Ξεκίνησα να κρατώ σημειώσεις, όπως κάνω σχεδόν πάντα στις παραστάσεις. Γρήγορα εγκατέλειψα το σημειωματάριο. Η πραγματικότητα του θεάτρου με ξεπέρασε, παρασύρθηκα και αφέθηκα. Αφέθηκα διότι πολύ αναπάντεχα βρέθηκα στο παιδικό δωμάτιο της Λιουμπόβ Αντρέγεβνα. Ήμασταν πράγματι εκεί. Πρώτη φορά παρακολουθούσα το αγαπημένο έργο του Τσέχωφ στο φυσικό περιβάλλον του «Βυσσινόκηπου». Στο κτήμα που κάποτε ευημερούσε και η οικογένεια που το κατοικούσε ήταν ευτυχισμένη. Με το πέρασμα του χρόνου, η μυστική συνταγή για το περίφημο λικέρ βύσσινο ξεχάστηκε. Κανείς δεν ξέρει πώς και γιατί. Μάλλον από τεμπελιά, άγνοια και ανεμελιά ή και από αδιαφορία. Αυτή την ξεχωριστή γεύση όμως, αυτό το μεθυστικό άρωμα και το ζεστό και λαμπερό, σκούρο ρουμπινί χρώμα του λικέρ από βύσσινο ήρθε η Τζένη Δριβάλα να μας θυμίσει με την παράστασή της. Σε έναν τόπο συνάντησης ιδεών, αισθημάτων, εκφράσεων, χειρονομιών και προσώπων, σε μια αναπαλαιωμένη διατηρητέα οικία ιδιαίτερης αισθητικής και πολιτιστικής αξίας, στο Μαρούσι, η οποία λειτουργεί και ως χώρος τέχνης με την επωνυμία «Ιδιόμελο», διαδραματίστηκε το θεατρικό έργο του Αντόν Τσέχωφ, που γράφτηκε το 1903. Έργο εμπνευσμένο από την εποχή που ο ρωσικός λαός, αν και θεωρητικά ελεύθερος, εξαιτίας της κατάργησης της δουλοπαροικίας κατά το 1861, ζούσε ακόμα μέσα στη φτώχεια, την καταπίεση και την αμάθεια. Ο «Βυσσινόκηπος» θεωρείται μια προαναγγελία της επανάστασης του 1905 και της επανάστασης του 1917. Η δράση του υποδεικνύει την αδυναμία των ανθρώπων, κυρίως των αριστοκρατών, να κατανοήσουν τις όποιες διαφοροποιήσεις αλλάζουν το κοινωνικό περιβάλλον, όπως επίσης και την επίδραση των αλλαγών αυτών στην προσωπική τους ζωή. Σε αλληγορικό επίπεδο ο βυσσινόκηπος, ένα κομμάτι γης που ανήκει σε αριστοκρατική οικογένεια, όπως και η αδυναμία της οικογένειας να τον διατηρήσει στην κατοχή της, υποδηλώνουν τις ανατροπές της ρωσικής κοινωνίας και τα νέα κοινωνικά στρώματα που έρχονται στο προσκήνιο, λόγω των πολιτικών και κοινωνικών ζυμώσεων.
Ας πιάσουμε όμως το νήμα από την άκρη του κι ας δούμε την ιστορία του «Βυσσινόκηπου», όπως την εμπνεύστηκε ο Τσέχωφ.
Η Λιουμπόβ Αντρέγεβνα εγκαταλείπει το Παρίσι και τον εραστή της και επιστρέφει στο σπίτι της, στο Βυσσινόκηπο, στη ρωσική εξοχή, από όπου είχε φύγει απαρηγόρητη πριν από πέντε χρόνια, μετά το θάνατο του συζύγου της και τον πνιγμό στο ποτάμι του μικρού της γιου. Ύστερα από πέντε χρόνια περιπέτειας με έναν ολέθριο εραστή, αναγκάζεται να επιστρέψει στο σπίτι όπου εξανεμίστηκαν τα νιάτα της, δίχως τον εραστή της και δίχως χρήματα. Ωστόσο, ο κόσμος που ξαναβρίσκει δεν της θυμίζει τα παλιά και το σπίτι δεν της ανήκει πλέον, είναι υποθηκευμένο και πρόκειται σύντομα να βγει σε πλειστηριασμό.
