«Έχουν την εύνοια τ’ ουρανού, όσοι μέσα στο χρόνο που τους δόθηκε να ζήσουν δεν δοκιμάσαν συμφορές. Γιατί όταν το χέρι του θεού τραντάξει το σπίτι σου τότε πια ξέρεις, πως κι απ’ τη δικιά σου ζωή, καθόλου δεν έλειψε το σκοτάδι της πλάνης και θα τη σκεπάσει για πολλές γενιές.»
Αυτό το 2ο στάσιμο μιας αρχαίας τραγωδίας, της “Αντιγόνης” του Σοφοκλή, ίσως μας βοηθήσει να καταλάβουμε τις ευθύνες και τα αίτια μιας σύγχρονης. Αυτής που διαδραματίστηκε στο Μάτι. Ένα σύγχρονο ολοκαύτωμα. Αγνώστου συγγραφέα.
Το δικό μας σπίτι, στο οποίο αναφέρεται ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη, είναι κατ’ αντιστοιχία στην τραγωδία που ζήσαμε, η ίδια η χώρα. Αυτά που την απαρτίζουν. Τα σπίτια, τα δάση, οι θάλασσες, τα χωράφια μας, οι άνθρωποί μας.
Μιλάει επίσης για τις ζωές μας, που ανά πάσα στιγμή μπορεί να σκεπαστούν απ’ τα μαύρα σκοτάδια της πλάνης μας. Που δεν βαρύνουν μόνο εμάς όμως, αλλά κι αυτούς που θα ζήσουν μετά από μας. Γιατί όσο κι αν το ξεχνάμε είμαστε θνητοί. Και στους θνητούς ο θάνατος είναι το μόνο βέβαιο.
Ίσως γι’ αυτό, μετά τη μεγάλη καταστροφή σπεύδουμε πάντα να συντρέξουμε ο ένας τον άλλον, γιατί συνειδητοποιούμε ότι ο θάνατος είναι πάντα εκεί δίπλα. Και είμαστε όλοι «ίσοι» απέναντί του. Έστω κι αν τώρα του ξεφύγαμε. Και γιατί το εγώ έχει καταρρεύσει προσωρινά, υπέρ του εμείς.
Φαίνεται λοιπόν πως ο άνθρωπος, ενώ είναι προορισμένος για την αγάπη, πολλές φορές παίρνει τον αντίθετο δρόμο. Πλανιέται, όπως ένας τυφλός που δεν βρίσκει τα σωστά σημάδια για να πορευτεί με ασφάλεια.
Όπως λοιπόν έναν άνθρωπο δεν τον χαρακτηρίζουν τα λόγια, αλλά κυρίως αυτά που πράττει στη ζωή του καθημερινά, έτσι κι έναν λαό τον χαρακτηρίζουν οι συλλογικές του πράξεις. Ο τρόπος που συλλογικά έχει δομήσει τη ζωή του μέσα από διαφανείς ή όχι διαδικασίες. Άλλωστε κάποια στιγμή όλα έρχονται στο φως. Και τότε δεν υπάρχουν πια περιθώρια για δικαιολογίες.
Στις δημοκρατίες, συνταγματικά τουλάχιστον, την κυριαρχία την έχει ο λαός. Δηλαδή όλοι εμείς. Ο καθένας μας λοιπόν είναι υπεύθυνος πρώτ’ απ’ όλα για τον εαυτό του, και κατ’ επέκτασιν για όλους τους άλλους, όπως αυτό ορίζεται απ’ τα ατομικά και τα συλλογικά του δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Η έκπτωση μιας κοινωνίας μικρής ή μεγάλης κι ενός πολιτικού συστήματος προκύπτει ακριβώς, όταν αυτή η ευθύνη των μελών που την απαρτίζουν, περιορίζονται στο ατομικό μόνο κομμάτι. Όταν ένας πολίτης πάψει πια να έχει εμπιστοσύνη στις δομές, που ο ίδιος έχει αποδεχτεί κι έχει δημιουργήσει. Όταν τις υπονομεύει επειδή δεν τον συμφέρουν, και τις θεοποιεί όταν του είναι χρήσιμες.
Όχι δεν είμαι κοινωνιολόγος, είμαι ηθοποιός. Και δεν έχω σκοπό να το παίξω κάτι που δεν είμαι. Εμείς τα έργα που παίζουμε και τις τραγωδίες, προσπαθούμε να τις προσεγγίσουμε (εκ του ασφαλούς) μόνο πάνω στη σκηνή. Η διαδικασία αυτή μας αφήνει χώρο, να φανταστούμε έστω πώς θα ήταν, αν συνέβαινε στ’ αλήθεια. Και για να γίνει αυτό πρέπει εμείς να είμαστε «καθαροί» για να μπορέσουμε να το δεχτούμε. Για να το «χωρέσουμε», έστω και ως πιθανότητα.
Αν δεν το δεχτούμε, η παράσταση θα είναι αποτυχία. Και λέω να το δεχτούμε – χρησιμοποιώ πληθυντικό – γιατί η παράσταση είναι πάντα θέμα συνόλου. Και ποτέ ενός μόνον ανθρώπου. Πρέπει λοιπόν όλοι να συμφωνήσουμε σε κάτι. Για το καλό της παράστασης. Και πρέπει να το πιστέψουμε. Και να το κάνουμε πράξη. Βέβαια ένας ηγείται. Ο σκηνοθέτης. Όμως μαγικά δεν μπορεί να κάνει, αν όλοι οι συντελεστές δεν είναι μαζί του. Από την άλλη ένας κακός σκηνοθέτης, ακόμα κι αν έχει πολύ καλούς ηθοποιούς, μπορεί να καταστρέψει μια παράσταση.
