Γράφει η θεατρολόγος Μαρία Μαρή
Με τον ελληνικό τίτλο «Κράτα με», παρουσιάζεται τη χειμερινή σεζόν από τις 14 Οκτωβρίου 2024 στο Θέατρο «Εν Αθήναις» για πρώτη φορά στην Αθήνα το βραβευμένο έργο «Next Fall», του Geoffrey Nauffts, σε σκηνοθεσία του Βασίλη Μυριανθόπουλου.
Το έργο πραγματεύεται τη ζωή νέων ανθρώπων, όταν μετά από ένα ατύχημα ο ένας πέφτει σε κώμα. Ο Λουκ είναι σε κώμα, ενώ ο Άνταμ, ο επί πέντε χρόνια σύντροφός του, ειδοποιείται από τους δύο φίλους τους που βρίσκονται ήδη στο νοσοκομείο για το ατύχημα και καταφτάνει αναστατωμένος.
Μαζί τους στην αίθουσα αναμονής βρίσκονται οι χωρισμένοι γονείς του Λουκ, η νευρωτική και φλύαρη μητέρα του Αλίν και ο εξοργισμένος πατέρας του Μπουτς. Ο καθένας εκφράζει την ανησυχία του με τον δικό του τρόπο. Οι γονείς του Λουκ δεν ξέρουν τη θέση, που έχει ο Άνταμ στη ζωή του γιου τους ή ενδέχεται κιόλας να αποφεύγουν να τη δουν.
Ο Λουκ φοβόταν να μιλήσει για τη σχέση τους στον πατέρα του, γιατί εκείνος θα τον απέκλειε από τη συναναστροφή του με τον θαυμαστό, ετεροθαλή αδελφό του Μπεν. Ο Λουκ και ο Άνταμ έχουν δουλέψει στο μαγαζί με τα κεριά της Χόλυ και γνωρίστηκαν σε ένα πάρτι της.
Στο έργο τίθενται πολλά θέματα, όπως για παράδειγμα το θέμα της αποδοχής του διαφορετικού, το θέμα του ρατσισμού – ο ταξιτζής που προκάλεσε το ατύχημα ήταν ανασφάλιστος και δεν είχε ούτε πράσινη κάρτα – το θέμα της πίστης στον Θεό και το τι αναγνωρίζει κάποιος σαν αμαρτία, όπως και ο τρόπος με τον οποίο πιστεύει ότι μπορεί να συγχωρεθεί και κυρίως τίθεται το μέγιστο θέμα της αγάπης.
Το κείμενο φαίνεται εν πρώτοις απλοϊκό, αν θεωρήσουμε ότι τον 21ο αιώνα ελεύθερα ο καθένας επιλέγει τον σύντροφό του και διάγει τον βίο του. Αναγνωρίζουμε πια την προσωπικότητα και τις αξίες του καθενός και όλοι καλούμαστε να ζήσουμε με αρμονία την ευτυχία μας. Αν αυτό δεν συμβαίνει κάπου είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων ψυχαναλυτικών, πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών.
Ο συγγραφέας με αφορμή τον θάνατο του Λουκ προσεγγίζει μάλλον επιδερμικά και απλοϊκά το σύνθετο αυτό θέμα, που κατά τη γνώμη μου θεωρείται πια πολυσυζητημένο και ξεπερασμένο, εκτός αν αναφερόμαστε σε «κρυμμένες» και αρτηριοσκληρωτικές, συντηρητικές επαρχίες στην Ελλάδα και την Αμερική.
Μέσα από την κατάσταση που περιγράφεται αναλύεται εμμέσως η αναγκαιότητα του συμφώνου συμβίωσης, ειδικά μετά τον θάνατο του ενός από τους δύο συντρόφους, σχετικά με τη διάθεση των οργάνων και τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων.
Πέρα και πάνω από το κείμενο ήταν οι ερμηνείες των ηθοποιών. Απλά εξαιρετικές, βαθιά και ουσιαστικά δουλεμένες στη λεπτομέρεια.
Ο Λουκ (Δημήτρης Λιακόπουλος), παράτησε τη Νομική για να γίνει ηθοποιός και τώρα κάνει ένα σωρό δουλειές για να ζήσει. Σερβιτόρος στο πάρτι της Χόλυ, φλερτάρει τον μεγαλύτερό του Άνταμ (Μανώλης Εμμανουήλ).
Οι προσωπικές τους στιγμές στο χώρο τους, στιγμές πραγματικά υπέροχα σκηνοθετημένες και ερμηνευμένες με απόλυτη φυσικότητα και αμεσότητα: οι διαφωνίες τους, οι αγκυλώσεις του ενός, ο Λουκ, θρησκόληπτος και του άλλου, ο Άνταμ, αρρωστοφοβικός, αλλά κυρίως η κοινή τους ανάγκη να κρατήσει ο ένας τον άλλον, να αγκαλιαστούν, να συντροφεύσουν, να αγαπηθούν, πέρα από μεταφυσικούς φόβους και προσωπικές ανασφάλειες είναι που προβάλλονται στην παράσταση.
Εξ ου και το καταπληκτικό τραγούδι που ερμηνεύει για την παράσταση ο Μιχάλης Μόσχου σε μουσική του Φάνη Κακοσαίου και σε στίχους του Βασίλη Μυριανθόπουλου. Το τραγούδι πραγματικά αποδίδει λυρικά την πεμπτουσία του έργου.
Είναι και οι δύο ηθοποιοί συνέχεια στο ρόλο τους. Ο Λουκ διακρίνεται από εξαιρετικές εκφράσεις προσώπου, όταν βρίσκονται οι δυο τους, στη σκηνική αναδρομή της κοινής ζωής τους.
Υπέροχος ο Άνταμ (Μανώλης Εμμανουήλ) όταν σταδιακά διεκδικεί τον χρόνο του δίπλα στον άνθρωπό του, να τον αποχαιρετήσει, να τον αφουγκραστεί τις τελευταίες στιγμές του και όταν σηκώνει το ανάστημά του σε μια υποκριτική κοινωνία, που μπορεί να πιστεύει σε έναν θεό, όμως επιτρέπει να ξυλοφορτώνονται και να σκοτώνονται αδύναμοι και αλλόθρησκοι.
Η Αλίν, η μητέρα του Λουκ (Τζίνη Παπαδοπούλου) είναι ακριβώς η έκφραση αυτής της κοινωνίας, που φληναφεί, καλύπτοντας το πόσο άβολα νιώθει και πόσο ανίκανη είναι να διαχειριστεί συναισθήματα και καταστάσεις. Ήταν η μητέρα φάντασμα για τον Λουκ, καθώς συνέχεια έφευγε και ο Λουκ μεγάλωσε ουσιαστικά από τη μητριά του.
Η Χόλυ (Άντρια Ράπτη) είναι πραγματική φίλη. Είναι φυσική, αυθόρμητη, ακομπλεξάριστη, με υπέροχη κίνηση, δουλεύει σκληρά, καθώς έχει επιχείρηση με κεριά και μαζί με τον Μπράιτον, έναν άλλο φίλος του Λουκ (Άλκης Μπακογιάννης), προσπαθούν να εξομαλύνουν την κατάσταση και με τη συναισθηματική τους συμμετοχή και τη διαρκή παρουσία τους δεν αφήνουν τις καταστάσεις να φτάσουν σε άκρα.
Ειδικά όσον αφορά τη συμπεριφορά του πατέρα του Λουκ (Δημήτρης Καραβιώτης), που είναι έτοιμος να δράσει σαν ταύρος σε υαλοπωλείο, λες και με τον τρόπο αυτόν θα έφερνε πίσω το παιδί του. Σοκάρεται όταν καταλαβαίνει ότι στη μεταμόσχευση παίρνουν τα όργανα, τα βάζουν σε μικρά ψυγεία και μετά βγάζουν την πρίζα και καταρρέει.
Φαίνεται ότι ο Λουκ είναι ο «διευθυντής σκηνής» όχι μόνο όταν έπαιξε τον ρόλο αυτό στη «μικρή μας πόλη» του Θόρντον Ουάιλντερ, όπου όλοι τον θαύμασαν, αλλά και τώρα με τον θάνατό του, σκηνοθέτησε ένα ευνοϊκότερο αύριο για κάθε διαφορετικότητα, που «ξεπερνιέται» μέσα από την αγάπη και την αμέριστη αποδοχή.
Η σκηνοθεσία του Βασίλη Μυριανθόπουλου είναι μοντέρνα, λειτουργική, ουσιαστική, αναδεικνύοντας περισσότερα πράγματα από το κείμενο και βοηθώντας τους ηθοποιούς να δώσουν ρεσιτάλ ηθοποιίας, ενώ παράλληλα όλοι συνέβαλαν στη διαμόρφωση του σκηνικού χώρου και την αναδίπλωση των πολυμορφικών σκηνικών (David Negrin). Ουσιαστικοί οι φωτισμοί του Αργύρη Θέου.
***
Το «Κράτα με» του Geoffrey Nauffts στο «Εν Αθήναις» από τον Βασίλη Μυριανθόπουλο