Η ώρα είναι δύο τη νύχτα, ο ήλιος αρχίζει να ανατέλλει και φωτίζει το δωμάτιο των παιδιών και το βυσσινόκηπο, ουσιαστικό πρωταγωνιστή του έργου, που φαίνεται από το ανοιχτό παράθυρο. Ο Λοπάχιν, γιος μουζίκου και σύγχρονος εκπρόσωπος της αστικής τάξης και η Ντουνιάσα, η καμαριέρα, περιμένουν την άφιξη της Λιουμπόβ, η οποία σε λίγο καταφθάνει συνοδευόμενη από την κόρη της Άννια που είχε ταξιδέψει ως το Παρίσι, για να τη συνοδεύσει στο ταξίδι της επιστροφής. Μαζί τους μπαίνουν στη σκηνή ο αδελφός της Λιουμπόβ, ο Γκάγεφ, η Βάρια η ψυχοκόρη και ο πιστός γερο-υπηρέτης Φιρς, που είχαν πάει στο σταθμό, για να την υποδεχθούν. Η Λιουμπόβ συγκινημένη αναπολεί τα παιδικά της χρόνια και μαθαίνει όσα μεσολάβησαν κατά την απουσία της. Υπάρχουν πρόσωπα που δεν ζουν πια κι αυτά που την περίμεναν έχουν αλλάξει. Παιδιά δεν υπάρχουν στο κτήμα, τα κορίτσια έγιναν γυναίκες και οι μεγάλοι έχουν γεράσει. Ακόμη και ο Τροφίμωφ ο τριαντάχρονος φοιτητής, φίλος της Άννια, φαίνεται στη Λιουμπόβ γερασμένος. Μόνον ο βυσσινόκηπος παραμένει ολόιδιος, ανθισμένος, νέος… και γεμάτος ευτυχία.
Μάταια ο Λοπάχιν προσπαθεί να επαναφέρει τη Λιουμπόβ στην πραγματικότητα. Το κτήμα κινδυνεύει κι ο μόνος τρόπος για να σωθεί, όπως της προτείνει, είναι να χωριστεί σε οικόπεδα, όπου θα χτιστούν εξοχικές βίλες που θα αποφέρουν πάγιο εισόδημα στην οικογένεια. Φυσικά το σπίτι πρέπει να γκρεμιστεί και ο βυσσινόκηπος να κοπεί. Όμως και η Λιουμπόβ και ο Γκάγεφ θεωρούν αδιανόητη την πρόταση του Λοπάχιν και τον περιγελούν, παρόλο που δεν υπάρχει άλλη λύση.
Κατόπιν βλέπουμε τους ήρωες μετά τον περίπατό τους στον κήπο, να επιστρέφουν ύστερα από μια ξαφνική βροχή. Η Ντουνιάσα και ο Γιάσα, ο επιπόλαιος καμαριέρης της Λιούμποβα, ξεκουράζονται και συνομιλούν, για την ακρίβεια ονειροπολούν και μονολογούν. Η Ντουνιάσα ονειρεύεται ταξίδια στο εξωτερικό, ο Γιάσα να ζήσει στο Παρίσι. Μοιάζουν και οι δύο με μικρές ακυβέρνητες βαρκούλες που τις χτυπούν τα κύματα απ’ όλες τις μεριές.
Στο σκηνικό μπαίνουν ο Λοπάχιν, η Λιουμπόβ, ο Γκάγεφ, ο Τροφίμωφ με την Άννια και ο Φιρς. Η Λιουμπόβ έχει πάρει τηλεγράφημα από τον άπιστο εραστή της που την ικετεύει να επιστρέψει κοντά του. Ο Λοπάχιν προσπαθεί και πάλι εις μάτην να πείσει τα δύο αδέλφια να πουλήσουν το κτήμα, για να αποφύγουν τον πλειστηριασμό, αλλά εκείνοι αρνούνται και βρίσκουν την πρότασή του χυδαία. Είναι καταχρεωμένοι και παρότι ζωντανοί, οι ψυχές τους είναι σκλαβωμένες. Λύση στα προβλήματά τους αδυνατούν να βρουν και περί άλλα τυρβάζουν.
