15.6 C
Athens
Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2024

Μαρία Μαγκανάρη: “Η αγάπη είναι όρος επιβίωσης, στόχος ζωής και νόημα”

 

Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου

Γνώρισα τη δουλειά της και την ίδια πριν από κάμποσα χρόνια, όταν είχε παρουσιάσει το συγκλονιστικό “Μεσοπόλεμο” στην Οικία Κατακουζηνού. Η Μαρία Μαγκανάρη έδειξε αμέσως πώς αντιμετωπίζει το θέατρο και ποιες ήταν οι αναφορές της. Πραγματικά τότε είχε μαγνητίσει το ενδιαφέρον μας αλλά και η μέχρι στιγμής σταδιοδρομία της είναι τουλάχιστον εντυπωσιακή και υπόσχεται ακόμα περισσότερα.

Είναι μια αυτόφωτη δημιουργός που αποδεικνύει τη δυναμική της με ζήλο και με μια προσωπική, ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος, σκηνική γλώσσα. Ένα δημιουργικό ταλέντο που καινοτομεί με την έμπνευση. Τη γοητεύουν τα σπουδαία, τα κλασικά κείμενα, κείμενα ανοιχτά, άρα διαχρονικά. Απευθύνεται στους λάτρεις του θεάτρου χωρίς να σκέπτεται απλώς πώς θα εντυπωσιάσει.

Η Μαρία Μαγκανάρη αποφοίτησε από το Φιλολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και από τη Δραματική Σχολή Βεάκη. Ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της ομάδας «Κανιγκούντα» και της ομάδας “προτσές”.

Πολλά θα μπορούσα να γράψω, αναλύοντας τις λιτές στα εκφραστικά μέσα αλλά τόσο πλούσιες σε νοήματα, ιδέες, πάθος, παραστάσεις της, όπως “Η βεγγέρα” (2009), “Οι παραθεριστές” (2017), η “Φθινοπωρινή Σονάτα” (2015), ο “Τριστάνος” (2018), “Η αρχή του κακού” (2017) και άλλες.

Ωστόσο θα προτιμήσω να σας προτρέψω να παρακολουθήσετε την παράστασή της “Ο θείος Βάνιας”, που μετά τη μεγάλη περσινή επιτυχία της, εντάχθηκε στο ρεπερτόριο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου και παρουσιάζεται στο BIOS μέχρι τις αρχές του 2020. Η τελευταία της αυτή θεατρική δουλειά δίνει ιδιαίτερο νόημα στην αγάπη μας για τον Άντον Τσέχοφ. Πρόκειται για μια παράσταση πάλλουσας θεατρικότητας με εκπληκτικούς ηθοποιούς που έχουν την απαραίτητη χημεία για την παραγωγή ενός άψογου αποτελέσματος, η οποία, ενεργοποιώντας σκέψεις και προβληματισμούς, οδηγεί σε έναν δρόμο ωριμότητας και αισθητικής ανανέωσης.

Η Μαρία βρίσκεται ήδη σε πρόβες για το «Κουκλόσπιτο» του Ερρίκου Ίψεν που θα κάνει πρεμιέρα τον Ιανουάριο στο ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων και στη συνέχεια θα σκηνοθετήσει τη «Νύχτα της Ιγκουάνα» του Τενεσί Ουίλλιαμς στο θέατρο “Πορεία”.

 

 

*Μεγάλωσα στη Νέα Φιλαδέλφεια, σε μια γειτονιά με αλάνες και σπίτια με αυλές. Σε ολόκληρη τη γειτονιά υπήρχε μόνο μία πολυκατοικία! Στις περισσότερες φωτογραφίες της παιδικής μου ηλικίας έχω χτυπημένα γόνατα. Διαρκώς έπαιζα, έτρεχα, σκαρφάλωνα, έπαιζα μπάλα, λάστιχο, σχοινάκι. Θυμάμαι να ξαπλώνω το βράδυ στο κρεβάτι κατάκοπη απ’ το πολύ παιχνίδι.

Υπάρχει μια μνήμη που θα έλεγες ότι σε καθόρισε ως άνθρωπο;

*Θυμάμαι έντονα την πρώτη μέρα στο Νηπιαγωγείο. Πολλά παιδάκια έκλαιγαν -κάτι που μου φαινόταν αδιανόητο. Ήταν τέτοια η χαρά μου που ήμουν εκεί! Νομίζω πως πάντα ήθελα να είμαι ανάμεσα σε ανθρώπους, σε ομάδες, σε παρέες. Από πολύ μικρή ηλικία κατάλαβα πως μ’ ενδιέφεραν οι άνθρωποι.

Ποια ήταν τα αναγνώσματα της παιδικής σου ηλικίας;

*Παρότι στο σπίτι μας δεν προϋπήρχε η κουλτούρα του διαβάσματος, οι γονείς μου πάντα φρόντιζαν να αγοράζουν βιβλία για εμένα και τις δύο μου αδελφές. Το πρώτο βιβλίο που μου έφερε δώρο η μητέρα μου ήταν «Η Πολυάννα μεγαλώνει». Ήμουν στην κατασκήνωση και πρέπει να είχα μόλις τελειώσει την Α’ Δημοτικού. Ακολούθησε όλη η σειρά με τις περιπέτειες της Πολυάννας. Στο Δημοτικό ανακάλυψα την Άλκη Ζέη και τη Ζωρζ Σαρή και ξετρελάθηκα. Λίγο αργότερα διάβασα τους «Άθλιους» του Ουγκώ. Επίσης είχα φεμινιστικές αναζητήσεις από νωρίς. Θυμάμαι να διαβάζω Σιμόν ντε Μποβουάρ και Λιλή Ζωγράφου στην Α’ Γυμνασίου.

Τι ήταν αυτό που σου έδωσε το έναυσμα να ασχοληθείς με το θέατρο;

*Η βασική μου επαφή με την τέχνη ήταν μέσω της λογοτεχνίας και του σινεμά. Θέατρο δεν είχα δει ιδιαίτερα ως παιδί ή ως έφηβη, όμως μου φαινόταν κάτι γοητευτικό. Στο Γ’ έτος των σπουδών μου στη Φιλοσοφική Σχολή Ιωαννίνων ενστικτωδώς συνδέθηκα με μια θεατρική ομάδα που αποτελούνταν από επαγγελματίες αλλά και ερασιτέχνες ηθοποιούς, την ομάδα «Πολυθέαμα». Έπαιξα σε μία παιδική παράσταση, εντελώς ανίδεη και ανυποψίαστη -μάλιστα μια μέρα που είχα πυρετό έπαθα «σεντόνι» και έφυγα απ’ τη σκηνή! Θυμάμαι τον σκηνοθέτη να με σπρώχνει ξανά μέσα. Αργότερα σχεδίαζα να κάνω μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι, όμως τελικά αποφάσισα να δώσω εξετάσεις στη Δραματική Σχολή. Μεσολάβησε η γνωριμία μου με τον Γιάννη Λεοντάρη και τη Μαρία Κεχαγιόγλου, δύο ανθρώπους που μ’ επηρέασαν πολύ. Νομίζω ότι ήθελα πάντα να κάνω κάτι στο οποίο να συμμετέχω ολόκληρη -σώμα, πνεύμα, συναισθήματα. Αυτό είναι το δώρο του θεάτρου και είναι ανεκτίμητο.

Γνώρισες ξεχωριστούς δασκάλους κατά τη διάρκεια της σχολικής ζωής και των σπουδών σου; Αν ναι, ποιοι ήταν αυτοί;

*Ναι, νομίζω πως ήμουν πολύ τυχερή για τα δεδομένα της κοινωνικής τάξης στην οποία ανήκω. Φοίτησα σε δημόσια σχολεία τα οποία ήταν εξαιρετικά -λόγω του έμψυχου δυναμικού που διέθεταν. Ήδη απ’ το Γυμνάσιο είχα υπέροχους καθηγητές -Πετρέλλη, Θεοδωροπούλου, Δάρρας, Μπαχτσέ- αναφέρω μερικά ονόματα και αδικώ κι άλλους. Κάποιοι απ’ τους καθηγητές μου είναι μέχρι και σήμερα φίλοι μου. Ήμουν τυχερή που φοίτησα στο Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο Ν. Φιλαδέλφειας (με διευθύντρια την Ευ. Καπετάνου), ένας θεσμός που δυστυχώς δεν συνεχίστηκε. Υπέροχο σχολείο, ενθάρρυνε τις τέχνες, υπήρχε ένας αέρας ελευθερίας και δημιουργίας. Εγώ ήμουν απ’ τα παιδιά που άνθησαν στο σχολείο. Γι’ αυτό και έχω μεγάλη ευαισθησία σε ό,τι αφορά τη Δημόσια Παιδεία. Με πονάει η συνεχής υποβάθμισή της.

Γιατί επέλεξες να σκηνοθετήσεις και να παίξεις στο «Θείο Βάνια»; Είναι μία συνέχεια αυτών που ήδη έχεις κάνει στο θέατρο ή ένα νέο ξεκίνημα;

*Τα τελευταία χρόνια έχω περισσότερο την ανάγκη να δουλεύω πάνω σε μεγάλα θεατρικά έργα και όχι τόσο σε ελεύθερες συνθέσεις. Ίσως κι εγώ τώρα να είμαι πιο ικανή να τα καταλάβω. Ο «Θείος Βάνιας» είναι σπουδαίο έργο και με συγκινεί βαθιά. Μέσα μου πάντα πίστευα ότι θα το σκηνοθετήσω κάποια στιγμή. Γενικά μου είναι πολύ δύσκολο να παίζω στα έργα που σκηνοθετώ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τουλάχιστον στην πρώτη φάση, το έκανα από ανάγκη: η παραγωγή δεν θα μπορούσε ν’ αντέξει όγδοο ηθοποιό! Στην πορεία συνδέθηκα ιδιαίτερα με τον ρόλο μου, τη Μαρίνα, την παραμάνα του σπιτιού που τους ακούει και τους φροντίζει όλους. Κατά κάποιο τρόπο αυτό δεν κάνει και ο σκηνοθέτης; Μέσω του συγκεκριμένου ρόλου οι δύο ιδιότητες συνομιλούν.

Με τι σε έφερε αντιμέτωπη η προετοιμασία του έργου;

*Καταρχάς με τρομερές πρακτικές δυσκολίες. Ήταν πολύ δύσκολο να οργανωθεί σε επίπεδο παραγωγής γιατί ήταν ένα πολυπρόσωπο έργο. Επιπλέον η ομάδα των ηθοποιών ήταν ιδιαίτερη, έπρεπε να συνομιλήσουν μεταξύ τους ηθοποιοί που δεν είχαν όλοι κοινούς κώδικες. Βλέποντάς το εκ των υστέρων, αυτό ίσως ήταν κάτι που έδωσε δύναμη στο όλο εγχείρημα: υπήρξε σύνθεση, διαλεκτική, ακόμα και σύγκρουση. Τα πράγματα δεν προχώρησαν με ευκολίες αλλά με υπέρβαση των δυσκολιών που όμως στο τέλος ισχυροποίησαν το ίδιο το έργο και τους μεταξύ μας δεσμούς. Γιατί, νομίζω, οι κόσμοι των ηθοποιών (και των ανθρώπων πρωτίστως) κατάφεραν να συνομιλήσουν. Οι πρόβες του Βάνια μου έδειξαν πως πρέπει να επιμένουμε και να έχουμε υπομονή. Και πως, όταν οι άνθρωποι νιώσουν εμπιστοσύνη και ασφάλεια, μπορεί να συμβούν και θαύματα.

Ποιος είναι ο δικός σου Θείος Βάνιας;

*Λέω καμιά φορά στον Κουτσολέλο πως οι ζωές μας έχουν συνδεθεί μ’ έναν αναπάντεχο τρόπο. Στο δικό μου το μυαλό πλέον ο Θείος Βάνιας δεν μπορεί να είναι άλλος από τον Κώστα. Μια θεατής τις προάλλες είπε «Ο Θείος Κώστας»!

Ζούμε όπως θα θέλαμε ή όπως θέλουν οι άλλοι;

*Εγώ προσπαθώ καθημερινά να ζω όπως θέλω. Δεν σημαίνει βέβαια πως τα καταφέρνω.

Η κοινωνία του «Θείου Βάνια» είναι μια κοινωνία σε παρακμή;

*Οι κοινωνίες είναι δυναμικές -όπως δυναμικό φαινόμενο είναι η ίδια η ζωή. Πριν προλάβουν να καταλάβουν πού βρίσκονται, η Ιστορία τις έχει ξεπεράσει. Η κοινωνία του τέλους του 19ου αιώνα όπου εκτυλίσσεται το έργο, είναι σε μια τεράστια μετάβαση και αυτό διαγράφεται υπέροχα σε όλα τα μεγάλα έργα του Τσέχωφ -με πιο χαρακτηριστικό ως προς αυτό, τον «Βυσσινόκηπο». Η νέα οικονομική και κοινωνική κατάσταση έρχεται με φόρα και το παλιό σύστημα βρίσκεται σε αμηχανία.

Ο ήρωας υποφέρει και από την κρίση της μέσης ηλικίας;

*Ο Βάνιας βρίσκεται σ’ ένα κρίσιμο σημείο της ζωής του. Για διάφορους λόγους (ένας απ’ αυτούς και η ηλικία του -είναι 47 ετών) αρχίζει να κοιτάει προς τα πίσω και ν’ απορρίπτει τις μέχρι τώρα επιλογές του και κυρίως την αφοσίωσή του στον Καθηγητή. «Εγώ δεν έζησα! Για χάρη σου χαράμισα, ρήμαξα τα καλύτερά μου χρόνια», λέει σε κάποιο σημείο του έργου και αυτό είναι σπαρακτικό. Την ίδια στιγμή βέβαια, όλοι ξέρουμε πως η πραγματική ενηλικίωση ξεκινά όταν αναζητήσουμε τις ευθύνες σ’ εμάς τους ίδιους και όχι στους άλλους. Ο Βάνιας, στο τέλος του έργου, ξαναγυρνά εκεί που ήταν στην αρχή, γιατί η πραγματική αλλαγή απαιτεί ψυχικό σθένος που ίσως δεν διαθέτει. Κι αυτό βέβαια τον κάνει ένα απ’ τα τραγικότερα πρόσωπα του παγκόσμιου θεάτρου.

Ο ανεκπλήρωτος έρωτας μπορεί να γίνει ένα τοξικό συναίσθημα;

*Στην παρούσα φάση της ζωής μου μπορώ να δω καθαρά πως ο έρωτας μπορεί να πάρει όποια μορφή επιλέγουμε εμείς να του δώσουμε: μπορεί να είναι λυτρωτικός και υπέροχος ή βασανιστικός και τοξικός. Ανάλογα με το πώς είμαστε εμείς και το τι θέλουμε ασυνείδητα να ζήσουμε. Εξάλλου τη δική μας αντανάκλαση βλέπουμε στα μάτια αυτού που επιλέγουμε να ερωτευθούμε.

Ο Τσέχωφ αντλούσε την έμπνευσή του από την ύπαιθρο, ενώ η διάδραση ανθρώπου και περιβάλλοντος αποτελεί κεντρικό άξονα όλων των θεατρικών του έργων. Μπορούμε να πούμε πως υπήρξε ένας πρωτοπόρος οικολόγος;

*Ναι, σίγουρα. Ο Τσέχωφ αποτελεί περίπτωση φωτισμένου ανθρώπου – καλλιτέχνη. Κατάλαβε τόσο βαθιά τον άνθρωπο! Και ήταν τόσο μπροστά που είδε όλη αυτή τη φρίκη και τη βία που ασκεί ο άνθρωπος στο περιβάλλον του. Μακάρι να τον είχαμε ακούσει.

Το κωμικό ή το τραγικό κυριαρχεί στη ζωή αλλά και στο έργο;

*Εάν είχαμε τη δυνατότητα να είμαστε θεατές του εαυτού μας σε τραγικές στιγμές της ζωής μας, π.χ. σε μεγάλους καβγάδες ή σε απέλπιδες ερωτικές εξομολογήσεις, θα βλέπαμε πόσο συγκινητικοί αλλά και γελοίοι ταυτόχρονα είμαστε. Αυτό αποτυπώνεται αριστοτεχνικά στον Τσέχωφ, βρίσκεται στον πυρήνα του έργου του -δεν είναι σχόλιο εξωτερικό ή θέμα ανάγνωσης. Και μου δίνει μεγάλη χαρά πως ένα από τα πράγματα που ακούμε για την παράστασή μας είναι πως έχουμε πιάσει αυτή την αίσθηση του έργου.

Ελπίδα υπάρχει στον Τσέχωφ;

*Ως μεγάλος καλλιτέχνης, ο Τσέχωφ δεν μπορεί να μην είναι γενναιόδωρος. Με κάθε τρόπο άλλοτε μας ψιθυρίζει και άλλοτε μας φωνάζει: «Ζήστε!». Κι αυτό είναι ό,τι πιο ελπιδοφόρο μπορώ να σκεφτώ.

Τι λέξη θα ήθελες να βάλεις δίπλα στα ονόματα των ηθοποιών που παίζουν στην παράσταση;

*Ανθή Ευστρατιάδου, εμπιστοσύνη

*Βασίλης Καραμπούλας, ευγένεια

*Σύρμω Κεκέ, συγγένεια

*Κώστας Κουτσολέλος, ψυχή

*Ασπασία Κράλλη, ζεστασιά

*Δημήτρης Ντάσκας, υπέροχος

*Γιωργής Τσαμπουράκης, δύναμη.

Κοιμάσαι όσο θα ήθελες;

*Έχω την τύχη να έχω έναν γιο τριών ετών και να δουλεύω πολύ, οπότε όχι, δυστυχώς δεν κοιμάμαι όσο θα ήθελα. Νομίζω πως πρέπει να ενημερώνουμε όσους σχεδιάζουν να κάνουν παιδιά, πως δεν πρόκειται να κοιμηθούν ξανά όσο και όπως κοιμόντουσαν στο παρελθόν!

 

 

Μετριέται η αγάπη;

*Δεν ξέρω. Νόμιζα πως ήξερα το μέγεθος αυτού του συναισθήματος, όμως από τότε που γέννησα μού είναι αδύνατον να περιγράψω τα συναισθήματα που νιώθω καθημερινά γι’ αυτό το πλάσμα.

Η αγάπη είναι ανάγκη;

*Η αγάπη είναι όρος επιβίωσης, στόχος ζωής και νόημα.

Αξιοποίησες τις ευκαιρίες που σου παρουσιάστηκαν στη ζωή και στη σταδιοδρομία σου;

*Δεν ξέρω εάν πιστεύω σ’ αυτό που λέμε «ευκαιρία». Μια ευκαιρία μπορεί να περάσει από μπροστά σου και να μην την πάρεις είδηση, ίσως γιατί δεν είσαι έτοιμος για να τη διαχειριστείς. Υπό αυτήν την έννοια, άλλες ευκαιρίες τις έχασα και άλλες τις κέρδισα. Πιστεύω στη δουλειά και στους ανθρώπους. Επίσης προσπαθώ, όσο μπορώ, να δίνω τις μάχες για πράγματα που μ’ ενδιαφέρουν, κι αυτό ίσως δεν είναι αυτονόητο.

Η επανάληψη είναι μήτηρ μαθήσεως ή μπορεί να γίνει και καταναγκασμός;

*Είναι θέμα οπτικής, όπως τα περισσότερα πράγματα. «Όσο πεζή κι αν μοιάζει μια ενέργεια, αν επιμείνεις και της δώσεις διάρκεια θα γίνει μια καθαρά πνευματική πράξη, στα όρια του διαλογισμού». Λόγια του Χαρούκι Μουρακάμι με αφορμή το τρέξιμο. Με βρίσκουν απολύτως σύμφωνη!

Γιατί είμαστε οι περισσότεροι άνθρωποι έτοιμοι, σχεδόν ανά πάσα στιγμή, για καβγά;

*Γιατί δεν έχουμε μάθει να επεξεργαζόμαστε τα συναισθήματά μας και είμαστε εγωιστές, φαντάζομαι.

Οι ήρωες του Τσέχωφ προτιμούν τη βότκα. Εσένα ποιο είναι το αγαπημένο σου ποτό;

*Τα χρόνια που δούλευα σε μπαρ, έπινα κι εγώ βότκα. Είναι ωραίο ποτό και ανεβάζει την ενέργεια. Τώρα πια πίνω κυρίως κρασί. Κατ’ εξαίρεση ουίσκι. Και όταν είμαι στο χωριό μου ντόπια ρακή. Γενικά συμφωνώ με τον Φρόιντ που θεωρεί την προσφορά του αλκοόλ στην ανθρωπότητα σπουδαία!

Η δουλειά είναι θεραπεία;

*Εγώ αγαπώ πολύ τη δουλειά. Πάντα την αγαπούσα -και έχω κάνει πολλές και κουραστικές δουλειές. Δεν μπορώ να σκεφτώ τον εαυτό μου να μη δουλεύει. Και για να είμαι ειλικρινής δεν εμπιστεύομαι τους ανθρώπους που δεν δουλεύουν.

Ωφελεί να δραματοποιούμε τη ζωή μας;

*Σε πρακτικό επίπεδο σίγουρα όχι. Όμως ίσως λίγη δραματοποίηση μάς κάνει να νιώθουμε ξεχωριστοί.

Το κοινό χειροκροτεί θερμά την παράσταση. Πώς αισθάνεσαι ύστερα από κάθε σας παράσταση όταν επιστρέφεις στο καμαρίνι;

*Η γενική μου αντίδραση στο χειροκρότημα και στα επαινετικά λόγια είναι μια μίξη χαράς και ντροπής. Συνολικά αισθάνομαι πως με τον «Θείο Βάνια» έχω πάρει ένα σπάνιο δώρο αποδοχής, αγάπης και ενθάρρυνσης. Νομίζω πως αυτή η παράσταση και το πώς την αντιμετώπισε το κοινό μου έχει δώσει στιγμές ευτυχίας.

Τι σε θωράκισε στη δουλειά; Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που πέρασες στη μέχρι τώρα σταδιοδρομία σου;

*Η αρχή ήταν το πιο δύσκολο για μένα. Είναι περίπου είκοσι χρόνια που ασχολούμαι με το θέατρο. Τα πρώτα δέκα ήμουν υποχρεωμένη να κάνω κι άλλες δουλειές, εκτός θεάτρου, για να βιοπορίζομαι. Αυτό, όσο κουραστικό και να ήταν, με δυνάμωσε γιατί συνειδητοποιούσα πόσο δυνατό ήταν το αίτημά μου για το θέατρο. Το ότι είχα την τύχη να είμαι σε μια ομάδα, την Κανιγκούντα (2005-2014), ήταν μεγάλη υπόθεση.

 

 

Πώς θα περιέγραφες λακωνικά τον εαυτό σου;

*Απαιτώ πολλά απ’ τον εαυτό μου και από τους άλλους και αυτό κάποτε κουράζει, μάλλον είμαι άνθρωπος υψηλής ενέργειας, παλιά ήμουν πολύ ευαίσθητη, τώρα πια δεν ξέρω, έχω ανάγκη τους δικούς μου ανθρώπους, μου αρέσει να μοιράζομαι, να βγαίνω έξω, μ’ ενδιαφέρουν πολύ οι άνθρωποι, είμαι αφοσιωμένη σε αυτούς που αγαπώ, όμως συχνά διακόπτω τους άλλους όταν μιλούν. Θέλω να είμαι καλός άνθρωπος.

Ποια θα είναι τα επόμενα βήματά σου;

*Φέτος είναι η χρονιά της τύχης των μεγάλων έργων. Είμαι ήδη σε πρόβες για το «Κουκλόσπιτο» του Ίψεν που θα κάνει πρεμιέρα τον Ιανουάριο στο ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων. Και στη συνέχεια θα σκηνοθετήσω τη «Νύχτα της Ιγκουάνα» του Τ. Ουίλλιαμς στο θέατρο “Πορεία”.

Αν μπορούσες να αλλάξεις κάτι στη σύγχρονη κοινωνία, τι θα ήταν αυτό;

*Τον καπιταλισμό.

Αισθάνεσαι τη ανάγκη να κάνεις μια ευχή;

*Κάνω συνεχώς ευχές. Η βασική είναι να έχουμε υγεία!

Πώς θα χαρακτήριζες τον τρόπο που φέρονται οι Έλληνες στα ζώα, και δη στα αδέσποτα;

*Αυτά που βλέπουμε και ακούμε σχετικά με τους βασανισμούς ζώων είναι φρικτά. Και είναι ενδεικτικά της βίας που υπάρχει τριγύρω μας και μέσα μας. Με θυμώνουν και με θλίβουν για την κατάσταση του ανθρώπινου είδους.

Πώς είναι η δική σχέση σου με τα ζώα; Έχετε στο σπίτι κάποιο ζωάκι;

*Αγαπώ πολύ τα ζώα. Θεωρώ τεράστια ευθύνη το να φροντίζεις ένα ζώο -αντίστοιχη του να φροντίζεις ένα παιδί. Γι’ αυτό και προς το παρόν δεν την έχω αναλάβει. Νομίζω πως όπου να ‘ναι ο γιος μου θα μου ζητήσει ζωάκι, οπότε θα δούμε!

Ευχαριστώ πολύ, Μαρία!

*Κι εγώ σας ευχαριστώ!

  • Διαβάστε την κριτική παρουσίαση της παράστασης (Ειρήνη Αϊβαλιώτου / catisart.gr)

Ανθρώπινος, γεμάτος παράπονα και παιδικότητα «Θείος Βάνιας»

***

“Ο θείος Βάνιας” του Άντον Τσέχωφ

Μετά τη μεγάλη περσινή επιτυχία, ο Θείος Βάνιας σε σκηνοθεσία Μαρίας Μαγκανάρη εντάσσεται στο ρεπερτόριο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου και παρουσιάζεται στο BIOS.

 

 

Σ’ αυτό το έργο:
Κανένας δεν κοιμάται όσο θα ήθελε.
Κανένας δεν αγαπά όσο χρειάζεται.
Κανένας δεν αρπάζει καμία ευκαιρία.
Κανένας δεν αγαπιέται όσο έχει ανάγκη.
Όλοι θέλουν να νιώσουν περισσότερο.
Όλοι είναι έτοιμοι για καυγά.
Όλοι επαναλαμβάνονται.
Κάποιοι πίνουν παραπάνω απ’ όσο πρέπει.
Κάποιοι έχουν τη δουλειά για φάρμακο.
Κάποιοι ζουν τη ζωή τους σαν δράμα.
Στο τέλος δεν αλλάζει τίποτα.

 

 

«Αυτό το βάρος… Δεν είμαι καλά… Τίποτα…»

Είναι μάλλον αδύνατον να βρει κανείς τόσα πολλά παράπονα μαζεμένα σε ένα και μόνο θεατρικό έργο. Όμως ο Θείος Βάνιας είναι ένα έργο γοητευτικό.
Πώς προκύπτει ποίηση από τα παράπονα;
Όλα τα πρόσωπα του έργου κουβαλούν ένα βάρος.
Ο Νίτσε λέει πως δεν γίνεται να υποφέρουμε χωρίς να κάνουμε κάποιον να πληρώσει γι’ αυτό.
Τι τον κάνουν όλον αυτόν τον πόνο οι ήρωες του Θείου Βάνια;
Και τι είδους ήρωες είναι;
Καμιά γυναίκα δεν είναι «ηρωίδα», δηλαδή όσο πρέπει θηλυκή ή μητρική.
Και κανένας άντρας δεν είναι όσο πρέπει «αρσενικός» για να γίνει ήρωας. Ιδίως ο ίδιος ο Βάνιας, αποτυγχάνει παταγωδώς ως άντρας πρωταγωνιστής. Ακόμα και στον τίτλο του έργου κατοικεί λειψά: ως «θείος».

 

 

Συντελεστές της παράστασης

Μετάφραση: Χρύσα Προκοπάκη
Σκηνοθεσία: Μαρία Μαγκανάρη
Σχεδιασμός φωτισμών: Μαρία Γοζαδίνου
Μουσική: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος
Σκηνικά: Διδώ Γκόγκου
Κοστούμια: Παύλος Θανόπουλος
Βοηθοί σκηνοθέτη: Ανδριάνα Χαλκίδη, Βασιλική Σκευοφύλαξ

Οι συντελεστές ευχαριστούν τη Νεφέλη Ανανιάδη

Παίζουν οι ηθοποιοί:

Ανθή Ευστρατιάδου, Βασίλης Καραμπούλας, Σύρμω Κεκέ, Κώστας Κουτσολέλος, Ασπασία Κράλλη, Μαρία Μαγκανάρη, Δημήτρης Ντάσκας, Γιωργής Τσαμπουράκης

Η παράσταση έχει επιχορηγηθεί από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού.

***

BIOS Main

02.10.2019 – 05.01.2020

Διεύθυνση: Πειραιώς 84, Αθήνα 104 35

Τηλέφωνο: 21 0342 5335

 

 

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -