Του Παναγιώτη Μήλα
«Είναι μια στράτα γιομισμένη με αγκάθια,
Με γκρεμούς με χορτάρια και λουλούδια
Με ξερόβουνα και πράσινα λιβάδια,
Και με κλάματα, με θρήνους και τραγούδια».
Αυτό είναι το πρώτο τετράστιχο από το ποίημα «Η στράτα της ζωής» που δημοσιεύθηκε στο μαθητικό περιοδικό «Χαραυγή» τον Ιανουάριο του 1950.
Το ποίημα το έγραψε ο Κώστας Ρηγόπουλος και για αυτή τη στράτα και για όσα συνάντησε μιλάει στο βιβλίο του «Το παραμύθι της ζωής μου».
Πράγματι μιλάει, μιας και το βιβλίο αυτό είναι η απομαγνητοφώνηση από εκατοντάδες κασέτες που είχε αφήσει πίσω του αριθμημένες και νοικοκυρεμένες.
Ο Κώστας Ρηγόπουλος – που γεννήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 1930 – προς τα τέλη του 1985, αντιμέτωπος με κάποιο πρόβλημα υγείας, είχε αρχίσει να περνάει ώρες ατελείωτες μπροστά σ’ ένα κασετοφωνάκι, είτε διαβάζοντας όσα είχε περάσει στη γραφομηχανή, είτε αυτοσχεδιάζοντας.
Όπως περιγράφει η κόρη του Ζωή Ρηγοπούλου, πριν από 30 χρόνια, από τον Νοέμβριο του 1985, μπαίνοντας καθημερινά στο πατρικό της, έβλεπε τον πατέρα της με ένα μικρόφωνο στο χέρι να κάθεται με τις ώρες μπροστά στο κασετόφωνο.
-Τι κάνεις μπαμπά, τραγουδάς;
-Όχι, αφηγούμαι τη ζωή μου.
Βέβαια μόνος του ρωτούσε:
-Κύριε Ρηγόπουλέ μου, ποιον ενδιαφέρουν τα απομνημονεύματά σου;
Και μόνος του έδινε και την απάντηση:
-Κανέναν! Το κάνω για το κέφι μου.
Η αλήθεια όμως είναι εντελώς διαφορετική.
* Στην πραγματικότητα το βιβλίο μέσα από τις διηγήσεις και τις αναφορές σε γεγονότα και πρόσωπα είναι αυτό ακριβώς που έγραφε ο Ρηγόπουλος στο πρώτο τετράστιχο του ποιήματός του για τη «στράτα της ζωής».
Χωρίς να το θέλει, χωρίς να διεκδικεί τη θέση του δασκάλου και του ειδικού, περιγράφει τα χίλια εμπόδια που συνάντησε στην επαγγελματική του σταδιοδρομία και αναλύει τις χίλιες λύσεις που βρήκε για να τα ξεπεράσει.
Όπως λέει ο ίδιος:
– Κάποιοι τώρα θα χαμογελάσουν ειρωνικά και ή που θα με περάσουνε για ψώνιο ή θα αναρωτηθούνε, και καλά, τι πρόσφερες, εσύ, κύριε Ρηγόπουλέ μου, στο θέατρο, έξω από κάποια ευχάριστα εργάκια, κωμωδιούλες ή μπουλβαράκια; Πώς και δεν έκανες καμιά προσπάθεια να πλησιάσεις αυτά τα ιδανικά σου;
Και συνεχίζοντας απαντά:
– Μπορεί από δειλία ή από βιοποριστικές ανάγκες να μην μπόρεσα να παίξω το μεγάλο κλασικό ρεπερτόριο… Σε ό, τι κι αν παίζω, πάντως, όπου κι αν το παίζω, ο αγώνας μου είναι ένας: Να δίνω υπόσταση και προεκτάσεις που ούτε καν τις είχε στο νου του και στις προθέσεις του ο συγγραφέας.
Όπως βλέπετε, κάθε φράση του Ρηγόπουλου κρύβει το απόσταγμα της πολύχρονης θεατρικής του εμπειρίας. Αξίζει να μελετήσει κανείς τα όσα λέει. Θα έχει κέρδος γιατί ο ηθοποιός δεν ήταν «δήθεν» και δεν διεκδικούσε τις δάφνες του δασκάλου αν και δίδαξε ήθος. Ήταν πάντα μια μεγάλη αγκαλιά, μια μεγάλη καρδιά, ένας άνθρωπος της διπλανής πόρτας…
Ήταν και ο άνθρωπος του διπλανού λεωφορείου
Ο Κώστας Ρηγόπουλος και η Κάκια Αναλυτή συναντήθηκαν για πρώτη φορά το 1955 και, μόλις τρεις μήνες μετά τη γνωριμία τους, παντρεύτηκαν.
Η Κάκια ήταν τότε 18 χρονών και σπούδαζε στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, όπου δίδασκε ο Δημήτρης Ροντήρης.
Ο Κώστας ήταν 25 και έκανε τα πρώτα του βήματα στον χώρο της υποκριτικής. Είχε τελειώσει τη Δραματική Σχολή του Εθνικού θεάτρου.
Γράφει ο Κώστας Ρηγόπουλος:
«Ανήμερα τα Χριστούγεννα, είχαμε ορίσει τον γάμο μας η Κάκια κι εγώ. Τα είχε τακτοποιήσει όλα μόνη της.
Πιστοποιητικά, ληξιαρχεία, άδειες, όλα. Και εγώ ο καλός σου δεν είχα τίποτα άλλο να κάνω παρά να κατέβω τα Χριστούγεννα στην Αθήνα να παντρευτούμε και να γυρίσουμε αυθημερόν στην Πάτρα για να κάνω παράσταση με τον θίασο της κυρίας Κατερίνας. Είχαμε ήδη αρχίσει τις παραστάσεις εκεί.
Την παραμονή των Χριστουγέννων και ανήμερα θα παίζαμε την “Όγδοη σύζυγο του Κυανοπώγωνος”.
Δώσαμε την παραμονιάτικη παράστασή μας και το βράδυ έφυγα με το τραίνο για την Αθήνα.
Έκανε πολλές ώρες εκείνο τον καιρό το τραίνο.
Έφτασα λοιπόν ξημερώματα και πήγα κατευθείαν στο σπίτι μου, στη Σικίνου 56, να ετοιμαστώ για το γάμο.
Το γαμπριάτικο κουστούμι μου ήταν το σμόκιν που φορούσα στο έργο που παίζαμε.
Πλύθηκα, ξυρίστηκα, στολίστηκα, μπήκαμε στο ταξί και κατεβήκαμε οικογενειακώς στη Μεταμόρφωση του Καλαμακίου. Στάθηκα στην πόρτα της εκκλησίας και περίμενα την Κάκια, που κατέφθασε μετά από λίγο πιασμένη στο μπράτσο του πατέρα της. Φοβερά τρακαρισμένη και αφάνταστα ευτυχισμένη. Το ίδιο ίσως και περισσότερο εγώ.
Προσπαθούσα όμως να κάνω τον άντρα και τον άνετο όσο μπορούσα.
Και αμέσως μετά τον γάμο, βουρ στο λεωφορείο για να προλάβω την απογευματινή παράσταση στην Πάτρα. Εμείς οι δυο στο λεωφορείο και από πίσω με το αυτοκίνητό του ο Μάκης και η Νίνα Αναλυτή με τη μάνα μου και τον πατέρα μου.
Βέβαια λέγοντάς το με λόγια, δεν μπορώ να σας δώσω την κωμική πλευρά του όλου θεάματος. Πρέπει να αφήσετε τη φαντασία σας να δουλέψει και να το κάνει εικόνα. Εμένα και την Κάκια στολισμένους στο λεωφορείο -εγώ φορούσα ακόμη και το σμόκιν και ένα μαύρο παλτό που μου είχε κάνει δώρο ο Μάκης- και ολόγυρά μας συνεπιβάτες αγρότες με καλάθια φρούτα και κότες. Μας κοίταζαν σαν περίεργα φαινόμενα, αλλά εμείς δεν είχαμε μάτια παρά ο ένας για τον άλλον. Κρατιόμασταν χεράκι χεράκι και ήμασταν τρισευτυχισμένοι. Τι μεγάλο πράγμα ο έρωτας όταν τον νιώθεις μέσα στα μύχια της ψυχής σου».
Οι Αναλυτήδες με τη μεγάλη καρδιά
Με την οικογένεια Αναλυτή μεγαλώσαμε μαζί στον Νέο Κόσμο, στην Πλατεία Κυνοσάργους 1Β, δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα Ιλισού. Όταν έφυγαν το 1955, πήγαν στο Παλαιό Φάληρο.
Γράφει ο Κώστας Ρηγόπουλος στο βιβλίο του:
«Οι Αναλυτήδες μένανε τότε σε ένα σπίτι ακριβώς απέναντι από την πλαζ της Πικροδάφνης, αν τη θυμάστε και όσοι τη θυμάστε. Δεν είχε γίνει ακόμη η επιχωμάτωση, ούτε η μαρίνα του Καλαμακίου και η θάλασσα ήτανε μπροστά στα πόδια μας.
