Ἔρως καὶ θάνατος
Μὲ ἐκοίταξε ἕνα σούρουπο τὸ Μάη,
τὸ μοσκοβολισμένο Μάη τὸ μήνα,
καὶ ἡ ματιά της γιὰ πάντα μοῦ ἐπρομήνα
εὐτυχία, ποὺ τὸ οὐδὲν δὲν πεθυμάει.
Μὰ ὁ πόθος δὲ χορταίνει ὅσο κι ἂ φάει,
μέσ᾿ στὴν καρδιά μου μπήγεται σὰ σφήνα·
σὰ διψασμένη λυώνεται ἀλαφίνα
ἡ ψυχὴ ὅση γλύκα κι ἂ ρουφάει.
Μάγο, ἀνέσπερο φέγγος τοῦ θανάτου,
ἐσύ, ναί, μὲ γλυκιὰ παρηγορία
πραΰνεις καθενὸς τὰ βάσανά του.
Μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴν ἀλαβάστρινην ὑδρία
ὅ,τι κι ἂν τάζῃς δίνεις κιόλας, ἀφανίζεις
τὴν πεθυμιά, τοὺς ὕπνους αἰωνίζεις.