16.4 C
Athens
Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Μαρία Κίτσου, πτήση με προδιάθεση θριάμβου

O παππούς της, στα 16 του, άφησε τη Σμύρνη και βρέθηκε στο Παρίσι. Στις λιγοστές αποσκευές του, ένα μεγάλο όνειρο: να γίνει ηθοποιός. Και τα κατάφερε. Της το αποκάλυψε ο πατέρας της τη μέρα που, γυρνώντας στο σπίτι, κρατούσε το πτυχίο της υποκριτικής στο χέρι. «Τον δικαίωσες», της είπε. Περιμένω τη Μαρία Κίτσου στο φουαγιέ του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Πρώτα ακούω την κωδωνοκρουσία της, ύστερα τα χρωματιστά της βήματα. Βλέπω τα χέρια της, διαυγής πορσελάνη. Κρατά λουλούδι μάλλον. Η καμπύλη του χαμόγελου είναι γεμάτη σαγήνη κι όλη της η παρουσία έχει μια προδιάθεση θριάμβου. Κάτι στην πνοή του ανέμου αλλάζει με την παρουσία της. Δεν ξέρω τι χρώμα έχει ο ουρανός εκείνη τη στιγμή. Ξέρω μόνο πως αυτή η κοπέλα διέρρηξε τη φύση. Η ίδια η Άνοιξη ολοζώντανη μπροστά μου. Μιλάμε και χαζεύω ένα λεπτό, ανυπέρβλητο, κατακόκκινο σημάδι στην παρειά της. Σαν σταγόνα αρωματικής δροσιάς. Σαν να μπήκε επίτηδες εκεί κοντά στο μάτι η ανεπαίσθητη αυτή κηλίδα για να διαβρώνει το αψεγάδιαστο και να την προστατεύει. Η Μαρία Κίτσου είναι μια γυναίκα με απόκοσμη γλύκα και εγκόσμια ζεστασιά. Όμως κάτω από το ντελικάτο κι εύθραυστο πρόσωπό της κρύβεται ένα μανιασμένο, ανυπότακτο κι άγριο πνεύμα. Οι κινήσεις είναι απαλές και στο ορμητικό της βλέμμα η λάμψη ακαταμάχητη. Εύγλωττη, έξυπνη, ρομαντική. Θηλυκή κι αισθαντική. Στο ύφος της η χάρη και η σοβαρότητα καταγράφονται στον ίδιο βαθμό. Έχει έναν ψυχισμό κι ένα ταλέντο που της επιτρέπει να μπαίνει και να βγαίνει στους ρόλους κατά βούληση. Στην εκστατική της πτήση στο θέατρο η Μαρία δεν ξοδεύει αυτό τo ταλέντo άδικα. Δεν πετά ούτε ένα ψίχουλο. Γνωρίζει πως την τύχη σου αν δεν τη βρεις, τη φτιάχνεις με τα ίδια σου τα χέρια. Όπως άλλωστε πιστεύει, το πρώτο βήμα για μια καλύτερη ζωή είναι να αρχίσουμε να φανταζόμαστε τα όνειρά μας. Γι’ και το όνομά της είναι το κύριο όνομα του αυριανού θαύματος.

Διαβάστε τη συζήτησή μας.

Η Μαρία Κίτσου βραβεύτηκε με το 6o Βραβείο Μελίνα Μερκούρη (2012) για την ερμηνεία της στα «Ορφανά» του Ντένις Κέλι.

* Γεννήθηκα στην Αθήνα. Πρωτοθυμάμαι τον εαυτό μου να μεγαλώνω στο Αιγάλεω, στο προσφυγικό σπίτι του πατέρα μου. Η οικογένειά του ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, ήρθαν μετά την Καταστροφή και εγκαταστάθηκαν στο Αιγάλεω. Αυτό που θυμάμαι πολύ έντονα είναι κάτι χειμώνες στο σπίτι μας, που ήταν πολύ μικρό, θυμάμαι λοιπόν που μαζευόμαστε και οι τέσσερις, ο αδελφός μου, η μαμά μου, ο μπαμπάς μου κι εγώ. Είχαμε μια «κουκουνάρα» -αυτές τις παλιές τις σόμπες τις «κουκουνάρες»- και ψήναμε ψωμί, κλείναμε το φως και φαινόταν το φως της «κουκουνάρας» στο ψωμάκι. Έχει τόση γλύκα αυτή η ανάμνηση. Τα καλοκαίρια στην ταράτσα πάνω όταν έκανε ζέστη, στρώναμε και ξαπλώναμε και κοιτάζαμε τον ουρανό, τα αστέρια στη σειρά. Θυμάμαι ακόμα που μαζευόμαστε όλη η οικογένεια και παρακολουθούσαμε τα θρίλερ στην ΕΡΤ. Πολύ οικογενειακές αναμνήσεις. Θυμάμαι τα πρώτα μου χρόνια και μετά στην εφηβεία, ακόμα όταν κάποιος πρωτοανακαλύπτει την ανεξαρτησία του, κάποιες διακοπές στο χωριό…

Σε ποιο χωριό, Μαρία;

* Στο χωριό της μητέρας μου. Η μητέρα μου έχει καταγωγή από όλη την Πελοπόννησο. Δηλαδή το χωριό είναι κοντά στην Αμαλιάδα, αλλά έχει καταγωγή από Μάνη, από Σπάρτη, από Καλάβρυτα και πηγαίναμε κάποια καλοκαίρια στο χωριό στην Αμαλιάδα, στο Βελανίδι. Αυτές είναι ας πούμε πολύ κάποιες ευχάριστες αναμνήσεις.

Πότε όμως άρχισες έτσι να ασχολείσαι με το θέατρο; Πότε άρχισες να νιώθεις ότι αγαπάς το θέατρο και έχεις κλίση γι’ αυτό;

* Η πρώτη μου εμπειρία ήταν στο Δημοτικό που ήταν δυσάρεστη, γιατί έκανα τον «παλιό το χρόνο», ένα σκετς χριστουγεννιάτικο και κάποια στιγμή ξεχνάμε όλοι τα λόγια μας, οπότε ξαφνικά άρχισα κι αυτοσχεδίαζα και έλεγα δικά μου λόγια και ήταν η πρώτη φορά που ταυτόχρονα τρομοκρατήθηκα αλλά και ένιωσα μέσα μου ότι κάτι κατάφερα. Από εκεί και πέρα στο Γυμνάσιο ανακοινώθηκε από τη διεύθυνση ότι θα γίνει μια παράσταση με θέμα την επανάσταση του ’21, θα κάναμε τους Σουλιώτες. Εγώ ήμουνα πάρα πολύ ντροπαλή, πήγαιναν άλλα παιδιά στο γραφείο και έλεγαν «θέλω να πάρω μέρος», εγώ όμως δεν μίλαγα καθόλου, καθόμουν εκεί πέρα και δεν τολμούσα να πω ότι θέλω να πάρω μέρος. Δεν ξέρω, τελικά κάτι σαν με έσπρωχνε. Μέχρι τότε δεν είχα καμία επαφή, μέχρι τα 14. Καμία απολύτως. Ούτε είχα πάει θέατρο με τους γονείς μου, τίποτε τέτοιο, που συνήθως συμβαίνει.

Πήγες;

* Τελικά δεν πήγα, δείλιασα και δεν μπόρεσα να το συγχωρήσω ποτέ στον εαυτό μου. Όταν είδα την παράσταση ανεβασμένη, μού θύμωσα πολύ και στενοχωρήθηκα επίσης. Έλεγα «γιατί δείλιασες, γιατί να μην μπορέσεις;».  Ήταν παραπάνω από τις δυνάμεις μου και στην επόμενη παράσταση στην Τρίτη Γυμνασίου πάλι το ίδιο, πάλι φοβερή δειλία, φοβερό άγχος και πήγα τελευταία στιγμή, την τελευταία μέρα δήλωσα συμμετοχή και έπαιξα. Εκεί λοιπόν ένιωσα ότι τα κατάφερα, ξεπέρασα το φόβο της έκθεσης γιατί κατά κάποιον τρόπο τον έχω. Από εκείνη τη στιγμή λοιπόν μου μπήκε το μικρόβιο. Με το που πέρασα στο Πανεπιστήμιο, προσχώρησα στη θεατρική ομάδα του Πανεπιστημίου. Την επόμενη χρονιά μάζεψα κάποια παιδιά από τη σχολή, φτιάξαμε μια ομάδα, ανεβάσαμε μια παράσταση και εκεί τελείωσαν όλα. Αυτό ήταν.

Ξεπέρασες το φόβο και τη συστολή;

* Ακριβώς, μπορεί να τα έχω στη ζωή, αλλά στη σκηνή δεν υπάρχουν. Στη ζωή μου τον έχω ακόμα αυτό το φόβο. Στις εξετάσεις στο Εθνικό πέρασα με τη δεύτερη και αυτό ήταν.

Η Θεολογία, η Θεολογική Σχολή, στην οποία εισήχθης, πώς συνδέεται με το θέατρο;

* Δεν συνδέεται καταρχάς, αλλά να τι έγινε: Όταν ήταν να δώσω Πανελλήνιες, πρώτη μου επιθυμία από παιδάκι ήταν να γίνω γιατρός, η πιο έντονη επιθυμία μου και η πρώτη στη λίστα. Συνακόλουθο με αυτή την επιθυμία ήταν να γίνω δασκάλα, να γίνω ηθοποιός, να γίνω αρχαιολόγος, να γίνω χορεύτρια και αστροναύτης. Όλα αυτά μαζί ήταν όνειρα, αλλά πολύ έντονα, που συνόδευαν την επιθυμία της Ιατρικής. Κανονικά έδωσα στη δεύτερη δέσμη για Ιατρική, αλλά με τη θρησκεία είχα πολύ καλή σχέση, δηλαδή πίστευα πάρα πολύ και πιστεύω ακόμη στο Θεό.

Επομένως;

* Δεν περνάω Ιατρική, αλλάζω λίγο προτεραιότητες για εκείνη τη χρονιά. Συνεχίζω και λέω θα γίνω αρχαιολόγος, οπότε μέσα στις τέσσερις πρώτες επιλογές ήταν και η Θεολογία. Είχε περάσει ο αδελφός μου τελείως τυχαία και εκείνος τον προηγούμενο χρόνο Θεολογία. Είδα τα μαθήματα, μου άρεσαν και το έβαλα στις πρώτες επιλογές και πέρασα Θεολογία, την ακολούθησα τρία χρόνια μέχρι που πέρασα στο Εθνικό και μετά αναγκαστικά δεν υπήρχε χρόνος γιατί δούλευα παράλληλα με τις σπουδές μου για να ζήσω.

Εάν επιτρέπεται, τι δουλειά έκανες;

* Δούλευα σε εστιατόριο, σερβιτόρα και στον μπουφέ, ήταν δύσκολα χρόνια.

Έγινες έτσι και πιο κοινωνική;

* Ναι, βοηθούσε. Έχω μια συστολή, δεν έχει να κάνει με την κοινωνικότητα ή όχι. Πολλοί νομίζουν ότι είμαι πολύ κοινωνική, αλλά έχω κάτι μέσα μου σαν ντροπαλό παιδάκι.

Στο Εθνικό ποιους δασκάλους είχες και τι πήρες από αυτούς, τι κράτησες σαν παρακαταθήκη;

* Στο Εθνικό είχα τη συχωρεμένη την Ελένη Χατζηαργύρη που μας άφησε τη χρονιά που τελειώσαμε. Είχαμε τον Νικήτα Τσακίρογλου, τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο. Στο πρώτο έτος είχαμε τη Μαρία Χορς, στην Ιστορία τον Γιάννη Ιωαννίδη, τον Στέφανο Κυριακίδη, το συχωρεμένο τον Βύρωνα Πάλλη, τον Ιάκωβο Ψαρρά, τον Νίκο Μπουσδούκο, δηλαδή είχαμε ονόματα της παλιάς φρουράς κυρίως, οπότε μας μετέφεραν από την τεράστια εμπειρία τους και από την ιστορία που κουβαλούσαν. Ήταν πολύ μεγάλο μάθημα να σε διδάσκουν αυτοί οι άνθρωποι που ήταν από τα ιδρυτικά στελέχη του Θεάτρου Τέχνης κι από τους ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου ανάμεσα στους πρώτους.

Είχατε πρότυπα…

* Η δικιά μου φουρνιά είχε, δηλαδή και η αντίστοιχη του Θεάτρου Τέχνης, ίδια χρονιά πρέπει να ήταν, ίσως η τελευταία. Εγώ αποφοίτησα το 2006 από το Εθνικό.

Ποιος δάσκαλος σε διαμόρφωσε, σε επηρέασε;

* Ήταν μια καθηγήτριά μου στο Λύκειο. Θεωρώ ότι ήμουν τυχερή που γνώρισα αυτή τη γυναίκα, που μας έκανε φιλολογικά και νεοελληνικά.

Έχει σημασία αυτό…

* Ναι, ναι πραγματικά, τεράστια σημασία και γενικότερα για την παιδεία, το ποιοι άνθρωποι σε επηρεάζουν στο σχολείο. Αν κι άλλοι καθηγητές μας και δάσκαλοί μας ήταν πιο αρμόδιοι γι’ αυτό το θέμα και πιο φωτισμένοι, η κατάσταση θα ήτανε πολύ καλύτερη. Τέλος πάντων, αυτή ήταν ένας πολύ φωτισμένος άνθρωπος, πολύ μορφωμένος, πολύ επαναστάτρια στο μυαλό, καινοτόμος, η οποία στάθηκε για μένα κάτι αποκαλυπτικό, ένα πρότυπο, ένας άνθρωπος μέσω του οποίου και μέσω της προσωπικότητάς του και των γνώσεων που μας μετέδωσε με επηρέασε πάρα πολύ προς το καλύτερο, μου γνώρισε μια λογοτεχνία που δεν ήξερα, μια μουσική που δεν γνώριζα, έκανε μάθημα διαδραστικό. Από όλους λοιπόν τους ανθρώπους από τους οποίους διδάχτηκα από την αρχή του σχολείου μου θεωρώ ότι αυτή η γυναίκα έπαιξε τον πρώτο ρόλο.

Να πούμε το όνομά της;

* Βασιλική Φωτοπούλου. Ένας σπουδαίος άνθρωπος. Ήτανε νέα γυναίκα.

Και ήταν φιλόλογος. Αξίζει να αναφερθεί το όνομά της.

* Πραγματικά είναι μερικοί εκπαιδευτικοί που κάνουν σπουδαία δουλειά, σου γυρίζουν την τύχη. Από μικρό παιδάκι είχαμε πλούσια βιβλιοθήκη στο σπίτι μου, έτσι διάβαζα πάρα πολύ, χωρίς να θέλω να σνομπάρω βέβαια άλλους συγγραφείς, τα αναγνώσματά μου ήταν Σταντάλ, Τολστόι… Τα άλλα τα βαριόμουν.

Όταν είπες στους γονείς σου ότι θα γίνει ηθοποιός πώς αντέδρασαν. Χάρηκαν, ανησύχησαν, αισθάνθηκαν ανασφαλείς για σένα;

* Αισθάνθηκαν ανασφαλείς, δεν με φοβήθηκαν τόσο ή τουλάχιστον δεν μου το έδειξαν για τους κινδύνους που ακούγεται ότι υπάρχουν. Εγώ δόξα τω Θεώ δεν έχω συναντήσει κάτι, αλλά αν ακούγεται σίγουρα κάτι θα αληθεύει σε αυτό. Αυτό νομίζω που λένε όλοι οι γονείς, όταν το παιδί τους θέλει να ακολουθήσει αυτή την πορεία, είναι «πέρασε πρώτα στο Πανεπιστήμιο και μετά κάνε ό, τι θέλεις». Αυτό μου είπαν και εμένα. Αλλά η δική μου ανάγκη και η τελειωτική απόφαση να ασχοληθώ με το θέατρο προέκυψε όταν ήμουν στο Πανεπιστήμιο, οπότε ήδη στο Πανεπιστήμιο τους το ανακοινώνω. Τότε δεν υπήρχε αντίρρηση, δεν υπήρξε και η τρομερή ενθάρρυνση του τύπου «να σε πάρω από το χέρι, να σε πάω» και όμως δεν μου έφεραν αντίρρηση, με άφησαν ελεύθερη να κάνω ό, τι πιστεύω εγώ σωστό για φτάσω εκεί που ήθελα. Μάλιστα, έπειτα από χρόνια, δεν μου το είπανε τότε, όπως καταλαβαίνω για να μη με ενθαρρύνουν μάλλον, μου αποκάλυψε ο πατέρας μου, ότι ο παππούς μου έφυγε γύρω στα 16 του από τη Σμύρνη και πήγε στη Γαλλία και εκεί εργάστηκε ως ηθοποιός.

Και δεν το ήξερες; Σου το είπε ο πατέρας σου;

* Ο παππούς μου έφυγε από τη Σμύρνη, πήγε στη Γαλλία στα 16 του, παιδάκι μόνο του εκείνη την εποχή πριν από τον πόλεμο του ‘22 και ήταν το όνειρό του και δούλεψε πολύ ως ηθοποιός και αυτό μου το είπε ο πατέρας μου την ημέρα της αποφοίτησής μου, όταν πήρα το πτυχίο και το πήγα. Μου είπε χαρακτηριστικά: «Δικαίωσες τον παππού σου».

Έχεις συνεργαστεί και εξακολουθείς να συνεργάζεσαι με σπουδαίους σκηνοθέτες. Ήσουν στην Πειραματική Σκηνή με τον Στάθη Λιβαθινό, συνεργάστηκες με τη Ρούλα Πατεράκη, τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο φυσικά, πώς αισθάνεσαι που δούλεψες με αυτούς τους ανθρώπους;

* Πάρα πολύ τυχερή, γιατί φυσικά παίζει ρόλο και το ταλέντο και το ένστικτο και όλα. Παίζουν ρόλο και οι συγκυρίες και η τύχη στη δουλειά μας. Το πιστεύω. Δηλαδή πρέπει να έχεις και ταλέντο οπωσδήποτε, είναι το πρώτο, αλλά πρέπει να έχεις και τύχη, εγώ ήμουν τυχερή γιατί ένας από τους καθηγητές μου ήταν παράγοντας του Εθνικού και ήταν δραματολόγος στην Πειραματική, οπότε εκείνος με σύστησε. Έλαβα μέρος στην οντισιόν για τις «Δέκα Εντολές» και ο Στάθης Λιβαθινός με είδε στην πρώτη φάση, με σταμάτησε και μου είπε: Σε θέλω για τον «Ηλίθιο». Δηλαδή δεν με άφησε καν να συνεχίσω, με πήρε στη δική του παραγωγή.

Ήσουν με αξιόλογους συναδέλφους σου.

* Μάλιστα, με τη Μαρία Ναυπλιώτου, με τον Δημήτρη Ήμελλο, με τον Νίκο Καρδώνη, με τον Βασίλη Ανδρέου. Σε αυτή την ομάδα, την Πειραματική Σκηνή, ήθελα έστω να κάθομαι σε μια γωνίτσα ή να καθαρίζω σκάλες, απλά να βλέπω. Και με το που τελείωσα τη σχολή, με παίρνει και δεν το πίστευα ότι ήμουν μέσα σε αυτό τον κύκλο που έβλεπα τις δουλειές τους κάθε χρόνο και τους θαύμαζα απεριόριστα. Γέλαγα μόνη μου από χαρά για την καλή μου τύχη. Και με αγκαλιάσανε όλοι τους κατευθείαν. Με κάλεσαν και με έκαναν πραγματικά να αισθανθώ σαν να ήμουν χρόνια μαζί τους και μου έδωσαν θάρρος και κουράγιο να μη διστάσω, να μην ντραπώ. Ήτανε φοβερή εμπειρία. Έχω μόνο καλά να θυμηθώ από εκείνη την περίοδο. Γιατί πραγματικά έδεσα και εγώ και τα καινούργια παιδιά που μπήκανε στην ομάδα εκείνη την περίοδο. Δεν έχω ξαναπεράσει τόσο καλά. Θεϊκά! Και υπέροχη πλάκα από τη μία, και συναδελφικότητα από την άλλη, και αγκαλιά, και φοβερή δουλειά. Είμαι πολύ ευτυχής για εκείνη την περίοδο. Σαν αδέλφια ήμασταν εκεί μέσα. Και τώρα που συναντιόμαστε σαν αδέλφια κάνουμε. Ήμουν τυχερή,

Άξιζες όμως την τύχη…

* Πολλοί την αξίζουν. Τυχαίνει να φοβάμαι για ανθρώπους που είναι πολύ ταλαντούχοι για το αν έχουν και τύχη ταυτόχρονα. Πάντα με απασχολούσε αυτό. Δεν γίνεται μόνον αυτοί που φαίνονται να αξίζουν, δεν γίνεται. Είναι και άλλοι που κάτι τους έτυχε, κάτι στραβό, δεν βρέθηκαν στη σωστή στιγμή εκεί που θα έπρεπε. Συμβαίνουν αυτά. Ίσως είναι καρμικά. Νιώθω πολύ ευλογημένη πάντως. Και αργότερα η κυρία Ρούλα Πατεράκη, με τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο επίσης, ήταν και δάσκαλός μου κιόλας, με τον Τάσο Ψαρρά στη σειρά «Καρυωτάκης».

Θέλεις να μιλήσουμε γι’ αυτό; Πέρασες όμορφα ερμηνεύοντας την Πολυδούρη;

Μαρία Πολυδούρη στη σειρά “Kαρυωτάκης”

* Ήταν κάτι που ήρθε τελείως απροσδόκητα, πάντα έλεγα ότι θα έκανα τηλεόραση μόνο με κάτι τέτοιο, με μια σειρά εποχής που να με εμπνεύσει και ένα πρόσωπο που να με εκφράζει τόσο πολύ, να το θαυμάζω. Και η ευκαιρία ήρθε από το πουθενά.

Είχες έρθει προηγουμένως σε επαφή με την ποίησή της;

* Στο Λύκειο άρχισα και είχα επαφή με ποίηση γενικότερα και με τη Μαρία Πολυδούρη.

Πώς ήταν τα γυρίσματα;

* Ήταν δύσκολη δουλειά. Εννέα μήνες ήμασταν στα γυρίσματα και δεν κάναμε τίποτα άλλο, μόνον αυτό. Ήταν όμως με δύσκολες συνθήκες, με πιο μικρό μπάτζετ από ό, τι συνηθίζεται γι’ αυτές τις σειρές, βγάλαμε ό, τι καλύτερο μπορούσαμε, πιεστήκαμε, αλλά υπήρχε μεράκι και αφοσίωση και πραγματικά τα φέραμε βόλτα. Έγινε μια δουλειά που αγαπήθηκε πάρα πολύ.

Πραγματικά αγαπήθηκε… Την παρακολούθησε ο κόσμος.

* Ναι. Κι εγώ καθόμουνα και το έβλεπα. Και έλεγα «Παναγία μου»!

Αμακιγιάριστη είσαι πιο όμορφη…

* Δεν θέλω να με μακιγιάρουν έντονα. Θέλω να μου κάνουν μόνο τα μάτια μου, τα χείλη μου… Όταν με βάφουν πολύ, νιώθω ότι με θαμπώνουν, σαν να γίνομαι κάποια άλλη. Με βλέπω και πολλές φορές δεν με αναγνωρίζω. Μοιάζω τελείως διαφορετική. Είναι πολύ περίεργο.

Με το χαρακτήρα πώς τα πήγες;

* Το δούλεψα πάρα πολύ, είχε και στοιχεία που ταίριαζαν στη δική μου συμπεριφορά.

Και στην ιδιοσυγκρασία σου;

* Εκείνη είχε πιο πολύ θάρρος, φαντάζομαι, από εμένα. Έχω θάρρος, αλλά πρέπει να φτάσω σε κάποιο όριο για να επαναστατήσω. Υπήρχαν πολλά στοιχεία στο χαρακτήρα της γυναίκας αυτής που την έκαναν ξεχωριστή.

Ήταν πολύ ανήσυχη και πολύ προχωρημένη για την εποχή της, είχε πάρει και μια γερή παιδεία από το σπίτι της.

* Ναι, και παίζει ρόλο αυτό.

Τώρα όμως να μου πεις για την Έλεν που υποδύεσαι στα «Ορφανά» του Ντένις Κέλι, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Πώς το είδες αυτό το πρόσωπο;

* Καμία σχέση. Η Έλεν είναι από αυτά τα κορίτσια, από αυτά τα παιδιά που μεγαλώνουν με το αστέρι τους λίγο σκονισμένο. Όταν ήταν μικρό κοριτσάκι κάηκαν οι γονείς της, έμεινε ορφανή με έναν αδελφό, τον Λίαμ (Όμηρος Πουλάκης) που παρουσίαζε προβλήματα συμπεριφοράς. Εκείνη βέβαια ήταν προικισμένη, συγκροτημένη. Βλέπεις σε μια οικογένεια μπορεί τα παιδιά να μεγαλώνουν με τους ίδιους ανθρώπους, αλλά το ένα βγαίνει έτσι, το άλλο βγαίνει αλλιώς, θέμα χαρακτήρα, θέμα γονιδίων, λοιπόν εκείνη είναι πιο συγκροτημένη, πιο καλό παιδί, πιο έξυπνο, με συνείδηση.

Πιο υπεύθυνη…

* Πιο υπεύθυνη, πιο μυαλωμένη. Οπότε μεγαλώνοντας έχει πάντα στο νου της το μικρό της αδελφό, να τον προσέχει στο σχολείο που έμπλεκε, να τον προσέχει γενικώς…

Σαν βάρος κάπως;

* Ναι, αλλά επειδή τον αγαπούσε και επειδή η οικογένειά της ήταν έτσι έμαθε να ζει μέσα από αυτό, έχασε την ευκαιρία μιας καινούργιας ζωής εξαιτίας του αδελφού της διότι αυτός έκανε κάτι άσχημο τη στιγμή που η Έλεν επρόκειτο να υιοθετηθεί από μία οικογένεια οπότε τελικά δεν την πήρανε, οπότε η ζωή της διαμορφώθηκε από την τύχη της, δηλαδή από τον τρόπο που μεγάλωσε, από τα γεγονότα τα αρχικά.

Κάποια στιγμή καταφέρνει και κάνει οικογένεια…

* Ναι. Φτιάχνει τη ζωή της, γνωρίζει έναν άνθρωπο σωστό, φιλήσυχο, τον Ντάνι (Μιχάλης Οικονόμου) και έρχεται πάλι ο αδελφός της άθελά του με το χαρακτήρα που έχει και για άλλη μια φορά της καταστρέφει τη ζωή. Η Έλεν πιστεύω ότι είναι ένας άνθρωπος που έχει παλέψει πάρα πολύ, είναι πολύ ρεαλίστρια σε βαθμό να γίνεται σκληρή, σε βαθμό ακόμα και να φτάσει σε ακραίες συμπεριφορές για να προστατεύσει την οικογένειά της. Μου θυμίζει στο ζωικό βασίλειο πώς είναι τα αγρίμια οι μανάδες, που θα κατασπαράξουν τον εχθρό για να σώσουν το μικρό τους, μου θυμίζει έναν τέτοιο χαρακτήρα. Επειδή μεγάλωσε πολύ δύσκολα, μέσα σε ανάδοχες οικογένειες, μέσα σε σχολεία, σε έναν υπόκοσμο σχετικά μεγάλωσε, ένα παιδάκι που δεν έχει γονείς, δεν έχει συγγενείς, που δεν έχει τίποτα, μπαίνει στον κόσμο από πολύ νωρίς, γίνεται πολύ πιο πονηρό, το ένστικτο της επιβίωσης είναι πιο οξυμένο, είναι σαν ζωντανό, σαν αγρίμι. Το έχει αυτό στο χαρακτήρα της, το μυαλό της είναι ξυράφι, συνέχεια έχει μια στρατηγική. Χωρίς δόλο όμως μέσα της, σαν μάνα, σαν πραγματική μάνα, που θα κάνει τα πάντα, αλλά τα πάντα, για το παιδί της.

Εμένα, μου θυμίζει μάνα λέαινα.

* Μάνα λέαινα, έτσι πραγματικά. Οπότε, το λάθος που κάνει η Έλεν είναι ότι κλείνει τα μάτια, δεν θέλει να δει όπως η μητέρα της, δεν θέλει να δει ότι το παιδί τους τελικά μπορεί να είναι σκάρτο. Συμβαίνει. Παίζει ρόλο η ανατροφή σίγουρα, πώς έχεις μεγαλώσει ένα παιδί, αλλά κάποιες φορές λες πρέπει να υπάρχει και αυτή η περίπτωση, ναι μεν του έδωσα τα πάντα, πραγματικά όμως τα πάντα, αλλά το παιδί αυτό δεν… Η Έλεν κλείνει τα μάτια λοιπόν σε αυτό, θεωρεί υποχρέωσή της να τον προστατεύσει και να τον κρύψει, να τον κουκουλώσει και το κάνει αυτό από μικρό παιδί. Είναι το μεγάλο της λάθος. Φτάνει στο σημείο που από την υπερπροστατευτικότητά της και από αυτή την ανάγκη να σώσει  και να προστατεύσει το αίμα της, να προδώσει ανθρώπινες αξίες και ιδανικά, να απειλήσει τον άντρα της, να τον εκβιάσει. Φτάνει σε ένα σημείο που πραγματικά σε τρομάζει. Πού μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος για να προστατεύσει κάποιον.

Εκβιάζει τον άντρα της;

* Τον εκβιάζει με το παιδί που κουβαλάει.

Τον βάζει σε δίλημμα;

Έλεν στα “Ορφανά

* Του λέει αν θέλεις αυτό το παιδί, σώσε το δικό μου παιδί, τον αδελφό μου. Κάνε ό, τι μπορείς και εγώ, παρόλο που έχω αντιρρήσεις για να γεννήσω δεύτερο παιδί, που έχει πολύ δικαιολογημένες αντιρρήσεις η γυναίκα, γιατί ζει σε ένα περιβάλλον άσχημο, που απειλείται, που υποβαθμίζεται καθημερινά. Ζει σε ένα περιβάλλον που ο άντρας της κάνει ό, τι δεν βλέπει τι συμβαίνει γύρω, έχει πολλές ματαιωμένες ελπίδες, έχει πολύ πόνο μέσα της, έχει πικρία και δεν θέλει να φέρει ένα δεύτερο παιδί σε αυτό τον κόσμο. Λέει: «Πού να φέρω ένα δεύτερο παιδί σε αυτόν τον κόσμο. Είμαστε σίγουροι ότι θέλουμε να φέρουμε άλλο ένα;». Ο άντρας θέλει να φέρει και άλλο ένα, είναι πιο αισιόδοξος. Οπότε εκείνη αντιπροτείνει: Θα σου κάνω το χατίρι, παρόλο που έχω αντιρρήσεις, εάν κι εσύ κάνεις τα πάντα για να σώσεις τον αδελφό μου. Εκεί είναι το μοιραίο λάθος της. Θεωρώ κατά βάση ότι είναι καλός άνθρωπος. Θεωρώ ότι δεν είναι κακιά, δεν είναι, πώς να το πω, αδίστακτη.

Φαίνεται να κατέχεται από καλές προθέσεις…

* Ακριβώς. Πολλές φορές, όμως, τα εγκλήματα ξεκινάνε από καλές προθέσεις, δυστυχώς.

Όταν παρακολούθησα την παράσταση με συγκλόνισε. Και ήμουν πάρα πολύ μέσα μαζί σας. Εκείνη την ώρα το νιώθεις αυτό, ότι ο κόσμος είναι μαζί σου, ότι το κοινό είναι μέσα, ότι συμμετέχει συναισθηματικά;

* Γενικά το νιώθεις αυτό. Νιώθεις και όταν συμμετέχει και όταν δεν συμμετέχει. Είναι απίστευτο. Δεν ξέρω αν εμείς είμαστε πιο ανοικτοί, το αντιλαμβάνεσαι από την ενέργεια που έχει. Το θέατρο είναι μια ενέργεια απέναντι σε αυτούς που είναι πάνω στη σκηνή και στους θεατές. Την ενέργεια αυτή μερικές φορές μπορείς να την πιάνεις, είναι τόσο πυκνή.

Είναι χειροπιαστή…

* Ναι, και πολλές φορές ασκεί επίδραση στην παράσταση το κοινό. Ψιλοαδιάφορο αρχικά, με τα δικά του θέματα, με τις έγνοιες του, με τα χέρια σταυρωμένα, κλειστό. Πολλές φορές η παράσταση θα επηρεαστεί, θα επηρεαστούν μέλη του θιάσου, είμαστε ανοιχτοί πάνω στη σκηνή, είμαστε φορείς, είμαστε αγωγοί του κειμένου. Οπότε πολλές φορές μας επηρέασε η ενέργεια του κοινού, πολλές φορές ένα κακώς διατεθειμένο κοινό μπορεί να αλλάξει την πορεία της παράστασης. Η συγκεκριμένη παράσταση και γενικά πολλές παραστάσεις είναι τόσο ζωντανοί οργανισμοί που διαμορφώνονται εκείνη τη στιγμή. Μαγικό φαινόμενο, είναι πραγματικά σαν ένας τέταρτος ηθοποιός το κοινό. Νιώθεις και την έντασή του και την αγωνία του και την πιασμένη ανάσα και την αγανάκτησή του και τη συμπόνια του και τη συγκίνησή του και το θυμό του. Όλα αυτά.

Όλα μεταφέρονται…

* Όλα, όλα, όλα. Νιώθεις όταν δεν πατάει καλά, ότι ακούγεται ένα τρίξιμο. Νιώθεις και το τρίξιμο, το οποίο μπορεί να είναι επειδή αισθάνεται άβολα ο θεατής. 

Είναι ατού αυτό για την παράστασή σας;

* Νομίζω ότι είναι το μεγαλύτερο αυτού της παράστασής μας, ότι σε φέρνει μπροστά από ένα τρομακτικό δίλημμα το οποίο κανένας άνθρωπος δεν θα ήθελε να ζήσει στη ζωή του, κανένας…

Έχει ανατροπές η παράσταση…

* Φοβερές. Ανά πάσα στιγμή μεταβάλλεται, εκεί που συμπαθείς την Έλεν και λες κρίμα είναι και αυτή η κακομοίρα, την επόμενη στιγμή θα πεις είναι τόσο σκληρή, δεν το πιστεύω και λες είναι θύτης, μετά το ίδιο, μέχρι το τέλος τα συναισθήματα του κοινού αλλάζουν για το ρόλο μου.

Επίσης είναι περίπλοκη η Έλεν.

* Πολύ. Έχει διπλά συναισθήματα για τον άντρα της και διπλά συναισθήματα για τον αδελφό της και πολύ βίωμα μέσα της το οποίο την καταπιέζει από παιδί. Είναι ένα από αυτά τα πονεμένα πλάσματα που θέλουν να επιβιώσουν, που έχουν μάθει ότι στη ζωή πρέπει να παλεύεις, δεν μπορείς να είσαι καλός σαν αγγελούδι. Φυσικά δεν θέλουμε να κάνουμε κακό στο συνάνθρωπό μας, αλλά αυτός το άρχισε πρώτος. Είναι ένας καθημερινός άνθρωπος, πολύ αναγνωρίσιμος χαρακτήρας.

Με το ρόλο της Μαρίας Πολυδούρη που έκανες στην τηλεόραση σε αναγνωρίζουν, σε ευχαριστεί αυτό;

* Δεν νομίζω καταρχάς ότι είμαι τόσο αναγνωρίσιμη, γιατί η επιτυχία που έκανε ο «Καρυωτάκης» ήταν σε ένα κρατικό κανάλι, δεν ήταν σε ένα ιδιωτικό, με τη διαφήμιση και την προώθηση του ιδιωτικού καναλιού που όλοι γνωρίζουμε.

Κατά καιρούς έχεις λάβει μέρος και σε άλλες σειρές, ιδιωτικών καναλιών, όπως στον «Τρίτο Νόμο».

* Έχω κάνει ένα επεισόδιο, είναι αυτές οι σειρές οι ελάχιστες που έχει η τηλεόραση που αξίζουν. Με ενδιαφέρει η θεματολογία τέτοιων σειρών «Τρίτος Νόμος», «Δέκατη Εντολή». Μου αρέσουν πάρα πολύ αυτά.

Αλήθεια;

* Το μυστήριο, τα μεταφυσικά, τα γκόθικ…

Έχεις πολλές πτυχές, τελικά.

* Έχει ένα ρομαντισμό αυτό το νεογοτθικό. Όλα αυτά έχουν κάτι που με συναρπάζει. 

Σου αρέσει να σου μιλούν οι θεατές; Να δίνεις συνεντεύξεις;

* Αισθάνομαι όμορφα, αισθάνομαι πολύ ντροπαλά επίσης, δηλαδή τις περισσότερες φορές που μου λέει ένας άνθρωπος καλά λόγια, εκείνη τη στιγμή απλώς τον παρατηρώ και αισθάνομαι ευγνώμων για την ομορφιά των λόγων που με λέει, και μετά λέω «τι μου είπε αυτός ο άνθρωπος»; Γιατί εκείνη τη στιγμή κλείνω τα αυτιά μου, κοκκινίζω, νιώθω συστολή. Και με τις συνεντεύξεις αισθάνομαι άβολα. Πάρα πολύ άβολα, γιατί λέω: τώρα κι εγώ τι να πω; Ό, τι έχω να πω το λέω μέσα από τη δουλειά μου και μέσα από τη δουλειά μου ίσως μπορώ και να ελέγχω τι βγαίνει από μένα. Δεν ξέρω στις συνεντεύξεις, δεν νιώθω βολικά να μιλάω για μένα. Μπορεί να μην ενδιαφέρει κανέναν, μπορεί να μην έχω να πω κάτι σημαντικό, πολλές φορές τα έργα μιλάνε καλύτερα από τα λόγια μας, η στάση μας, η συμπεριφορά μας. Γι’ αυτό αισθάνομαι δύσκολα, αμήχανα, δηλαδή ένα άγχος. Υποφέρω πραγματικά. Με τον καιρό αρχίζω να το κοντρολάρω λιγάκι.

Και ήθελα να σε ρωτήσω τώρα, τι ονειρεύεσαι σήμερα για το μέλλον;

* Θέλω να συνεργαστώ με ανθρώπους που θαυμάζω και εκτιμώ, θέλω να κάνω ρόλους και από κλασικό ρεπερτόριο και φυσικά από το σύγχρονο ρεπερτόριο, αλλά πάντα να είναι ρόλοι που να μας αφορούν και να με εκφράζουν. Παίρνεις από τα πάντα και από τα καλά και από τα κακά και από τις ενδιαφέρουσες συνεργασίες και από τις αδιάφορες και από ρόλους που είναι διαφορετικοί. Αυτό είναι το σπουδαίο με το επάγγελμα του ηθοποιού και αυτό που με έκανε να το αγαπήσω και να μην μπορώ να κάνω χωρίς αυτό, το ότι πραγματικά γνωρίζεις εμπειρίες και ζωές που θα έπρεπε να ζεις χίλια χρόνια για να βιώσεις.

Το θέατρο δεν σε κάνει να δείχνεις και μεγαλύτερη κατανόηση στους ανθρώπους, να είσαι πιο ανεκτική με τις αδυναμίες τους με τη διαφορετικότητά τους;

* Σίγουρα. Έτσι θα έπρεπε τουλάχιστον, από κει και πέρα ανεξάρτητα από το χαρακτήρα του κάθε ανθρώπου, του κάθε ηθοποιού, εμένα έχω δει να μου συμβαίνει αυτό, αλλά και σαν άνθρωπος είμαι έτσι. Κατανοώ τον άλλον, προσπαθώ να μπω στη θέση του, δεν θα βιαστώ να βγάλω συμπεράσματα, δίνω χρόνο, το έχω πολύ σαν άνθρωπος αυτό και φυσικά μέσα από το επάγγελμα αυτό συμβαίνει ακόμα περισσότερο.

Τώρα ας πούμε για τους αγαπημένους σου συγγραφείς, για το τι βιβλία διαβάζεις;

* Μου αρέσει πολύ η λογοτεχνία κυρίως, δηλαδή η κλασική λογοτεχνία του 17ου, του 16ου, του 18ου αιώνα. Μου αρέσει πολύ ο Φλομπέρ, μου αρέσει ο Μπαλζάκ, μου αρέσουν οι Ρώσοι συγγραφείς, Ντοστογιέφσκι, Τολστόι… Συνήθως αυτή είναι η λογοτεχνία που με ενδιαφέρει περισσότερο. Στην τσάντα μου κουβαλώ ένα σωρό βιβλία. Πρέπει να είναι γύρω στα δέκα βιβλία και έχω πρόβλημα με τόσο βάρος με την πλάτη μου… Έχω πάρει και το e-book, το ηλεκτρονικό βιβλίο.

Α, ναι;

* Το οποίο το αγόρασα για να μην κουβαλάω όλα αυτά τα βιβλία και επιπλέον κουβαλάω και το e-book, αλλά δεν μπορώ, νιώθω ότι θέλω να έχω κοντά μου συνεχώς τα βιβλία που αγαπώ, τα βιβλία που με έχουν επηρεάσει.

Είναι καταπληκτικό.

* Είναι πολύ παράξενο, νιώθω όμως ανά πάσα στιγμή σαν να μπορώ να πεταχτώ σε κάποιο βιβλίο επειδή το έχω μαζί μου, σαν να μπορώ ανά πάσα στιγμή να γίνω η Μαντάμ Μποβαρί, να γίνω η Άννα Καρένινα… Και μόνο το γεγονός ότι έχω μαζί μου τα αγαπημένα μου βιβλία, νιώθω μεγάλη ασφάλεια.

Τα αγαπάς…

* Έχω τρέλα με τα βιβλία, έχω πάθος, τα έχω δίπλα στο κρεβάτι μου. Θα κοιμηθώ με τα αγαπημένα μου βιβλία πλάι…

Και δεν σταματάς να ονειρεύεσαι.

* Πρέπει να μη σταματήσουμε να ονειρευόμαστε γιατί ξεκινάμε όλοι, λέμε, ανακοινώνουμε, θα κάνω αυτό, θα κάνω εκείνο και σιγά σιγά μας πλακώνει η πραγματικότητα, μας πλακώνουν οι ανάγκες και σταματάμε να ονειρευόμαστε, το οποίο είναι η αρχή του τέλους. Δυστυχώς αυτό που βλέπω και τριγύρω μου είναι ότι πολλοί ηλικιωμένοι άνθρωποι καταπέφτουν όταν σταματήσουν να ελπίζουν. Είχα διαβάσει κάποτε ότι ο μόνος τρόπος για να είσαι ευτυχισμένος είναι να αγαπάς κάτι, να έχεις ένα στόχο και να έχεις κάτι να κάνεις, αν αγαπάς κάτι, είναι ο μόνος τρόπος να είσαι ευτυχισμένος. Να έχεις δηλαδή κάτι να περιμένεις, κάτι να ελπίζεις. Ένα πολύ ωραίο ρητό που θέλω να το ακολουθώ, λέει: «Το πρώτο βήμα για να πραγματοποιήσουμε τα όνειρά μας είναι να αρχίσουμε να τα φανταζόμαστε». Το πρώτο βήμα είναι να αρχίσεις να φαντάζεσαι και αυτό σε κάνει να παλέψεις γι’ αυτά. Εμένα το όνειρό μου είναι να καταφέρω να κάνω κάποια πράγματα που θέλω στη ζωή μου και να μη φτάσω σε μια ηλικία που να γυρίζω πίσω και να μετανιώνω και να λέω έχασα χρόνο, γιατί χάνουμε χρόνο…

Τώρα θέλεις να μου πεις τι γνώμη έχεις γι’ αυτά που γίνονται σήμερα, όπου οι νέοι συμμετέχουν σε πορείες, σε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας που μερικές φορές ξεφεύγουν και λίγο και γίνονται και βίαια πράγματα, σαν ένας ατμός να βγαίνει…

* Όντως υπάρχει βία γύρω μας στην ατμόσφαιρα πια. Την αισθάνεσαι πολύ έντονα και όχι απλά τη σωματική βία. Μιλάμε για την άλλη βία που δεν φαίνεται, που είναι αόρατη, που είναι πολύ πιο επικίνδυνη και μπαίνει από τα ρουθούνια μας και μπαίνει μέσα μας από το διπλανό σου που θα σε στραβοκοιτάζει. Όλοι είναι οργισμένοι, όλοι είναι στενοχωρημένοι. Αυτή είναι η πιο επικίνδυνη βία, κατά τη γνώμη μου, η ψυχολογική βία, η βία που δεν βλέπεις, που δεν είναι απτή, που δεν ξέρεις πώς να την αντιμετωπίσεις. Τον εχθρό που δεν ξέρεις πώς να τον αντιμετωπίσεις. Το ότι γίνονται πορείες και συγκεντρώσεις και απεργίες και συλλαλητήρια όλα αυτά μόνο θετικά μπορεί να είναι. Δυστυχώς όμως είμαστε σε μια χώρα που έχει περάσει τα πάντα και όσο να θέλουμε να λέμε απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων και τα συναφή, δεν ξέρω τι έχουμε κρατήσει από όλα αυτά. Και ας σοβαρευτούμε λίγο, ας κάνουμε μια ενδοσκόπηση, να δούμε ποιοι πραγματικά είμαστε και να μη ζούμε με τέτοια φανφάρες που μας ποτίζουν κατά καιρούς. Το θέμα είναι ότι με μια απεργία στο τόσο, με ένα συλλαλητήριο που θα κατέβουν 100.000 άνθρωποι και όχι 5.000.000 δεν γίνεται τίποτα και δυστυχώς στη συνείδησή μας αυτό που συμβαίνει γύρω μας μάς έχει τόσο καταπλακώσει και απογοητεύσει και μας έχει καταπνίξει κάθε διάθεση επανάστασης, τόσο που ο κόσμος απογοητευμένος πέρασε στην απάθεια…

Αγαπάς το χιούμορ;

* Μου αρέσει πολύ το χιούμορ. Άνθρωποι δικοί μου με λένε «μεγάλο καραγκιόζη». Γιατί μου αρέσει πάρα πολύ να κάνω τους άλλους να γελάνε. Επίσης γελάω πολύ εύκολα. Με την πρώτη ευκαιρία, με το πιο χαζό αστείο.

Σου αρέσει και να πειράζεις τους άλλους;

* Τρελαίνομαι. Είμαι μεγάλο πειραχτήρι. Όταν τα πράγματα πάνε να γίνουν σοβαρά η σοβαροφανή δεν μπορώ. Με πιάνει ένας διάολος να θέλω να διαλύσω κάθε σοβαροφάνεια και να τα ανατρέψω όλα, καλαμπούρι, πλάκες, πειράγματα. Στη βάση μου βέβαια είμαι μελαγχολικός άνθρωπος. Τις προάλλες μιλούσα με έναν φίλο και συνειδητοποίησα ότι μάλλον είμαι φύσει αισιόδοξη και θέσει απαισιόδοξη. Θέλω να κρατηθώ από τη χαρά, από το γέλιο της ζωής, γι΄ αυτό και με το παραμικρό γελάω. Κάποια στιγμή μιλούσα με μια φίλη μου και μου λέει: «Πιστεύεις ότι η ζωή είναι ωραία;» και λέω πιστεύω ότι η ζωή μπορεί να γίνει ωραία, μπορεί να την κάνουμε ωραία. Οπότε, έτσι θέλω να πιστεύω. Όσο δύσκολο και αν είναι, φορές φορές είναι πάρα πολύ δύσκολο, ας μη γελιόμαστε, πολλές φορές όταν τα αντικειμενικά προβλήματα μας πνίγουν είναι δύσκολο να θυμάσαι ότι η ζωή είναι ωραία. Αλλά μπορεί να γίνει, να μπορούμε να ανοιχτούμε και στο διπλανό μας, να μην ξεχνάμε ότι δεν είμαστε ποτέ μόνοι μας, ποτέ. Πάντα θεωρώ ότι όταν ζητήσουμε βοήθεια κάποιος θα βρεθεί να μας τη δώσει, από το πουθενά μπορεί να έρθει μια λύση. Εμένα μου συμβαίνει στη ζωή μου να έρθει μια λύση από το πουθενά, από εκεί που δεν το περιμένω…

Πιστεύεις ότι δεν πρέπει να κλεινόμαστε;

* Ακριβώς, να μην κλεινόμαστε. Να είμαστε ανοιχτοί, να μιλάμε, να ζητάμε βοήθεια. Γιατί αυτό πλέον ισχύει, ότι ο άνθρωπος, ο δυνατός, ο ικανός να επιβιώσει είναι αυτός που ζητάει βοήθεια, όχι αυτός που πιστεύει ότι μόνος του θα τα καταφέρει και κλείνεται στον εαυτό του.

Να σου πω, εσύ με τι μπορείς να δακρύσεις ξαφνικά. Έτσι να δεις κάτι, να σκεφτείς κάτι…

Kατά τη διάρκεια της απονομής του Βραβείου Μελίνα Μερκούρη
* Η ανημποριά με κάνει να δακρύζω, δηλαδή όταν βλέπω μεγάλους ανθρώπους, ηλικιωμένους να δουλεύουν, κάτι με πιάνει μέσα μου και σπάω. Δεν μπορώ να βλέπω ένα γεράκο να πουλάει λαχεία, να παίζει το οργανάκι του, να παίζει το ακορντεόν, με τρελαίνουν αυτά. Να είσαι σε τέτοια ηλικία και να πρέπει να ζεις με τα πενηντάλεπτα του άλλου. Κυρίως αυτό, η ανημποριά, η φτώχεια, η δυστυχία γύρω μου, η πείνα, τα παιδάκια που κλέβουν, που πεινάνε, που λιποθυμάνε στα σχολεία, αυτό με κάνει και να πονάω και να θυμώνω με τον εαυτό μου, για το τι πρέπει να κάνω, πια είναι η θέση μου σε αυτό. Και ξέρω ότι κάποια στιγμή για να αισθανθώ ότι έχω αξιώσει την ύπαρξή μου σ’ αυτή τη ζωή, πρέπει να κάνω αυτό που ονειρευόμουν από μικρό παιδί. Που ήθελα να γίνω γιατρός και να πάω στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα. Θέλω αυτό. Ήταν το όνειρό μου πάντα και δεν το έχω ξεχάσει. Έχω θυμώσει με τον εαυτό μου, που το έχω βάλει στην άκρη αυτά τα χρόνια.

Έχεις ανάγκη να προσφέρεις;

* Θέλω πάρα πολύ να απασχοληθώ σ’ έναν οργανισμό, αλλά τελείως πρακτικά. Να πάω κανονικά σε ταξίδια, να βοηθήσω. Το έχω ψάξει αλλά πρέπει να είσαι ή γιατρός, ή νοσοκόμα, ή λογιστής, ή οικονομολόγος για να πας.

Εύχομαι να βρεθεί τρόπος.

* Θέλω να φτιάξω ένα χώρο που να μπορούν να έρχονται άνθρωποι. Με κάποιο τρόπο να εξασφαλίσουν κάποια χρήματα, να βρίσκουν φαγητό, να μαθαίνουν ελληνικά οι μετανάστες. Τα παιδιά να έχουν ένα χώρο να απασχολούνται, να παίζουν. Είναι ένα σχέδιο που το προχωρώ στο μυαλό μου όλα αυτά τα χρόνια. Ένας χώρος που να προσφέρει διάφορα, από θεατρικό παιχνίδι, από δωρεάν μαθήματα θεάτρου, χορού, τραγουδιού, αλλά και μέσα απ’ αυτό να έχει και φιλανθρωπική δράση. Είναι ένα όνειρό μου πολύ μεγάλο.

Μπορείς να θυμηθείς κάποιον αγαπημένο σου στίχο;

* «Το πιο βαθύ σκοτάδι είναι πριν την αυγή» του Άλκη Αλκαίου.

Στην πόλη, με τι μετακινείσαι;

* Λοιπόν είχα μέχρι τώρα μια γουρούνα, αυτά τα τετράτροχα και με αυτή είχα βρει την υγειά μου. Τέλεια. Μπορούσε και χωνότανε και τέτοια. Τώρα μου χάλασε. Θέλει ένα σωρό λεφτά για φτιάξιμο και την έχω παρατήσει. Αναγκαστικά, όταν δεν έχω όχημα, περπατάω.

Πώς διασκεδάζεις;

* Μου αρέσει να πηγαίνω σινεμά, να πηγαίνω σ’ άλλες παραστάσεις, μ’ αρέσουν κάποια μπαράκια που μοιάζουν παλιά ή που είναι από πιο παλιά. Δεν μου αρέσουνε τα καινούργια πράγματα. Μου αρέσουνε πιο vintage πράγματα, που έχουνε την πατίνα του χρόνου πάνω τους. Αυτά με συγκινούν. Αυτό σκεπτόμουν και χθες να μην έχει ένα ballroom με χορούς εποχής, με ωραία φορέματα και να διασκεδάζεις με αυτό τον τρόπο με ωραίες μουσικές. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι τέτοιο. Όπως ήταν παλιά. Υπήρχαν κάποιοι χώροι. Πραγματικά υπάρχει κόσμος και νέος κόσμος που του αρέσει να μαθαίνει τάνγκο, να μαθαίνει σουίνγκ. Γιατί να μην υπάρχουν τέτοιοι χώροι, θα έχουν τρομερή ζήτηση.

Αγαπάς το χορό;

* Πολύ. Για τη σειρά «Καρυωτάκης», κάναμε μαθήματα οι ηθοποιοί και έμαθα αρκετούς χορούς, πόλκα, τσάρλεστον, βαλς, τάνγκο. Καταρχάς σε κάνει και αισθάνεσαι τόσο όμορφα ο χορός. Είναι φοβερή ψυχοθεραπεία.

Πού σου αρέσει να περπατάς μέσα στην πόλη, κοντά σ’ έναν αρχαιολογικό χώρο;

* Μ’ αρέσει η Αθήνα, μ’ αρέσει το κέντρο της Αθήνας. Δηλαδή μου αρέσει να περπατώ στο κέντρο και ειδικά τα Χριστούγεννα που είναι στολισμένα όλα και τρελαίνομαι. Κάθομαι σαν χαζό και βλέπω τα φωτάκια… Ο χειμώνας μου αρέσει πιο πολύ από το καλοκαίρι. Αναπνέεις τον κρύο αέρα που σε κάνει να νιώθεις ζωντανή.

Κατοικίδιο έχεις; Τι αισθήματα τρέφεις για τα ζώα;

* Δεν μεγάλωσα με ζώα. Δεν έχω κατοικίδιο. Για τα γατάκια λιώνω από αγάπη. Είναι και αξιολάτρευτα. Οι μεγάλες γάτες όμως, αυτές που είναι επιθετικές, με κάνουν και φοβάμαι λίγο.

 

 

 

 

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -