύνει την παράσταση και να προσθέσει χιούμορ. Αλλά ήταν για μια άλλη εποχή. Τώρα νομίζω ότι ο θεατής επειδή έχει προχωρήσει πολύ και καταλαβαίνει περισσότερα πράγματα, δεν θα ήταν απαραίτητος αυτός ο σχολιασμός, έτσι όπως τον είχε στο μυαλό του ο Ουίλιαμς. Γι’ αυτό και εμείς ενώ παραμείναμε στην επιθυμία του και στην οδηγία του για προβολές, τις χρησιμοποιήσαμε για να δώσουμε τον ονειρικό κόσμο που χρειάζεται η παράσταση. Να δώσουμε δηλαδή την ατμόσφαιρα της μνήμης του συγγραφέα. Να δοθεί η αίσθηση ότι όλο αυτό το πράγμα είναι και υπαρκτό αλλά και στο μυαλό του. Αυτό το μπρος – πίσω στο χρόνο.
Εκείνη την εποχή, πράγματι, είχαν πιο πολύ ανάγκη να δουν την εικόνα με το σχόλιο.
* Για μένα ο ρόλος του θεατή είναι εξίσου σημαντικός με το ρόλο του συγγραφέα, του ηθοποιού και του σκηνοθέτη. Θέατρο λέγεται ότι υφίσταται όταν έχεις ένα χώρο, έναν ηθοποιό και έναν που να βλέπει. Δε χρειάζεται καν κείμενο. Μπορείς να αυτοσχεδιάζεις. Ο θεατής λοιπόν είναι αυτός που ολοκληρώνει τη λειτουργία του θεάτρου. Γι’ αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία να του κρύβεις τα πράγματα και να τα ανακαλύπτει αυτός. Να αισθάνεται ότι είναι ενεργός εκείνη την ώρα σε αυτή τη διεργασία. Αυτή είναι η δυσκολία του θεάτρου και το κάνει ξεχωριστό από τις άλλες τέχνες. Δεν ολοκληρώνεται το θέατρο αν δεν περάσει μέσα από την αντίληψη και την αντίδραση του θεατή και γι’ αυτό βλέπετε ότι τα ίδια έργα παίζονται και παίζονται και προχωράνε και υπάρχουν νέες προτάσεις. Επειδή αλλάζει η εποχή, αλλάζει η αντίληψη του κοινού, οι απαιτήσεις του, ο τρόπος που σκέφτεται. Παρ’ όλα αυτά όμως επανερχόμαστε σ’ αυτό που σας είπα στην αρχή, ότι το ζητούμενο είναι η αλήθεια και η παιδικότητα. Η αλήθεια της ψυχής μας.
* Και η εντιμότητα σε αυτό που κάνεις και σε αυτόν που έχεις απέναντί σου.
Η εντιμότητα και από τις δύο πλευρές. Και από το δημιουργό και από το θεατή. Αυτά είναι και τα ζητούμενα της εποχής μας. Αυτό είναι που μας λείπει και δεν το ξέρουμε. Δεν έχουμε ανάγκη να επανέλθουμε σε μια πλαστή καθημερινότητα όπως ήταν πριν από 5 χρόνια. Ευημερούσαμε και πλέαμε σε πελάγη ευτυχίας. Πληρώνουμε τώρα αυτά που τα τριάντα χρόνια τα προηγούμενα ξοδέψαμε. Τον ψυχισμό μας. Την ανθρωπιά μας. Αυτά τα στοιχεία τα οποία με το ζόρι θα επανακτήσουμε τώρα. Αναγκαστικά. Θα επανέλθουμε. Αυτό λοιπόν πρέπει να επιδιώκει ο καλλιτέχνης αν θέλει να υπηρετεί σωστά την τέχνη του και αν θέλει να πει ότι κάτι προσφέρει στο σημερινό θεατή. Να του δώσει ένα κομμάτι από τη χαμένη του αθωότητα.
Πολύ σημαντικό αυτό που λέτε. Δύσκολο όμως να το σκεφτεί ο σημερινός άνθρωπος και να το διεκδικήσει.
* Μου κάνει εντύπωση, γιατί είναι το πιο απλό. Είναι αυτό με το οποίο μεγαλώσαμε. Αν πάμε δηλαδή πίσω στα χρόνια και σκεφτούμε τον εαυτό μας ως παιδί τι θέλαμε; Μια αγκαλιά θέλαμε από τη μητέρα μας και έναν καλό λόγο.
Και ήμασταν ευτυχισμένοι.
