[…] Σήμερα όμως επερίμενα ένα σουβριάλι. Ήτανε της πρωτοχρονιάς παραμονή και με πήρε μαζί του ο πατέρας στα μαγαζιά για να διαλέξω τα παιχνίδια μου. Δε μ’ άρεσε τίποτα. Οι πουλητάδες απελπισμένοι ξαναβάζουνε πίσω πάλι στη θέση τους τα πράματα που μου ‘δειξαν. Τί να τα κάνω εγώ… Τα ‘ξερα όλα. Οι κούκλες όλες είχαν πάντα τα ίδια ματόφυλλα που παίζανε ανοιγοσφαλώντας, τα ξύλινα σπιτάκια απόξω γράφανε «Φαρμακείον», αλλά πού ήτανε λοιπόν τώρα τα φάρμακα και ο φαρμακοποιός; ή γράφανε «Σιδηροδρομικός Σταθμός» κι άδικα θα περίμενες εσύ τα τρένα από την πόρτα τους να μπαινοβγαίνουνε. «Δύσκολη, κύριε, η μικρή…». Και τότε εξέφευγε του πατέρα αγανάκτηση για τα χαδεμένα παιδιά που με το να ‘χουν απ’ όλα, δεν επιθυμούνε πια τίποτα. — Τόσα και τόσα σήμερα φτωχά που θα γιορτάσουνε με τίποτα τον άι-Βασίλη. Καθόλου εγώ δεν καταλάβαινα γιατί σήμερα να μην έχουν όλα τα παιδιά καινούρια παιχνίδια… Τάχατες, δεν είμαι κι εγώ, όσο εκείνα δυστυχισμένη… Ό,τι δεν είχα, εκείνο πάντα ήθελα, κι αφού ό,τι ήθελα δεν είχα…
Σήμερα θέλω λοιπόν ένα σουβριάλι. Να μην ξέρω αν είναι μεγάλο, αν είναι γυαλιστερό, να πάω στο σπίτι να το περιμένω όλη τη μέρα, έτσι — όχι, καλύτερο θα ήταν έτσι… να ιδρώνουν τα χέρια μου από την αγωνία, να περιμένω καρφωμένη ακούνητη δίπλα στο τζάμι του παραθυριού που βλέπει πέρα, απέναντι, μακριά, για να μη μου ξεφύγει ο άνθρωπος που θα ‘ρχεται και θα το φέρνει, κι όλοι θα παραμερίζουνε να περνά, να το φέρνει, και ν’ ανεβαίνει τη σκάλα, ν’ ανοίγει την πόρτα της καμάρας που κάθομαι και περιμένω και να μου το δίνει στα χέρια, ποτέ να μην είναι ακριβώς εκείνο που επερίμενα και τότε μόνο να το πιάνω μόνο για μια στιγμή κι αμέσως να το εγκαταλείπω χάμω, για να μην το ξαναγγίξω πια ποτέ. […]
[…] Όταν εφτάσαμε στον καινούριο τόπο, η μητέρα μου έλειπε από μαζί μας. Αρώτησα πού είναι, μού ‘πανε πως θα φτιάξει στον γιατρό τα δόντια της και θα ‘ρθει. Πώς να το ‘ξερα άραγε δεν ξέρω, ήξερα όμως σίγουρα εγώ τότε, απ’ τον καιρό εκείνο, πως δε θα ξανάρθει. Είχανε σφίξει περισσότερο οι καρέκλες τριγύρω στο τραπέζι για να μη φαίνεται η θέση της αδειανή, και στω γονιώ μου την κάμαρα δεν έστρωναν πια το ένα από τα δυο στολισμένα κρεβάτια με τα πλατιά κεντημένα σεντόνια, κι από πάνω ο ασημένιος άις-Γιώργης με τον ατλαζωτό του φιόγκο που τα χώριζε πάντα στη μέση, κι εκείνος δεν ήτανε στη θέση του πια. Ωστόσο εγώ την ήθελα τη μητέρα μου. Δε μου ‘χε πει κανένας ακόμα ότι μπορούν οι μητέρες να φεύγουν. Πάλι και τώρα η ζάλη εκείνη η δυνατή χτυπούσε στο κεφάλι μου, μόνο πως δεν άρχιζα πια τα κλάματα τώρα, όπως σαν έμαθα ότι επέθανε το καπελάκι εκείνο απάνω στην κυρία του, τις νύχτες μόνο που μ’ έβαζαν στο κρεβάτι μου και τριγυρίζανε τα γαλάζια της μάτια από πάνω μου, που ήτανε πάντα πολύ υγρά κι ετοιμασμένα πάντα να βασιλέψουν και γύρω γύρω, σιγά σιγά στα βλέφαρά μου εφτερουγίζανε σαν ανοιχτές φτερούγες δυο, μεγάλες, κι ο ίσκιος τους χυνότανε στο ταβάνι κι έριχνε φως σ’ όλη την κάμαρα κι εγινότανε μέρα, ανοιγόκλεινα εγώ τα μάτια τα δικά μου τότε και τα βαστούσα ορθάνοιχτα, για να βλέπω ακόμα, λίγο ακόμα, το ασημένιο φως που χύνανε τριγύρω γύρω, παντού οι φτερούγες.