Στη μεγάλη σάλα του σπιτιού η Λιουμπόβ αποφασίζει να δώσει χορό. Κατά τη διάρκειά του με αγωνία περιμένει να επιστρέψει ο αδελφός της από τον πλειστηριασμό του βυσσινόκηπου. Αυτός αργεί κι εκείνη ακόμη δεν τολμά να αντιμετωπίσει την αλήθεια κατάματα. Η ορχήστρα παίζει και τα πρόσωπα του δράματος χορεύουν. Η Λιουμπόβ θυμώνει με τον Πέτια Τροφίμωφ που επικρίνει τον εραστή της πως την εκμεταλλεύτηκε και τον κατηγορεί με τη σειρά της για σεμνοτυφία, προκατάληψη και ανικανότητα ν’ αγαπήσει. Η σκηνή κλείνει με την επιστροφή του Γκάγεφ και του Λοπάχιν, που είναι πια ο περήφανος ιδιοκτήτης του βυσσινόκηπου και ήδη καταστρώνει τα σχέδιά του για τις εξοχικές κατοικίες.
Στο τέλος, τα πρόσωπα του έργου βρίσκονται και πάλι συγκεντρωμένα στο πρώην δωμάτιο των παιδιών, αλλά νιώθει πια κανείς την ερήμωση. Στοιβαγμένες βαλίτσες και δέματα, έτοιμα για αναχώρηση. Η Λιουμπόβ φεύγει και πάλι για την Ευρώπη και τα άλλα πρόσωπα μετακομίζουν στην πόλη. Ο καθένας αποχαιρετάει με τον τρόπο του το βυσσινόκηπο. Η Άννια αποχαιρετά το παλιό σπίτι και αντικρίζει την καινούργια ζωή. Η Λιούμποβα και ο Γκάγεφ αποχαιρετούν τη νιότη και την ευτυχία. Η Ντουνιάσα κλαίει. Ο Λοπάχιν αναχωρεί κι αυτός και υπόσχεται να επιστρέψει την Άνοιξη.
Στο κλειδωμένο πια σπίτι μένει μόνον ο Φιρς, που κάθεται σε μια καρέκλα και αφήνει την τελευταία του πνοή. Εκεί, στο σφραγισμένο παλιό αρχοντικό που έζησε όλη του τη ζωή, θα παραμείνει ως την Άνοιξη κι εκεί θα τον βρει στην επιστροφή του ο Λοπάχιν. Ξεχασμένος από όλους, ένα φάντασμα – ένας ίσκιος αράχνης, θα πεθαίνει μόνος ακούγοντας τις βυσσινιές να κόβονται για να σωριαστούν στο έδαφος, μαζί με τη λαμπρή εποχή της νιότης του, που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, της νιότης που δεν έζησε. «Πέρασε η ζωή, πάει… σαν να μην την έζησα… Δεν έχεις πια δύναμη…Τίποτα δεν σ’ απόμεινε…», λέει στον εαυτό του στο σπαρακτικό φινάλε του έργου ο γέρος υπηρέτης.
Σε τροχιά γύρω από τον «Βυσσινόκηπο» βλέπουμε να γυρνούν μια σειρά από ανθρώπινα πεπρωμένα, από τραγικά έως καθαρά κωμικά. Άνθρωποι ανέμελοι κι ανάλαφροι, άμυαλοι οι περισσότεροι, ανώριμοι, μη προσγειωμένοι.
Ο Γκάγεφ, ο αδελφός της Λιουμπόβ Αντρέγεβνα, αναλώνεται στο να επινοεί κινήσεις του μπιλιάρδου, να εκφωνεί λογύδρια για τη βιβλιοθήκη του και να προτείνει ανόητες κι ανεφάρμοστες λύσεις για την αποτροπή της πώλησης του χρεωμένου κτήματος, λύσεις που ούτε ο ίδιος πιστεύει. Φλυαρεί ακατάσχετα και ισχυρίζεται ανερυθρίαστα, με υπερβολή και περηφάνια, πως έχει ξοδέψει μια περιουσία σε καραμέλες. Η αδελφή του σκορπά δεξιά κι αριστερά και το τελευταίο της καπίκι, άλλοτε από μεγαλομανία κι άλλοτε από ανερμάτιστη φιλανθρωπία, την ίδια στιγμή που οι εργάτες στο κτήμα της υποσιτίζονται. Σχίζει τα γράμματα του άπιστου εραστή της για να ψάξει κατόπιν τα κομμάτια τους και να τα φυλάξει. Δίνει χοροεσπερίδα και καλεί ορχήστρα την ίδια μέρα που βγαίνει σε πλειστηριασμό το κτήμα της και συμπεριφέρεται σαν ανόητη έφηβη. Ο έμπορος Λοπάχιν στο τέλος θα αγοράσει το κτήμα, στο οποίο οι πρόγονοί του και ο ίδιος ήταν κολίγοι, απαλλάσσοντας τον εαυτό του από ένα παρελθόν που τον κάνει να ντρέπεται. Έχει σωστές επιχειρηματικές ιδέες και ξέρει να κερδίζει χρήματα αλλά είναι αντιδραστικός, αμόρφωτος, αγροίκος και δεν τα καταφέρνει ούτε να φλερτάρει αλλά ούτε καν να ζητήσει σε γάμο την ψυχοκόρη της Λιούμπα, την εργατική και τίμια Βάρια, παρόλο που θα ήταν η ιδανική σύζυγος γι’ αυτόν. Τη μοιραία στιγμή η κοπή μιας βυσσινιάς του αποσπά την προσοχή και φεύγει. Πιθανόν κι αυτός να ακολουθεί την πορεία των ερωτικών τριγώνων του Τσέχωφ. Ίσως απωθημένο του να είναι μια άλλη, η Λιουμπόβ. Ίσως… Η δε Βάρια εμφανίζει ήδη τα συμπτώματα της γεροντοκόρης και συμπεριφέρεται αντιφατικά. Τη μια στιγμή δηλώνει ότι θέλει να ζήσει ελεύθερη, ταξιδεύοντας και κάνοντας επισκέψεις σε μοναστήρια, ενώ την άλλη εκνευρίζεται κι απογοητεύεται γιατί ο Λοπάχιν δεν έχει ζητήσει ακόμα το χέρι της. Κωμικοί είναι και οι δύο νεαροί υπηρέτες. Η Ντουνιάσα μιμείται άτεχνα τις κυρίες της αριστοκρατίας και παριστάνει αδέξια την ντελικάτη δεσποινίδα, ενώ ο αλαζονικός και βαθιά συντηρητικός Γιάσα έχει αποκτήσει τόσο μεγαλοπρεπείς έξεις, που δεν μπορεί πια παρά να ζει στο Παρίσι, να τρέφεται με χαβιάρι και να πίνει σαμπάνια. Η Άννια, η κόρη της Λιούμπα, κάνει διαρκώς παρέα με τον Τροφίμωφ, έναν αιώνιο φοιτητή της συμφοράς και βγάζουν μαζί κηρύγματα για τον καλύτερο και πιο δίκαιο κόσμο που έχουν οραματιστεί, αλλά δεν μπορούν καν να αντιληφθούν πως είναι τρελά ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλο και πως συμπεριφέρονται σαν νήπια. Όσο για τον υπερήλικα και θεόκουφο υπηρέτη Φιρς, δεν μπορεί ούτε στα πόδια του να σταθεί παρ’ όλα αυτά περιφέρεται στο αρχοντικό γεμάτος σπουδή, ανακατεύεται σε όλα, αντιμετωπίζει τους αφέντες του σαν να είναι ανήλικοι και κάθε τόσο παραμιλά αναπολώντας τις παλιές καλές εποχές της νιότης του. Αν κανείς αλλάξει ελάχιστα την οπτική του γωνία, θα δει το δράμα μέσα στην κωμωδία και το τραγικό πίσω από τη φάρσα. Ο Γκάγεφ είναι ένας δυστυχής που έχει μάθει να τον φροντίζουν οι άλλοι και δεν μπορεί να προστατεύσει ούτε τον εαυτό του ούτε τους δικούς του ανθρώπους. Μαζί με τη Λιουμπόβ περιφέρονται σαν απομεινάρια μιας εποχής, καταδικασμένοι να στερηθούν τον όμορφο και ασφαλή κόσμο τους, που όμως έχει φθαρεί και παρακμάσει πια τόσο πολύ, ώστε είναι προορισμένος να χαθεί για πάντα. Οι φημισμένες βυσσινιές τους που αναφέρονταν στα περιοδικά και στο λεξικό, θα κοπούν και το αριστοκρατικό σπίτι τους, στο οποίο πέρασαν την ευτυχισμένη νιότη τους, θα κατεδαφιστεί. Η Λιουμπόβ βλέπει τη ζωή της να χάνεται μέσα από τα χέρια της. Ετοιμάζεται να ξοδέψει τα τελευταία της χρήματα, δανεικά από τη θεία της, με τον εραστή της. Αρπάζεται από έναν ανέλπιδο έρωτα που την πληγώνει, την ταλαιπωρεί, την καταστρέφει, ενώ αυτή πιστεύει ότι μπορεί, έστω και προσωρινά, να την ανακουφίσει και να τη θεραπεύσει. «Είναι σαν μια πέτρα στο λαιμό μου, που με τραβάει στο βυθό, βουλιάζω μαζί της. Όμως τον αγαπώ…», λέει.
