Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
«Κάλλιο, αλήθεια, πεινασμένος να ‘σαι/ παρά τους πεινασμένους να φοβάσαι!».
«Ο κύκλος με την κιμωλία στον Καύκασο», μετάφραση: Οδυσσέας Ελύτης
Τρέχει ο βασιλιάς να σωθεί μετά τον ξεσηκωμό, τρέχει κι η βασίλισσα να φύγει. Αλλά, προτού να βγει από το παλάτι, η βασίλισσα θυμήθηκε ότι ξέχασε να πάρει τα πιο πολύτιμα πράγματα που είχε στον κόσμο: τα κοσμήματά της και κάτι ρουμπινί και σμαραγδί πολυτελή φορέματα που αγαπούσε πολύ. Τρέχει, που λέτε, τα παίρνει και φεύγει από την πίσω πόρτα. Μόλις βγήκε από το παλάτι, θυμήθηκε ότι είχε κι ένα άλλο πολύτιμο πράγμα: το μονάκριβο παιδί της που κοιμόταν στην κούνια του. Αχ, πώς το ξέχασε! Κάνει να γυρίσει να το πάρει, μα βλέπει τους ξεσηκωμένους να μπαίνουν στο παλάτι. “Αχ, βαχ”, τι να κάνει η βασίλισσα, φεύγει με την άμαξα και γλιτώνει τη ζωή και τα φουστάνια της.
Στη μέση της κατεστραμμένης κάμαρας βρισκόταν το μωρό μες στην κούνια του και κοιμόταν ήσυχα. Η λεπτή, καλοσυνάτη υπηρέτρια κάθισε κοντά του κουρασμένη κι άρχισε να το παρατηρεί. Δεν είχε τολμήσει ν’ ανάψει το παραμικρό φως, αλλά τα πάντα εκεί κοντά καίγονταν ακόμα και οι αναλαμπές τους φώτιζαν όμορφα το πρόσωπο του μωρού. Είχε μια μικρή ελιά στο λαιμουδάκι του. Η ανάσα του ήταν απαλή σαν χάδι και τα μαγουλάκια του ροδαλά. «Η υπηρέτρια κάθισε και το κοίταξε κάμποση ώρα, πώς ανέπνεε και πώς πιπιλούσε τη μικρούλα του γροθιά. Κάποια στιγμή διαπίστωσε πως το είχε κοιτάξει αρκετή ώρα για να μπορέσει να φύγει δίχως το παιδί. Σηκώθηκε βαριά και με αργές κινήσεις το τύλιξε καλά με το λινό του σκέπασμα, το πήρε στην αγκαλιά της και έφυγε κοιτώντας δειλά δεξιά κι αριστερά, σαν ένας άνθρωπος με βαριά συνείδηση, σαν κλέφτρα».
Το αριστούργημα του Μπέρτολτ Μπρεχτ «Ο κύκλος με την κιμωλία» είναι μια τρυφερή ιστορία μητρότητας, αλλά και μια σαρκαστική κωμωδία πάνω στη δικαιοσύνη, τον πόλεμο και την εξουσία. Ένα έργο που ασκεί ανελέητη κριτική στους λειτουργούς των θεσμών, τους πολιτικούς, τους στρατιωτικούς, τους δικηγόρους, στους γιατρούς, τους ιερωμένους. Αυτό ακριβώς που λέμε «λαϊκό θέατρο».
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ συνδυάζει το σκληρό έλεγχο στην εξουσία με την ελπίδα του για τον άνθρωπο. Έκανε μία από τις μεγαλύτερες τομές στο σύγχρονο θέατρο καθώς επιχείρησε να το απομακρύνει από τις μέχρι τότε συμβάσεις του θεάτρου της ψευδαίσθησης. Ο ίδιος διατύπωσε και εφάρμοσε στα έργα του τη θεωρία του «επικού θεάτρου» και εισήγαγε την τεχνική της αποστασιοποίησης υπενθυμίζοντας διαρκώς στο θεατή την ιστορική διάσταση των όσων συντελούνται στη σκηνή. Ο Μπρεχτ θέλησε να βρει μιαν απάντηση στην ερώτηση του Λένιν «Πώς και τι πρέπει να μαθαίνουμε;». Δημιούργησε μια νέα θεωρία, κατά την οποία ένα θεατρικό έργο δεν πρέπει να προκαλεί στο θεατή συναισθηματική ταύτιση με τη δράση – πλοκή, αλλά αντίθετα πρέπει να προκαλεί λογικό αυτο-στοχασμό και κριτική ματιά για τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στη σκηνή. Πίστευε ότι η εμπειρία μιας κλιμακούμενης κάθαρσης του συναισθήματος άφηνε στο κοινό μια αίσθηση εφησυχασμού. Ενώ αυτός ήθελε το κοινό του να χρησιμοποιεί αυτή την οπτική της κρίσης για να εντοπίζει τις κοινωνικές αρρώστιες στον κόσμο και να μπορεί να κινηθεί από το θέατρο μπροστά στην αλλαγή. Ο «Κύκλος» του είναι ένα εμβληματικό έργο και, όπως ισχύει με όλα τα έργα, για να το ανεβάσεις, πρέπει να έχεις κάτι να δηλώσεις. Να διψάς για θέατρο, να έχεις ελπίδα και αισιοδοξία, να παίρνεις χαρά από αυτό που δημιουργείς και να τη μεταδίδεις στο κοινό.
Ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, υιοθετώντας μια δομή που παραπέμπει στο αρχαίο ελληνικό δράμα, συνέθεσε έναν Χορό προσώπων που είναι παρόντα και δρώντα σχεδόν διαρκώς. Αξιοποίησε το παραμυθένιο υπόβαθρο του έργου και τις βαθύτατα ανθρώπινες πλευρές των χαρακτήρων και σεβάστηκε το πνεύμα του Μπρεχτ.
Στο «Παλλάς», η δράση εκτυλίσσεται μέσα σ’ ένα ερειπωμένο θέατρο, στο οποίο κάποιοι ηθοποιοί ανεβάζουν το έργο, αξιοποιώντας τα υλικά που ανακαλύπτουν στο χώρο. Το σκηνικό είναι ένα εργοτάξιο. Σαν μια μεταφορά για το κατεστραμμένο από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο καυκάσιο χωριό στο οποίο τοποθετείται η δράση αλλά και μια αναφορά στη δική μας γκρεμισμένη και λεηλατημένη χώρα. Κάποιοι άνθρωποι, σημερινοί ή ίσως και αυριανοί, καταφτάνουν για να παίξουν τον «Κύκλο». Ανάμεσά τους ένα αγόρι. Καθότι ο «Κύκλος» διαδραματίζεται μεν στο σύμπαν των μεγάλων και διεφθαρμένων, αλλά αφορά κυρίως το πεπρωμένο μιας παιδικής ζωής. Μιας αμόλυντης ύπαρξης.
Ο σκηνοθέτης μοίρασε αριστοτεχνικά 75 απαιτητικούς ρόλους σε 17 ικανότατους ηθοποιούς.
Ο κόσμος είναι ένα θέατρο σημαινόντων. Η θεατρική μορφή του κόσμου και η συμπαντική μορφή του θεάτρου, αναδύονται με τη μορφή του «θεάτρου μέσα στο θέατρο». Τέχνη, τεχνική, τέχνασμα. Ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Οδυσσέας Ελύτης έρχονται με την αυθεντικότητά τους, με τη μεγαλοσύνη τους, σαν ένα καταπραϋντικό όνειρο, σαν μια ενθάρρυνση, μια ανακούφιση και μια υπενθύμιση πως κάποτε -όχι πολύ παλιά- αυτός ο τόπος έζησε πιο φωτεινούς καιρούς, καιρούς ακμής. Ο Μπρεχτ δεν κάνει κατήχηση. Όλοι οι χαρακτήρες του «Κύκλου με την κιμωλία», πλούσιοι και φτωχοί, είναι φαύλοι! Μόνον η Γκρούσα διαφέρει, αλλά και γι’ αυτήν «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», προκειμένου να επιβιώσει με το παιδί. Η Γκρούσα δεν είναι αγία, είναι σκληρή και πεισματάρα, έχει γλώσσα και τσαγανό. Υπηρέτρια στο αρχοντικό του πρίγκιπα Καζμπέκι αναγκάζεται να σώσει το μικρό διάδοχο του θρόνου, που τον παρατάει η μητέρα του στη βιασύνη της να φύγει, για να γλιτώσει από τους επαναστάτες που σκότωσαν τον άντρα της. Καταφεύγει στα βουνά για να σώσει τη ζωή του μικρού πρίγκιπα. Στην αρχή της είναι βάρος, της κοστίζει πολύ, αλλά σιγά σιγά μαθαίνει να τον αγαπάει σαν πραγματική μητέρα του. Με θυσίες κρατάει το παιδί κοντά της, μέχρι την ημέρα που η βιολογική μητέρα του επιστρέφει και το διεκδικεί δικαστικά, κατηγορώντας την Γκρούσα ότι της το έκλεψε.
Ο «Κύκλος με την κιμωλία» είναι παράλληλα η ιστορία του Αζντάκ του κλεφτοκοτά που έγινε δικαστής, επειδή στην επανάσταση έκρυψε στο σπίτι του τον Μεγάλο Δούκα και του έσωσε τη ζωή. Το έργο αφηγείται πώς ο Αζντάκ με τη βοήθεια του κύκλου με την κιμωλία έκρινε, αν ο μικρός πρίγκιπας ανήκε στην πραγματική του ή στη θετή του μητέρα, την Γκρούσα. Ο Αζντάκ, ένας λαϊκός, μέθυσος και καταφερτζής χωρικός, αποφασίζει για την τύχη του παιδιού επιλέγοντας μία σολομώντεια λύση: Τοποθετεί το παιδί μέσα σ’ έναν κύκλο και ζητά από τις δύο γυναίκες να το τραβήξουν από τα χεράκια του με δύναμη, η κάθε μία προς το μέρος της. Όποια καταφέρει να το βγάλει από τον κύκλο θα το κρατήσει δικό της για πάντα. Η βιολογική μητέρα το τραβά με δύναμη, ενώ η Γκρούσα που δεν θέλει να το πονέσει το αφήνει. Η αληθινή αγάπη είναι οδηγός για την κρίση του Αζντάκ: Μητέρα του παιδιού είναι εκείνη που το αξίζει και η Γκρούσα δικαιώνεται.
Ήταν το πρώτο έργο του Μπρεχτ που ανέβηκε σε ελληνική σκηνή. Θέατρο Τέχνης, 1957, σε μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη και σε σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν. Τη μουσική είχε γράψει ο Μάνος Χατζιδάκις. Τρία από τα ιερά τέρατα του ελληνικού πολιτισμικού εικοστού αιώνα σε μία ιδιαίτερα γόνιμη συνάντηση. Όσοι θυμούνται την ιστορική παράσταση, μιλούν για μια από τις πιο καλές στιγμές του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού.
Την εποχή που γράφτηκε το έργο, ο κόσμος έβγαινε από τα ερείπια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και προσπαθούσε να επαναπροσδιοριστεί για να χτίσει ξανά τη ζωή του. Ήταν η περίοδος της αυτοεξορίας του συγγραφέα στις ΗΠΑ και ο αρχικός τίτλος του έργου ήταν «Ο καυκασιανός κύκλος με την κιμωλία». Έμελλε να γίνει από τα διασημότερα και πιο πολυπαιγμένα έργα του Γερμανού δραματουργού και ποιητή παγκοσμίως. Το έργο που κυριαρχείται από το αντιπολεμικό πνεύμα του συγγραφέα, είναι μια αλληγορία, μια παραβολή “για τον πειρασμό της καλοσύνης”, σύμφωνα με τα λόγια του Μπρεχτ.
Ο Οδυσσέας Ελύτης με το λόγο του και ο Μάνος Χατζιδάκις με τη μουσική του, είναι δύο προσωπικότητες που άφησαν βαθύ το αποτύπωμά τους στην ψυχή και τη σκέψη κάθε Έλληνα και αποτελούν το στήριγμα των συντελεστών αυτής της παράστασης.
Η μουσική, που πλαισιώνει την παράσταση, προέρχεται από την αυθεντική μπομπίνα του 1957 και δεν έχει ακουστεί στο παρελθόν.
Σ’ έναν κόσμο, όπου θριαμβεύει η αδικία, η εκμετάλλευση, η αλαζονεία της εξουσίας και του πλούτου, σε μια εποχή σκληρή και δύσκολη όπως αυτή που ζούμε σήμερα, ο Μπρεχτ παραμένει μέγας ποιητής – οραματιστής και μέσα από τη θεατρική πράξη μεταφέρει την πίστη του στον θρίαμβο της Δικαιοσύνης και άρα της Ανθρωπότητας.
Κανείς δεν είναι αμερόληπτος. Οι αληθινά αμερόληπτοι δικαστές συνήθως παίρνουν μεροληπτικές αποφάσεις. Σήμερα, πάνω από μισό αιώνα μετά τη συγγραφή του, το έργο είναι τραγικά επίκαιρο.
Παρότι ένα γοητευτικό, λαϊκό παραμύθι, ο συγγραφέας δεν μας επιτρέπει να δούμε τον «Κύκλο με την κιμωλία» μόνο ως μια παραμυθένια ουτοπία.
Μας παροτρύνει σε μια μαχητική στάση και αμετακίνητη πίστη για μια παγκόσμια κοινωνική δικαιοσύνη. Τα έργα του μαχητικά, αντιεξουσιαστικά, χαρακτηρίζονται από πνεύμα καταδίκης του πολέμου και του μιλιταρισμού.
«Μη χαίρεστε που σκοτώσατε το κτήνος. H σκύλα που το γέννησε ζει και είναι πάλι σε οργασμό».
Οι χαρακτήρες του ανθρώπινοι, σχοινοβατούν ανάμεσα στη φωτεινή και τη σκοτεινή πλευρά τους, μέσα σε πλοκές και μυθοπλασίες που δεν αφήνουν απ’ έξω τα μηνύματα και τις προτροπές.
«Κανείς δεν μπορεί να είναι καλός για πολύ, αν δεν υπάρχει ζήτηση για καλοσύνη».
Τι σχέση όμως έχει ο βασιλιάς Σολομώντας που έζησε στην Ιερουσαλήμ με τον Αζντάκ και την Γκρούσα που ζουν στον Καύκασο; Αφήστε που τους χωρίζουν δύο χιλιάδες περίπου χρόνια! Και όμως. Στην εποχή του ο Μπρεχτ έγραψε ένα θεατρικό έργο εμπνευσμένο – επηρεασμένο από μια ιστορία του βασιλιά Σολομώντα. Ανήκει στα έργα που έγραψε ο Μπρεχτ κατά τη διάρκεια της εξορίας του στην Αμερική και τα οποία έφερε μαζί του στην επιστροφή του στην Ευρώπη στο τέλος του 1947. Ο πραγματικός χρόνος της συγγραφής του δεν είναι με ακρίβεια γνωστός. Άλλοι υποθέτουν ότι γράφτηκε ανάμεσα στο 1944 και στο 1947 και άλλοι ανάμεσα στο 1943 και στο 1945. Σήμερα οι περισσότεροι συμφωνούν με τη χρονολογία πού αναφέρεται στην έκδοση του Suhrkamp Verlag: 1944/45.
«Το κάθε τι πρέπει να ανήκει σ’ εκείνον που είναι άξιος, τα παιδιά σε κείνους που με αγάπη και φροντίδα τα ανατρέφουν, τα αμάξια στους καλούς τους αμαξάδες, τα χωράφια στους καλούς τους γεωργούς που μέρα νύχτα με ιδρώτα και με μόχθο πασχίζουνε να δώσουνε γλυκούς καρπούς».
Η παράσταση εντυπωσιάζει με την πάλλουσα δύναμη των εικόνων της. Εικόνες που συγκρούονται και αντιπαρατίθενται με μια ρυθμική θαυμαστής ακρίβειας και αποτελεσματικότητας. Η σκηνοθεσία ζωντανεύει τη φρίκη του πολέμου, τον πόνο της μάνας και το μεγαλείο, την απελπισία, την αγανάκτηση αλλά και τη μικρότητα των ανθρώπων πάνω στη θεατρική σκηνή. Η χρήση του ρυθμού, της έντασης, των ζωηρών αλλά απλών χρωμάτων, τόσο μακριά από τις αποχρώσεις του γκρι, αντί να μειώνουν την τραγωδία της εξέλιξης, λειτουργούν στην ουσία ώστε να τονίσουν ακόμα περισσότερο το δράμα.
Ένα μωσαϊκό μικρών αλλεπάλληλων σκηνών που οι διάφοροι συνδυασμοί τους παράγουν την εντύπωση μιας φόρμας συνεχούς ροής ή την κίνηση μιας γραμμής αδιάκοπης. Η παράσταση προκαλεί συνεχή ερεθίσματα, κρατά τον θεατή σε συνεχή εγρήγορση, τον ταξιδεύει στο παραμύθι. Τον συνεπαίρνει η γλυκιά αφήγηση που πόρρω απέχει από τον ανούσιο και βαρετό διδακτισμό.
Η σκηνή με το καροτσάκι αποτίνει φόρο τιμής στην ασπρόμαυρη κινηματογραφική ταινία του Σεργκέι Αϊζενστάιν (1925) «Θωρηκτό Ποτέμκιν» και συγκεκριμένα στο επεισόδιο με το μακελειό στα σκαλιά της Οδησσού, που θεωρείται η καλύτερη σκηνή στην ιστορία του κινηματογράφου.
«Φοβερός της καλοσύνης ο πειρασμός». Η Μαρία Πρωτόπαππα είναι η ενσάρκωση της καλοσυνάτης γοητείας. Πολύ σωστή σε μορφή και σε ύφος Γκρούσα. Ένα τρυφερό αιλουροειδές, μια μικρή δυναμική λέαινα, που κάνει τα απίστευτα για να σώσει το παιδί της, το παιδί της καρδιάς της, και τον εαυτό της. Μητρικό βλέμμα, γεμάτο γενναιοδωρία, προσμονή, επιμονή και συμπόνια, στα πυροφλεγή μάτια της. Ωραιότατα θέτει και τη σημαντική αντίφαση του χαρακτήρα, ανάμεσα στην ερωτευμένη Γκρούσα και τη μητέρα Γκρούσα. Το δίλημμα περνά στο κοινό που αναμένει με αγωνία το θρίαμβό της.
Αντίφαση υπάρχει και στην προσωπικότητα του δικαστή. Ο Αζντάκ είναι υπέρ των φτωχών και κατά των ισχυρών. Αυτό όμως δεν τον εμποδίζει να παίρνει «μερτικό». Να χρηματίζεται δηλαδή. Ένας γοητευτικός διεφθαρμένος, που παραπαίει μεταξύ δειλίας και τόλμης, συνυφασμένης με φοβερή επινοητικότητα και ευγλωττία. Πανούργος, επιδέξιος, ευθύς, θρασύς, αγύρτης. Ο μεροληπτικός νόμος εφαρμόζεται από ένα δικαστή μεροληπτικό και συνεπώς στην πράξη καταργείται. Ο Αιμίλιος Χειλάκης μας δίνει μια συναρπαστική ερμηνεία με ιλαρές, χυμώδεις, απαράμιλλα επιτυχημένες στιγμές. Είναι ένας διαχρονικός δικαστής. Ένα σύμβολο. Ο χαρακτήρας που πλάθει πλησιάζει τον χαρακτήρα του Μπρεχτ, είναι δηλαδή ένας άνθρωπος ευέλικτος και έξυπνος. Η χάρη και η φαντασία του ηθοποιού μετατρέπεται σε μεθυστική αγαλλίαση για τον θεατή.
Η Ελισάβετ Μουτάφη πατάει γερά στα πόδια της κι ακόμα πιο γερά στη σκηνή. Είναι αστείρευτη σε προσόντα, σε χιούμορ, σε πληθωρικότητα. Μας καταγοήτευσε και μας σαγήνευσε με τη Νατάλια που παρουσίασε. Μια παμπόνηρη, σκληρή και εγωκεντρική μάνα που ακόμα και «το κλάμα το αναθέτει σε άλλους».
Ο Αφηγητής Δημήτρης Λιγνάδης ήταν άριστος. Ο ορισμός του «έξυπνου ηθοποιού» που εισήγαγε ο Μπρεχτ στο θέατρο. Άμεσος, ρεαλιστικός, άνετος, υπέροχος.
Ο Αποστόλης Τότσικας έπαιξε με απλότητα και φυσικότητα τον Σίμον. Απότομος και αγροίκος, καρτερικός και ευγενής, συνέθεσε με τη Μαρία Πρωτόπαππα μία από τις πιο ρομαντικές ερωτικές σχέσεις στην ιστορία του θεάτρου.