Όταν ξημέρωνε το φως της μέρας πήγαινα στο σκολειό. Η θέση μου ήτανε στ’ αριστερό θρανίο, πρώτη στην πρώτη σειρά. Τα παιδιά λέγανε: «είναι πλούσια». Αγαπούσα τα γράμματα κι ήξερα πάντα το μάθημά μου. Η δασκάλα μου ‘λεγε: «εύγε». Τα παιδιά μουρμουρίζανε: «είδες για να ‘ναι η πλούσια!». Κατάλαβα πως με σιχαινόταν. Όλο το αίμα ανέβαινε στο κεφάλι μου, τί στενοχώρια… Τους έδινα τα γλυκά που μου ‘βαζαν απ’ το σπίτι μου για το διάλειμμα,«νά, πάρε πάρε», έλεγα, δεν άφηνα για μένα, τ’ αρπούσανε με λαιμαργία, τα ‘χωναν βιαστικά στο στόμα τους κι αμέσως φεύγανε από κοντά μου. Τους έλεγα να ‘ρθουνε σπίτι μου ύστερ’ απ’ το σκολειό να παίξομε με τα παιχνίδια μου, είχα παιχνίδια πάντα με το σωρό. Τότε εκοιταζόντουσαν λοξά λοξά σαν τρομαγμένα κι ως να ‘χανε παρμένη κάποια απόφαση κρυφή, αμίλητες, κουνούσαν όλες το κεφάλι τους προς τ’ απάνω — καμιά ποτέ δε θέλησε να ‘ρθεί… Λοιπόν εγύριζα κι εγώ στο σπίτι μου ύστερα απ’ το σκολειό κι αφού δεν είχα με ποιον να τα παίξω τα ‘σπαζα τα παιχνίδια μου. «Κακούργικο παιδί», λέγανε οι υπηρέτριες αναμεταξύ τους, «ποιος ξέρει τί θα γίνει σα μεγαλώσει. Μα τί να περιμένεις από τις πλούσιοι και τα παιδιά τους…». Κι έβγαζαν έτσι το άχτι τους για τα αφεντικά. Θα ‘χανε βέβαια την ιδέα πως δεν καταλάβαινα τίποτα, ωστόσο εγώ, με τη μούρη μου ξαναμμένη κι ακριβώς τώρα για κείνο οπ’ άκουγα, να πέφτω με λύσσα πιο μανιασμένη ακόμα απάνω στην κούκλα μου, κι εσκόρπιζα χάμω το πίτερο που ‘τρεχε βρύση από την καταξεσκισμένη της κοιλιά. […]
[Πηγή: Μέλπω Αξιώτη, Δύσκολες νύχτες, Κέδρος, Αθήνα 2002, σ. 27-28, 31-33]
***
Νεανική δροσιά φωτεινά καλοκαίρια ενός μικρού κοριτσιού στη Μύκονο, μουντοί χειμώνες στο σχολείο καλογραιών, ανώμαλη προσγείωση στην Αθήνα με τη γνωριμία του έρωτα, ολοκληρώνουν το οδοιπορικό από το παιδί στη γυναίκα. Το πρώτο βιβλίο της Μέλπως Αξιώτη (1938). Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο του Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών. Το πρωτοποριακό αυτό βιβλίο έγινε αμέσως αντικείμενο εγκωμιαστικών κριτικών και έκανε τη Μέλπω Αξιώτη πασίγνωστη.
***
Μέλπω Αξιώτη (1905-1973). Συγγραφέας πολύ πιο μοντέρνα από όσο άντεχε η εποχή της. Απροκάλυπτα αυτοβιογραφική. Μια «λοξή» διανοούμενη, που έζησε μια ζωή εξόριστη από το πατρικό της, τη χώρα της, τη γλώσσα της, την ιδεολογία της, συντροφιά με την ίδια βαλίτσα. Στην πρωτοπορία της διανόησης και της λογοτεχνίας, στρατευμένη αριστερή και τολμηρή μοντερνίστρια, η Μέλπω Αξιώτη πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής της στο εξωτερικό ως πολιτική πρόσφυγας.
Ήταν κόρη του μουσικοσυνθέτη Γεωργίου Αξιώτη και της αριστοκράτισσας Καλλιόπης Βάβαρη. Παππούς της ο επίσης λογοτέχνης Παναγιώτης Αξιώτης. Εγκαταστάθηκε από τη βρεφική της ηλικία στη Μύκονο, ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα της, όπου παρέμεινε ως τα νεανικά της χρόνια. Μορφώθηκε στη Σχολή Ουρσουλινών της Τήνου (1918-1922). Το 1925 έκανε τον πρώτο της γάμο, με το θεολόγο καθηγητή Βασίλη Μάρκαρη. Χώρισαν το 1929 και ένα χρόνο μετά η Αξιώτη εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως ράπτρια (σε δικό της οίκο) έχοντας παρακολουθήσει τη Σιβιτανίδειο Σχολή. Από πολύ νέα εντάχθηκε στο ΚΚΕ (το 1936) και στο ΕΑΜ, λαμβάνοντας μέρος στην Εθνική Αντίσταση της Κατοχής ως μια πολύ δραστήρια αγωνίστρια. Καθοριστική ήταν η συμβολή της στην ανάπτυξη και διάδοση του παράνομου αντιστασιακού Τύπου. Στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου (το 1947) αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα και έζησε αυτοεξόριστη στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Σοβιετική Ένωση, την Πολωνία και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, όπου ήρθε σε επαφή με διάσημους συγγραφείς, όπως ο Λουί Αραγκόν, ο Πάμπλο Νερούδα και ο Ναζίμ Χικμέτ. Δίδαξε Νεοελληνική Λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο του Ανατολικού Βερολίνου της Γερμανίας το 1958.
Λογοτεχνία
Η πρώτη της εμφάνιση στα γράμματα έγινε με τη δημοσίευση του διηγήματός της «Απ’ τα χτες ως το σήμερα» στο περιοδικό Μυκονιάτικα Χρονικά (1933). Πέντε χρόνια μετά κυκλοφόρησε και το πρώτο της μυθιστόρημα, τις Δύσκολες νύχτες. Παράλληλα έγραψε, εκτός από πεζογραφήματα και ποιήματα, μελέτες και έκανε πολλές μεταφράσεις. Υπήρξε πρωτοποριακή ως συγγραφέας και ήταν μία από τις πιο αξιόλογες μορφές της γυναικείας μεταπολεμικής ποίησης.
Ο Νίκος Καββαδίας της αφιέρωσε το ποίημα Αντίσταση, το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» (τεύχος 14 – 10 Αυγούστου 1945), και συμπεριλήφθηκε στην ανθολογία «Τραγούδια της Αντίστασης» που επιμελήθηκε η Φούλα Χατζιδάκη και κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1951 από το «Εκδοτικό Νέα Ελλάδα». Βρίσκεται στο βιβλίο «ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ» (2001, ΚΕΔΡΟΣ).
Τελευταία χρόνια
Με απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης επέστρεψε στην Ελλάδα το 1964 και τα τελευταία χρόνια υπέφερε από προϊούσα αμνησία και σωματική καχεξία. Πέθανε σε ηλικία 68 ετών το Μάιο του 1973 σε οίκο ευγηρίας. Κηδεύτηκε στο Νεκροταφείο Ζωγράφου. Προτομή της φιλοτεχνήθηκε και τοποθετήθηκε στην πλατεία της περιοχής Μύλων της Μυκόνου.
Επιλεγμένα έργα
Δύσκολες Νύχτες (1938)
Θέλετε να χορέψουμε, Μαρία; (μυθιστόρημα, 1940)
Σύμπτωση (ποιητική συλλογή, 1939)
Κοντραμπάντο (ποιητική συλλογή, 1959)
Θαλασσινά (ποιητική συλλογή, 1961)
Εικοστός Αιώνας (1946, μυθιστόρημα)
Σύντροφοι, Καλημέρα! (1953, διηγήματα)
Το σπίτι μου (1965)
Η Κάδμω (1972)
Απάντηση σε πέντε ερωτήματα (ιστορικό χρονικό, 1945)
Πρωτομαγιές (ιστορικό χρονικό, 1945)
Οι Ελληνίδες φρουροί της Ελλάδας (ιστορικό χρονικό, 1945)
Αθήνα 1941-1945 (ιστορικό χρονικό, 1946)
Ρεπυμπλίκ-Βαστίλλη (μυθιστόρημα με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, μετάφραση Τιτίκα Δημητρούλια, επιμέλεια Μαίρη Μικέ, εκδόσεις «Άγρα», Αθήνα 2014).
“Η Κάδμω”, εκδόσεις Κέδρος (1972)
***
“Μέλπω Αξιώτη – Η Μεταμόρφωση της Χρυσαλλίδας”
Σύνθεση κειμένων: Νίκος Χατζόπουλος, Σοφία Σεϊρλή
Σκηνοθεσία: Νίκος Χατζόπουλος
Σκηνικά – Κοστούμια: Μαγιού Τρικεριώτη
Μουσική επιμέλεια: Νίκος Μαστοράκης
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Ερμηνεύει η Σοφία Σεϊρλή.
«Και ίσως θα χρειαστεί εμείς τώρα να ξαναπλάσομε μια παιδική καρδιά, για να μπορούμε να διαβάσομε».
Μέλπω Αξιώτη
Η σύνθεση κειμένων με τίτλο “Μέλπω Αξιώτη – Η μεταμόρφωση της χρυσαλλίδας” βασίζεται κατά κύριο λόγο στα δύο εμβληματικά πεζά της, τις Δύσκολες νύχτες και την Κάδμω, και συνιστά έναν πολυφωνικό μονόλογο όπου μυθοπλασία και αυτοβιογραφία μπλέκονται για να δημιουργήσουν μια σκηνική περσόνα που δίνει μάχη να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη της γλώσσας και της Ελλάδας ενάντια στην απειλή της λήθης και της εξορίας.
Η σύνθεση των κειμένων της παράστασης βασίστηκε στα εξής βιβλία: «Διαδρομές της Μέλπως Αξιώτη», Άννα Ματθαίου, Πόπη Πολέμη, εκδ. Θεμέλιο / «Δύσκολες Νύχτες», «Κάδμω», «Το Σπίτι μου», «Ποιήματα», Μέλπως Αξιώτη, εκδ. Κέδρος / «Γράμματα στη Μέλπω», Παναγιώτη Κουσαθανά, εκδ. Η Μυκονιάτικη
Μια παραγωγή του Φεστιβάλ Αθηνών σε συνεργασία με το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας.
- Διαβάστε επίσης:
Σοφία Σεϊρλή: Ο δρόμος του θεάτρου είναι δύσκολος, χρειάζεται αφοσίωση, θυσία και απέραντη αγάπη