Ένας επικείμενος αποχαιρετισμός
Η Τζένη Δριβάλα, η γνωστή υψίφωνος αλλά και ερμηνεύτρια ρόλων του κλασικού θεάτρου, έπειτα από αλλεπάλληλες σκηνοθεσίες στο χώρο της όπερας, σκηνοθετεί για πρώτη φορά θεατρική παράσταση.
Κατά μια ευτυχή σύμπτωση, ο «Βυσσινόκηπος» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1904 -που είναι και το έτος του θανάτου του συγγραφέα- δηλαδή ακριβώς πριν από 110 χρόνια.
Με μια προσωπική μέθοδο προσέγγισης, η Τζένη Δριβάλα πάλεψε με το τσεχωφικό θηρίο και βγήκε νικήτρια. Πάλεψε επίσης με τον προσωπικό της «βυσσινόκηπο». Διότι, τηρουμένων των αναλογιών, όλοι μας έχουμε βιώσει «βυσσινόκηπους». Ματαιώσεις, απογοητεύσεις, ακυρώσεις, απώλειες, αν όχι πανωλεθρίες.
Η σκηνοθέτις και πρωταγωνίστρια έσπασε τις συνηθισμένες φόρμες και κινήθηκε στα όρια, δημιουργώντας ένα έργο αυτογνωσίας και πληρότητας.
Ένα έργο – σπουδή στο υπόστρωμα του κειμένου του Τσέχωφ, με τις τραγικές και κωμικές πτυχές του, μια αποκάλυψη της ψυχολογίας όσων προσώπων κινούνται στο «Βυσσινόκηπο». Η ίδια επωμίστηκε τον κύριο ρόλο και ήταν ακριβώς όπως περιγράφει ο Τσέχωφ τη Λιουμπόβ Αντρέγεβνα: έξυπνη, αφηρημένη, πολύ καλοσυνάτη, αγαπητή σε όλους, με ένα χαμογελαστό πρόσωπο. Επιπλέον η Λιουμπόβ διακατέχεται από άκρατο πάθος και παθιασμένη ανευθυνότητα.
Η Τζένη Δριβάλα σκηνοθέτησε το έργο με ροή, κυματισμό, άνεση και με έμφαση στη μουσικότητα. Όπως ο ίδιος ο Τσέχωφ έλεγε, δεν έγραψε τα έργα του για να κλάψουν οι θεατές. Ξανά και ξανά ο συγγραφέας επαναλάμβανε: «Προσπαθήστε να καταλάβετε πόσο άσχημα ζείτε, πόσο θλιβερή είναι η ζωή σας». Έχει κάποια σχέση με το κλάμα αυτό; Η σκηνοθέτις αντιλήφθηκε σωστά την αίσθηση του χιούμορ στο έργο και τη χρωμάτισε με δυνατές πινελιές.
Όλος ο «Βυσσινόκηπος» είναι ένας επικείμενος αποχαιρετισμός, η αίσθηση του προσωρινού είναι ορατή κάθε στιγμή, όπως η κενότητα και η αβεβαιότητα στις ζωές των ηρώων. Το κύλισμα του χρόνου παίρνει τη μορφή του υγρού στοιχείου, ο σπαραγμός είναι ένας φθόγγος στο λαιμό, το μάταιο παραμονεύει πίσω από κάθε μύθο. Φωτίζεται από τη λεπτή ειρωνεία του Τσέχωφ αλλά και την τρυφερότητά του, τη διακριτική συμπόνια, την ανεκτικότητα, ακόμα και την αδιαφορία.
Αξίζει να δει κανείς την κυρία Δριβάλα να ερμηνεύει τη Λιουμπόβ. Κάθε ηθοποιός και κάθε θεατής. Ειδικά τη στιγμή που μαθαίνει την πώληση του κτήματος, είναι σπαρακτική και καθηλωτική.
Εξαιρετικές είναι και οι Μαρία Κοντογούρη (Άννια), Ερμίνα Γεράρδη (Βάρια), Ελένη Μονιώδη (Ντουνιάσα). Όμορφες σαν ρώσικες κούκλες, με εσωτερικές απότομες μεταπτώσεις, ημιτόνια, φίνες ψυχολογικές αποχρώσεις, καθημερινή και απτή αλήθεια.
Έξοχος ο Αλέξανδρος Γάβαρης στο ρόλο του αλαζονικού υπηρέτη Γιάσα, που μεγαλοπιάνεται. Πολύ επιδέξια η δουλειά του. Μας γοήτευσε και ως ηθοποιός και ως λυρικός τραγουδιστής.
Ο Γαβριήλ Αντωνέλλος ως περιπλανώμενος στην οικία αγαθός Φιρς ήταν πολύ επιτυχημένος. Εκφραστικός, ώριμος, πειστικός. Επίσης με την ιδιαίτερα καλλιεργημένη φωνή του και τις άριες που τραγούδησε μας μετέφερε στην εποχή της τσαρικής Ρωσίας.
Αρκετά καλοί και οι Γιάννης Μπόγρης (Λοπάχιν), Ανδρέας Παπαγιαννάκης (Τροφίμωφ), Βασίλης Ασημάκης (Γκάγεφ), αν και πιστεύω ότι χρειάζεται να δουλέψουν λίγο ακόμα τις ερμηνείες τους με περισσότερες πρόβες. Ειδικώς ο Ασημάκης που δεν τον βοηθά το νεαρό της ηλικίας του να είναι κοντά στο ρόλο του Γκάγεφ.
Η παράσταση, με μια σαρκαστική αίσθηση του παράδοξου, δεν έχασε ούτε στιγμή τους θεατές από τον έλεγχό της. Κομψότατα και καλαίσθητα τα κοστούμια (Dennis Krief). Μια μικρή ένσταση μόνον έχω για το κοστούμι της Άννια στη σκηνή του περιπάτου. Μεθυστική η σκηνή του χορού, παρέσυρε απόλυτα το κοινό που συμμετείχε αλλά και παρακολούθησε ενθουσιασμένο. Στυλάτοι οι φωτισμοί του Αλ. Αδάμ, πρόσθεταν υπαινικτική εσωτερικότητα και μελαγχολία στην εκλεπτυσμένη ατμόσφαιρα της παράστασης. Πολύ ενδιαφέρουσα και η μουσική του Αλέξανδρου Χάχαλη.
Εν κατακλείδι, αφήσαμε για λίγο τον κόσμο της καθημερινότητας για να μπούμε σ’ έναν κόσμο καλαισθησίας και ομορφιάς, όπου γοητευτικοί καλλιτέχνες υποδύονταν φανταστικές καταστάσεις παράλληλες με της πραγματικής ζωής. Η ανάγκη να κοιτάξεις το ωραίο, η λαχτάρα να πετάξεις, η αναζήτηση του ονείρου, το προσωπικό δημιουργικό υλικό, διαμόρφωσαν ένα θεατρικό άλμα, έναν «Βυσσινόκηπο» πραγματικό δώρο για τους απαιτητικούς θεατρόφιλους.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία – διασκευή: Τζένη Δριβάλα
Κοστούμια: Dennis Krief
Φωτισμοί: Αλ. Αδάμ
Μουσική: Αλ. Χάχαλης
Ηθοποιοί
Τζένη Δριβάλα – Λιουμπόβ Αντρέγεβνα
Μαρία Κοντογούρη – Άννια
Ερμίνα Γεράρδη – Βάρια
Ελένη Μονιώδη – Ντουνιάσα
Γιάννης Μπόγρης – Λοπάχιν
Ανδρέας Παπαγιαννάκης – Τροφίμωφ
Βασίλης Ασημάκης – Γκάγεφ
Αλέξανδρος Γάβαρης – Γιάσα
Γαβριήλ Αντωνέλλος – Φιρς
Πληροφορίες
* Οι παραστάσεις ξεκίνησαν το Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου και θα συνεχιστούν μέχρι την Κυριακή 19 Οκτωβρίου, κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή: 26, 27, 28 Σεπτεμβρίου και 3, 4, 5, 10, 11, 12 και 17, 18, 19 Οκτωβρίου, με την προοπτική το έργο να επαναληφθεί τον Μάιο του 2015.
Έναρξη: 19.00
Είσοδος: 15 €
Φοιτητικό: 10 €
Ανεργίας – ατέλειες: 7 €
“Ιδιόμελο”
Ελευθερίου Βενιζέλου 17 και Βασιλέως Κωνσταντίνου, Μαρούσι (πλησίον ΗΣΑΠ)
Τηλ. 210 6817042
http://idiomelo.blogspot.com
* H προπώληση εισιτηρίων θα γίνεται ηλεκτρονικά μέσω του viva.gr και τηλεφωνικά στο 11876.
Άλλα σημεία πώλησης: Public, Παπασωτηρίου, Seven Spots, Ιανός, Reload