25.5 C
Athens
Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

Μαίη Σεβαστοπούλου: Το θέατρο που αγαπώ είναι εκείνο που οι ηθοποιοί είναι απίστευτα αληθινοί…

Του Παναγιώτη Μήλα

«Έχει ο καιρός γυρίσματα». Αυτή η σοφή φράση του λαού μας, διόρθωσε ένα λάθος μου.

Πριν από κάποια χρόνια είχα δει στο αγαπημένο «Αγγέλων Βήμα» την παράσταση «Σατωβριάνδου τότε και τώρα, των θεατρίνων ουράνια χώρα», σε κείμενο και σκηνοθεσία της Μαίης Σεβαστοπούλου.
Μια παράσταση – ποίημα.

Το λάθος μου; Ούτε καν μίλησα με τη δημιουργό του, μετά την παράσταση.

Το ίδιο λάθος έκανα – για δεύτερη φορά – όταν είδα την παράσταση «Έχει ο καιρός γυρίσματα» στον ιδιαίτερο πολυχώρο «Cabaret Voltaire». Και πάλι σε κείμενο και σκηνοθεσία της Μαίης Σεβαστοπούλου.

Και μέσα από τα κείμενά της, και μέσα από τη σκηνοθεσία της, και μέσα από την ερμηνεία της έβλεπες το πάθος αυτής της γυναίκας για το θέατρο. Ζούσε κάθε στιγμή. Η συμμετοχή της δεν ήταν μια απλή διεκπεραίωση.

***

Ευτυχώς όμως – επειδή έχει ο καιρός γυρίσματα – πρόλαβα να μην κάνω για τρίτη φορά το ίδιο λάθος.
Αυτό το καλοκαίρι είδα την υπογραφή της κυρίας Σεβαστοπούλου σε τρεις παραστάσεις που ήδη προετοιμάζονται για το φθινόπωρο.

*Η πρώτη: «Η επιστροφή της Βετούρια». Θα ανέβει από τα τέλη Σεπτεμβρίου στον Μικρό Κεραμεικό.

*Η δεύτερη: «Και πότισεν αυταίς μέλαινα χολή». Σε κείμενο και σκηνοθεσία της Μαίης Σεβαστοπούλου, από τις 21 Οκτωβρίου στον Μικρό Κεραμεικό. Στην παράσταση συμμετέχει η συγγραφέας και ως ηθοποιός.

*Και τέλος η τρίτη: Το «Poetry Cabaret» από τους Piano Fatal, σε κείμενο και σκηνοθεσία της Μαίης Σεβαστοπούλου, από τα τέλη Οκτωβρίου και πάλι στον Μικρό Κεραμεικό.

***

Δεν έχασα λοιπόν την ευκαιρία και διεκδίκησα μια συνέντευξη με την κυρία Σεβαστοπούλου.
Συναντηθήκαμε – πού αλλού – στην οδό των θεάτρων, στην οδό Ευμολπιδών, φυσικά στον Μικρό Κεραμεικό.

Ευτυχώς βρέθηκε χρόνος ανάμεσα στην προετοιμασία των τριών παραστάσεων.

Εκεί είχα μαζί της μια εξαιρετική συζήτηση. Παραμυθένια. Ένα ταξίδι σε πολλά μέρη και αναφορά σε αγαπημένα πρόσωπα.

Μου μίλησε για την Αλεξάνδρεια, τη Μελβούρνη, αλλά και την Αθήνα όπου σπούδασε στην Ανωτέρα Δραματική Σχολή «Θεατρικό Εργαστήρι» του Δημήτρη Κωνσταντινίδη.

Μου μίλησε για τον Νίκο Καββαδία, τον Βασίλη Λογοθετίδη, την Έλλη Λαμπέτη, τον Τάκη Χορν, τη Ρένα Ντορ και τον Λεωνίδα Τριβιζά.

Ασφαλώς μου είπε το μυστικό της για τον μοναδικό της Jo. Αλλά και για τον διανοούμενο του θεάτρου μας, τον Γιώργο Χατζηδάκη. Τον άνθρωπο με τον οποίο ίδρυσε την Καλλιτεχνική Εταιρεία «Θεώρηση».

