16 C
Athens
Παρασκευή 25 Απριλίου 2025

Κώστας Αρζόγλου: Είμαι ένθεος στην πορεία μου, στον τρόπο ζωής μου και στο πώς κάνω θέατρο

Του Παναγιώτη Μήλα

Ο Κώστας Αρζόγλου είναι από αυτές τις φωνές που μας κρατούσαν ξυπνητούς σε χρόνια δύσκολα. Με τη συμμετοχή του σε δυναμικές θεατρικές παραστάσεις και θεατρικά σχήματα αλλά και με τολμηρές, επαναστατικές προτάσεις που αναλάμβανε το ρίσκο να τις υλοποιήσει.

Ασφαλώς δεν ξεχνάμε το «Ελεύθερο Θέατρο» στο Άλσος Παγκρατίου. Ούτε την «Ιστορία του Αλή Ρέτζο» και την επιθεώρηση «Κι Εσύ Χτενίζεσαι».

Τον χαρήκαμε στο «Μια Ζωή Γκόλφω», στο «Τραμ το Τελευταίο» και πάντα θυμόμαστε ότι μας αποκάλυψε τι «Συνέβη στην Κατίνα».

Το αεικίνητο μυαλό του μας χάρισε το 1984 το σπάνιο όνειρό του: Το κινητό θέατρο «Αεικίνητο». Ένα θέατρο φτιαγμένο από 6 φορτηγά, θερμαινόμενη αίθουσα 1.000 θεατών, σκηνή 200 τ.μ. που μεταβαλλόταν σε κάθε σχήμα που ζητούσε η σκηνοθεσία. Ένα κινούμενο θέατρο με αποθηκευτικούς χώρους, γραφείο, ταμείο, καμαρίνια και κυρίως κλίση στις κερκίδες του. Πριν από 40 χρόνια όλα αυτά… Άθλος!

Στην τηλεόραση, εκτός από τα έργα που πήρε μέρος στο «Θέατρο της Δευτέρας», τον χαρήκαμε και στις σειρές «Εν Αθήναις», «Λαυρεωτικά», «Εξαφάνιση του Τζων Αυλακιώτη», «Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά», «Η Εκτέλεση του Ίωνα Δραγούμη», «Απαγορευμένη Αγάπη» και «Βέρα στο Δεξί».

Φέτος η συμμετοχή του στη θεατρική παράσταση «Ο Άγιος Νεκτάριος, από τη γη στον ουρανό» στον ρόλο του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιου, ήταν μια καλή αφορμή για να επιδιώξω αυτή τη συνάντηση μαζί του για μια συνέντευξη.

Μια τυπική συνέντευξη που όμως εξελίχθηκε σε έκπληξη.

Μιλώντας χαλαρά, λίγο πριν αρχίσουν οι ερωτήσεις, βρεθήκαμε στα παιδικά μας χρόνια να μεγαλώνουμε και να κάνουμε τα καλοκαίρια μπάνιο στη Ραφήνα μαζί με την Κάκια Αναλυτή και την οικογένειά της. Θυμηθήκαμε τότε που παίζαμε «κλέφτες κι αστυνόμους» στα ερείπια του Γερμανικού Οχυρού, στον αμμόλοφο δίπλα στο ρέμα της Ραφήνας. Να ματώνουμε τα γόνατά μας και να γυρίζουμε στο σπίτι …λασπωμένοι, ακούγοντας το «κατσάδιασμα» από την Κάκια…

Πέρασαν τα χρόνια όμως και τώρα ο πάντα δημιουργικός και τολμηρός Κώστας Αρζόγλου είναι και πάλι μπροστά σε μια πρόκληση: Το έργο που θα κάνει πρεμιέρα στον τέλος Απριλίου…

Ας τον ακούσουμε όμως…

***

ΑΝΑΠΟΛΩ τα νεανικά μου χρόνια με αφορμή την παράσταση «Ο Άγιος Νεκτάριος, από τη γη στον ουρανό», στην οποία συμμετέχω. Τώρα μιας και μιλάμε ενδόμυχα να σας πω δύο – τρία πράγματα. Καταρχήν ήμουν παπαδάκι. Μου άρεσε πάρα πολύ το ότι μπορούσα να μπαίνω στο Ιερό. Πολύ αργότερα, στα 18 μου χρόνια με συγκινούσε η θεαματική τελετουργία στην τέλεση της Κυριακάτικης Θείας Λειτουργίας.

Δεν έβλεπα την ώρα να πάω εκεί, να ντυθώ με τα άμφια, να φορέσω το αντερί, να κρατάω το εξαπτέρυγο και γενικά να είμαι ένα προβαλλόμενο πρόσωπο. Μου άρεσε πάρα πολύ.
Τη μυρωδιά από το λιβάνι την έχω ακόμα. Τη μυρωδιά του Ιερού.

Με μαγνήτιζε αυτός ο χώρος. Με μαγνήτιζε όμως και η …Τατιάνα, μια πανέμορφη κοπέλα που περίμενα να τη δω κάθε φορά που έβγαινα από την αριστερή πύλη του Ιερού.

Η Εκκλησία με τη θεατρικότητά της ήταν τότε στα 13 μου συνυφασμένη και με την ομορφιά του Ιερού και με τα πρώτα ερωτικά μου σκιρτήματα.

Είναι ένα πράγμα, είναι ένα σώμα.

 

ΑΝΑΚΑΛΥΨΑ φέτος στις πρόβες το εξής: Καταρχήν στο πρόσωπο του Αγίου Νεκταρίου βρήκα και μερικά στοιχεία τα οποία είναι σημαντικά, κατ’ εμέ. Δηλαδή, η προώθηση του Νεκταρίου προς διάφορα αξιώματα, μέχρι να γίνει και Άγιος, η σχέση του με τη Ριζάρειο Σχολή, με την Αλεξάνδρεια και με τη Χίο. Πέρασε από χιλιάδες δυσκολίες. Πάρα πολύ μεγάλες δυσκολίες.

Έτσι λοιπόν, αγάπησα τον Νεκτάριο, γιατί ανέβαινε αυτό το βουνό των δυσκολιών με την πίστη του και την πεποίθησή του. Αυτό με συγκίνησε αρκετά. Οι άνθρωποι οι οποίοι έχουν βρει ομαλή διαδρομή προς την εξουσία δεν με συγκινούν τόσο. Μέσα από τον Θεό υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα τα οποία μπορεί να τα βρει κανείς έτοιμα. Ο Νεκτάριος δεν βρήκε ποτέ κάτι έτοιμο. Ίσα ίσα, μισό αιώνα τον πολεμούσαν και του έβαζαν τρικλοποδιές με κάθε τρόπο. Μέχρι και «Τούρκο» τον αποκαλούσαν επειδή είχε γεννηθεί στη Σηλυβρία. Ο Νεκτάριος είναι ένας Άγιος «αιρετικός» θα τολμούσα να πω. Ένα πρόσωπο το οποίο μπήκε «ματωμένα» μέσα στα ελληνικά πράγματα.

 

ΑΝΑΜΕΝΩ τώρα, με αφορμή αυτή την παράσταση, μια ξεχωριστή συνθήκη μεταξύ κοινού και ηθοποιών. Η ταύτιση του κοινού με τον ηθοποιό είναι μία από τις πιο ιερές συνθήκες.

Στηρίζεται στον μηχανισμό των φωτισμών, της μουσικής, των λόγων κ.λπ., αλλά δεν λειτουργεί λογικά.

Άμα λειτουργεί λογικά μπορεί να το δει κανείς και από το σπίτι του ή να διαβάσει και ένα βιβλίο. Η πράξη του ότι συνευρισκόμαστε με το κοινό, γίνεται ένα είδος Εκκλησίας με την αρχαία έννοια. Αυτό είναι το πιο σημαντικό.

Όλοι λοιπόν οι άνθρωποι που γίνονταν σχεδόν ένα, έχουν κοινή ανάσα, κοινή συγκίνηση, κοινή ατμόσφαιρα. Τους περιβάλλει η αφήγηση ενός μύθου που στηρίζεται πάνω σε δεκάδες τεχνικά μέσα.

Η ίδια η Εκκλησία, η σημερινή, η Ορθόδοξη, στηρίζεται σε τεχνικά μέσα. Δηλαδή, πότε ανοίγει η Ωραία Πύλη, πότε κλείνει, πότε γίνεται το Μυστήριο, πότε μετατρέπεται το αίμα σε κρασί, πώς τρέμει το Ιερό Μανδήλιο πάνω από το κρασί.

Αυτό είναι μια τελετουργία που στηρίζεται σε τι; Σε ένα μαντίλι, σε μια Ωραία Πύλη.
Με τα τεχνικά μέσα προσπαθεί κανείς να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα. Και στο Αρχαίο Θέατρο αυτό γινόταν.

Στην Επίδαυρο είχαν βρεθεί κάτι χωμάτινες τρύπες στο επάνω διάζωμα και δεν ήξεραν οι αρχαιολόγοι τι ακριβώς είναι. Αποκαλύφθηκε ότι μέσα σε αυτές τις τρύπες, τις τετράγωνες τρύπες εμπήγνυντο κάτι ελάσματα ψιλά τα οποία τα εγύριζαν οι τεχνικοί την ώρα που ήταν να μιλήσει ο Θεός. Και επομένως υπήρχε ένα Dolby stereo θα λέγαμε, όταν μιλούσε ο Απόλλων, ή η Αθηνά. Αυτό λοιπόν είναι τέχνη και καλλιτεχνία μαζί.

Αντίστοιχα, στην Ορθόδοξη Εκκλησία νομίζω ότι υπάρχουν τεχνικά θέματα τα οποία συντελούν σε μία άλλη ατμόσφαιρα.

ΑΝΑΤΡΕΠΩ τη μέχρι τώρα καλλιτεχνική μου πορεία – θα μπορούσε να πει κάποιος – με την παράσταση «Άγιος Νεκτάριος». Αν εξετάσει κανείς εξωτερικά αυτή την πορεία ίσως είναι μία παρένθεση. Αν δει όμως ουσιαστικά τα πράγματα, θα δει ότι ακόμα και στα πιο απλά πράγματα που έχω παίξει και στα 18 σίριαλ που έχω κάνει, θα δει ότι υπάρχει ένα άγγιγμα ψυχής στα πάντα. Σχεδόν στα πάντα.

Νομίζω ότι με αυτή την έννοια είμαι ένθεος σε όλη μου την πορεία. Και στον τρόπο ζωής μου και στον τρόπο να κάνω θέατρο. Ας πούμε, δεν μ’ αρέσει ότι για παράδειγμα ο πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Πυρουνάκης, ο ιερέας που αγαπούσε και φρόντιζε τους ηθοποιούς, μόλις στη δεκαετία του ’80, ήταν από τους πρώτους και ελάχιστους ανθρώπους που έβαλαν το ράσο για να δει κάποιο θέατρο. Ήταν αιρετικός. Κι όμως σήμερα δεν μ’ αρέσει το ότι σύρεται μια ολόκληρη κοινή γνώμη στην άποψη ότι το θέατρο «είναι του διαβόλου».

Αυτά είναι μεσαιωνικά πράγματα. Γι’ αυτό πιστεύω ότι οι παπάδες, οι απλοί παπάδες πρέπει να βλέπουν θέατρο.

 

ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ πολλές φορές πώς θα αντιμετώπιζα τις αντιξοότητες της ζωής αν ήμουν στη θέση του Αγίου Νεκταρίου. Πιστεύω ότι σε αυτή την περίπτωση θα κατέρρεα αλλά αμέσως μετά θα σηκωνόμουν από την τέφρα μου. Όποτε έχουν γίνει καταστροφές μεγάλες, αισθάνομαι σαν να με δοκιμάζει κάποιος. Σαν δοκιμασία περισσότερο θα το έβλεπα και θα εύρισκα την οποιαδήποτε λύση μπορούσε εκείνη την ώρα να με σώσει.

ΑΝΑΛΟΓΙΖΟΜΑΙ τώρα ότι για να ακολουθήσει κάποιος τον δρόμο της αρετής είναι πάρα πολύ δύσκολο, ακριβώς γιατί υπάρχουν πολύ περισσότεροι πειρασμοί γύρω μας. Στη σύγχρονη εποχή είναι πολύ περισσότεροι από την εποχή του Αγίου Νεκταρίου. Οι πειρασμοί έχουν κατακτήσει σχεδόν τον κόσμο όλο.

Και από την άλλη μεριά παίρνουν διάφορες μορφές: Και γυναικών και αυτοκινήτων και ιδιοκτησίας. Διάφορες μορφές παίρνουν αυτοί οι πειρασμοί. Και ο μόνος τρόπος νομίζω – που δεν είναι εύκολος – είναι το να μειώσει κανείς τις ανάγκες του. Δηλαδή να μην έχει ανάγκη για ιδιοκτησία. Τότε καταργείται όλο το νομικό πλαίσιο ιδιοκτησίας. Όταν δεν το χρειάζεται ο άνθρωπος.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΩ στο σημείο αυτό τον ρόλο που παίζει στη ζωή μας η δύναμη και η ελπίδα. Εδώ, σε αυτό το «γήπεδο» έχω άμεση εμπειρία. Πριν από περίπου 30 χρόνια και περισσότερο, 35 ίσως, έκανα μία σοβαρότατη εγχείρηση. Στην εγχείρηση αυτή δεν ήξερα αν θα ζήσω, ή θα πεθάνω, ή θα αποχαιρετίσω τη γυναίκα μου, το σπίτι, τα σκυλιά μου, τα πλακάκια του σπιτιού κ.λπ.

Τα είχα αποχαιρετήσει γιατί μπορεί να μην ξύπναγα. Στην εντατική – όπως μου είπαν – έμεινα περίπου μία εβδομάδα. Με είχαν εκεί και δεν μπορούσε να με πλησιάσει κανείς. Εκεί νομίζω είδα ένα φως φοβερό. Δεν μπορώ να το περιγράψω. Δεν επιτρέπεται καν να το αγγίξω περιγραφικά. Ήταν σαν να είσαι λίγο πιο έξω από τον ήλιο. Δηλαδή τέτοιου είδους ποιότητα φωτός. Αυτής της ποιότητας, όχι το φως που βλέπουμε εμείς, η λιακάδα.

Νομίζω λοιπόν ότι αυτό ενεργοποίησε μία δύναμη που μπορεί να έχουμε μέσα μας. Και επέζησα. Επέζησα και ομολογώ ότι το φως αυτό, εγώ το αισθάνθηκα, σαν να με καλεί. Είναι γλυκό αυτό το φως. Θες να το γευτείς γιατί είναι αυτό που σε ξαναφέρνει πάλι σε μια ζωή, επανεγγράφοντας στον εγκέφαλο διάφορα γεγονότα.

Αυτό που έχει καρφωθεί στο μυαλό μου το έλεγε ο σκηνοθέτης Κώστας Κουτσομύτης, γιατί εκείνο τον καιρό είχα κάνει τα «Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά» και μου λέει:
«Εγώ μίλησα με τους γιατρούς σου. Συμπερασματικά ξέρεις τι γινόταν όλο αυτόν τον καιρό που γυρίζαμε τα “Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά”; Ο εγκέφαλός σου έγραφε 2+2= 5. Και πρέπει τώρα στον εγκέφαλό σου να ξαναβάλεις δεδομένα».

Αυτό ήταν μία καμπή στη ζωή μου και ελπίζω η τωρινή παράσταση να είναι τέτοια που να μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτή την ανάγκη.

ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΝΩ εδώ όλα τα προηγούμενα λέγοντας δυο λόγια για τον ρόλο του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρονίου του Δ’, που υποδύομαι στο έργο μας. Παίζω ένα είδος εξουσίας της Εκκλησίας και αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον, αν μπορώ να το εξυπηρετήσω και να το δικαιολογήσω. Δηλαδή εγώ είναι φανερό ότι είμαι ενάντια σε αυτή την πυραμιδοειδή εξουσία της Εκκλησίας.

Δηλαδή πιστεύω πολύ περισσότερο στον παπά της Ενορίας. Όμως φαντάζομαι ότι οι άνθρωποι που έχουν εξουσία, οι Ιεράρχες που έχουν εξουσία, πρέπει να δείχνουν την εξουσία τους.

Δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω. Με τα σκήπτρα, με τη μίτρα, με τα χρυσοκέντητα ρούχα τους, αλλιώς; Πρέπει να τη δείχνουν αυτήν την εξουσία. Δεν μπορεί να είναι μια εξουσία του παπά της Ενορίας. Εμένα δεν μου αρέσει αυτού του είδους η εξουσία. Δεν μου αρέσει. Ο Νεκτάριος νομίζω ότι είναι από τα πρόσωπα τα οποία έχουν υποφέρει από αυτή την εξουσία.

Από αριστερά: Κωνσταντίνα Σιλεβρή, Άννα Μωραΐτου, Γιώργος Ζώης, Κωνσταντίνος Νιάρχος, Μάνθος Καλαντζής, Ιωάννα Μαρμάρου, Ραφαέλα Καβαζαράκη και ο Κώστας Αρζόγλου.

ΑΝΑΦΕΡΩ εδώ τι μπορεί να προσφέρει στον σημερινό άνθρωπο το έργο που θα παρουσιάσουμε. Ασφαλώς μπορεί να κινητοποιήσει τον άνθρωπο που δουλεύει, που βλέπει, που ενημερώνεται μόνο από το κομπιούτερ, από το τάμπλετ, από τα social media και ζει έτσι όπως ζει.

Φυσικά πιστεύω ότι είναι χρήσιμα και τα τάμπλετ και η τεχνητή νοημοσύνη ακόμη, ως εργαλείο. Θέλω να πω ότι, αν δεν υπήρχαν αυτά δεν θα ξέραμε ότι ο κόσμος υπερέβη τα κόμματα, τους σχηματισμούς αυτούς, τα ψέματα, τις αλήθειες κ.λπ. Τα υπερέβη όλα και έτσι συγκεντρώθηκαν εκατομμύρια πολιτών στην Ελλάδα και σε δεκάδες χώρες του κόσμου για το θέμα των Τεμπών.

Αυτό είναι μία φοβερή υπέρβαση η οποία ξύπνησε τους ανθρώπους. Μ’ αρέσει επειδή φάνηκε ότι οι άνθρωποι πάσχουν και συνεχίζουν να νοιάζονται με επιμονή και με δύναμη.

Ξύπνησε έτσι η δύναμη του κάθε ανθρώπου. Αυτές οι συγκεντρώσεις απέδειξαν ότι σήμερα άλλοι κουμαντάρουν τα πράγματα. Δεν τα κουμαντάρουν πια οι πολιτικοί.

 

ΑΝΑΖΗΤΩ στη συνέχεια την ανανέωση μετά την πρεμιέρα του Απριλίου. Το επόμενο βήμα μου έχει σχέση με τη συγγραφή. Συνεργάζομαι – μέσω skype – με τον συγγραφέα Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη. Ήδη έχουμε γράψει το 90% του έργου. Τώρα είμαι στη φάση της μουσικής. Είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον θέμα νομίζω. Φυσικά αποφεύγω να κάνω χρήση του όρου «μιούζικαλ» επειδή το «μιούζικαλ» μας στέλνει στη δυτική μουσική. Εγώ ζητάω μια βαλκανική μουσική μιας και το θέμα αφορά την Ελλάδα του 1830. Στο ξεκίνημά της ή μάλλον στο μπουσούλημά της.

Τότε δεν υπήρχε ούτε στρατός, ούτε καθεστώς ακριβώς, ούτε Νόμοι. Τίποτα δεν υπήρχε. Και παρ’ όλα αυτά υπήρχαν σε αυτή την Ελλάδα, το κατσικοχώρι, της Αθήνας, υπήρχαν δύο θέατρα. Το ένα βρισκόταν στους Αγίους Θεοδώρους, στην Πλατεία Κλαυθμώνος, Ευριπίδου και Σκουλενίου.

Το 1830 σε αυτό το πρόχειρο κατασκεύασμα ανέβαζαν ιταλικές οπερέτες, τέταρτης διαλογής. Κάτι μπουλούκια που τραγουδούσαν κιόλας και είχαν και πρόζες.

Το άλλο θέατρο ήταν ξύλινο, σαν απομίμηση του θεάτρου του Σαίξπηρ στην Αγγλία, με ξύλα δανεικά, με σκηνή δανεική. Το είχε φτιάξει το 1836 στην Πλατεία Κοτζιά ο Κεφαλονίτης Θανάσης Σκοντζόπουλος. Σε αυτό τους γυναικείους ρόλους τους παίζανε άντρες.

Στο άλλο θέατρο, με τις ιταλικές οπερέτες, οι φουστανελάδες πηγαίναν επειδή για πρώτη φορά βλέπανε γυναίκες να τραγουδάνε.
Φανταστείτε αυτή τη διαφορά.

Και επειδή το ένα θέατρο έκανε αντίπραξη στο άλλο, στο ξύλινο θέατρο του Σκουντζόπουλου βάλανε φωτιά και το κάψανε. Ο θεατρώνης πέθανε την επόμενη χρονιά από τα χρέη. Έπαθε καρδιακή προσβολή, δεν άντεξε. Τον κυνηγούσαν αυτοί που του είχαν δώσει τα ξύλα για να φτιάξει το θέατρο. Τον κυνηγούσαν όλοι όσοι δούλεψαν. Βρέθηκε έτσι «στα κρύα του λουτρού» και πέθανε.

Αυτό μου το είχε διηγηθεί πριν από 50 χρόνια ένας σοβαρός άνθρωπος, ο Φίλιππος Βλάχος, που είχε τις εκδόσεις «Κείμενα». Το έψαξα τώρα και γι’ αυτό κάνω αυτό το μουσικό έργο. Γιατί επιμένω σε αυτό; Γιατί πιστεύω ότι είναι ένα πολιτιστικό σταυροδρόμι. Από εκείνη την ώρα και μετά, θα δει κανείς εύκολα ότι η στροφή της μουσικής είναι προς τη Δύση.

-Πιστεύω κύριε Αρζόγλου ότι αυτό που ετοιμάζετε με τον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη έχει φεστιβαλικές προοπτικές.

*Μακάρι…

 

ΑΝΑΘΕΩΡΩ. Τώρα που μιλήσαμε για την παράσταση αλλά και για τα επόμενα σχέδιά μου, έχω κάποια ερωτήματα που με βασανίζουν. Θυμάμαι πολλές φορές κάποιες αποφάσεις που πήρα στην πορεία της ζωής μου και σκέπτομαι αν ήταν σωστές ή λανθασμένες.

Λέω πότε πότε. Να, κοίτα, αυτό θα μπορούσα να μην το έχω κάνει. Όμως δεν είναι εντελώς αλήθεια αυτό επειδή ο λόγος που έγινε τότε κάτι ήταν συγκεκριμένος. Για να επιζήσω… Μπορεί το αποτέλεσμα τότε να μην ήταν τέλειο, όμως τώρα δεν μπορώ να μετανιώσω για τίποτα.

Η «Τέντα» για παράδειγμα, το «Αεικίνητο», αυτό το πολύ τολμηρό και πολύ ευφάνταστο εγχείρημα που ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του, έπρεπε να γίνει 10 χρόνια μετά. Τα προηγούμενα 10 χρόνια εγώ πάλευα να βρω λύσεις. Τελικά τις βρήκα. Βέβαια όλα τα είχα επεξεργαστεί. Είχα συναντηθεί με ειδικούς. Είχα συνεργαστεί με τεχνικούς. Είχα μιλήσει σε Σεμινάρια στη Σουηδία και στην Αγγλία για τα «Φουσκωτά Θέατρα».

Ήρθαν από την Ιαπωνία τεχνικοί, από τη Νήσο Κατρόν και μου υπέδειξαν ένα καταπληκτικό σύστημα με το οποίο τελικά δημιούργησα το «Αεικίνητο».

Ποτέ δεν έχει υπάρξει, ακόμα και σήμερα, χώρος που να έχει σκηνή 200 τετραγωνικών μέτρων, με διάμετρο 30 μέτρα και χωρίς να υπάρχει κάποια κολόνα ανάμεσα.
Βρήκα τη λύση στον ύπνο μου. Πετάχτηκα όρθιος και πήρα χαρτί και μολύβι. Φανταστείτε δηλαδή ότι το υποσυνείδητο δούλευε, ερήμην μου. Και ο στόχος ήταν ένας και μοναδικός.

Δηλαδή το πώς το στήσιμο και η σκηνοθεσία ενός έργου μπορεί να μεταφερθεί στην Ξάνθη, ή στα Κύθηρα, ή στην Κρήτη, αυτούσιο. Εμείς όταν κάνουμε περιοδεία, οι «τρέχοντες ηθοποιοί», προσαρμοζόμαστε στο κινηματοθέατρο του χώρου.

Μια είναι κοντό, μια είναι μακρύ, μια έχει βάθος, μια δεν έχει βάθος, είναι λίγο ψηλό, είναι λίγο χαμηλό. Προσαρμοζόμαστε και παίζουμε όπως μπορούμε.

Επειδή, όπως είπα και πριν, έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία – από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα – η ατμόσφαιρα και τα δεδομένα που υπάρχουν, ο μόνος τρόπος να μην προσαρμόζεσαι στο κινηματοθέατρο του Παλαμά Τρικάλων για παράδειγμα, είναι προτιμότερο να μεταφέρεται ολόκληρη η παράσταση αυτούσια έτσι όπως τη φαντάστηκε και την έστησε ο σκηνοθέτης. Είτε αρέσει, είτε όχι, να πάει κάπου αυτούσια.

Αυτός ήταν ο τελικός στόχος. Να μεταφερθεί το όραμα του σκηνοθέτη χωρίς να αλλοιωθεί ανάλογα με τις συνθήκες που θα συναντήσει ο θίασος σε κάθε τόπο.

 

ΑΝΑΣΑΙΝΩ με δυσκολία αυτό τον καιρό εξαιτίας της κατάστασης που επικρατεί στην ελευθερία του λόγου στη χώρα μας. Δεν υποτιμώ καθόλου το κίνημα Me Too, όμως αισθάνομαι ότι με όλα αυτά που έχουν γίνει στο όνομα αυτού του κινήματος μάς έχουν οδηγήσει σε μία αυτολογοκρισία. Ασφαλώς δεν υπάρχει η λογοκρισία της χούντας που την έχω ζήσει στο πετσί μου τότε στο «Ελεύθερο Θέατρο». Υπάρχει όμως ένα είδος λογοκρισίας από την κοινή γνώμη. Δεν μπορείς να βάλεις ένα στίχο στο τάδε, ή το τάδε. Νομίζω ότι έχει διεισδύσει αυτός ο διάολος το political correct. Έχει διεισδύσει μέσα στα μυαλά και είναι λάθος αυτό πολύ μεγάλο.

 

ΑΝΑΜΕΝΩ σε κάθε παράσταση να μάθω από τι γοητεύεται το κοινό σήμερα. Ε, λοιπόν το κοινό στην πλειονότητά του αντιδρά, γελάει ενδεχομένως με κάτι επιδερμικά αστεία, που το υποτιμούν. Να εξηγηθώ γύρω από αυτό. Κοιτάξτε, προσπαθώ να βρω κάτι που είναι κομβικό. Οι ηθοποιοί και οι θίασοι που κάνουν αυτά τα επιδερμικά αστεία τι κάνουν στην πραγματικότητα; Παίζουν άλλοτε καλά, άλλοτε το αναμενόμενο. Δηλαδή παίζουν αυτό που νιώθει ήδη το κοινό. Έτσι παίρνουν το κοινό με το μέρος τους. Είναι λαοπλάνοι μιας και θέλουν μόνο αυτό και δεν επιλέγουν καμία άλλη διαδρομή, ή σκέψη. Ενώ στη ζωή υπάρχει αυτή η δεύτερη σκέψη, δεν την επιλέγουν, την αποκρύπτουν και λειτουργούν μόνο επιδερμικά κολακεύοντας το κοινό και το αίσθημά του. Φυσικά υπάρχουν πράγματα πάρα πολύ πλούσια που θα μπορούσαμε να πάμε μπροστά με αυτά. Αυτοί όμως λειτουργούν για να μας πάνε πίσω.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΩ με αφορμή όλα τα προηγούμενα ότι έχω αρκετές προκλήσεις μπροστά μου, αλλά δεν έχω αρκετό χρόνο να τις υλοποιήσω. Θα έπρεπε να ζω πέντε ζωές για να τις πραγματοποιήσω. Όμως η βαθύτερη πρόκληση που έχω είναι το μυαλό μου και η δημιουργία μου να λειτουργήσει όσο πιο πολύ και όσο πιο συμπυκνωμένα γίνεται, έτσι ώστε να δίνω στους άλλους και όχι να παίρνω.

 

ΑΝΑΤΡΕΠΩ στη ζωή και στο θέατρο κάθε τι λανθασμένο. Βέβαια έχουμε δικαίωμα στο λάθος. Δεν πρέπει να το απεμπολούμε. Ίσα ίσα πρέπει να το χαϊδέψουμε νομίζω και να το δούμε από τη μεριά του. Ξέρω πόσο πολύπλοκο είναι αυτό, αλλά δεν νομίζω ότι αγαπιόμαστε τόσο πολύ αν δεν αποδεχθούμε και τα λάθη μας. Φυσικά και υπάρχουν λάθη. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να τα απεμπολήσουμε.

 

ΑΝΑΣΤΑΙΝΩ όταν διαβάζω κάποια κριτική. Η κριτική βοηθά τον καλλιτέχνη μόνο όταν υπάρχει κριτική. Δηλαδή αν ένας κριτικός έγραφε το άρθρο του ντόμπρα και έλεγε ελεύθερα τη γνώμη του για την παράσταση που έβλεπε. Τώρα ο οποιοσδήποτε, μα ο οποιοσδήποτε μπορεί να γράψει τις εντυπώσεις του και να σε κατακρεουργήσει, ή να σε ανυψώσει, ή οτιδήποτε άλλο. Δηλαδή ο οποιοσδήποτε έχει γίνει κριτικός. Και επομένως νομίζω ότι όλη αυτή η στάση του κριτικού, η ντόμπρα στάση, δεν υπάρχει πια, έχει εξαφανιστεί. Μελετώντας το Αρχείο του Εθνικού Θεάτρου βλέπω πόσο σκληρά έγραφαν οι κριτικοί στη δεκαετία του ’50 – ’60. Ναι μεν έγραφαν σκληρά αλλά πάντα με επιχειρήματα και κυρίως επώνυμα, όχι κρυμμένοι πίσω από ένα ψευδώνυμο στο διαδίκτυο.

Ο Κώστας Αρζόγλου με τον σκηνοθέτη Μενέλαο Τζαβέλλα.

ΑΝΑΓΕΝΝΩΜΑΙ όταν βλέπω σήμερα ορισμένες δράσεις στο πλαίσιο της πολιτιστικής ζωής του τόπου. Οπωσδήποτε μερικά πράγματα είναι πολύ καλά, αλλά και μερικά ίσως δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν. Πολύ συχνά αναρωτιέμαι, γιατί μερικά πράγματα έχουν γίνει «μαστ», έχουν γίνει «πρέπει». Δηλαδή πρέπει να αρέσει στο κοινό το τάδε, γιατί πρέπει να του αρέσει, σώνει και καλά. Αυτή η αντίληψη, δεν έχει καμία επαφή με τον κόσμο και άρα δεν έχει καμία σχέση με την εκκλησία με την αρχαία έννοια του όρου, με το εκ-καλώ. Όλα τα έργα τέχνης, μα τα άμεσα, μα τα έμμεσα, μα όλα τα έργα τέχνης έχουν πομπό και δέκτη. Αν ο δέκτης είναι χαλασμένος τι να εκπέμψει ο άλλος; Τι να εκπέμψει ένας ποιητής, ή ένας ηθοποιός; Σε ποιον; Πρέπει να μη χαλάσουμε το κοινό. Τον δέκτη δηλαδή.

 

ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΟΥΜΑΙ με την παρέα που έχω εκεί που μένω. Είναι η ίδια παρέα που είχα και πριν από 35 χρόνια. Τότε με την εγχείρηση. Τότε που δεν ήξερα αν θα συναντήσω ξανά και τα αγαπημένα μου σκυλάκια. Τώρα λοιπόν έχω ένα σκυλάκι που η παρουσία του και μόνο με αναζωογονεί. Πολύ συχνά επικρατεί η αντίληψη ότι το σκυλί μοιάζει με το αφεντικό του. Η αλήθεια είναι ότι το αφεντικό μιμείται το σκυλί του. Το δικό μου το βρήκαμε κάπου στα σκουπίδια, μέσα σε ένα χαρτόκουτο. Έκλαιγε το καημένο. Μόλις είχε γεννηθεί και το είχαν «σφραγίσει» με …σελοτέιπ για να μην μπορέσει να βγει από την κούτα και να το πάρουν μαζί με τα σκουπίδια για τη χωματερή. Ευτυχώς το άκουσα και το έσωσα. Τώρα είναι περίπου 9,5 ετών. Ήταν σαν τη χούφτα μου όταν το βρήκα.

Κύριε Αρζόγλου, αναζωογονήθηκα κι εγώ με αυτή την κατάθεση ψυχής που μας κάνατε. Εύχομαι και ελπίζω η επόμενη συνάντησή μας να γίνει όπως και τότε που ήμασταν παιδιά, στη Ραφήνα, στο Γερμανικό Οχυρό… Σας ευχαριστώ πολύ.

*Κι εγώ σας ευχαριστώ για τη φιλοξενία. Τώρα περιμένω και τους φίλους του Catisart στο «Αλκμήνη» για να δουν την παράστασή μας, τον «Άγιο Νεκτάριο, από τη γη στον ουρανό» σε σκηνοθεσία του Μενέλαου Τζαβέλλα.

***

«Ο Άγιος Νεκτάριος, από τη γη στον ουρανό» με τον Κώστα Αρζόγλου στον ρόλο του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρονίου Δ’

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

Τελευταία άρθρα

- Advertisement -