29.7 C
Athens
Παρασκευή 23 Μαΐου 2025

Ποιος είναι ο Μαχερσάλα Αλί, που αποκαλείται και «Σίντνεϊ Πουατιέ της εποχής μας»

Η ετυμηγορία της Ακαδημίας έγινε γνωστή και το Όσκαρ Β’ Ανδρικού ρόλου πήγε στον πρωταγωνιστή του “Πράσινου Βιβλίου”. Το όνομά του είναι «Μαχερσαλαχασμπάζ». Αρκετά δυσπρόφερτο για τα δεδομένα του Χόλιγουντ, κανένας ατζέντης όμως δεν του ζήτησε ποτέ να το αλλάξει.
Τελικά ο ίδιος άρχισε να σκέφτεται τη σύντμηση και η τελική απόφαση ελήφθη όταν τα δεκαοχτώ του γράμματα δεν χωρούσαν στην αφίσα της ταινίας «Στο τέλος του δρόμου», του Ντέρεκ Σιανφράνς όπου έπαιζε. Η επιλογή «M. Ali» δεν φαινόταν πολύ δελεαστική. Με τα πολλά, η κατάληξη στο «Μαχερσάλα Αλί» αντανακλούσε και κάτι ουσιαστικότερο για τον 45χρονο ηθοποιό. «Νομίζω ότι αν επιθυμείς να γίνεις πρωταγωνιστής ή έστω να αφηγηθείς μια ιστορία, υπάρχει μια σχέση με το κοινό που πρέπει να καλλιεργηθεί», δήλωνε στο «Vanity Fair». «Πρέπει οι άνθρωποι να μπορούν να προφέρουν το όνομά σου».

Στο κάτω κάτω επρόκειτο απλώς για την εξέλιξη του βαφτιστικού του. Γεννήθηκε το 1974 στο Όουκλαντ και οι γονείς του, ένας ηθοποιός με ειδίκευση στα μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ και μια χειροτονημένη ιερέας κάποιου χριστιανικού δόγματος, τον ονόμασαν Μαχερσαλαχασμπάζ Γκίλμορ (Mahershalalhashbaz Gilmore). Στο σχολείο άρχισε να ασχολείται με τον αθλητισμό, κατόπιν όμως έβλεπε και καμιά ταινία (τα «Στιγμιότυπα» του Ρόμπερτ Άλτμαν είναι από εκείνες που ξεχωρίζει), έγραφε ποιήματα δικά του ή διάβαζε ποιήματα άλλων στον πατέρα του, ειδικά όταν εκείνος πλησίαζε προς το τέλος του.
Αυτές οι αναγνώσεις ήταν που του γέννησαν το ενδιαφέρον για τους μονολόγους, αν και εκείνη την περίοδο προείχε το μπάσκετ: οι επιδόσεις του τού χάρισαν μια υποτροφία στο St’ Mary’s College στην Καλιφόρνια, για σπουδές στην επικοινωνία. Ένα φοιτητικό ανέβασμα του μιούζικαλ «Spunk» τον απομάκρυνε από τα σπορ και κάπως έτσι βρέθηκε για μαθητεία στο California Shakespeare Theater. Ακολούθησε ένα μεταπτυχιακό στην υποκριτική στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Εν τω μεταξύ όμως είχαν συντελεστεί κι άλλες αλλαγές στη ζωή του. Από φοιτητής είχε αρχίσει να αμφισβητεί τη χριστιανική του ανατροφή. Μια μέρα, η συμφοιτήτριά του Αμάτους Καρίμ, του πρότεινε να την ακολουθήσει σε ένα τζαμί. Όταν αργότερα θα παντρεύονταν, ο Αλί είχε ήδη ασπαστεί το Ισλάμ.