Τέλος, δυο λόγια είπε και για τις παραστάσεις που ετοιμάζει φέτος και θα δούμε το Φθινόπωρο.

***

Καλύτερα όμως να δώσουμε τον λόγο στην ίδια…

Κυρία Σεβαστοπούλου, πού γεννηθήκατε; Ποια είναι η πρώτη σας ανάμνηση από το σπίτι και τον τόπο σας;

*Γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια. Η πρώτη μου ανάμνηση. Είμαι δύο χρονών. Το σπίτι μας είναι στην Ιμπραημία, συνοικία με πολλούς Έλληνες. Η θάλασσα κοντά. Κι εκεί, στην περίφημη Κορνίς, κοντά στο σπίτι μου, ένα τζαμί. Ο μπαμπάς με κρατάει από το χέρι. Περπατάμε αργά. Και ξαφνικά: «Αλλάχ ου άκμπαρ!» η φωνή του μουεζίνη απ’ το τζαμί. Νομίζω πως εκείνη η φωνή, τη στιγμή ακριβώς που ο ήλιος βουτούσε στη θάλασσα, διαπέρασε το είναι μου και το σφράγισε.

Οι γονείς σας;

*Α, ήμουν πολύ τυχερή. Είχα ωραίους γονείς. Καλλιεργημένους και θεοπάλαβους! Τα γλέντια τους άφησαν εποχή. Ο πατέρας μου Τέλης Σεβαστόπουλος, συγγραφέας αλλά και δάσκαλος θεάτρου – ο πατέρας του Κωνσταντινουπολίτης, είχε περιοδεύοντες θιάσους που πήγαιναν στη Σμύρνη και στη Ρουμανία – διηύθυνε μια από τις ελληνικές εφημερίδες της Αλεξάνδρειας, τα «Ημερήσια Νέα», όπου έγραφε και κριτική θεάτρου.
Έτσι όποιος θίασος ερχόταν στην Αλεξάνδρεια, ελληνικός η ξένος, περνούσε από το σπίτι μας. Θυμάμαι ν’ αποκοιμιέμαι στον καναπέ του σαλονιού ενώ η Δανάη έπαιζε στο πιάνο Αττίκ και τραγουδούσε. Θυμάμαι τον Νίκο Καββαδία, φίλος κι αυτός του μπαμπά, ν’ απαγγέλλει με βουρκωμένα μάτια το «Μαραμπού». Όπως θυμάμαι τον Βασίλη Λογοθετίδη να χορεύει βαλς με την Ίλυα Λιβυκού.
Το καλοκαίρι στον κήπο του σπιτιού, κάτω από μια κληματαριά, μαζεύονταν ποιητές και συγγραφείς που στα πολύ νιάτα τους είχαν συναναστραφεί τον Κωνσταντίνο Καβάφη και συναγωνίζονταν ποιος θα απήγγειλε καλύτερα τα ποιήματα του μεγάλου ποιητή.

Η μητέρα μου, μια γυναίκα όμορφη και φίνα, εξέπεμπε ευγένεια και τρυφερότητα. Ποτέ κανείς τους δεν με καταπίεσε. Ποτέ δεν μου απαγορεύτηκε όποια τρέλα μου ερχόταν στο κεφάλι. Γι’ αυτό και υπήρξα πρόκληση για τη συντηρητική ελληνική κοινωνία της Αλεξάνδρειας.
Από πολύ μικρή έπαιζα θέατρο, πράγμα που έγινε αιτία να με αποβάλουν από το σχολείο αλλά φυσικά επέστρεψα ύστερα από έναν τρομερό καβγά ανάμεσα στον πατέρα μου και τον γυμνασιάρχη.