* Μου κάνει εντύπωση που το έχουμε ξεχάσει. Έχει θολώσει τόσο πολύ το τοπίο μπροστά μας από όλα αυτά τα υλικά αγαθά, τον ανταγωνισμό και τα «εγώ» μας, που αυτά έχουν μεγεθυνθεί και μας έχουν κρύψει τη θέα μπροστά. Έτσι έχουμε ξεχάσει τις βασικές μας ανάγκες. Που είναι ένα χάδι, ένας καλός λόγος, μια ανθρωπιά, μια ζεστασιά. Δεν μπορεί να τα ξεχνάμε αυτά. Αυτά θέλουν τα παιδιά μας και δεν το έχουν. Τα παιδιά μας τα φορτίζουμε και τα φορτώνουμε με τέτοιες απαιτήσεις και τα οδηγούμε στο να χάσουν την ανθρωπιά τους. Έχουμε χάσει εμείς τη δική μας και οδηγούμε και τα παιδιά μας στον ίδιο δρόμο. Κανονικά όμως. Με μαθηματική ακρίβεια. Κάνουμε έτσι ανθρώπους στεγνούς, απόμακρους και ανταγωνιστικούς με βλέμμα θολό και ανύπαρκτο. Δεν φθάσαμε εδώ μόνο επειδή καταναλώσαμε πολλά. Επειδή χάσαμε την ανθρωπιά μας φτάσαμε.
Τι άλλο νομίζετε ότι έχουμε ανάγκη;
* Είχα δει ένα ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση και το θυμάμαι πάντα αυτό. Έλεγε για ένα λαό στην Ασία όπου σε κάποια περίοδο του χρόνου, γίνονται μεγάλες καταστροφές και πλημμύρες. Κάθε χρόνο λοιπόν σε αυτές τις πλημμύρες μπαίνουν σε μια βαρκούλα, παίρνουν τα παιδιά τους, τον άνθρωπό τους και τα βασικά τους και πάνε σε άλλο τόπο και μετά κατοικούν ψηλά στο βουνό. Μόλις τελειώσει αυτή η περίοδος γυρίζουν πίσω. Μου είχε κάνει λοιπόν τρομερή εντύπωση που δεν είχαν ανάγκη παρά μόνο τον άνθρωπό τους και ένα – δύο βασικά πράγματα. Ξεκινούσαν χαμογελαστοί τη ζωή τους από την αρχή, ήρεμοι. Το είχαν αποδεχτεί. Αυτό για μένα είναι μεγάλο μάθημα. Αν μπορέσει να το σκεφτεί ο δυτικός άνθρωπος αυτό, θα του φύγουν πάρα πολλά από τα προβλήματα που έχει.
Μας έβαλαν σε αυτό το «καλούπι»…
* Ξέρετε κάτι όμως; Αυτό το ακούω και δεν το δέχομαι το ότι «μας βάλανε». Δεν το δέχομαι. Ακούω νέους να λένε ότι «τι φταίμε αν μας μάθανε έτσι» ή «μας κάνανε έτσι». Ωραία, και οι γονείς σου έχουν κάνει λάθος πράγματα, όμως όταν ενηλικιώνεσαι το σβήνεις αυτό και λες «τελείωσε ο ρόλος του γονιού. Τώρα είμαι εγώ και ο εαυτός μου». Δεν μπορεί όλα να τα ρίχνεις σε αυτούς που σε μεγαλώσανε ή σε αυτούς που σε μάθανε ή σε αυτούς που κυβερνούν. Δική σου η ζωή είναι να τη ζήσεις. Δεν είναι ούτε του πρωθυπουργού, ούτε του δασκάλου, ούτε του γονέα σου, ούτε κανενός. Είναι δική σου. Είσαι υπεύθυνος. Θέλεις να τη ζήσεις καλά; Ψάξε τον τρόπο και ζήσε την.
Αυτό τον τρόπο, υπάρχει κόσμος που δεν τον αναζητά επειδή ακόμη και σήμερα δεν έχει δει ότι είμαστε μέσα στην κρίση και νομίζει ότι η κρίση είναι στην απέναντι πλευρά του δρόμου και όχι και στο δικό μας πεζοδρόμιο.
* Και κρίση τι σημαίνει; Κρίση σημαίνει όταν έχεις συσσωρεύσει λάθη του παρελθόντος, κυρίως λάθη συμπεριφοράς τα οποία βγαίνουν τώρα στην επιφάνεια. Κρίση δεν είναι αυτά που βγαίνουν και μας λένε στις ειδήσεις με τους χιλιάδες οικονομικούς όρους, στους οποίους έχουμε γίνει όλοι ειδήμονες. Κρίση είναι η αρρώστια που συσσωρεύαμε μέσα μας χρόνια και τώρα βγαίνει στην επιφάνεια και κοντεύει να μας πνίξει. Είναι πολύ εύκολο να λέμε ότι φταίει η Μέρκελ και να φτιάχνουνε κάποιοι διάφορα ναζιστικά σκίτσα. Ή ότι ζούμε μια περίοδο χούντας. Αυτό το λένε αυτοί που δεν θυμούνται, αυτοί που δε θέλουν να θυμούνται και αυτοί που δεν έζησαν όσα έγιναν σε εκείνη την εποχή. Δεν μπορεί να φταίνε μονίμως οι άλλοι και εσύ να μην έχεις βάλει το χεράκι σου.
Πώς θα πάμε μπροστά;
* Τι θα πει «οι άλλοι μας μάθανε»; Εσύ ήσουν εντάξει; Πλήρωνες κανονικά την εφορία; Αποδείξεις έπαιρνες; Ζήταγες; Τα απλά λέω τώρα. Λάδωσες κανέναν; Ζήτησες κάποιο χατίρι από κάποιον που είχε κάποια θέση; Ήσουν σε όλα άτεγκτος και τώρα λες ότι φταίνε οι άλλοι; Αυτό όμως όταν το πεις το παραλληλίζουν με αυτό που είπε ο Πάγκαλος ότι «μαζί τα φάγαμε». Αυτά είναι οι ευκολίες με τις οποίες αντιμετωπίζουμε τα πράγματα. Χωρίς αυτοκριτική και χωρίς προσπάθεια να σταθεί ο καθένας μόνος του στα πόδια του δεν θα πάμε μπροστά…
Θα κάνουμε τα ίδια λάθη…
* Βέβαια, παράλληλα βλέπω ότι η πολιτική φουρνιά αυτής της τελευταίας 30ετίας έχει τελειώσει και πρέπει να πάει στα σπίτια της. Είναι όντως πολύ διεφθαρμένοι και δεν πείθουν πια κανέναν. Το θέμα όμως είναι τι θα κάνουμε στις εκλογές. Εάν, κατά τη γνώμη μου, βγει ένα από αυτά τα δύο μεγάλα κόμματα πάλι, θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Δεν μπορούμε δηλαδή να τους βρίζουμε, να τους μουντζώνουμε και μετά να πηγαίνουμε ελαφρά τη καρδία και να τους ξαναψηφίζουμε εναλλάξ. Γιατί ωραία τα λέμε εκτός εκλογών και ρίχνουμε τις ευθύνες επάνω τους. Συμφωνώ. Είναι μια φθαρμένη γενιά πολιτικών, εγώ ελάχιστους πιστεύω από αυτούς. Αλλά εγώ δεν είμαι υπεύθυνη όταν πάω να ψηφίσω; Όταν δηλαδή θα ξαναδώσω την ψήφο μου σε ένα από τα δύο κόμματα ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή κι εγώ θα επωφεληθώ ή για χιλιάδες άλλους λόγους, μπορώ να τους κατηγορήσω ξανά την άλλη μέρα; Δεν μπορώ.
Ούτε από τους αγανακτισμένους της «ελληνικής άνοιξης» βρέθηκε κάποιος με όραμα.
* Ξέρετε γιατί αγανάκτησαν; Γιατί τους προσέβαλαν οι Ισπανοί. Κατέβηκαν μόλις οι Ισπανοί είπαν «ησυχία, οι Έλληνες κοιμούνται». Απόδειξη ότι δεν προέκυψε καμιά καινούργια πρόταση από όλη αυτήν τη φασαρία. Ξεφούσκωσε πολύ εύκολα…
Ένας συνάδελφος είχε πάει στη Μαδρίτη και στη Βαρκελώνη σε παρουσιάσεις νέων μοντέλων αυτοκινήτων από μεγάλες βιομηχανίες παραγωγής. Τον ρώτησα λοιπόν γιατί δεν γίνονται και στην Ελλάδα παρόμοιες παρουσιάσεις και μου απάντησε ότι στην Ισπανία, παρά την κρίση και την υψηλή ανεργία, όλα λειτουργούν κανονικά. Τίποτα δεν υπολειτουργεί. Ενώ εδώ; Πού να γίνει παρουσίαση; Σε ποιο ξενοδοχείο;
* Εδώ, οι πελάτες των ξενοδοχείων το σκάνε πηδώντας στις ταράτσες, όταν γίνονται φασαρίες. Αυτά είναι ανεπίτρεπτα πράγματα. Κρύβουμε πίσω από την ταμπέλα της κρίσης μία μεγάλη αδράνεια και αδιαφορία της πολιτείας προς τη χώρα. Και της πολιτείας αλλά και των πολιτών. Δεν νοείται οι κάτοικοι της χώρας να μην ενδιαφέρονται για το καλό της πατρίδας μας. Στην Ιταλία οι πλούσιοι κάνουν ό, τι μπορούν για να βοηθήσουν. Εδώ; Βρώμικοι δρόμοι, σκουπίδια, καταλήψεις κτιρίων. Αδιαφορία. Δε λειτουργεί τίποτα σωστά επειδή υπάρχει κρίση; Απλά κρύβουμε την τεμπελιά μας, την αδράνειά μας, την αδιαφορία μας, τον ωχαδερφισμό μας πίσω από την έννοια της κρίσης. Κακή δικαιολογία. Γι’ αυτό θα αργήσουμε να βγούμε από την κρίση. Σαν να τη μισούμε αυτή τη χώρα. Σαν να μην είναι δική μας. Πρέπει να εργαστούμε και να κοιτάξουμε μπροστά.
Ας ταξιδέψουμε τώρα στον «ονειρικό κόσμο». Κάποια έργα, κάποιοι ρόλοι, κάποιοι στόχοι για το μέλλον.
* Τώρα είμαι δοσμένη σε αυτό που κάνω. Δεν έχω χώρο στο μυαλό μου για άλλα πράγματα. Θέλω πάντα να τιμώ αυτό με το οποίο ασχολούμαι. Δε βάζω τέτοιους στόχους. Αφήνω τα πράγματα να έρχονται μόνα τους. Ανάλογα με το πώς αισθάνομαι. Πού έχω φθάσει, πού θα με βρει το αύριο και ο άλλος χειμώνας. Πώς είναι ο περίγυρός μου, πώς είναι ο ψυχισμός μου. Αυτό με οδηγεί πάντα. Δεν βάζω λοιπόν εξωτερικούς στόχους. Βάζω μόνο εσωτερικούς και τους αφουγκράζομαι ανάλογα με την εποχή και την περίοδο.
Μια ματιά τώρα στο δικό σας αγαπημένο κόσμο. Με τους δικούς σας πρωταγωνιστές. Στην οικογένεια. Στο σπίτι. Είσαστε θεατρική ομάδα;
* Δεν είμαστε ομάδα. Είμαστε τρεις ξεχωριστοί άνθρωποι. Τρεις ξεχωριστές οντότητες. Τρεις ξεχωριστές προσωπικότητες. Εγώ δεν είμαι υπέρ της ομαδοποίησης ούτε στην οικογένεια, ούτε έξω, ούτε στη δουλειά, ούτε στην κοινωνία. Δεν πιστεύω σ’ αυτά. Πιστεύω στην ανάγκη που δημιουργείται στο να συνεργαστούν κάποιοι άνθρωποι που έχουν δικές τους προσωπικότητες, δικό τους χαρακτήρα, δικά τους πιστεύω. Δεν είναι κανένας από πάνω, κανένας από κάτω. Έχουν ίσα δικαιώματα, ίσες υποχρεώσεις αλλά κυρίως σέβεται ο καθένας τον άλλον και τον εαυτό του. Έτσι μόνο μπορούν να συνυπάρξουν, να προχωρήσουν και να προσφέρουν.
Έχετε ζωάκια; Αγαπάτε τα ζώα συντροφιάς;
* Μου αρέσουν τα σκυλιά. Έχω μεγαλώσει γύρω στα τέσσερα με πέντε σκυλιά. Αλλά επειδή λόγω της δουλειάς δεν μπορούσα να είμαι συνεπής, τα χάριζα. Τα αγαπώ όμως πολύ.
Πληροφορίες:
«Ο Γυάλινος Κόσμος» του Τενεσί Ουίλιαμς.
Μετάφραση, σκηνοθεσία και δραματουργική επεξεργασία: Κατερίνα Ευαγγελάτου. Σκηνικά – κοστούμια: Γιώργος Πάτσας. Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος. Βίντεο: Μιχάλης Κλουκίνας. Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος.
Η Ναταλία Τσαλίκη ερμηνεύει τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Αμάντα, ενώ το θίασο συμπληρώνουν οι Αντίνοος Αλμπάνης (Τομ), Κωνσταντίνος Γαβαλάς (Τζιμ) και Αμαλία Νίνου (Λόρα).
Στο θέατρο «Δημήτρης Χορν», Αμερικής 10, τηλ. 210 – 3612. 500. Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη 20.00, Πέμπτη 21.00 (λαϊκή), Παρασκευή 21.00, Σάββατο 21.00, Κυριακή 20.00.