Στην οδό Πατησίων, στο ύψος της κάθετης οδού Καυταντζόγλου, συναντάμε την εγκαταλελειμμένη Βίλα Κλωναρίδη. Όμορφη, επιβλητική, παρακμιακή, αφημένη να παλεύει μόνη της με τη φθορά του χρόνου και την αδιαφορία.
Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον δείγμα του εκλεκτικισμού των αρχών του 20ού αιώνα, όταν τα Πατήσια ήταν ακόμα γεμάτα κυπαρισσώνες, περιβόλια και ανθόκηπους, ενώ εδώ κι εκεί πρόβαλαν εξοχικές επαύλεις πλούσιων Αθηναίων, που ξεκαλοκαίριαζαν στην ολόδροση -τότε- περιοχή. Τα σχέδια της βίλας αποδίδονται στον Γερμανό αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλερ. Λίγα μέτρα πιο κάτω υψωνόταν ο τρούλος του ναού του Αγίου Λουκά, που ήταν έργο του ίδιου, και ολοκληρώθηκε το 1870.
Αν κι έχει χαρακτηριστεί διατηρητέα από τον Δήμο Αθηναίων, εδώ και πολλά χρόνια, στέκει ερειπωμένη, με έντονα τα σημάδια της αποσύνθεσης και των βανδαλισμών, με σφραγισμένη πόρτα, παραβιασμένα παράθυρα και τοίχους γεμάτους σημάδια και άτεχνα γκράφιτι.
Η Βίλα βρισκόταν δίπλα στο εργοστάσιο Κλωναρίδη, καθώς εκείνη την εποχή συνηθιζόταν οι εργοστασιάρχες να διαμένουν κοντά στα εργοστάσιά τους για να επιβλέπουν τις εργασίες. Χαρακτηριστικά της είναι η συμμετρία, το μεγαλοπρεπές ύφος, το πρόστυλο, το μπαλκόνι με τις παλούστρες και το κοκκινωπό χρώμα. Διέθετε πλούσιο εσωτερικό και εξωτερικό ζωγραφικό διάκοσμο, φιλοτεχνημένο από αξιόλογους καλλιτέχνες της εποχής. Η σημερινή της μορφή διαμορφώθηκε ύστερα από αρκετές προσθήκες και επεκτάσεις, που επιβάλλονταν λόγω της αύξησης των μελών της οικογένειας Κλωναρίδη.
Όταν το εργοστάσιο πέρασε στην ιδιοκτησία του Καρόλου Φιξ, η βίλα συνέχιζε να κατοικείται από την οικογένεια Κλωναρίδη. Αργότερα, παραχωρήθηκε επίσημα, με τη διαθήκη του Φιξ, στους απογόνους της οικογένειας Κλωναρίδη και κατοικήθηκε μέχρι το 1999.
Η περιοχή Κλωναρίδου βρίσκεται στο τετράγωνο το οποίο σχηματίζουν η Λεωφόρος Ιωνίας και οι οδοί Πατησίων, Καυταντζόγλου και Σαρανταπόρου. Οριοθετείται μεταξύ των παραλλήλων αφενός της οδού Πατησίων, αφετέρου της νοητής γραμμής του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου. Και εμφανίζεται με το όνομα «Κλωναρίδου» από τις αρχές του 20ου αιώνα. Το όνομα προσέλαβε από την ύπαρξη του ομώνυμου εργοστασίου στην περιοχή Ζυθοποιίας «Κ. Κλωναρίδου» που υφίστατο στην περιοχή Πατησίων και Καυταντζόγλου. Η ζυθοποιία ιδρύθηκε γύρω στα 1900. Ανήκε στον Βαυαρό Κάρολο Φιξ συνεταιρικά με τους αδερφούς Μιλτιάδη και Ερρίκο Κλωναρίδη. Περιμετρικά της υπήρχαν μπιραρίες και κέντρα αναψυχής. Τη δεκαετία του 1930 το εργοστάσιο εξαγοράστηκε από την αντίστοιχη εταιρεία Ζυθοποιίας του Καρόλου Φιξ, η οποία άλλαξε τη χρήση του εργοστασίου, ως αποθήκης και παγοποιίας. Σήμερα διασώζεται ένα μικρό τμήμα του αρχικού οικοδομήματος. Παράλληλα με το εργοστασιακό συγκρότημα, αρχικά ευρίσκετο εκεί και η έπαυλη Κλωναρίδη.
Στην αστική συγκοινωνία η περιοχή εξυπηρετείται από το σταθμό μετρό Κάτω Πατησίων και από γραμμές λεωφορείων και τρόλεϊ.
Εξοχικές επαύλεις
Στις εξοχές των Αθηνών οικοδομούνται στα τέλη του 19ου αιώνα πολυτελείς επαύλεις πλούσιων αστών της πρωτεύουσας, σχεδιασμένες τις περισσότερες φορές από εξέχοντες αρχιτέκτονες της εποχής. Τα κτήρια αυτά ακολουθούν κατά κύριο λόγο το ρεύμα του νεοκλασικισμού, που επικρατεί την περίοδο αυτή στον ελληνικό χώρο, με μια διάθεση χαλαρότητας όμως ως προς την απόδοση των αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών του, ακριβώς γιατί δεν κατασκευάζονται ως κύριες κατοικίες ενταγμένες στον πολεοδομικό ιστό της πόλης. Άλλωστε, δεν λείπουν και οι ιδιοκτήτες που επιλέγουν για τα εξοχικά τους ιδιαίτερες και άγνωστες στον ελληνικό χώρο αρχιτεκτονικές μορφές, τις οποίες θαυμάζουν στα επαγγελματικά ταξίδια τους στην Ευρώπη.
Μια από αυτές τις εξοχές λοιπόν, μακριά από το κέντρο της πόλης, αποτελούσε το προάστιο Πατήσια, με τους μεγάλους ανθόκηπους, τους αμπελώνες και τα περιβόλια. Εκεί, οικοδομείται λίγα χρόνια πριν από τη στροφή στον 20ο αιώνα, η προαστιακή έπαυλη που έχει μείνει στην ιστορία από το όνομα του δεύτερου ιδιοκτήτη της ως βίλα Κλωναρίδη ή Κλωναρίδου. Το διώροφο, με συμπαγή όγκο, οικοδόμημα έχει ψηλά ανοίγματα διαρθρωμένα συμμετρικά σε όλες τις όψεις του, ενώ επιβλητικό είναι το πρόπυλο της εισόδου που δημιουργεί και το μοναδικό εξώστη του κτηρίου στον όροφο. Η μορφή του μοιάζει πολύ με το κτήριο που κτίστηκε το 1880, και βρίσκεται μερικές εκατοντάδες μέτρα νοτιότερα, στην οδό Πατησίων 146 και Χανίων.
Εντυπωσιακός ήταν ο διάκοσμος της Βίλας τόσο στις όψεις, με έντονα στοιχεία του εκλεκτικισμού, όσο και στο εσωτερικό. Έτσι, οι εξωτερικές επιφάνειες χαρακτηρίζονται από τον πλούσιο αλλά όχι υπερβολικό κεραμοπλαστικό διάκοσμο, που εμπνέεται από την ελληνική ιστορική παράδοση αλλά και από δυτικότροπα στυλ, με τη διαχωριστική ανάμεσα στις στάθμες, οδοντωτή ταινία, τα ανθεμωτά ακροκέραμα κατά μήκος της δίριχτης στέγης, τα μπαλούστρα στον εξώστη (ίδια με αυτά που σχεδιάζει περίπου την ίδια περίοδο ο Τσίλερ στα νεοκλασικά αρχοντικά της πόλης) αλλά και τα μπαλούστρα του δώματος από την πρώτη φάση της επέκτασης της οικίας. Το χρώμα του πηλού συνδυάζεται άψογα με το κόκκινο χρώμα των επιχρισμάτων, όπως με δυσκολία διακρίνουμε σήμερα, ενώ το περίγραμμα και των τεσσάρων όψεων του κτηρίου τονιζόταν από γραπτή ταινία στο χρώμα της ώχρας. Αυτή η αρμονία των γήινων, ζεστών χρωμάτων και των υλικών δομής της εξοχικής βίλας εξάπτει τη φαντασία μας για ένα ταξίδι στο παρελθόν, όταν η έπαυλη έστεκε υποβλητικά μέσα σε ένα φυσικό περιβάλλον γεμάτο από λιόδεντρα, φοίνικες και εσπεριδοειδή.
Η βίλα έχει κριθεί διατηρητέα, διότι αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα προαστικής έπαυλης των Πατησίων στις αρχές του αιώνα μας.
Για τις μνήμες της περιοχής και την παραπλήσια οδό Τσίλερ γράφει ο Νίκος Βατόπουλος στην “Καθημερινή”: “Από μακριά αναγνώρισα το πιο ψηλό, το διώροφο, που διασωζόταν ακόμη, αλλά ήταν ένα φάντασμα του εαυτού του. Ο σοβάς εκείνης της παλιάς ώχρας είχε καλυφθεί με βάρβαρο σαγρέ. Ο απέριττος εξώστης υπήρχε ακόμη και μπορούσα να αναγνωρίσω το παλιό κάγκελο, που θύμιζε τα πολύ παλιά σχέδια, τα προ του 1880. Τα μαρμάρινα φουρούσια ήταν εκεί, αλλά αυτό που έβλεπα δεν θύμιζε το παλιό ευγενές σπιτάκι. Δύο ψευδο-ρουστίκ σκέπαστρα, καλυμμένα με κεραμίδια, στον όροφο, αλλοίωναν τη συμμετρία και έδιναν μια ψευδή εικόνα. Αλλά και τα σπιτάκια που θυμόμουν, αριστερά και δεξιά, είχαν φύγει. Το ωραίο πήλινο στηθαίο, δίπλα στο διώροφο, είχε μπαζωθεί, η πλαϊνή ταράτσα είχε χαθεί και αυτό που έβλεπα τελικά ήταν μια εκβαρβαρισμένη εκδοχή μιας σπάνιας και, κάποτε, αυθεντικής σειράς λαϊκών νεοκλασικών σπιτιών”.
Αν κι έχει χαρακτηριστεί από τον Δήμο Αθηναίων ως διατηρητέα, είναι σήμερα ερειπωμένη, με τα παράθυρα και τις πόρτες σφραγισμένα όπως όπως και τους πλαϊνούς τοίχους γεμάτους συνθήματα. Διασώζονται ελάχιστα απ’ τα ακροκέραμα της στέγης, τα οποία – όπως και τα κολονάκια της μπροστινής βεράντας – σχεδιάστηκαν απ’ το διάσημο Τσίλερ.
Χτίστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν ακόμα η αραιοκατοικημένη περιοχή των Πατησίων ήταν γεμάτη αγρούς, ενώ έκαναν την εμφάνισή τους ορισμένα λιτά και καλαίσθητα κτίσματα εδώ κι εκεί, όπως είναι ο ναός του Αγίου Λουκά, η έπαυλη και το εργοστάσιο εριουργίας της οικογένειας Δρακόπουλου (πάνω στην Πατησίων και τα δύο). Η βίλα Κλωναρίδη στέγασε την οικογένεια του Ερρίκου Κλωναρίδη μέχρι και το 1977.
Η οικογένεια
Ο Ε. Κλωναρίδης μαζί με τον αδερφό του, Μιλτιάδη και τον Έκτορα Δρακούλη ίδρυσαν το εργοστάσιο Μ. & Ε. Κλωναρίδη το 1903. Βρισκόταν δίπλα ακριβώς στη Βίλα Κλωναρίδη, μεταξύ της οδού Πατησίων και του λεγόμενου «Θηρίου», που αποτελούσε τον Ηλεκτρικό της εποχής αλλά και δίπλα στο κοσμικό κέντρο «Ουράνιος», που ήταν προορισμός διασκέδασης για τους Αθηναίους.
Το 1930 πέρασε στα χέρια του Καρόλου Ιωάννου Φιξ, ιδρυτή της ζυθοποιίας Φιξ, η οποία μονοπωλούσε πλέον την ελληνική αγορά. Παρά τον ανταγωνισμό των δύο επιχειρηματιών, ο Κλωναρίδης συνέχισε να διατηρεί μετοχές στο εργοστάσιο που ανήκε τώρα στον Φιξ, ενώ ο Φιξ παραχώρησε επίσημα στη διαθήκη του τη βίλα της οικογένειας Κλωναρίδη στους απογόνους της. Και κάπως έτσι, από τη συνύπαρξη του εργοστασίου του Φιξ και της βίλας Κλωναρίδη, προέκυψε το όνομα του σημερινού πάρκου, που εφάπτεται της οδού Πατησίων αλλά ρημάζει κι αυτό.
Το εργοστάσιο του Φιξ λειτούργησε ως αποθήκη πρώτα. Ύστερα με μόνο αντικείμενο την παραγωγή πάγου ως το 1983, όταν η εταιρεία Φιξ χρεοκόπησε. Το 1991 περιήλθε στην περιουσία του Δήμου Αθηναίων, ο οποίος και το κατεδάφισε το 2000, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες των κατοίκων της περιοχής, που στέγαζαν τις πολιτιστικές δραστηριότητες των παιδιών τους στο χώρο του και που επιθυμούσαν τη διατήρηση ενός σημαντικού δείγματος της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής της Αθήνας. Το ίδιο βίαια κι ανεξήγητα – κάποια χρόνια νωρίτερα – κόπηκε το ρεύμα (1987) αλλά και το νερό (1999) στη Βίλα Κλωναρίδη, ενώ η μια από τις δύο κόρες του Ε. Κλωναρίδη, Τζούλια, ζούσε ακόμα εκεί.
Μέσα στη βίλα έζησε η οικογένεια του Ερρίκου Κλωναρίδη μέχρι το 1977. Είχε δύο κόρες, την Ασπασία και την Τζούλια, από τις οποίες η μια παντρεύτηκε, αλλά έχασε νωρίς τον σύζυγό της, ενώ η άλλη -η Τζούλια- με τα σκυλιά της έμεινε ανύπαντρη και μόνη της μέσα στη βίλα. Το 1987 ο Δήμος Αθηναίων της έκοψε το ρεύμα και για περίπου δώδεκα χρόνια έζησε μέσα στο σπίτι χωρίς ρεύμα. Το 1999 ο Δήμος της έκοψε και το νερό. Αυτό ήταν και το τελειωτικό χτύπημα για την παρουσία της εκεί.
Στη συνέχεια η βίλα λεηλατήθηκε και ερειπώθηκε, ενώ κατά καιρούς βρήκαν σε αυτή πρόχειρη στέγη άστεγοι και λαθρομετανάστες. Σήμερα βρίσκεται σε κακή κατάσταση, αν και επισήμως έχει χαρακτηρισθεί διατηρητέα.
Προσφάτως ο Δήμος Αθηναίων ανακοίνωσε ότι προτίθεται να προχωρήσει σε ανακαίνιση του κτηρίου και στη μετατροπή του σε πολιτιστικό κέντρο, προκειμένου να συμβάλει στην αναβάθμιση της περιοχής. Για το σκοπό αυτό κάλεσε φοιτητές του Πολυτεχνείου, οι οποίοι θα κάνουν τις μελέτες δωρεάν. Παρόμοιες εξαγγελίες έχουν υπάρξει και στο παρελθόν. Η ελπίδα ωστόσο πεθαίνει τελευταία.
Η αποκατάσταση της Βίλας Κλωναρίδη είναι καθήκον του Δήμου Αθηναίων, στην ιδιοκτησία του οποίου και ανήκει. Αυτό δεν μπορεί να καθυστερεί. Υπάρχει ένα επιτακτικό χρέος τιμής στην ιστορία αυτής της πόλης.