Ποιος ήταν ο πρώτος σας έρωτας;

*Ο Jo. Εγώ 12 κι εκείνος 16. Κι όταν λέμε έρωτας δεν εννοούμε πλατωνικός. Από πατέρα Ρώσο και μητέρα Ιταλίδα. Όμορφος και ευφυής. Εσωστρεφής και ευάλωτος. Θυμάμαι κάτι ζεστά μεσημέρια που πήγαινα προς το σπίτι του και κάποιοι Αιγύπτιοι πότιζαν το γκαζόν ενός μικρού πάρκου κοντά στην πολυκατοικία που έμενε κι εγώ είχα την αίσθηση πως ήδη μύριζα το δέρμα του. Έτρεχα σχεδόν για να πέσω την αγκαλιά του. Χωρίσαμε όταν εγώ 18 χρονών έφυγα για την Ελλάδα και κείνος λίγο αργότερα για την Αυστραλία.

Έλα όμως που τον ξαναβρήκα.

Τελείωσα τη Δραματική σχολή, παντρεύτηκα, χώρισα και κάποια στιγμή πήγα περιοδεία με την Άννα Φόνσου στην Αυστραλία. Κι εκεί μόλις φτάσαμε στη Μελβούρνη πήρα τηλέφωνο τον Jo που δεν είχε παντρευτεί κι όλο το σπίτι του ήταν γεμάτο με φωτογραφίες μου. Ε, ναι! Το’ ζησα κι αυτό!

Πότε αγαπήσατε το θέατρο και πώς;

*Από μωρό. Ο μπαμπάς μου αντί να μου λέει παραμύθια το βράδυ για να με πάρει ο ύπνος, μου έπαιζε τη «Λαίδη Μάκμπεθ» ή τον «Πέερ Γκυντ». Παρακολουθούσα όλες τις παραστάσεις των θιάσων που έρχονταν στην Αλεξάνδρεια.

Η Ρένα Ντορ με άρπαζε και με κάθιζε στην τουαλέτα που βαφόταν – θα πρέπει να ήμουν τεσσάρων χρονών – κι εγώ μαγευόμουν μ’ αυτά τα μαραφέτια που έβαζε στο πρόσωπό της.

Μετά πήγαινα στο σπίτι και έπαιζα όλα τα νούμερα μπροστά στον καθρέφτη.

Θυμάμαι την Έλλη Λαμπέτη στην «Κυρία με τις Καμέλιες», σε γενική δοκιμή, να λέει στον Δημήτρη Χορν για τη σκηνή που πεθαίνει: «Άσε με Τάκη μου σε παρακαλώ, ξέρεις πως δεν την μπορώ αυτή τη σκηνή. Θα την παίξω στην πρεμιέρα κατευθείαν!».

Έκανα όμως και κάτι εξαιρετικά επαναστατικό για την ελληνική παροικία. Επειδή από πολύ μικρή μάθαινα χορό, πήγαινα κρυφά κι απ’ τους γονείς μου ακόμη, σε γάμους Αιγυπτίων – συνήθως γίνονταν μεσημέρια – ντυνόμουν με τη στολή του χορού της κοιλιάς και χόρευα μπροστά στη νύφη και τον γαμπρό. Αυτές τις στιγμές βρισκόμουν σε έκσταση! Ο χορός των εφτά πέπλων. Η «Σαλώμη» του Όσκαρ Ουάιλντ.

Ποιον θεωρείτε τον σημαντικότερο δάσκαλό σας;

*Τον Δημήτρη Κωνσταντινίδη. Ήταν εισηγητής δραματολογίου στο Εθνικό Θέατρο. Ένας άνθρωπος βαθύτατα μορφωμένος, κατά σύμπτωση κι αυτός απ’ την Αλεξάνδρεια.

Ίδρυσε δική του Δραματική Σχολή και σ’ αυτήν φοίτησα.

Αυτός μας έμαθε τον Τένεσι Ουίλιαμς, τον Πίντερ, τον Ιονέσκο αλλά και τον Καμπανέλλη.
Δεν χόρταινα να τον ακούω. Τον αγαπούσα βαθιά. Η Δραματική Σχολή ήταν κοντά στην πλατεία Βικτωρίας και μετά το μάθημα πηγαίναμε στην πλατεία όπου συναντούσαμε τον Λεωνίδα Τριβιζά κι εκεί οι δυο τους, έκοβαν κι έραβαν ατέλειωτες ιστορίες γύρω από το θέατρο κι εμείς οι πιστοί ακόλουθοι ζούσαμε τις χίλιες και μία νύχτες!