Το θρήσκευμά του δεν του στέρησε ευτυχώς προτάσεις. Η πρώτη του σημαντική κινηματογραφική συμμετοχή ήταν το 2008 στην ταινία Η Απίστευτη Ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον. Ξεκίνησε με μικρούς ρόλους σε σειρές όπως «Law & Order» ή «CSI», αλλά και με μεγαλύτερους, όπως στο «The 4400». Η σημαντικότερη τηλεοπτική εμφάνισή του ήταν βέβαια στο «House of Cards» όπου υποδυόταν τον πάντοτε κομψό Ρέμι Ντέντον: ίσως εκεί πρωτοφάνηκαν σε όλη τους τη δόξα το υπνωτιστικό -καθώς λέγεται- βλέμμα του και το μειλίχιο χαμόγελό του. Στο υπερηρωικό «Luke Cage» της Marvel, όπου υποδυόταν τον κακό Cottonmouth, υιοθέτησε κι ένα χαμόγελο που έμοιαζε άλλοτε με φοβέρα και άλλοτε με φλερτ. Στο «Hunger Games» είχε ένα ρόλο τουλάχιστον «ζουμερό», η δυνατή στιγμή του όμως ήρθε με το «Moonlight» του Μπάρι Τζένκινς.
Στην ταινία ο Αλί υποδύεται ένα καλόκαρδο βαποράκι που παίρνει υπό την προστασία του τον νεαρό πρωταγωνιστή Σιρόν, ενώ εκείνος ανακαλύπτει τον ερωτικό του προσανατολισμό. Τον προστατεύει, τον ταΐζει, τον ενθαρρύνει να βρει την ταυτότητά του, μέχρι και κολύμπι του μαθαίνει. Όταν διάβασε το σενάριο, έλεγε στο «Vanity Fair» ο Αλί, δάκρυσε και αναφώνησε ότι είναι το καλύτερο που έχει κρατήσει στα χέρια του. Η ερμηνεία του τού χάρισε ένα Όσκαρ δεύτερου ανδρικού ρόλου.
Ο ρόλος του ωστόσο στο «Moonlight» πέτυχε και κάτι άλλο εκτός από την ενίσχυση του βιογραφικού του: τον επανακαθορισμό των στερεοτύπων για τους Αφροαμερικανούς και την αρρενωπότητα. Σε συνέντευξή του στην «Guardian» ο Αλί δήλωνε ότι τα είχε υπόψη του αυτά και πως με τη συμμετοχή του στο «Moonlight» ένιωθε το βάρος της αντιπροσώπευσης μιας ολόκληρης κουλτούρας. «Πρέπει να έχεις επίγνωση για αυτά», έλεγε. «Καθώς προερχόμαστε από δεκαετίες ένταξης σε ένα πολύ στενό πλαίσιο, υπάρχει πολλή πίεση σε όσους απολαμβάνουν κάποιον βαθμό επιτυχίας, ώστε να αντικατοπτρίσουν κάθε τι θετικό από την κουλτούρα. Δεν ξέρω αν θα φύγει ποτέ αυτό. Νομίζω όμως ότι εξανεμίζεται όσο υπάρχει περισσότερη αντιπροσώπευση και περισσότερη ποικιλία στις ιστορίες».

Από το 2016 βιώνει την απογείωση της σταδιοδρομίας του. Για το ρόλο του στο «Moonlight» του Μπάρι Τζέκινς κέρδισε το βραβείο Β’ Αντρικού ρόλου στα Όσκαρ, τα SAG, αλλά και την Ένωση Κριτικών Αμερικής (και επίσης από μία υποψηφιότητα στα BAFTA και τις Χρυσές Σφαίρες). Φέτος αφού ήδη κέρδισε μια Χρυσή Σφαίρα για το «Πράσινο Βιβλίο» του Πίτερ Φαρέλι, κατέκτησε και το δεύτερο Όσκαρ.

Στη μικρή οθόνη ο ρόλος που τον έκανε να ξεχωρίσει και του έδωσε διεθνή αναγνωρισιμότητα ήταν αυτός του λομπίστα Ντέμι Ντάντον στο «House of Cards». Και σ’ ένα τέτοιο καστ ξεχώρισε ακριβώς για τους ίδιους λόγους που πλέον τον αποκαλούμε «Σίντνεϊ Πουατιέ της εποχής μας». Γιατί μπορεί να αναλάβει ένα ρόλο «με βρώμικα χέρια» και να τον ξεπλύνει μέσα από μία στιβαρότητα κι αξιοπρέπεια που κουβαλά ο ίδιος. Να δώσει δύναμη στην παρουσία του, ενώ παραμένει βουβός. Να κλέψει την παράσταση με διακριτικό τρόπο, ενώ το ταλέντο του είναι εκκωφαντικό. Όμως ακόμα στην αρχή βρίσκεται η σταδιοδρομία του Μαχερσάλα Άλι. Έχει πολλά ακόμα να δώσει, πολλά ακόμα βραβεία να κερδίσει, πολύ μεγάλο στίγμα να αφήσει στην κινηματογραφική και τηλεοπτική ιστορία.

Η τρίτη σεζόν του «True Detective» μάλιστα ξεκίνησε δυναμικά. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο ηθοποιός που τα τελευταία τρία χρόνια κλέβει την παράσταση. Έχει κερδίσει  2 Όσκαρ, Χρυσή Σφαίρα και τη μεγάλη τιμή να τον αποκαλούν «τον Σίντνεϊ Πουατιέ της εποχής μας».

Διαβάστε ακόμα:

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

Τελευταία άρθρα

- Advertisement -