Ο πολυπληθής θίασος υποστήριξε με φιλότιμο μια παράσταση απαιτητική, υψηλών προδιαγραφών και ευγενικά φιλόδοξη. Έξοχος θίασος, με καλούς και έμπειρους ηθοποιούς. Ο Κώστας Κορωναίος έδωσε πολύ εύστοχες και κωμικές ερμηνείες. Η Πηνελόπη Μαρκοπούλου ήταν εξαίρετη και δυναμικότατη, με δραστικές παρεμβάσεις – τομές για την παράσταση. Ο Άγγελος Μπούρας, κυρίαρχος της τεχνικής, με επικοινωνία, αλήθεια, προσήλωση και αμεσότητα. Ο Γρηγόρης Ποιμενίδης έπαιξε θέατρο αξιώσεων. Ο Σπύρος Τσεκούρας ήταν εξπρεσιονιστικότατος και με κύρος. Ο Βαγγέλης Ψωμάς, πανέξυπνος, εστίασε ιδανικά στα καίρια σημεία.
Την παράσταση στήριξαν ακόμα με το ταλέντο, τις δυνατές ερμηνείες και την αφοσίωσή τους οι ηθοποιοί Δέσποινα Γιαννοπούλου, Παναγιώτης Εξαρχέας, Σταύρος Καραγιάννης, Ελένη Κούστα, Χριστιάννα Μαντζουράνη, Γιώργος Παπανδρέου. Όλοι σημαντικότατοι.
Συμμετείχαν οι τρισχαριτωμένοι μικροί Εμίλ Γκριγκόροβ, Γιώργος Γουδής και η κυρία Βιβή Πετραλίδου.
Μια παράσταση εύληπτη και αρμονική που ευτύχησε να έχει ως συντελεστές μερικούς από τους καλύτερους τεχνίτες – καλλιτέχνες του θεάτρου μας. Στα Σκηνικά – Κοστούμια τη Λίλη Πεζανού, στις Χορογραφίες την Αμαλία Μπένετ, στους Φωτισμούς τον Νίκο Βλασόπουλο και στη Μουσική Διδασκαλία τον Λευτέρη Μιχαλόπουλο. Έχω δε την πεποίθηση πως στον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη ταιριάζει «γάντι» η σκηνοθεσία.
«Ο κύκλος με την κιμωλία»: η δικαιοσύνη της αγάπης, η δικαιοσύνη του Μπρεχτ. Με ευφροσύνη, με ομορφιά, με διαύγεια, με συγκίνηση, με χιούμορ, με ανθρωπιά, με ενέργεια.
Συντελεστές
Μετάφραση: Οδυσσέας Ελύτης
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης
Σκηνικά – Κοστούμια: Λίλη Πεζανού
Χορογράφος: Αμαλία Μπένετ
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Μουσική Διδασκαλία: Λευτέρης Μιχαλόπουλος
Δραματουργική επεξεργασία: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Μανώλης Δούνιας
Βοηθοί σκηνοθέτη: Μανώλης Δούνιας, Έλενα Σκουλά
Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγοι: Αλεξάνδρα Καψή
Φωτογραφίες: Τάκης Διαμαντόπουλος
Πρωταγωνιστούν: Αιμίλιος Χειλάκης, Μαρία Πρωτόπαππα, Ελισάβετ Μουτάφη, Αποστόλης Τότσικας
Αφηγητής ο Δημήτρης Λιγνάδης
Πρωταγωνιστούν επίσης (αλφαβητικά): Δέσποινα Γιαννοπούλου, Παναγιώτης Εξαρχέας, Σταύρος Καραγιάννης, Κώστας Κορωναίος, Ελένη Κούστα, Χριστιάννα Μαντζουράνη, Πηνελόπη Μαρκοπούλου, Άγγελος Μπούρας, Γιώργος Παπανδρέου, Γρηγόρης Ποιμενίδης, Σπύρος Τσεκούρας, Βαγγέλης Ψωμάς.
Συμμετέχουν οι μικροί Εμίλ Γκριγκόροβ, Γιώργος Γουδής και η κυρία Βιβή Πετραλίδου
* Θέατρο «Παλλάς» – Αθηναϊκά Θέατρα