Συγγραφέας, ηθοποιός, σκηνοθέτης… Τι δηλώνετε; Τι σας εκφράζει περισσότερο;

*Και τα τρία με εκφράζουν. Και πιστεύω πως ο άνθρωπος που ασχολείται με το θέατρο πρέπει να ξέρει να τα κάνει όλα. Γιατί αλλιώς πέφτει στα δόντια υπερφίαλων σκηνοθετών και μετατρέπεται σ’ ένα υπάκουο καταπιεσμένο όργανο που εν ονόματι του περίφημου «μα πρέπει να ζήσω» χάνει την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό του.

Η Τέχνη δυστυχώς δεν είναι βιοποριστικό επάγγελμα.

Δεν μπορεί να είναι. Ας βρει ο καθένας άλλο τρόπο να βγάζει τα προς το ζην.

Εγώ μετέφραζα «βίπερ» νύχτες ολόκληρες. Έκανα μαθήματα γυμναστικής σε πλούσιες κυρίες και δούλευα σαν γυμνάστρια στα Bodyline. Αλλά δεν πήγα ποτέ σε οντισιόν.

Λέτε ότι δεν σας ενδιαφέρει το μπουλβάρ ως είδος. Διάβασα ότι το έχετε πει. Ποιο είναι το θέατρο που αγαπάτε;

*Μα δεν είναι μια σάχλα το μπουλβάρ; Για σεμνότυφους μικροαστούς; Το θέατρο που αγαπώ είναι εκείνο που οι ηθοποιοί είναι απίστευτα αληθινοί στην έκφραση των συναισθημάτων τους κι εγώ σαν θεατής φεύγω από τη θεατρική αίθουσα σχεδόν πετώντας, μεθυσμένη από την αλήθεια που δεν τολμούμε οι άνθρωποι να βιώσουμε στην καθημερινότητά μας κι αφήνουμε τη ζωή μας να κυλάει μέσα σ’ ένα αδιάφορο «δήθεν».

Συνδέσατε τη ζωή σας μ’ έναν διανοούμενο του θεάτρου, τον Γιώργο Χατζηδάκη. Μιλάτε γι’ αυτό το κομμάτι της ζωής σας εύκολα;

*Γίνεται να μη μιλάω για 44 ολόκληρα χρόνια τόσο γεμάτα, τόσο συναρπαστικά; Ο Γιώργος είχε όλα τα προτερήματα κι όλα τα ελαττώματα που με γοητεύουν σ’ έναν άντρα. Ιδιαίτερα ευφυής μα και ιδιαίτερα ανασφαλής. Μας ένωνε ένα φοβερό πάθος αλλά κι ένας θανατηφόρος ανταγωνισμός. Είναι δύσκολη η ζωή μου χωρίς το Γιώργο.

Φέτος στον Μικρό Κεραμεικό με τρεις ξεχωριστές δημιουργίες. Ποια είναι η κοινή τους θεματική; Και τι θα δει το κοινό;

*Η κοινή τους θεματική είναι το «Αχ!» της Γυναίκας. Πότε κραυγαλέο, πότε υπόκωφο αλλά πάντα σπαρακτικό. Κυρίως στο «Και πότισεν αυταίς μελαινα χολή» που αφορά τρεις γυναίκες δολοφόνους, όταν το έγραφα, ένιωσα πως κρατούσα ένα αιχμηρό μαχαίρι και το έχωνα ανελέητα στα σπλάχνα τους, έτσι που και να σπαράζουν από πόνο αλλά και συγχρόνως να λυτρώνονται.

Θέλετε να χρησιμοποιήσετε τρεις λέξεις για να σας περιγράψετε;

*Παθιασμένη, εμμονική, τρομοκρατημένη.

Κυρία Σεβαστοπούλου, σας ευχαριστώ γι’ αυτή τη συνάντηση. Ήταν εξαιρετική και ως εμπειρία και ως μάθημα ζωής.

*Κι εγώ ευχαριστώ το Catisart για τη φιλοξενία.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -