Γράφει η θεατρολόγος Μαρία Μαρή
Ένα λυρικό έργο με έντονη ευαισθησία στο θέατρο «Σταθμός». Η διακεκριμένη ηθοποιός Μαρία Ζορμπά σκηνοθετεί, για πρώτη φορά, το πρώτο θεατρικό κείμενο του Θοδωρή Γκόνη με τον τίτλο «Κάποια στιγμή θα μάθετε ποιος είμαι».
Μια γυναίκα, μια απλή γυναίκα, θα έλεγε κανείς γυναίκα της επαρχίας, με πλεξούδα και κεφαλόδεσμο παίρνει σιγά σιγά το θάρρος να μιλήσει στο κοινό. Δηλώνει ότι από μικρή δεν είχε θάρρος και μόνο στη θάλασσα μιλούσε. Κολυμπούσε με τις ώρες σε αυτή τη μύτη της γης που λουζόταν από θάλασσα και εκεί ξαμολούσε όλες της τις σκέψεις.
Κάθε τόσο με όποια αφορμή γελά, κυρίως όταν αισθάνεται άβολα, το καλύπτει με ένα γέλιο στακάτο, σαν βέλασμα κατσίκας. Διηγείται ότι δέχεται επί δέκα χρόνια τα τηλεφωνήματα ενός αγνώστου άνδρα, που δεν αποκαλύπτει ποτέ την ταυτότητά του, και αναβάλλει επ’ αόριστον μια συνάντηση μαζί της.
Της τηλεφωνεί κάθε μέρα, το πρωί και το απόγευμα. Συνηθίζει να ρυθμίζει τη ζωή της γύρω από τα ενδιαφέροντα τηλεφωνήματα ενός ξένου, που έχει κερδίσει την προσοχή της, την εκτίμησή της και την καρδιά της.
Το σκηνικό της Μάριας Μπαχά από γάζα προσδίδει μια ονειρική ατμόσφαιρα, δημιουργεί εύκολα, ανοίγματα, παράθυρα, ενώ επιτρέπει μια λειτουργική διαφάνεια, διευκολύνοντας το πέρασμα μέσα στο χρόνο.
Η γυναίκα σε διάφορες στιγμές της παρελθούσης ζωής της παρουσιάζεται στο έργο μέσα από την ερμηνεία της Αιμιλίας Παπαχριστοφίλου και της Νικόλ Κοροντζή.
Είναι και οι δυο μοναδικές και πλαισιώνουν συμπληρωματικά και αποκαλυπτικά τον χαρακτήρα της πρωταγωνίστριας της παράστασης, της Μυρτώς Αλικάκη.
Στη θάλασσα, αυτή η γυναίκα (Νικόλ Κοροντζή) απελευθερώνεται γιατί πρωτίστως αναγκάζεται να γυμνωθεί και να φορέσει φόρεμα, βγάζοντας το μαγιό της. Πρωτογενώς ελεύθερη μέσα στη φύση, απεκδύεται την απελευθερωμένη φύση της, για να ενδυθεί τις κοινωνικές συμβάσεις.
Αυτό το βλέμμα που σε πάει αλλού, που αναζητά ελευθερία και διάχυση, χαρακτηρίζει και τις τρεις ηθοποιούς της παράστασης.
Η κίνηση των ηθοποιών, πολύ μελετημένη και πλαστική, σε διδασκαλία της Μυρσίνης Πετρούτσου. Δίνεται εξαρχής με διάφανο τρόπο η διαφορετική χρονική στιγμή της κάθε κοπέλας για να συμπεριληφθούν όλες στο πρόσωπό της Μυρτώς Αλικάκη ώστε να δικαιολογηθεί το τελικό βήμα της.
Είναι παράδοξη αυτή η σχέση της γυναίκας με εκείνον τον άντρα. Μπορεί να είναι ρεαλιστική ή και φανταστική. Μπορεί αυτός να είναι ένα υπαρκτό ή και ανύπαρκτο πρόσωπο. Όπως και να είναι, η συνεισφορά του στην ωρίμανση αυτής της γυναίκας είναι καθοριστική. Είτε μιλά ουσιαστικά μαζί του, είτε μιλά με τον εαυτό της, την εξωθεί στην περισυλλογή και τη βυθίζει στα μύχια της ψυχής της.
Όταν για κάποιο λόγο αυτή η καθημερινή επικοινωνία σταματά για δυο χρόνια, αυτό την ταράζει σε βαθμό που νομίζει ότι έχει χάσει αυτός τη ζωή του, ή και εκείνη τη δική της.
Η φωνή του άνδρα, το ηχόχρωμα της φωνής του είχε κάτι το ξενικό που την αναστάτωνε. Απελευθερώθηκε, αναγνώρισε τις δικές της ανάγκες και επιδόθηκε στη διεκδίκησή τους. Είναι αυτό που η ίδια έχει ανάγκη. Όλο δηλώνει πως θα ήθελε να τον συναντήσει ή τουλάχιστον να μάθει ποιος είναι και εκείνος της απαντά ότι κάποια στιγμή θα μάθει. Ρούφαγε στην κυριολεξία κάθε λέξη του και μετά επαναλάμβανε όσα είχε ακούσει από εκείνον. Ήξερε να ακούει.
Η σκηνή στήνεται ποιητικά. Ο εαυτός της βγαίνει από τη θάλασσα και αλλάζει ρούχα πίσω από τις καλαμιές. Η κίνησή των ηθοποιών τόσο φυσική, τόσο αυτονόητη. Οι τηλεφωνικές συναντήσεις τους μοιάζουν με ραντεβού στα τυφλά, στο διαδίκτυο, σαν να συνομιλούν σε μια πλατφόρμα γνωριμιών. Εκείνη βυθισμένη σε μια ατέλειωτη μοναξιά θα ήθελε μια ρεαλιστική συνάντηση, αλλά πολλές φορές «ο ασπασμός περιέχει φαρμάκι στη φλέβα» καθώς της λέει εκείνος.
«Ό,τι μας λείπει πολύ υπάρχει δίπλα μας» της επισημαίνει. Όταν υποψιάζεται ότι έφτασε η ώρα να ειδωθούν, διακατέχεται από μια μεγάλη αμηχανία, αναστατώνεται, ξεσηκώνει όλο το σπίτι της, το ανοίγει, ετοιμάζει γεύμα. Η βαθιά της ανάγκη θα ήταν να ανοίξει το σπίτι της και την αγκαλιά της και να υποδεχτεί την αγάπη.
Η Μυρτώ Αλικάκη με μεγάλη δεξιοτεχνία ερμηνεύει έναν κόντρα ρόλο μιας γυναίκας, όχι τόσο όμορφης, που ελαφρά κουτσαίνει, είναι συνεσταλμένη, έως και περιχαρακωμένη από το κοινωνικό σύνολο. Μόνη της στη θάλασσα απελευθερώνεται. Εκεί αφήνεται να είναι ο εαυτός της.
Πολλοί διαβάζουν πολλά βιβλία, αλλά είναι σαν να διαβάζουν κάθε φορά το ίδιο βιβλίο. Μέσα από την πορεία του και τα αναγνώσματά του ο καθένας προσπαθεί να προσεγγίσει τον πιο δύσκολο γρίφο, τον εαυτό του, γι’ αυτό γίνονται όλα. Αυτή είναι η ευτυχία.
Συγκλονιστική η σκηνή, όπου οι ηθοποιοί μοιράζονται το ίδιο ρούχο και όλες οι περίοδοι της ζωής τους ακολουθούν η μια την άλλη. Η παρουσία του άνδρα εικαστικά, μένει ανικανοποίητη ανάγκη, γι’ αυτό και η μόνη ολοκλήρωση έρχεται από εκεί όπου είναι πλήρως αποδεκτή η ηρωίδα, από τη θάλασσα.
Σε μια ποιητική σκηνή και οι τρεις ηθοποιοί, σαν ένα σώμα αλείφονται τη θαλασσινή ουσία, γυμνές από κάθε σύμβαση και εμπόδιο, από κάθε ανθρώπινο μάτι, που δεν αποδέχεται, που κριτικάρει, που απωθεί. Εκεί μόνο βρίσκει το φως. Μετά σκοτάδι. Θάνατος. Τέλος.
Πολύ ενδιαφέρουσα η μουσική του Τηλέμαχου Μούσα υπηρέτησε λειτουργικά το έργο και την παράσταση.
Κάποια στιγμή ο καθένας, μαθαίνει τον πραγματικό του εαυτό. Μπορεί για πολλούς λόγους αυτό να συμβεί σε μεγάλη ηλικία, γιατί είναι πολλά τα εμπόδια, πολλές οι κοινωνικές συμβάσεις και τα πρέπει, που λειτουργούν σαν τροχοπέδη και αφαιρούν τον λόγο από το άτομο ή και του στερούν την ευτυχία.
Μια ενδιαφέρουσα παράσταση με υπέροχες ερμηνείες, που κορυφώνονται με αυτή της Μυρτώς Αλικάκη.
Η σκηνοθεσία της Μαρίας Ζορμπά ακολουθεί με δεξιοτεχνία την ποιητικότητα του κειμένου του Θοδωρή Γκόνη, αναδεικνύοντας επιπλέον τον θεατρικό του χαρακτήρα.
***
«Κάποια στιγμή θα μάθετε ποιος είμαι», του Θοδωρή Γκόνη. Από τη Μαρία Ζορμπά με τη Μυρτώ Αλικάκη