Περνάγαμε τον δρόμο και μπλουμ κατευθείαν βουτάγαμε στα πεντακάθαρα τότε νερά της. Εκείνον τον καιρό ήταν ένα πολύ όμορφο σπίτι, ήσυχο, ερημικό κάπως, με τη βεράντα, τον κήπο του, κι εγώ με την Κάκια ήμασταν οι προνομιούχοι. Μας είχανε μην στάξει και μην βρέξει. Το καλύτερο δωμάτιο εμείς. Κάθε επιθυμία μας ήταν διαταγή γι’ αυτούς. Σπουδαίοι και καλότατοι άνθρωποι, όλη η οικογένεια των Αναλυτήδων.
Ο Μάκης, ένας έξοχος, ευγενικός και αγαθός άνθρωπος.
Η Νίνα μια σπουδαία μάνα και μια άγια γυναίκα, που γινόταν θυσία για όλους και περισσότερο για μας τους δύο.
Και τα υπόλοιπα παιδιά τους, η Βίκυ και ο Σπύρος, δύο πάρα πολύ καλά παιδιά, τα οποία είχαν στριμωχθεί στα πίσω δωμάτια για να ’χουμε εμείς την άνεσή μας.
Το περίεργο είναι πως ενώ ο Μάκης ήταν σχεδόν ένας αγράμματος άνθρωπος, είχε καταφέρει να δώσει μια αγωγή και μια ευγένεια στα παιδιά του που τύφλα να ’χουνε μπροστά του οι δήθεν αριστοκράτες και μορφωμένοι πατεράδες».
Ένα «παραμύθι» για μια ολόκληρη ζωή
Μιλώντας με Ζωή Ρηγοπούλου πριν από δύο χρόνια εδώ στο Catisart.gr τη ρώτησα:
Πώς «συνομίλησες» με τον πατέρα σου κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του βιβλίου «Το παραμύθι της ζωής μου»;
* Ήταν πολύχρονη αυτή η προετοιμασία. Αυτό ήταν κάτι που ήξερα ότι υπήρχε, γιατί τον είχα δει που μίλαγε στο μαγνητόφωνο, δεν το έκανε κρυφά. Πρέπει να υπήρχε και γραπτό κείμενο το οποίο δεν το βρήκα. Αν το έβρισκα όλα θα γινόντουσαν πολύ πιο γρήγορα. Τελικά έγινε απομαγνητοφώνηση η οποία πήρε πολλά χρόνια. Ήταν πολλές οι κασέτες. Η μαμά πάντα μου έλεγε: «Τι θα κάνουμε με αυτές τις κασέτες; Κάτι πρέπει να κάνουμε αν και εγώ δεν μπορώ να τις ακούσω βέβαια». Της έλεγα: «Ούτε εγώ μπορώ να τις ακούσω. Αλλά κάτι πρέπει να γίνει».
-Τελικά δεν τις άκουσες;
* Δεν μπορούσα, δεν ήθελα. Ούτε τώρα μπορώ… Άκουσα μόνο ένα μικρό κομματάκι γιατί ήθελα να στείλω ένα ηχητικό που μου ζήτησαν, αλλά και αυτό το έκανα με πολλή βία. Εδώ ούτε τις ταινίες δεν μπορώ να δω στην τηλεόραση… Αλλάζω το κανάλι. Δεν είναι εύκολο, δεν χωράει στο νου του ανθρώπου, ότι τούτος που μιλάει κι είναι όλα καλά, στην πραγματικότητα δεν είναι μαζί μας… Είναι το παράλογο του θανάτου αυτό και ειδικά όταν μιλάμε για κάποιον που έφυγε ξαφνικά την ώρα που ήταν ενεργός. Ο πατέρας μου ετοιμαζόταν να γυρίσει ταινία με τον Αντώνη Καφετζόπουλο…
Αισθάνθηκα λοιπόν ότι έπρεπε να κάνω αυτό το βιβλίο που αφορά πολύ κόσμο γιατί δείχνει μια ολόκληρη εποχή. Συνήθως επειδή έχει περάσει λέμε: “Η ωραία εκείνη εποχή”… Το ίδιο γινόταν όμως και τότε με τους πάτρωνες και με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης… Πάλι κατευθύνανε τα πράγματα. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Τότε παλεύανε με δεκατέσσερις παραστάσεις την εβδομάδα χωρίς κανένα ρεπό. Σήμερα παίζεις έξι, εφτά παραστάσεις και λες κουράστηκα. Τότε σε μία βδομάδα παρουσίαζαν τέσσερα έργα… Ούτε ξέρανε, που λέει ο λόγος, βγαίνοντας στη σκηνή ποιο έργο παίζουν… Δεν ήταν τα πράγματα απλά, ήταν δύσκολα. Όπως είπα, αυτό το βιβλίο μπορεί να ενδιαφέρει πέρα από τους ηθοποιούς και άλλους ανθρώπους γιατί δείχνει πώς ζούσαν οι άνθρωποι τότε και πόσο δύσκολα τα έβγαζαν πέρα
– Διάβασα κι εγώ το βιβλίο. Πρόκειται για ένα μάθημα ζωής μέσα από τις εμπειρίες του Ρηγόπουλου. Είδα μέσα από τις διηγήσεις του να δίνει λύσεις σε καθημερινά και επαγγελματικά προβλήματα.
* Μα είναι ένας μονόλογος ζωής. Δεν είναι βιβλίο, με την κλασική έννοια. Μπορεί να ταυτιστεί μαζί του κάθε εργαζόμενος. Δεν είναι απαραίτητο να εργάζεται στο θέατρο…
– Ακριβώς. Ο Ρηγόπουλος δίνει και αυτό το μήνυμα το αισιόδοξο ότι «μπορώ με αγώνα να ξεπεράσω το όποιο εμπόδιο».
* Ναι, γιατί συνήθως για τους ηθοποιούς νομίζαμε ότι όλα τούς έχουν έρθει δεξιά και πως όλα είναι πολύ ωραία. Πιστεύαμε ότι είναι όλοι πλούσιοι. Η αλήθεια όμως είναι πικρή. Οι περισσότεροι έδιναν καθημερνό αγώνα για την επιβίωση. Και τελικά ό, τι πέτυχαν το έκαναν ύστερα από σκληρή δουλειά…
Και το ρεκόρ με το «Αγάπη μου Ουαουά»
Με αφορμή τη «σκληρή δουλειά» που είπε πιο πάνω η Ζωή, πρέπει να θυμίσω πως με σκληρή δουλειά Αναλυτή και Ρηγόπουλος έκαναν τη μεγάλη εμπορική επιτυχία «Αγάπη μου Ουαουά» (η κωμωδία του Φρανσουά Καμπό «Cherie Noir») που έχει μέχρι σήμερα το ρεκόρ μακροβιότητας με 7 χρόνια συνεχών παραστάσεων. Φυσικά ήρθε αργότερα το «Σεσουάρ για δολοφόνους» αλλά δεν υπάρχει καμία σύγκριση.
Τότε η Αθήνα, το ’67 δεν είχε τον πληθυσμό του 2000. Τότε η προβολή γινόταν από την …ενός χρόνου κρατική τηλεόραση και από τις λίγες εφημερίδες.
Σήμερα από αμέτρητα ιδιωτικά κανάλια, από δεκάδες εφημερίδες και περιοδικά. Τότε οι θεατές πήγαιναν στο ταμείο του θεάτρου.
Σήμερα παίρνουν πρώτα το απόκομμα από το…σούπερ μάρκετ. Τότε ο ίδιος θίασος, με μια μόνο αλλαγή, έπαιζε και τα 7 χρόνια. Σήμερα άλλαζε ο θίασος σε κάθε θεατρική σεζόν. Είναι σαφέστατο ότι δεν υπάρχουν περιθώρια σύγκρισης σε ανόμοια πράγματα.
***
Αξίζει να θυμίσουμε ότι ο Κώστας Ρηγόπουλος ανακάλυψε ταλέντα του ελληνικού θεάτρου και τους άνοιξε την πόρτα για τη σκηνή: Σταύρος Παράβας, Σωτήρης Μουστάκας, Χρόνης Εξαρχάκος, Κώστας Βουτσάς… Και μόνο αυτά τα ονόματα αρκούν. Υπήρξαν κι άλλοι…
***
Το «Παραμύθι της ζωής μου», κυκλοφορεί από τις «Εκδόσεις Γκοβόστη» συνοδευμένο από προλογικά σημειώματα των Κώστα Βουτσά, Σταμάτη Κραουνάκη, Γρηγόρη Βαλτινού, Γιάννη Μπέζου, Μάρθας Καραγιάννη, Θανάση Νιάρχου και Ελένης Κούρκουλα.
* Ακολουθούν δύο βίντεο με την Κάκια Αναλυτή και τον Κώστα Ρηγόπουλο.
– Το πρώτο από το ραδιοφωνικό«Θέατρο της Δευτέρας» με το έργο «Αν ο κόσμος μας έβλεπε μαζί», του Κλωντ Μπαλ.
Παίζουν με αλφαβητική σειρά Κάκια Αναλυτή, Νίκος Γαλανός, Δημήτρης Ιωακειμίδης, Αγγέλικα Καπελαρή, Βασίλης Μαυρομάτης, Νίκος Παγκράτης, Μάκης Πανώριος, Μάκης Ρευματάς, Κώστας Ρηγόπουλος.
***
– Και το δεύτερο από την τηλεοπτική εκπομπή «Έστιν ουν» του Ηλία Μαλανδρή.
***
Η τελευταία σελίδα στο παραμύθι της ζωής του Κώστα Ρηγόπουλου γράφτηκε στις 14 Ιανουαρίου του 2001.