Λιγότερο από 100 χρόνια πριν, οι λούστροι της Θεσσαλονίκης μιλούσαν 6-7 γλώσσες.* Τόσες όσες σχεδόν και οι γλώσσες στις οποίες κυκλοφορούσαν οι εφημερίδες της πόλης, όσες και οι φυλές που έπλεκαν τη διαπολιτισμική ταυτότητα του να είσαι «Σαλονικιός». Λιγότερο από 100 χρόνια, ένας μόλις αιώνας από τους 23 της ζωής μιας πόλης με συνεχή παρουσία, αλλά ασυνεχές παρελθόν, με Ιστορία αόρατη. Πόλεμοι, φυσικές καταστροφές, ευφάνταστες πολιτικές εθνοπλαστικές πρωτοβουλίες και ανέμπνευστες επιχειρηματικές σκοπιμότητες μεταμόρφωσαν την ανθρωπογεωγραφία και τη ρυμοτομία της Θεσσαλονίκης τόσο ραγδαία και τόσο συχνά, μέσα σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, που εξασθένησαν τη μνήμη της και εκτόπισαν όσα αποτελούσαν ζωτικά κομμάτια της καθημερινότητάς της σε μουσειακές προθήκες και χάρτινες ιστορικές καταγραφές.
Η γειτονιά μου είναι τυπικό δείγμα αυτής της εξασθενημένης μνήμης. Θύμα της πυρκαγιάς του 1917, του σεισμού του 1978, του ανεξέλεγκτου μεταπολεμικού οργασμού αντιπαροχής, περικλείει βυζαντινές εκκλησίες, ρωμαϊκά μνημεία, αρχαία ευρήματα, αδιάφορες πολυκατοικίες, παραμελημένα νεοκλασικά αριστουργήματα, παραδοσιακά σαχνισιά. Η ντοπιολαλιά της, θολή, κράμα του παχέως «λ» των παλιών οικογενειών της πόλης, των γλωσσικών ποικιλιών των φοιτητών της και της πολύγλωσσης βαβέλ των μεταναστάτων της, λίγη Ιστορία έχει να μαρτυρήσει. Πρέπει να παρατηρήσεις τον χώρο πολύ προσεκτικά, να μελετήσεις τα κτήρια που εξακολουθούν να κουβαλούν στη φέρουσα δομή τους τις μνήμες που οι άνθρωποι πήραν μαζί τους εγκαταλείποντας την πόλη ή εκείνες που όσοι έμειναν δεν κατάφεραν να διαιωνίσουν, ή να καταφύγεις στις «χάρτινες» ιστορίες για να ανακαλύψεις την Ιστορία της, να βρεις ποιος έζησε εδώ πριν από σένα, ποιος είναι ο άγνωστος, αόρατος γείτονάς σου.
Η γειτονιά μου είναι η γειτονιά που περιγράφει ο Γιώργος Ιωάννου στην «Πρωτεύουσα των προσφύγων», η γειτονιά που κάποτε λεγόταν «Παλιά Οβριακή» και που μέχρι πριν από 70 χρόνια το 1/3 του πληθυσμού της αποτελείτο από το πιο λησμονημένο κομμάτι της σύγχρονης Ιστορίας της πόλης: τους Εβραίους κατοίκους της που συνδιαμόρφωσαν καθοριστικά το αόρατο πια παρελθόν της πριν χαθούν ως «κίτρινα, κινούμενα άστρα».
Ομάδες Εβραίων από διάφορες περιοχές του πλανήτη κατοίκησαν στη Θεσσαλονίκη τα τελευταία τουλάχιστον 2.000 χρόνια. Ήταν όμως η μαζική άφιξη των χιλιάδων Σεφαραδιτών που εκδιώχθηκαν από την Ισπανία το 1492 που θα οδηγήσει στη δημιουργία ενός δυναμικού εβραϊκού κέντρου στην πόλη και στον χαρακτηρισμό της ως «Μητέρα του Ισραήλ». Η συμβολή του εβραϊκού πληθυσμού στην εμπορική, πνευματική και πολιτισμική ανάπτυξη της πόλης στο πέρασμα των αιώνων υπήρξε καθοριστική: ίδρυση των πρώτων τυπογραφείων και κυκλοφορία των πρώτων εφημερίδων, καινοτόμες επιχειρηματικές δραστηριότητες, ιδρύματα εκπαιδευτικού και κοινωφελούς χαρακτήρα και μια σειρά από αριστουργηματικές επαύλεις που εξακολουθούν να κοσμούν διάφορα σημεία της πόλης.
Η καταστροφική πυρκαγιά του 1917 στο κατεξοχήν εβραϊοκατοικημένο κέντρο της πόλης και ο εμπρησμός του εβραϊκού συνοικισμού Κάμπελ το 1931 επέφεραν καταστροφικό πλήγμα στις εβραϊκές ομάδες της πόλης, όμως ο αφανισμός τους στο πλαίσιο της Χιτλερικής «Τελικής λύσης» είναι πρωτοφανής σε παγκόσμιο επίπεδο. Η παγίδα στήθηκε σταδιακά και οργανωμένα. Μετά τη λεπτομερή καταγραφή ζωών και περιουσιών, τον εγκλωβισμό σε γκέτο, τον υποχρεωτικό στιγματισμό με το κίτρινο αστέρι στο πέτο, την καταναγκαστική εργασία και την καταβολή υπέρογκων ποσών ως λύτρων, στις 15 Μαρτίου του 1943 ακολουθεί η αναχώρηση της πρώτης αμαξοστοιχίας για το Άουσβιτς με 2.800 Εβραίους της Θεσσαλονίκης. Θα ακολουθήσουν άλλες 18 και θα εκτοπιστούν συνολικά περισσότεροι από 48.000 άνθρωποι και θα θανατωθούν περισσότεροι από 37.000, από τους 50.000 που έμεναν στην πόλη πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Ιωάννου σε μια σειρά από κείμενά του θα περιγράψει το «ωραίο» πλιάτσικο από Έλληνες, Γερμανούς και Εβραίους στα σπίτια των εκτοπισμένων. Μαζί με τους ανθρώπους και τα υπάρχοντά τους όμως, θα ξηλωθούν και οι μνήμες τους: το 1942 οι Ναζί θα καταστρέψουν το έκτασης 350 στρεμμάτων Εβραϊκό νεκροταφείο και τους περισσότερους από 300.000 τάφους που φιλοξενούσε. Στη θέση του θα χτιστεί το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ενώ τα μάρμαρα των τάφων θα χτίσουν δρόμους, σπίτια και αυλόγυρους της πόλης.
*Mark Mazower, Θεσσαλονίκη, πόλη των Φαντασμάτων, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2006.