Για αυτά που έγιναν πριν από λίγες μέρες στο Μάτι, και που φτάνουν στα ύψη των τραγωδιών του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, θεωρώ με μια λέξη πως αποτύχαμε. Ατομικά και συλλογικά. Γιατί ακριβώς δεν πιστέψαμε ούτε στον εαυτό μας, και στο καλό που μπορεί να κάνει, ούτε ασφαλώς και στους άλλους. Κι όσο πιο γρήγορα αποδεχτούμε την ήττα αυτή, τόσο πιο πολλές ελπίδες υπάρχουν να μη γίνει ξανά.
Στην Ελλάδα το πρόβλημα αυτό είναι χρόνιο. Αν πιστέψουμε πως έτσι είμαστε, τότε με σιγουριά αυτό δεν πρόκειται ν’ αλλάξει ποτέ. Τι θέλουμε λοιπόν; Για μας, για τα παιδιά μας, για τους άλλους, γι’ αυτούς που θα ‘ρθουν. Περαστικοί είμαστε όλοι. Τι θέλουμε; Να παραλαμβάνουμε και να παραδίδουμε καμένη γη; Εις τον αιώνα τον άπαντα; Αυτό είναι το μότο μας; Στάχτη να γίνουν όλα, εγώ να ‘μαι καλά; Ντροπή. Όχι για τον Έλληνα. Για τον άνθρωπο, να σκέφτεται έτσι.
Το ότι είμαστε μαζί, κυρίως στις καταστροφές, δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι, για αυτά που δεν κάνουμε τις υπόλοιπες μέρες του κοινωνικού βίου μας.
Πρέπει να τολμήσουμε να δούμε τη ζωή μας, πιο ελεύθερα. Πέρα από τη λογική του πονηρού κακομοίρη. Που γλείφει τον υποψήφιο βουλευτή, που τον βλέπει ως ψηφοδέλτιο, για να καρπωθεί μετά μια θέση, όταν αυτός γίνει υπουργός. Η πρωθυπουργός. Ας σκεφτούμε. Μπορεί να υπάρξει ποτέ σοβαρός πρωθυπουργός στο μέλλον; Πώς; Όταν ξεκινά με άλλες προοπτικές, αλλά στην πορεία συνειδητοποιεί ότι η πολιτική δεν είναι αυτό που του έμαθαν στα πανεπιστήμια του εξωτερικού αλλά κάτι πολύ χειρότερο; Όταν είναι αναγκασμένος να δημαγωγεί και εφευρίσκει ένα κάρο ψέματα που θα σου σερβίρει, για να εκλεγεί; Αν σου πει μετά αυτός, πως φταίει ο κακός σου ο καιρός, και οι υφιστάμενοί του, σου πουν πως δεν βλέπουν κανένα λάθος – τι θα πεις; Πως έχει άδικο; Ναι έχει. Αλλά έχεις κι εσύ. Πως είναι αλαζών; Ναι πολύ. Αλλά είσαι κι εσύ άλλο τόσο. Κι εγώ.
Μπορεί να υπάρξει σοβαρός δήμαρχος; Περιφερειάρχης; Νομάρχης; Διευθυντής υπηρεσιών;
Μπορεί να υπάρξει εάν δεν υπάρχουν σοβαροί πολίτες; Αν δεν είσαι σοβαρός εσύ κι εγώ;
Πάντα θα υπάρχουν εξαιρέσεις φωτεινών πολιτών και πολιτικών. Δεν είναι όλοι ίδιοι. Όμως θα καταπνίγονται μέσα στην αθλιότητα των υπολοίπων.
Αρετή και τόλμη λοιπόν, όπως το λέει ο Σολωμός. Χωρίς αυτά ελευθερία δεν υπάρχει.
Και αντίσταση. Σ’ όποιον δεν κάνει τη δουλειά του. Σ’ όποιον σ’ εκμεταλλεύεται.
Τι θέλουμε λοιπόν; Να είμαστε σκλάβοι; Αυτό; Σκλάβοι ποιων; Ας το σκεφτούμε σοβαρά; Χωρίς τυμπανοκρουσίες. Η σιωπή είναι το μόνο που βοηθά σ’ αυτό. Επιτρέπει άλλωστε να ακούμε καλύτερα.
Τη φωνή της καρδιάς μας, έναν ψίθυρο απ’ τον ουρανό, τις ολοένα και πιο απομακρυσμένες φωνές αυτών που έφυγαν, τον ήχο της στάχτης.
«Ύβρις φυτεύει τύραννον», λέει ο Χορός στον Οιδίποδα. Και μιλάει γι’ αυτόν, τον «παντοδύναμο» Οιδίποδα, που έψαχνε να βρει το μίασμα και να το εξορίσει απ’ την πόλη, για να συνειδητοποιήσει στο τέλος, πως το μίασμα ήταν ο ίδιος.
Αυτό θέλουμε; Nα είμαστε τα μιάσματα της πόλης μας;
Να φυτεύουμε ολοένα αθλιότερους τυράννους, εξαιτίας της δικής μας ύβρεως;
Ας το σκεφτούμε αυτή τη φορά. Κι ας μην το αφήσουμε να χαθεί μέσα στις στάχτες και να ξεχαστεί. Όπως τις προηγούμενες φορές.
Ας αλλάξουμε λοιπόν. Αυτά και αυτούς που πρέπει. Είναι καιρός.
- Ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης και καταθέτει στο catisart.gr την άποψή του με αφορμή τη φονική και καταστροφική πυρκαγιά της 23ης Ιουλίου 2018, στο Μάτι Αττικής.
- Η φωτογραφία είναι από την παράσταση “Μικρό πόνι”