Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
Συνέβαιναν αυτά στην ισπανική ύπαιθρο, ίσως και να συμβαίνουν ακόμα. Αν όχι στην Ισπανία, σε άλλες χώρες της Μεσογείου. Ο Λόρκα εμπνεύστηκε το θέμα του από μια είδηση του ημερήσιου Τύπου που έγραφε για ένα έγκλημα στην ανδαλουσιανή πόλη Níjar. «Bodas de Sangre» ή «Ματωμένος Γάμος» στα ελληνικά είναι ο τίτλος θεατρικού έργου του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Ένα από τα τρία τραγικά θεατρικά έργα της “ισπανικής υπαίθρου” του συγγραφέα. Τα άλλα δύο είναι η “Γέρμα” και “Το Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα”. Και τα τρία έργα υπογραμμίζουν την πειθήνια υποταγή των γυναικών που αποζητούν την πολυπόθητη ελευθερία στην παραδοσιακή κοινωνία της ισπανικής υπαίθρου, η οποία τους αρνείται την κοινωνική ισότητα και την ερωτική αυτοδιάθεση.
Η παράσταση που είδα ξεκίνησε με ένα ζευγάρι αρβυλάκια κάτω από το σεληνιακό φως του προβολέα. Μέσα τους φρέσκα αγριολούλουδα. Σύμβολα της νεανικής ορμής κι αψηφισιάς. Συνέχισε γοργή σαν άτι που καλπάζει κι ανάλαφρη σαν νεράκι που κυλά στην εξοχή. Με μαγνήτισε. Ο διάλογος μητέρας και γιου γεμάτος μυστήριο, έλξη και σαρκασμό, σχεδόν ερωτικός.
Το αριστούργημα «Ματωμένος Γάμος» του Federico Garcia Lorca σε σκηνοθεσία του Βασίλη Ανδρέου (με βοηθό του τη φιλότιμη Σοφία Καστρησίου) έκανε πρεμιέρα στις 6 Οκτωβρίου του 2014, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Το παρακολούθησα εκστατική στις 7 Οκτωβρίου. “Ο χαμένος παράδεισος, η καταδυνάστευση της ψυχής, ο έρωτας είναι αυτά που πολλές φορές οδηγούν και το συλλογικό βήμα του κόσμου”.
Οι ηθοποιοί, όλοι νεότατοι στη σκηνή, αποφάσισαν να συναντηθούν με το έργο του μεγάλου Ισπανού συγγραφέα και να ν’ αγωνιστούν με τα υλικά της γης και τους ήχους, που αφήνουν τα θυμωμένα πόδια των ανθρώπων. Η ώρα του αίματος είχε έρθει. Ο δρόμος του αίματος ανοιχτός. Πώς υπερασπίζεσαι την ερωτική επιθυμία;
Ο «Ματωμένος Γάμος» παύει να είναι μια ιστορία σ’ ένα χαμένο στο χώμα χωριό, τριών εραστών, γίνεται μια ελεγεία για τη νοσταλγία του χαμένου ερωτικού παραδείσου. Ο Λόρκα ζωγραφίζει μέσα στη φύση την ιστορία του κόσμου την αιμάτινη, εκεί που κάθε επανάσταση βάφεται στο αίμα. Πραγματεύεται τα όρια ανάμεσα στην επιθυμία και τη λογική, τη λαχτάρα και τη ματαίωση. Στη χώρα που οι λέξεις και οι παραδόσεις γίνονται εντολές, ο έρωτας είναι η πρώτη πηγή για τις μεγάλες πράξεις κι ας υπάρχει ένα καταραμένο φεγγάρι μοίρας να πατάει τους ανθρώπους. Το φεγγάρι που ο Λόρκα τόσο αγαπά, που το προσωποποιεί και ταυτίζεται μαζί του. Luna, μια εικόνα, μια φιγούρα που επαναλαμβάνεται και επανέρχεται σταθερά ακόμα και στα σχέδια του καλλιτέχνη – ποιητή. Αλλά κι ο θάνατος, το άλλο πρόσωπο του Λόρκα, πανταχού παρών στην ποίησή του και στις σκιές που ρίχνει η νύχτα στις κατηφοριές της Ανδαλουσίας.
«Πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει.
Φέρνει έν’ αγόρι το νεκροσέντονο
Πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Έτοιμος και ο κουβάς με τον ασβέστη
Πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Θάνατος τ’ άλλα, θάνατος μονάχα
Πέντε η ώρα που βραδιάζει»
Ο Βασίλης Ανδρέου είναι δάσκαλος, προπονητής ηθοποιών, σκηνοθέτης και ηθοποιός. Ταπεινός και ωραιοπλάστης, κυρίαρχος βλεμμάτων. Καλλιτέχνης βαθιάς ευαισθησίας με εκλεπτυσμένη ικανότητα έμπνευσης και αναζήτησης. Έχει κάνει άπειρα σπουδαία πράγματα στο θέατρο, το θέατρο είναι σαν να αναπτύχθηκε και να ρίζωσε μέσα του.
Με τη θεατρική ομάδα «Αίολος», το 2012 είχε κάνει τον «Μικρό Εγώ», βασισμένο στο μυθιστόρημα – αλυσίδα «Τα Ρέστα» του Κώστα Ταχτσή. Την είχα παρακολουθήσει κι εγώ σε ένα παλιό τούρκικο σπίτι στον Κεραμεικό εκείνο το καλοκαίρι. Επρόκειτο για μια παράσταση αυθόρμητης σοφίας, αυθεντική, μετρημένη και ρεαλιστική.
Με την ίδια ομάδα ο Βασίλης Ανδρέου κάνει τώρα Λόρκα. Λόρκα μεθυστικό και μαγευτικό, που ερμηνεύει με μαγεία την άνθηση της σάρκας. Λόρκα ευωδιαστής ψυχής. Μνήματα ανοιχτά στην εξοχή, δάκρυα σαν σταγόνες αίμα, αναφορές στο θλιβερό τέλος του ποιητή, μελαγχολικούς νέους με τη λέξη «έρωτας» ζωγραφισμένη στα χείλη, γυναίκες με την πλήρη χαρά της αγάπης αλλά και το πλήρες κενό στις φλέβες απ’ την απόγνωση.
Πρόσωπα
• La madre: Μητέρα του Γαμπρού, έχασε τον άνδρα της και το μεγαλύτερο γιο της, που δολοφονήθηκαν από τους Φελίξ. Ο γάμος του γιου της συμβολίζει γι’ αυτή την απέραντη μοναξιά μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού της. Την υποδύεται η Φαίδρα Παπανικολάου, ηθοποιός σπάνια που οφείλει να συνεχίσει στη θεατρική. Παρόλο που έχει παίξει λίγες φορές στο θέατρο -νομίζω πως είναι η τρίτη της φορά- μοιάζει ηθοποιός κλασική και έμπειρη. Συνταρακτική και αυστηρή, εκφραστικά ώριμη και αρχετυπική.
• El Novio: Ο Γαμπρός, νεαρός κι ευκατάστατος, με τις προδιαγραφές να πετύχει έναν καλό γάμο. Στο ρόλο ο Κώστας Κουνέλλας. Ευφυώς απλός, θριαμβευτικός κυνηγός του θεατρικού ρυθμού.
• La Novia: Η Νύφη, νέα κοπέλα από καλή οικογένεια, που ζει με τον πατέρα της λίγο παράμερα από το υπόλοιπο χωριό. Εξαιρετική η Σίσσυ Τουμάση, φρέσκια και όμορφη σαν ανθοδέσμη από κοράλλι.
• Léonardo: Ο Λεονάρντο είναι ο μόνος χαρακτήρας “με όνομα”. Είναι παντρεμένος κι έχει ένα μικρό γιο με την ξαδέρφη της Νύφης. Είναι της οικογένειας των Φελίξ και παλιά ήταν αρραβωνιαστικός της Νύφης, αλλά δεν την παντρεύτηκε για λόγους χρημάτων. Πολύ καλός ως εραστής ο Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος. Οργισμένος, ασυγκράτητος, πυρετικός, παθιασμένος.
• Γυναίκα του Léonardo. Η Χριστίνα Κοροβίλα γεμάτη αυτοπεποίθηση και ανησυχία. Συνταρακτική και με τα ωραιότερα μάτια που έχω δει τα τελευταία χρόνια στο θέατρο. Μάτια γεμάτα πυρετό.
• Πατέρας της Νύφης. Ο Ντίνος Φλώρος μελέτησε το χαρακτήρα και παρουσίασε τον πατέρα με αποχρώσεις ειρωνείας, ρεαλισμού και χιούμορ. Αφήνει πολύ καλή εντύπωση.
• La Luna: To Φεγγάρι ή ο ίδιος ο ποιητής. Ο Γιώργος Μακρής με ωριμότητα μοιραία νεανική, πληγωμένος, μυστηριώδης και σκοτεινός. Ανακατεύει το γυμνό με το τρυφερό σε ένα λεπτότατο σχεδίασμα.
• Τέλος, η Νατάσα Σφενδυλάκη επωμίστηκε πολλούς ρόλους, της γειτόνισσας, της υπηρέτριας, της φίλης, του θανάτου. Όλους επάξια. Είναι ένα μοναδικό πλάσμα με πληθωρικό ταλέντο και εξαιρετική αίσθηση της κίνησης.
Το φεγγάρι και η ζητιάνα
Στο «Ματωμένο Γάμο» εμφανίζονται δύο ρόλοι – κλειδιά στην προοικονομία του θανάτου των δύο νεαρών ανδρών, το φεγγάρι και η ζητιάνα. Τόσο το φεγγάρι, όσο και η ζητιάνα, απεικονίζονται με δύο τελείως διαφορετικές προσεγγίσεις. Από τη μία το φεγγάρι, προτείνεται από τον ίδιο τον Λόρκα, να αναπαριστάται ως ένα νεαρό αγόρι, μία μορφή νεανική και όμορφη, η οποία είναι εκείνη που εικονοποιεί την προφητεία και τη θέληση για θάνατο. Το φεγγάρι συμβολίζει το θάνατο, ένα θάνατο όμως που είναι γλυκός και όμορφος γιατί στο έργο οι δύο άνδρες που θα σκοτωθούν είναι κι οι δύο όμορφοι και νέοι. Το φεγγάρι είναι η αλληγορία του μελλούμενου αλλά και της έλξης. Κατά πολλούς αναλυτές του Λόρκα, ο Λεονάρντο, ακριβώς επειδή δεν μπορεί να έχει την αγαπημένη του, επιθυμεί το θάνατο, ζητώντας να σκοτωθεί και να λυτρωθεί. Ως εκ τούτου, το φεγγάρι είναι το έμβλημα του πόθου, της δίψας για «ζεστή καρδιά», δηλαδή για νεαρή καρδιά γεμάτη από αγάπη, έρωτα και επιθυμία για ζωή.
Στο ρόλο της ζητιάνας ο θάνατος συμβολίζεται ως κάτι το οριστικό, το έσχατο, το πικρό. Η ζητιάνα είναι που θα πάρει τους άνδρες στον άλλο κόσμο, δεν προβλέπει απλώς αλλά πράττει, τελεί. Αν το φεγγάρι δρα αυτόνομα και αυθύπαρκτα, η ζητιάνα είναι άμεσα συνδεδεμένη με το θάνατο. Είναι η ίδια ο θάνατος. Το φεγγάρι εκπροσωπεί ένα μήνυμα θανάτου, μία προφητεία, ένα προμάντεμα, αλλά η ζητιάνα είναι ο θάνατος ο αμετάκλητος, θρεμμένος από μια αρχαία παράδοση. Προσωποποιημένος σε ένα μανδύα σαγήνης και μαγνητισμού προς τα πρόσωπα και μιας προσπάθειας να τα τραβήξει κοντά της στο μονοπάτι που επέλεξε η τραγική μοίρα για αυτούς. Προτείνεται από το συγγραφέα να αναπαριστάται ως μία ζητιάνα, όχι απαραιτήτως μεγάλης ηλικίας, μπορεί να είναι και κορίτσι. Η ζητιάνα επιθυμεί να φέρει τους δύο νέους κοντά για να σκοτωθούν. Ο θάνατος, στο έργο του Lorca η ζητιάνα, είναι η διαβατήρια τελετή που ενώνει την προφητεία με την τέλεση, το βάρος της αγάπης με τη λύτρωση του θανάτου.
Η έννοια της μοίρας
Ο Λόρκα παίζει πολύ με την έννοια της μοίρας, αν και εν πολλοίς οι ίδιοι οι άνθρωποι φτιάχνουν τη μοίρα τους. Προσδοκά το αίμα που αναγκαστικά και με πίστη θα αναπηδήσει από το σώμα κάποια μέρα. Παίζει με το πάθος ενάντια στη σύμβαση του προδιαγεγραμμένου και ακόμη και την επανάσταση που κάνουν οι ήρωές του, την προαναγγέλλει με τέτοιο τρόπο, ώστε θεωρούμε την υπέρβαση των χαρακτήρων του κάτι το δεδομένο και το μοιραίο. Όλα προαναγγέλλονται, όλα είναι μοιραία και τραγικά, όλα συνδέονται κατά κάποιον τρόπο με το θάνατο, είναι σίγουρα όπως και εκείνος, είναι βέβαια και μη αναστρέψιμα. Ο Λόρκα όλα τα δέχεται, εκτός από το να κάθεται ήσυχος στο παραθύρι κοιτάζοντας το ίδιο τοπίο. Μιλάει για ανθρώπους και καταστάσεις και τα συνδέει όλα σε ένα πλέγμα ψυχολογικό, σε μία φωτογραφία της Ισπανίας, σε μία ανθρωπολογία ενός πολιτισμικού και ταυτόχρονα τόσο οικείου χώρου ανάπτυξης χαρακτήρων και δράσεων. Δράσεων που συνδέονται με το σώμα, με την ουσία, με την ψυχή, με το θάνατο και με τη ζωή. Το φως είναι η αντίφαση του ποιητή.
Στα έργα του Lorca, μιλάει το σώμα. Στην παράσταση του Βασίλη Ανδρέου και της ομάδας «Αίολος» επίσης μιλάει η σάρκα και το κορμί, η ουσία, τα νεύρα, το αίμα, η ανθρώπινη επιλογή, που μετουσιώνεται σε ένα ατίθασο πλέγμα πνεύματος και συναισθημάτων.
Ο «Ματωμένος Γάμος» γράφτηκε το 1932 σε μία περίοδο καθοριστικής καμπής για την ισπανική κοινωνία. Μέσα από αυτές τις ιστορικές ανακατατάξεις και κατά συνέπεια μέσα από τις διάφορες κοινωνικές και πολιτικές εμπλοκές, καταστάσεις και συνθήκες, διαμορφώθηκε ένα κλίμα κοινωνικής δημιουργίας, μία μορφή ανάκαμψης της τέχνης και ένα πλαίσιο κίνησης όπου αναδύθηκαν διάφορα κοινωνικά και πολιτισμικά σημαίνοντα τα οποία είχαν βαθύτερο νόημα. Το νόημα αυτό αναδεικνύεται μέσα από το ρόλο των συγγραφέων και των άλλων καλλιτεχνών που έδρασαν ή επηρεάστηκαν από αυτή την περίοδο. Παρομοίως, τόσο στο «Ματωμένο Γάμο», όσο και στα άλλα έργα του Lorca, αναδεικνύεται μία ποιητική πλευρά που εξυμνεί το θάνατο, ή που τον ωραιοποιεί, προσφέροντας ένα βάλσαμο στις συνειδήσεις των ανθρώπων, ενώ ταυτόχρονα εκφράζει και την ίδια αυτή διακριτή πραγματικότητα του ίδιου του συγγραφέα. Είναι ανάγκη να συντρίψει κανείς τα πάντα, ώστε τα δόγματα να καθαρθούν και οι κανόνος να αποκτήσουν ένα καινούργιο ρίγος.
Η ομάδα «Αίολος» μας ταξίδεψε με την υπέροχη μετάφραση του Πάνου Κυπαρίσση, πιστή στις λέξεις του Λόρκα, με τις γενναιόδωρες μουσικές του Σπύρου Παρασκευάκου, τους λεπταίσθητους φωτισμούς της Μελίνας Μάσχα, με τα πανέμορφα κοστούμια του Νίκου Καρδώνη σε μια συμπαραγωγή με το Θέατρο του Νέου Κόσμου.
Δεν χρειάζεται να υπογραμμίσουμε ξανά τη γοητεία που ασκούσε το αίμα στον Λόρκα. Ο ίδιος άλλωστε κουρασμένος καθόταν «στη σκιά και τη δροσιά εκείνου του αίματος». Χρειάζεται μόνο να πούμε ότι είδαμε μια όμορφη θεατρική δουλειά, μια δέσμη φλεβών με το σχήμα και το άρωμα ενός ρόδου, μια συγκινητική μάχη. Δουλειά με αίσθημα μικρογράφου. Ένα αγκάλιασμα με μια μεγάλη αγάπη ικανή να σκίσει εκείνο το όμορφο βελούδινο ανδρικό σακάκι. Το βελούδινο ανδρικό σακάκι που έψαχνες, Βασίλη, κι εγώ ξέχασα να σου απαντήσω πως δυστυχώς δεν το είχα!
Υπόθεση του έργου
Η Μάνα, πικραμένη από το θάνατο του συζύγου και του μεγαλύτερου γιου της από το χέρι των Felix, δίνει την ευχή της στο μικρότερο γιο της για να παντρευτεί μια κοπέλα που ζει κοντά στην πόλη και δηλώνει την επιθυμία της να δει εγγόνια. Μια γειτόνισσα συζητάει με τη Μάνα και της αποκαλύπτει πως η Νύφη ήταν παλιά αρραβωνιασμένη με τον Λεονάρντο, συγγενή των Felix που σκότωσαν την οικογένειά της. Ο Λεονάρντο είναι τώρα παντρεμένος με την ξαδέρφη της Νύφης και μένει μαζί με τη γυναίκα του και την πεθερά του. Όταν γυρίζει σπίτι από τη δουλειά, τις ακούει να νανουρίζουν το μικρό γιο του. Όταν ένα μικρό κορίτσι καταφθάνει και τους λέει τα νέα για τις προετοιμασίες του γάμου του Γαμπρού με τη Νύφη, ο Λεονάρντο όλο οργή ορμάει έξω από το σπίτι. Η Μάνα επισκέπτεται το σπίτι της Νύφης, όπου συζητά μαζί της και με τον Πατέρα της. Η Υπηρέτρια μένει κάποια στιγμή μόνη με τη Νύφη, την πειράζει για τα δώρα του Γαμπρού, ενώ της αποκαλύπτει ότι ο Λεονάρντο έρχεται τα βράδια κάτω από το παράθυρό της. Εκείνο το βράδυ, τη συναντά και της εκμυστηρεύεται τον πόθο του και το λόγο που δεν την παντρεύτηκε παλιότερα. Η Νύφη επιχειρεί να τον κάνει να σωπάσει, αλλά δεν αρνείται ότι ακόμα έχει αισθήματα γι’ αυτόν. Η υπηρέτρια διώχνει τον Λεονάρντο, ενώ καταφτάνουν οι καλεσμένοι για το γάμο. Όλοι κατευθύνονται προς την εκκλησία και η Νύφη ικετεύει το Γαμπρό να την προστατέψει.
Μετά το γάμο, όλος ο κόσμος γυρίζει στο σπίτι της Νύφης για το γαμήλιο γλέντι. Εκεί, αναζητούν τη Νύφη και τον Λεονάρντο, αλλά ανακαλύπτουν ότι το έσκασαν με το άλογο. Ο Γαμπρός εξοργισμένος βγαίνει να κυνηγήσει και να σκοτώσει τον Λεονάρντο, ενώ η Μάνα διατάζει όλους τους καλεσμένους να χωριστούν σε ομάδες και να ψάξουν το ζευγάρι.
Στο δάσος, όπου βρίσκονται ο Λεονάρντο και η Νύφη, εμφανίζονται τρεις Ξυλοκόποι που συζητούν τα γεγονότα, λέγοντας ότι το ζευγάρι θα ανακαλυφθεί μόλις βγει το φεγγάρι και φωτίσει το δάσος. Το Φεγγάρι εμφανίζεται σαν χαρακτήρας και σε ένα μονόλογο πενθεί τη μοναξιά του και δηλώνει την επιθυμία του να χυθεί αίμα, προκειμένου να τιμωρήσει τους ανθρώπους που το άφησαν έξω από τα σπίτια τους. Ρίχνει το φως του στο δάσος, ενώ συνοδεύεται από μια ζητιάνα, που είναι ο Θάνατος προσωποποιημένος: μαζί συμφωνούν το θάνατο των ζηλιάρηδων ανδρών.
Ο Γαμπρός μαζί με μια κοπέλα ψάχνουν στο σκοτεινό δάσος. Τους εμφανίζεται ο Θάνατος, σαν ζητιάνα και τους λέει ότι θα τους οδηγήσει στο Λεονάρντο. Λίγο πιο μακριά, ο Λεονάρντο και η Νύφη αγκαλιάζονται και σκέφτονται το μέλλον τους, ρομαντικοί αλλά με ένα ασίγαστο και σκοτεινό πάθος ο ένας για τον άλλο. Ακούγονται βήματα: πλησιάζει ο Γαμπρός με το Θάνατο, ο Λεονάρντο φεύγει από τη σκηνή και δυο κραυγές ακούγονται μες στο σκοτάδι.
Πίσω στην πόλη, οι γυναίκες έχουν μαζευτεί κοντά στην εκκλησία και συζητούν για τα γεγονότα. Η ζητιάνα εμφανίζεται και δηλώνει ότι θάνατος απλώθηκε στο δάσος. Θυμωμένη και πικραμένη η Μάνα βλέπει τη Νύφη να γυρίζει, με το νυφικό της γεμάτο αίματα από τους δύο άνδρες που αλληλοσκοτώθηκαν στο δάσος. Η Μάνα την ανακηρύσσει πόρνη και πάει να τη σκοτώσει, αλλά τελικά απομακρύνεται και προσεύχεται. Η αυλαία πέφτει, όσο η Νύφη και η Μάνα απαγγέλλουν την τραγωδία του Ματωμένου Γάμου.
Αποσπάσματα
«Είμ’ ένας κύκνος στρογγυλός μες στο ποτάμι, είμ’ ένα μάτι στα ψηλά καμπαναριά, και μες στις φυλλωσιές φαντάζω ψεύτικο φως της χαραυγής. Κανείς δε μου γλιτώνει εμένα!… Ένα μαχαίρι έχω κρεμάσει, ες στον ανταριασμένο αγέρα, που λαχταράει, μολύβι τώρα, πόνος να γίνει μες στο αίμα… Μα τούτη τη νύχτα θα βαφτούν τα μάγουλά μου κόκκινο αίμα, και τ’ άγρια βούρλα θα ζαρώσουν κάτου απ’ τα πέλματα του αγέρα. Ίσκιο δε θα ’βρουν και φυλλωσιά για να γλιτώσουν από μένα! Θέλω μονάχα μια καρδιά να μπω, να ζεσταθώ λιγάκι! Δώστε μου, δώστε μου μια καρδιά! Ζεστή! Το αίμα της να βάψει τα κρύα βουνά τα στήθια μου. Αφήστε με να μπω, αχ, αφήστε!».
«Το φεγγάρι όλο κρύβεται, κι εκείνοι ζυγώνουν. Από δω πιο μακριά δεν θα παν. Το ποτάμι βουίζει με τα φύλλα μαζί, κι η βουή θα σκεπάσει το βαρύ σκούξιμό τους. Εδωνά θα γενεί, και σε λίγο. Εδωνά θα πεθάνουν. Αχ, απόστασα πια. Ας καρφώσουν τις κάσες. Στο κρεβάτι μπροστά το νυφιάτικο, καρτερούν τα σεντόνια τα κάτασπρα τα βαριά τα κορμιά με το λαιμό τον κομμένο. Ούτε ένα πουλί να ξυπνήσει, κι η αύρα να μαζέψει στον κόρφο της τις φωνές που θα βγάλουν, και να φύγει μ’ αυτές για τις μαύρες κορφές, ή στη λάσπη βαθιά την πηχτή να τις θάψει».
Η ομάδα
Η θεατρική ομάδα «Αίολος» δημιουργήθηκε το 2012, με σκοπό το ανέβασμα της παράστασης «Ο Μικρός Εγώ», βασισμένο στο μυθιστόρημα – αλυσίδα «Τα Ρέστα» του Κώστα Ταχτσή, σε σκηνοθεσία του Βασίλη Ανδρέου. Η παράσταση αρχικά παίχτηκε σε ένα τούρκικο σπίτι στον Κεραμεικό και μετά για άλλες δύο σεζόν στο χώρο δράσης και τέχνης “Βρυσάκι”. Συνεχίζοντας, με την ίδια ορμή και με νέους συνεργάτες, υπό την σκηνοθετική καθοδήγηση του Βασίλη Ανδρέου, επέλεξε να αναμετρηθεί με ένα κλασικό κείμενο της παγκόσμιας δραματουργίας. “Αφηγούμαστε μια ιστορία γιατί ο κόσμος έχει ανάγκη την παραμυθία, την παρηγοριά, δηλώνουν οι καλλιτέχνες – συντελεστές της παράστασης. Πόσο γοητευτικό είναι ένα φεγγάρι να εισβάλλει σ’ ένα τόσο ρεαλιστικό έργο, να εξανθρωπίζεται και να γίνεται καθρέφτης όλων. Ήρωες ενός έργου, που ξυπνά τη ρίζα της κραυγής”
Συντελεστές
Μετάφραση: Πάνος Κυπαρίσσης
Σκηνοθεσία-Σκηνικά: Βασίλης Ανδρέου
Μουσική: Σπύρος Παρασκευάκος
Κοστούμια: Νίκος Καρδώνης
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Βοηθός σκηνοθέτη: Σοφία Καστρησίου
Παραγωγή: Αίολος, Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία, σε συμπαραγωγή με το Θέατρο του Νέου Κόσμου
Ηθοποιοί
Χριστίνα Κοροβίλα, Κώστας Κουνέλλας, Γιώργος Μακρής, Φαίδρα Παπανικολάου, Νατάσα Σφενδυλάκη, Σίσσυ Τουμάση, Ντίνος Φλώρος, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος
Πληροφορίες
Μέρες και ώρες παραστάσεων:
Δευτέρα και Τρίτη στις 21:15
Τιμές εισιτηρίων
Κανονικό: 12 ευρώ
Φοιτητικό: 10 ευρώ
Στον Κάτω Χώρο του θεάτρου του Νέου Κόσμου