Κριτική της θεατρολόγου Κυριακής Σπανού για το θεατρικό έργο “Φύλλα της” του Ανδρέα Φλουράκη
Όποιος δεν έχει οικογένεια
Δεν έχει κάνει λεφτά
Δεν έχει καριέρα
Δεν έχει ν΄ αφήσει κάτι πίσω του
Ε, δεν είναι παράδειγμα προς μίμηση
Λέει η γυναίκα, που δεν έχει όνομα, στο έργο Φύλλα της, και είναι έτοιμη να κάνει πανιά για τον άλλο κόσμο. Πεθαίνει από μεγάλη λύπη. Και πριν από το τέλος μιλάει. Ένδειξη πως έζησε. Δεν έχει κάτι να πει, αλλά μιλάει. Η ομιλία ως η ύψιστη πράξη. Γιατί τίποτα άλλο δεν «έκανε», όπως λέει: ούτε οικογένεια, ούτε καριέρα ούτε λεφτά. Χωρίς αυτά υπάρχει ως μη-ούσα, ως η Καμία στο σημερινό κόσμο. Αλλά μιλάει. Ο χώρος αμφίσημος. Μέσα από τα φύλλα του μπαλκονιού της, βλέπει τους άλλους αλλά κανείς δεν τη βλέπει. Τίποτα από κείνην δε φαίνεται. Είναι ήδη αλλού; Πού; Πώς μιλάει αυτό το πρόσωπο στη σκηνή του θεάτρου; Από πού και σε ποιον;
Θυμάται και κάνει την αντίστροφη μέτρηση έως το χρόνο μηδέν της ύπαρξής της. Ο χρόνος της μνήμης είναι άσπρος σαν το χιόνι. Η μέρα που πέθανε η μητέρα της. Όλα παγωμένα και ακίνητα. Η μέρα μετά το διαζύγιο στα είκοσι δύο της εξαιτίας μιας βέρας που χάθηκε και την αντικατέστησε με τη βέρα της μαμάς της.
Ένας άντρας μεγαλύτερός της είκοσι χρόνια που κοιμήθηκε μαζί του ένα καλοκαίρι…
Η ευτυχισμένη έκτρωση… κανένα πλάσμα να μη δεθεί πάνω της. Ο άντρας της μιας βραδιάς που τη χτύπησε έτσι για πλάκα.
Ο γέρος θείος της που ήθελε να τη βλέπει γυμνή μία φορά τη βδομάδα.
Και βέβαια εκείνη η μέρα που πήγε να ανατρέψει τη μόνιμη αναμονή της να συμβεί κάτι. Δηλαδή συνέβησαν τόσα σε μία μέρα – πρόταση γάμου, καινούριο σπίτι – που ήταν άθλος να διατηρήσει το ρυθμό της αιώνιας αναμονής… για κείνο τον άλλο τόπο που είναι στα βιβλία και τις ταινίες. Αλλά τα κατάφερε και τίποτα δεν άλλαξε.
…και τα γέλια συνεχίζουν,
βγαίνουν απ’ το δωμάτιο
διασχίζουν το χολ του σπιτιού
περνούν στο διάδρομο του ορόφου
φτάνουν στο δρόμο
και υψώνονται
Τα γέλια μας πάνω απ΄την πόλη.
Το φαντασμαγορικό γέλιο της γυναίκας έρχεται όταν μένει και χωρίς δουλειά. Όταν τίποτα δεν πειθαρχεί τη μέσα φόρα της απελπισμένης χαράς της, ότι τα κατάφερε να ζει μόνη της χωρίς να φοβάται. Και ετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι, λες και δεν έγινε τίποτα, απολύτως τίποτα.
Το έργο του Φλουράκη, με μπεκετική συμπόνια για το πρόσωπο, δημιουργεί έναν κόσμο σαν του Matrix, όπου οι άλλοι κινούνται σε αργή κίνηση και η γυναίκα στον πυκνό χρόνο των εκρήξεων της μνήμης. Έτσι στο τέλος απογειώνεται σε ένα γέλιο που άφησε πίσω της το πένθος της μητέρας για να βρει το δικό της θάνατο. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε όμως με τους κλόουν του Μπέκετ, αλλά με το χιούμορ μιας γυναίκας κηπουρού, που μαθαίνει τον τρόπο των φυτών και των φύλλων, τον τρόπο του ζην μέσα στο ανεπαίσθητο κυμάτισμα του αέρα, του χρόνου ήθελα να πω.
Αυτό που είναι ιδιαίτερο στη γλώσσα του Φλουράκη θα έλεγε κανείς ότι είναι αυτή η αντιδραματικότητα της γραφής του, που όμως έχει ανάγκη τη σκηνή για να ομιληθεί. Η γραφή του είναι μια άσκηση πάνω στο ρυθμό του χρόνου. Πάνω στην επανάληψη, τη ρήξη, την επαναφορά, το ασυνεχές, το άπειρο. Κάθε εικόνα του έργου παγώνει σε ένα καρέ και εκεί μέσα ακούς αδυσώπητο το πηγαινέλα του προσώπου μέσα στο χρόνο. Επίτευγμα. Ο ρυθμός ξεφεύγει απ’ το κάδρο και προχωράει στην επόμενη εικόνα. Ο χρόνος στα πετάλια του ποδηλάτου. Ο χρόνος της λάμπας που αναβοσβήνει πάνω από τους έφηβους εραστές. Ο χρόνος που κάνει το δάχτυλο να μπει στο στόμα της γάτας. Ο χρόνος που τα πούπουλα από τις νεκρές γαλοπούλες αιωρούνται στον αέρα. Πρόκειται για μια δραματουργία του χρόνου.
Αυτή η αντιδραματικότητα εν τούτοις αντλεί κύρος από το διάβημα του ομιλούντος σώματος που είναι και η μόνη βεβαιότητα για να ακουσθεί το τίποτα του τέλους χωρίς θλίψη. Ένα παλλόμενο σώμα καθιστά οδυνηρή αυτή τη δραματουργία του χρόνου και της απαγορεύει να πέσει στην ποιητική αφαίρεση.
Η Λίλα Καφαντάρη και ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης βρίσκονται σε μια συνάντηση που νομίζεις ότι είναι εντελώς φυσική, ότι υπήρχε από πάντα. Σε ένα γυμνό σκηνικό χώρο σκιών, η Λίλα Καφαντάρη αφέθηκε να κατοικηθεί βαθιά απ’ το κείμενο και να μας κάνει να το ακούσουμε λες και αυτές οι λέξεις υπήρχαν πάντα δίπλα μας και μεις δεν του δίναμε σημασία. Θέλω να πω ότι μας άνοιξε σε μια πράξη ακοής χωρίς αυτόν τον – τόσο συχνό σήμερα – ψυχαναγκασμό αισθημάτων. Έτσι αναπτύχθηκε μια ροή ανάμεσα στη σκηνή και την πλατεία που μας έβαλε σε έναν άλλο χρόνο και αφεθήκαμε στη μύχια εξομολόγηση της ηρωίδας σχεδόν με χαρά γιατί δεν μας επιβαλλόταν. Έλειπε αυτή η κουραστική βία των σκηνικών διαβημάτων που επιχειρούν πολύ γρήγορα να πιάσουν το κοινό απ’ τα μαλλιά. Η Λίλα Καφαντάρη ροϊκή αλλά γήινη, μια υπέροχη σκηνική παρουσία.
Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης δόμησε τους χρόνους του έργου με βάση το σώμα της ηθοποιού. Κάθε καρέ οργανωμένο πάνω σε μια συγκεκριμένη σωματική στάση – που λες και ο χρόνος είχε σμιλέψει στο σώμα της ηθοποιού – δημιούργησε μια γεωγραφία του γυναίκειου σώματος μέσα στο χρόνο. Η γλυπτική του πρώιμου Ροντέν ή ακόμα και ο Χένρι Μουρ σου ερχόταν στο νου. Κάθε μέρα από τη ζωή της γυναίκας δημιουργούσε μια παλλόμενη σωματική εικόνα. Μια εικόνα που, όπως στα επιτύμβια, είναι πλήρης ζωή αλλά με μια απόσταση. Σώμα έωλο του χρόνου αλλά θερμό, παρών χωρίς τη βία των προφανών αισθημάτων. Αυτή η σκηνοθετική επιλογή καίρια συνδιαλέχθηκε με την αντιδραματικότητα του κειμένου και στάθηκε στην ποιητική του χρόνου που ανιχνεύει ο Φλουράκης.
Σχεδόν σα μυστικό θέλεις να φυλάξεις αυτή την εμπειρία της παράστασης του Φύλλα της του Ανδρέα Φλουράκη στο Black Box του Επί Κολωνώ.
* Η Κυριακή Σπανού επίσης είναι σκηνοθέτις και καθηγήτρια στο Τμήμα Θεάτρου ΑΠΘ.