Η Μίνα Αδαμάκη γεννήθηκε σαν σήμερα 17 Ιουλίου 1944.
***
(Ακολουθεί η συνέντευξη της αγαπημένης ηθοποιού που δόθηκε στην εφημερίδα «Ναυτεμπορική» και στο ένθετο «Τέχνη και ζωή» τον Οκτώβριο του 2009 με αφορμή το ανέβασμα του έργου «Ευτυχισμένες μέρες» του Μπέκετ, σε σκηνοθεσία Έκτορα Λυγίζου, στο Θέατρο «Χώρα»).
***
Του Παναγιώτη Μήλα
Τη γνωρίσαμε στο πρώτο υπόγειο του Κουν και στην Επίδαυρο που ακούν θεούς κι ανθρώπους να νικούν…
Την αγαπήσαμε στο Άλσος Παγκρατίου με το «Ελεύθερο Θέατρο» και την «Ελεύθερη Σκηνή» τότε που το παρατσούκλι της (τίτλος τιμής…) ήταν «Ρένα Ντόρ – μπρελόκ».
Τη λατρέψαμε στη μικρή οθόνη με τις «Τρεις Χάριτες» και στη μεγάλη οθόνη με «Το κλάμα βγήκε απ’ τον Παράδεισο».
Την παρακολουθούσαμε σε κάθε της καλλιτεχνική δημιουργία, μέχρι που άλλαξε πορεία και έκανε την προδοσία… Σκηνοθέτησε την «Προδοσία» του Πίντερ και μας μάγεψε.
Έτσι φέτος δεν ήταν δύσκολο να μας δελεάσει, μια και μας υποσχέθηκε ευτυχισμένες μέρες…
Αφού δεν είναι πολιτικός, την εμπιστευτήκαμε… και η κυρία Μίνα Αδαμάκη μάς άνοιξε την καρδιά της.
Στην κορύφωση της προεκλογικής περιόδου, μετά τις δύο τελευταίες συγκεντρώσεις στην Αθήνα και μία ημέρα πριν από τις εκλογές, μιλήσαμε μαζί της. Θέλαμε να μας πει το μυστικό της. Τη συνταγή για ευτυχισμένες μέρες. Τη συνταγή που ακολουθεί από τότε που μπήκε στο χώρο της τέχνης.
Κυρία Αδαμάκη, πόσο ευτυχισμένες μέρες ήταν εκείνες κοντά στο δάσκαλό σας, τον Κάρολο Κουν;
*«Ήταν όντως ευτυχισμένες μέρες. Όχι κατ’ ευφημισμόν. Τουλάχιστον στην αφετηρία, ήταν πάνω από ευτυχισμένες, σαν κάτι που γίνεται πραγματικότητα. Σαν μια τεράστια επιθυμία, βαθιά, που παίρνει σάρκα και οστά. Ήταν κάτι μεγάλο για μένα που ήμουν τότε έφηβη. Μάλιστα με όση τρέλα και ομορφιά διαθέτει ο έφηβος… Ειδικά δε εγώ, που ήμουνα πιο πολύ από αυτό και… λίγο παραπάνω. Ήτανε μέρες πραγματικά ευτυχισμένες -και όπως λέει η Γουίνι: τα ρούφαγε όλα προς τα πάνω… σαν ο γαλάζιος ορίζοντας».
Επόμενο βήμα: Ελεύθερο Θέατρο και Ελεύθερη Σκηνή…
*«Ήταν επίσης ευτυχισμένες μέρες. Ήτανε μια δεύτερη εφηβεία θα έλεγα. Αν ο Κουν ήταν η πρώτη, η Ελεύθερη Σκηνή -όχι με την ίδια έννοια που ήταν το πρώτο, που ήταν μια επιθυμία- το άλλο ήταν μια σύμπτωση, μια συνάντηση τυχαία ή συμπτωματική μέσα από το χώρο, που μετά έδεσε ως παρέα. Και πραγματικά ήταν κι αυτό μια δεύτερη εφηβεία, με την έννοια της ανεμελιάς, που χαιρόμαστε γι’ αυτό που κάναμε, σαν παιχνίδι, μια που η τέχνη -για μένα- είναι παιχνίδι. Όλη η γνώση αρχίζει πάντα από ένα παιχνίδι…».
Πάμε τότε μαζί σε ένα άλλο παιχνίδι. Μοντέρνο. Επικοινωνιακό. Πάμε στην τηλεόραση που σίγουρα σας έφερε πιο κοντά στον πολύ κόσμο. Ήταν μέρες ευτυχισμένες;
*«Είναι και αυτές κατά έναν τρόπο στο είδος τους ευτυχισμένες μέρες. Ειδικά για μένα ήταν απροσδόκητο. Δεν το περίμενα. Δεν ήταν μέσα στο… οπτικό μου πεδίο. Εντάξει, αυτά τα παιδιά, ο Ρέππας και ο Παπαθανασίου -νέοι τότε- μας ήξεραν από το Ελεύθερο Θέατρο και έγραφαν για μας. Έτσι έγινε. Το δέσιμο της παρέας, όπως λέει και ο Σαββόπουλος. Με την καλή έννοια του όρου…».
Ας έρθουμε τώρα σε αυτό που μας υποσχεθήκατε μαζί με το σκηνοθέτη σας, τον κ. Έκτορα Λυγίζο: Στις «Ευτυχισμένες μέρες» του Σάμουελ Μπέκετ.
*«Η Γουίνι είναι ένα εμβληματικό πρόσωπο. Ένας μύθος. Αλλά αυτός ο μύθος αντανακλά κάτι που μας αφορά. Ο Μπέκετ είναι πια κλασικός και ο πιο βαθύς της εποχής του. Συμπυκνώνει εξαιρετικά τα υπαρξιακά και τα καθημερινά. Με τόση πυκνότητα, που, όταν τον ανακαλύψεις και τον αποκρυπτογραφήσεις -γιατί είναι δύσβατος-, σε ταράζει.
Ήταν ένα σοβαρό θέμα το γεγονός ότι ο Μπέκετ είναι τόσο φορμαλιστής και επιμένει και επεμβαίνει τόσο πολύ στην παρουσίαση των έργων του, με τις οδηγίες που δίνει. Ειδικά σε αυτό το έργο, το οποίο είναι τελείως σκηνοθετημένο. Είναι ακραία φορμαλιστικό και δεσμευτικό. Από την άλλη λες ”να το κάνω αυτό επειδή με ενδιαφέρει”, αλλά τελικά φοβάσαι την επανάληψη, φοβάσαι την κούραση αυτού του πράγματος. Δηλαδή να ξεκινήσεις αυτό με ένα δεδομένο. Αυτή την εικόνα, την αμετακίνητη, που δεν θεωρώ πια ότι δουλεύει. Είναι μάλλον δεσμευτικό και μείον, αλλά έχεις την αίσθηση ότι το έχεις ξαναδεί πολλές φορές, είναι αυτό το μειονέκτημα. Φυσικά δεν μας έσπρωξε αυτό σώνει και καλά να κάνουμε κάτι άλλο. Απλώς η οπτική ήταν διαφορετική. Είναι μια οπτική εγκλεισμού, γιατί ο Μπέκετ αυτό κάνει. Έχει μια συνθήκη εγκλεισμού και εγκλωβισμού και είναι τελείως μεταφορικό όλο αυτό. Μιλάει με μεταφορές και εικόνες, όπως όλη η μεγάλη τέχνη. Και εμείς μεταφέραμε όλο αυτό το περιβάλλον το περιαστικό -που έχει ο Μπέκετ στο έργο του με την εικονογράφηση που κάνει του σκηνικού χώρου-, το κάναμε λοιπόν και το μεταφέραμε σε αστικό περιβάλλον. Μια συνθήκη μέσα σε αστικό περιβάλλον. Γιατί εκεί έχει ένα συμπαντικό χαρακτήρα πιο πολύ στον ανοιχτό χώρο, στους ανοιχτούς ορίζοντες. Εδώ σε μας είναι επίσης συμπαντικός ο χαρακτήρας, αλλά με άλλο τρόπο. Δηλαδή είναι ένα σύμπαν κλεισμένο μέσα σε ένα δωμάτιο. Αλλά είναι σύμπαν… ένα σύμπαν μέσα σε έναν κλειστό χώρο. Περίκλειστο. Έχει τη μορφή στούντιο με φολίδες γύρω – γύρω για ηχομόνωση και μπροστά είναι ένα τζάμι μεγάλο. Έχει δύο μικρόφωνα και τέσσερις κάμερες. Αυτές οι κάμερες από τα μόνιτορ που είναι δεξιά αυτού του δωματίου – κλουβιού μεταδίδουν εικόνα σε μια μεγάλη οθόνη στα αριστερά της σκηνής».
Πώς αισθάνονται οι θεατές;
*«Οι θεατές είναι παρατηρητές. Σαν να βλέπουν ένα πείραμα ή ένα reality. Πάντως, παρακολουθούν κάτι live. Είναι παρατηρητές του εγκλεισμού της Γουίνι και ταυτόχρονα αισθάνονται ότι αυτός ο εγκλεισμός τούς πνίγει. Ο δικός σου και δικός τους εγκλεισμός. Ο εγκλεισμός που είναι υπαρξιακός. Είναι όλες οι αδυναμίες μας. Όλα αυτά που μας δεσμεύουν. Όλα όσα μας έχουν εγκλωβίσει… δηλαδή οι φόβοι.
Βασικά πράγματα του χαρακτήρα μας και προσωπικά και υπαρξιακά. Δηλαδή όλες αυτές οι ανεπάρκειες. Πώς έχουμε μάθει, πώς έχουμε γαλουχηθεί σαν άνθρωποι μέσα σε μια κοινωνία τόσο πιεστική και δεσμευτική και που δεν μας αφήνει να εκδηλώσουμε τις πραγματικές μας επιθυμίες, τις οποίες, αν τις εκδηλώναμε, μπορεί και κάτι να γινόταν. Να ελευθερωνόμαστε από αυτά τα δεσμά τα κοινωνικά».
Η Γουίνι πώς αντιδρά σε όλα αυτά;
*«Όλα αυτά που παρακολουθεί ο θεατής είναι μεταφορά σε ένα τέλος πολιτισμού. Η Γουίνι όμως συνεχίζει να συμπεριφέρεται σαν όλα να είναι κανονικά. Είναι ένας τρόπος άρνησης για να μπορέσει να επιβιώσει. Από αδυναμία να πει τα πράγματα με το όνομά τους και από φόβο μήπως κάτι μπορεί να χάσει κάτι, έστω και αυτό το λίγο που έχει αυτή τη στιγμή. Αυτό που κάνουμε όλοι δηλαδή…
Εάν μπορούσε να το ονομάσει και να ζητήσει την αλλαγή, να την απαιτήσει, να την επιδιώξει, μπορεί και να λυτρωνόταν, μπορεί και να είχε κάτι καλύτερο. Αλλά επειδή ο φόβος είναι τεράστιος, ο φόβος του άγνωστου, του κενού, που μπορεί να δημιουργηθεί, ο φόβος του πραγματικού ή του υπαρξιακού κενού γύρω της, δεν το κάνει και έτσι φθάνει μέχρι το τέλος…».
Το τέλος αυτό βρήκε ανταπόκριση στους θεατές των πρώτων παραστάσεων; Ήταν ευτυχισμένες οι στιγμές που έζησαν;
*«Ναι. Ήταν πολύ καλές. Το κοινό της πρώτης παράστασης δεν το άκουγες. Επικρατούσε μια απόλυτη σιγή που σε έκανε να καταλάβεις ότι εδώ παρακολουθούν πολύ έντονα. Παρακολουθούσαν πραγματικά καθηλωμένοι και… δεν έφυγαν στο διάλειμμα. Ήρθαν, κάθισαν και παρακολουθούσαν με απόλυτη σιωπή. Άκουγα τον ήχο κάποιου ελαφρού μειδιάματος. Τη δεύτερη μέρα, στην πρεμιέρα, το κοινό ήταν πιο ζωηρό. Το γέλιο τους στο πρώτο μέρος πραγματικά μας ζέστανε… ενώ στο τέλος ακούσαμε πολύ θετικά σχόλια… που ντρέπομαι να τα μεταφέρω. Ήρθε κόσμος. Δεν το περίμενα μέσα σε τέτοιες μέρες που το κέντρο ήταν κλειστό, λόγω προεκλογικών συγκεντρώσεων».
Ας κλείσουμε με τις ευτυχισμένες μέρες που περιμένει η Μίνα Αδαμάκη. Αυτές που έχει μέσα στο μυαλό της.
*«Αυτές που πέρασαν τις έχω ως περιουσία. Ως κινητήρια δύναμη. Τώρα όμως θέλω να έχω και την περιέργεια και τη διάθεση για να δω άλλα πράγματα και να βρω κι άλλες μέρες. Ευτυχισμένες μέρες…».
***
Με τρακ, πάθος και ήθος…
Σάββατο βράδυ. Μετά τις προεκλογικές συγκεντρώσεις και πριν από την ψηφοφορία της Κυριακής. Ηρεμία στην πόλη. Από την Πατησίων πάμε Κυψέλη και ανεβαίνουμε την ανηφόρα της οδού Αμοργού. Κόσμος πολύς. Μικρή συγκέντρωση κι απόψε;
Όχι. Κόσμος πολύς περιμένει έξω από το «Χώρα». Ούτε επιθεώρηση παίζει ούτε μιούζικαλ ούτε μπουλβάρ. Μπέκετ ανεβάζει με Αδαμάκη και Λίτση, σε σκηνοθεσία Λυγίζου. Και ο κόσμος ουρά για ένα εισιτήριο. Οι περισσότεροι, 80-85%, νέοι, κάτω των 30…
Είναι η γενιά που έμαθε το θέατρο στο «Αμόρε», στο Θέατρο του Νέου Κόσμου και στο «Χώρα». Η γενιά της αναζήτησης. Η γενιά της ποιότητας. Χωρίς φασαρίες, πολιτισμένα, παίρνουν τις θέσεις τους. Η παράσταση αρχίζει δέκα λεπτά μετά τις 9.30 μ.μ.
Παρακολουθούν με προσοχή. Με σεβασμό θα ‘λεγα…
Μόνο στο τέλος σηκώνονται όρθιοι και χειροκροτούν. Βγάζουν στη σκηνή τους ηθοποιούς τέσσερις φορές…
Στη συνέχεια πολλοί από τους θεατές κατευθύνονται στα παρασκήνια για συγχαρητήρια.
Ανεβήκαμε και ‘μείς τις σκάλες πίσω από τη σκηνή για να φτάσουμε στο καμαρίνι του εκπληκτικού Γουίλι. Ο Ερρίκος Λίτσης, με το δημιουργικό τρακ που τον διακατέχει μας ρωτά: «Μήπως σας πρόσβαλε η παράστασή μας;». Όλοι όσοι είναι στο καμαρίνι του, του σφίγγουν το χέρι και τον χειροκροτούν άλλη μια φορά.
«Σας είδαμε και πέρυσι στον “Βροχοποιό” με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο, αλλά και στην τηλεόραση στο “Δέκα”», του είπε μια κοπέλα, κι εκείνος συγκινημένος την ευχαριστεί με υπόκλιση…
Το αδιαχώρητο και στο καμαρίνι της κυρίας Αδαμάκη. Έχει ξαναζήσει βέβαια πολλές φορές στην καριέρα της παρόμοιες στιγμές. Όμως τώρα, με τέτοιο έργο, είναι κάτι διαφορετικό. Ακόμη τώρα είναι δίπλα της -εκτός από τους θεατές- και μαθητές της στη Σχολή Θεάτρου Ίασμος, που καμαρώνουν για τη δασκάλα τους…
Ο μόνος που «λείπει» διακριτικά είναι ο δημιουργός αυτής της παράστασης: Ο νεαρός -μόλις 33 ετών- σκηνοθέτης Έκτορας Λυγίζος, που κυριολεκτικά μέσα από το ημίφως χαίρεται για τους ηθοποιούς του και δέχεται σεμνά τα συγχαρητήρια των θεατών. Άλλη μια επιτυχία μετά την περυσινή στο Θέατρο Από Μηχανής με τη «Φάρσα της οδού Γουόλγορθ» και όμως ο Λυγίζος μακριά από τα φώτα διδάσκει ήθος…
***
Το έργο του Μπέκετ ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Έκτορα Λυγίζου, με καινούργια μετάφραση του Διονύση Καψάλη και σκηνικά – κοστούμια της Μαγιούς Τρικεριώτη. Η δραματουργική επεξεργασία ανήκει στην Κατερίνα Κωνσταντινάκου και οι φωτισμοί στον Δημήτρη Κασιμάτη. Βοηθός σκηνοθέτη: Γεωργία Ψυχογυιού. Βοηθός σκηνογράφου: Δήμητρα Χίου. Στο ρόλο του Γουίλι ο Ερρίκος Λίτσης.
Από την 1η Οκτωβρίου -και για 20 παραστάσεις- στο θέατρο «Χώρα»/ Σκηνή «Νέα Χώρα» (Αμοργού 20, Κυψέλη, τηλ. 210 – 86.73.945)
ΠΑΤΗΣΤΕ ΚΛΙΚ ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΟΛΟ ΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΤΟΥ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΖΩΗ
***
Η Μίνα Αδαμάκη έφυγε από τη ζωή την Παρασκευή 11 Νοεμβρίου του 2022. Την αποχαιρετήσαμε την Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2022.