Επιμέλεια κειμένου: Ειρήνη Αϊβαλιώτου / catisart.gr
Ο Vladimir Tretchikoff, Ρώσος ζωγράφος, ήταν ένας από τους πιο εμπορικούς καλλιτέχνες του περασμένου αιώνα, έγινε γνωστός και ως Βασιλιάς του Κιτς. Το πιο διάσημο έργο του, The Chinese Girl, θεωρείται πως είναι αυτό με τις περισσότερες ανατυπώσεις ξεπερνώντας ακόμη και τη Mona Lisa του Ντα Βίντσι!
Τι είναι όμως το κιτς; Ο όρος που τόσο συχνά χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητά μας; O όρος κιτς, στα γερμανικά Kitsch, πιθανότατα γερμανικής καταγωγής, χρησιμοποιείται κυρίως υποτιμητικά για την περιγραφή έργων τέχνης ή εν γένει αντικειμένων των οποίων η αισθητική θεωρείται ψεύτικη, επιτηδευμένη ή ευτελής, στερούμενη βαθιάς σκέψης, και με αποκλειστικό σκοπό την τέρψη του θεατή για οικονομικό όφελος.
Αρχικά χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για την περιγραφή έργων ζωγραφικής, και αργότερα η χρήση του επεκτάθηκε προς άλλες μορφές τέχνης. Συχνά ταυτίζεται με την έννοια του κακού γούστου.
Ως κιτς εννοούνται επίσης οι ευτελείς απομιμήσεις αληθινών έργων τέχνης, στη ζωγραφική, στην αρχιτεκτονική, στη λογοτεχνία, στη φωτογραφία, στον κινηματογράφο, στο θέατρο αλλά και στη μόδα. Στην Κοινωνιολογία της Τέχνης, ο Άρνολντ Χάουζερ υποστήριξε πως το κιτς διαφέρει από άλλες προσφιλείς μορφές τέχνης, ως προς την τάση του να εκλαμβάνεται σοβαρά ως τέχνη ή να θεωρεί πως εκφράζει το ευγενές γούστο. Yπό αυτό το πρίσμα μπορεί να οριστεί ως ένα είδος παρασιτικής τέχνης με βασικό στόχο την κολακεία του θεατή και καταναλωτή της.
Φαίνεται πως ο όρος επινοήθηκε περίπου το 1870, στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Μονάχου, ωστόσο η προέλευσή του παραμένει αβέβαιη. Σύμφωνα με μία ετυμολογική υπόθεση, προέρχεται από τον αγγλικό όρο sketch (σκετς, σκίτσo), τον οποίο χρησιμοποιούσαν Αγγλόφωνοι επισκέπτες ζητώντας από ντόπιους καλλιτέχνες σχέδια τοπίων ή άλλων θεμάτων. Κατά μία άλλη εκδοχή, ετυμολογείται από το δύσχρηστο γερμανικό ρήμα kitschen που σημαίνει βάφω, αλείφω, πασαλείβω αλλά και μαζεύω λάσπη στο δρόμο, παραπέμποντας στους τουρίστες που μάζευαν άκριτα έργα ζωγραφικής ή σχέδια. Για πολλά χρόνια ο όρος είχε ξεχαστεί, για να επανέλθει ως διεθνής πλέον τη δεκαετία του ’30.
Δεδομένου ότι το γούστο είναι έννοια υποκειμενική και το κακό γούστο από μόνο του δεν είναι μομφή γι’ αυτόν που στερείται γούστου και δεδομένου ότι το καλό γούστο δεν είναι έμφυτη ικανότητα αλλά αποκτάται με την αγωγή, την παιδεία και τη συνήθεια, τότε το κακό γούστο γίνεται Κιτς όταν συνοδεύεται με το ψέμα και όταν κάποιος φανερά άσχετος άνθρωπος με το αισθητικό γεγονός, επιμένει να έχει στενές σχέσεις με την τέχνη, προσπαθώντας να την πλασάρει ως τέχνη.
Στις μέρες μας ο όρος κιτς έχει ξεφύγει από την αισθητική αντίληψη της τέχνης κι έχει επεκταθεί γενικότερα στον προσδιορισμό του κακού γούστου στην περίπτωση που είναι γενικά παραδεκτός, γιατί αντικειμενικά ένας τέτοιος προσδιορισμός είναι αδύνατος. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια έχει προκύψει και ο νεολογισμός «Κιτσαριό» ή και «Καρακιτσαριό» (σε υπερβολικό βαθμό).
Αναφέρεται σε πολλαπλές εκφράσεις της μαζικής κουλτούρας όπως η τέχνη των χρωμολιθογραφιών, τα εικονογραφημένα λαϊκά αναγνώσματα, η ελαφρολαϊκή μουσική, τα κινούμενα σχέδια, οι χολιγουντιανές ταινίες, οι εμπορικές διαφημίσεις. Παρ’ όλα αυτά σήμερα τα όρια μεταξύ κουλτούρας και υποκουλτούρας δεν είναι ξεκάθαρα, ενώ το κιτς έχει νομιμοποιηθεί ως εικαστικό εργαλείο, ειδικά από την ποπ-αρτ, τη σοβιετική ποπ-αρτ, την τέχνη της Λατινικής Αμερικής αλλά και των ΗΠΑ σε κάποιες περιπτώσεις.
Ποιος μπορεί να βάλει τις διαχωριστικές γραμμές χωρίς μια δόση αυθαιρεσίας, ακόμα και αυταρχισμού, όταν μάλιστα οι έννοιες της ομορφιάς και της ασχήμιας αλλάζουν και διευρύνονται; Μια εποχή χωρίς ασχήμια είναι μια εποχή χωρίς καινοτομία. Πολύ συχνά η εποχή αδυνατεί να συνειδητοποιήσει τις καινοτομίες και τις υποβαθμίζει σε ένα επιφανειακό συναίσθημα απέχθειας, τραγικού ή κωμικού.
“Ό,τι θα στεκόταν άσχημα σ’ έναν κήπο, είναι όμορφο σε ένα βουνό”, έλεγε ο Βίκτωρ Ουγκώ. Όλα είναι θέμα οπτικής. Ας θυμηθούμε και τον ορισμό του Βασίλη Ραφαηλίδη για το κιτς: «Κιτς σημαίνει κακό γούστο ανάμεικτο με ψέμα».
Πολύχρωμο… Καρναβαλικό… Αφελές… Ιδιοφυές… Μελό… Πορνογραφικό… Ταμπέλες… Avant-garde… Ολοκληρωτικό… Ρομαντικό… Κραυγαλέο… Ένα ψέμα που τολμάει να πει την αλήθεια.
Τρόπος ζωής
Αν θα έπρεπε να εντοπίσουμε το σημερινό ψυχισμό του κιτς, χρειάζεται να ξεκινήσουμε από τη σημειωτική μετατόπισή του στην ενημέρωση, στα τηλεοπτικά πλατό, στις πολυτελείς κατοικίες και στους τρόπους ζωής των “επωνύμων” και των πολιτικών που κατακλύζουν τα περιοδικά αλλά και τα ηλεκτρονικά δίκτυα.
Όπως είχε πει και ο Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω, “σε έναν άσχημο και δυστυχισμένο κόσμο, ακόμα και οι πιο πλούσιοι δεν μπορούν να αγοράσουν παρά μόνο ασχήμια και δυστυχία”.
Το κιτς βέβαια δεν είναι απαραίτητα κακόγουστο. Μπορεί να το βλέπουμε σαν εκκεντρική τάση, αλλά συχνά με την υπερβολή του έγινε τέχνη ακριβή. Χαρακτηρίζει την έλλειψη μέτρου, ειδικά στην Ελλάδα που υπήρξε χώρα του μέτρου κάποτε. Σήμερα αποτελεί θεσμικό πλαίσιο αισθητικής συμπεριφοράς, μάλλον αποδεκτό και μάλλον συζητήσιμο ως αξιοπερίεργο, ταυτόχρονα καταδικαστέο.
Η εικόνα με το σεμέν της γιαγιάς πάνω στην τηλεόραση και από πάνω το αγαλματάκι με την Αφροδίτη της Μήλου είναι εικόνα τόσο ζεστή, είναι όμως και αθώα; Το κιτς είναι μεγάλη υπόθεση και σίγουρα όχι προσωπική.
Ο όρος κιτς εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Γαλλία τη δεκαετία του ’60, σχεδόν έναν αιώνα μετά από την εμφάνισή του στη Γερμανία. Στη γαλλική απόδοση του περίφημου δοκιμίου του Xέρμαν Mπροχ, η λέξη «Kitsch» είναι μεταφρασμένη ως «τέχνη του ευτελούς» («art de pacotille»). Πρόκειται για παρερμηνεία γιατί ο Mπροχ αποδεικνύει πως το κιτς είναι άλλο πράγμα και όχι απλώς ένα έργο κακού γούστου.
Στην πάροδο των χρόνων το κιτς διείσδυσε σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης έκφρασης, στη λογοτεχνία, στην τέχνη και στην κουλτούρα γενικότερα. Άρχισε με την επικράτηση του ναζισμού και σταλινισμού, σχεδόν ταυτόχρονα (στη δεκαετία του ’30) και εδραιώθηκε στον υπαρκτό σοσιαλισμό. Τα απομεινάρια αυτών των ολοκληρωτικών καθεστώτων τα γευόμαστε καθημερινά μέχρι και σήμερα στην Ελλάδα.
Είναι σίγουρο λοιπόν ότι η λέξη κιτς είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αισθητική. Πού πρέπει ωστόσο να τραβήξουμε την κόκκινη γραμμή, για να ξεχωρίζουμε τι είναι κιτς και τι όχι; Η διαχωριστική γραμμή που κρατούσε κάποτε μακριά την πρωτοπορία από το κιτς μοιάζει όλο και περισσότερο συγκεχυμένη. Σύμφωνα πάντως με τον Μίλαν Κούντερα το κιτς δεν εκφράζει μόνο την τέχνη του ευτελούς.
Όπως γράφει, υπάρχει η κιτς συμπεριφορά. Η στάση κιτς. Η ανάγκη –κιτς (Kitschmensch): η ανάγκη να κοιτάζεσαι στον παραμορφωτικό καθρέφτη της ωραιοποίησης και να αναγνωρίζεις το πρόσωπό σου συγκινημένος από ικανοποίηση… Η λέξη κιτς υποδηλώνει τη στάση του ανθρώπου που θέλει πάση θυσία να αρέσει στους περισσότερους. Για να είναι αρεστός, πρέπει να επιβεβαιώσει όλα όσα ο κόσμος θέλει να ακούσει, πρέπει να είναι στην υπηρεσία της κοινοτοπίας…
Το κίβδηλο
Ο Αμερικανός ιστορικός τέχνης Κλέμεντ Γκρίνμπεργκ συγκλίνει με την άποψη του Κούντερα τονίζοντας πως «το κιτς είναι η επιτομή όλων όσα είναι κίβδηλα στη σύγχρονη ζωή». Συνεπώς συνδυάζοντας τις δύο δηλώσεις -του Κούντερα και του Γκρίνμπεργκ- καταλήγουμε πως και το κίβδηλο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης φύσης. Εννοιολογικά, λοιπόν, ο όρος ξεφεύγει από το πλαίσιο της αισθητικής αντίληψης στην τέχνη και καλείται πλέον να προσδιορίσει ανθρώπινες καταστάσεις και κοινωνικές συμπεριφορές.
Για να κατανοήσουμε τον όρο κιτς καλύτερα πρέπει να εξετάσουμε την ουσία του θέματος και όχι τόσο τα αποτελέσματα. Στη βάση του, το κιτς είναι έκφραση, δηλαδή μήνυμα. Γιατί όμως κάτι το παράταιρο, το αλλοιωμένο, αγαπήθηκε τόσο πολύ από τα πλήθη; Η απάντηση είναι απλή και βασίζεται στα ανθρώπινα ένστικτα. Όλα ξεκίνησαν μετά τη βιομηχανική εποχή όπου ο μέσος άνθρωπος ήθελε να μιμηθεί τρόπους και στάσεις ζωής άλλων κοινωνικών στρωμάτων και εποχών. Η ανάγκη αυτή δεν άργησε να γίνει ένας τρόπος κέρδους και εξουσίας για κάποιους. Το κιτς έχει τεράστια δύναμη.
Η δύναμη της συνήθειας και το πέρασμα από γενιά σε γενιά μιας αισθητικής συμπεριφοράς το κάνει σχεδόν αδύνατο να σταματήσει απότομα. Η αλλαγή θέλει χρόνια και κόπο. Αυτή η στρεβλή μίμηση της πολυτέλειας μέσα στο σπίτι δεν μπορεί να καταπολεμηθεί μόνο αν αλλάξουμε τα έπιπλα ή τη διαρρύθμιση γενικότερα. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε την αξία των αντικειμένων, τόσο την πρακτική όσο και τη συναισθηματική. Να μην επηρεαζόμαστε από τα μεγέθη, τα χρώματα ή τις μορφές των αντικειμένων και να γνωρίζουμε ότι τα αντικείμενα δεν πρεσβεύουν κάποια ανώτερη αξία αν εμείς οι ίδιοι δεν ζούμε μέσα σε αυτή.
Πνευματική “σαβούρα”
Το κιτς είναι η αποτυχημένη στάση αισθητικής ανωτερότητας και αναβάθμισης (του χώρου, της τέχνης, της συμπεριφοράς), και σε πολλές των περιπτώσεων εσκεμμένη προσπάθεια νοθείας, κρίσεων και αντιλήψεων. Το κιτς τροφοδοτεί τη ματαιοδοξία μας, αφού δεν απαιτεί παιδεία και άσκηση, όμως στο πέρασμα του χρόνου ένα περιβάλλον αλλοιωμένο αισθητικά, είναι σίγουρο ότι θα επιδράσει στο γούστο μας και θα σταθεί εμπόδιο στο γνήσιο αυθορμητισμό της αισθητικής μας αντίληψης και μακροπρόθεσμα του χαρακτήρα μας…
Στη σύγχρονη κοινωνία με τον όρο κιτς συνήθως περιγράφουμε όχι μόνο την έλλειψη καλού γούστου, αλλά την πνευματική και πολιτισμική «σαβούρα» που έχει κατακλύσει κάθε έκφανση της ζωής μας. Το καλό γούστο δεν είναι έμφυτο. Διδάσκεται με την παιδεία και τη μόρφωση. Η απόκτησή του είναι συχνά μια επίπονη και μακρόχρονη διαδικασία. Συνεπώς δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε όσους το στερούνται εν αγνοία τους γιατί δεν είχαν την ευκαιρία και τα μέσα να το διδαχθούν. Το κιτς δεν περιγράφει μια τέτοια απουσία καλού γούστου. Περιγράφει την εσκεμμένη έλλειψη καλού γούστου σε συνδυασμό με το ψέμα και τη χυδαία, σχεδόν, επιμονή όσων είναι άσχετοι με την αισθητική, την τέχνη, την παιδεία και τον πολιτισμό εν γένει, να αποδείξουν πως δεν είναι.
Η σύγχρονή μας μεταμοντέρνα τέχνη είναι ανεκτική αρκετά σε κιτς προσεγγίσεις νεό-ποπ καλλιτεχνών και ακραίων δημιουργημάτων που ακροβατούν μεταξύ υπερβολής και ιλαρότητας. Η απουσία συγκεκριμένων εικαστικών κριτηρίων και ο καταιγισμός από μία πληθώρα καλλιτεχνικών ρευμάτων και τάσεων, καθιστούν συχνά δύσκολη, αν όχι αδύνατη, τη διάκριση του κιτς ακόμα και μέσα στην ίδια την τέχνη. Έργα που διαθέτουν όλα τα χαρακτηριστικά του κακόγουστου και εξεζητημένου εκτίθενται με περηφάνια στις γκαλερί και στα μουσεία σύγχρονης τέχνης. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν είναι σημείο των καιρών μας. Το κίνημα του Μανιερισμού για παράδειγμα (η σύντομη περίοδος μεταξύ Αναγέννησης και Μπαρόκ) όπως και το Ροκοκό που ακολούθησε το Μπαρόκ χαρακτηρίστηκαν ως ανάλαφρα και επιφανειακά κινήματα από πολλούς μελετητές. Τι συμβαίνει όμως στην κοινωνία μας;
Εικονική «ανοσία»
Η σύγχρονη κοινωνία, που ρίχνει το κέντρο βάρος της στα υλικά αγαθά και άγεται και φέρεται από την άκρατη καταναλωτική μανία, παρουσιάζει αρκετά σημεία κιτς τόσο στην αισθητική όσο και στη συμπεριφορά της. Οι πολίτες του κόσμου έχουμε γίνει ανεκτικοί σε εικόνες ασχήμιας και χυδαίας συμπεριφοράς βομβαρδιζόμενοι καθημερινά με αυτές. Διαμορφώνεται έτσι μια εικονική «ανοσία» που οδηγεί σιωπηλά στην ανοχή και κατά συνέπεια στην αποδοχή μιας νοσηρής κατάστασης.
Διόλου τυχαία στον όρο Νεοέλληνας έχουμε αποδώσει αρνητική χροιά, αφού συμβολίζει όλα εκείνα τα στοιχεία που εξάρει η έννοια του κιτς: απουσία αισθητικής, παιδείας, εύκολος πλουτισμός, χυδαία επίδειξη, εξεζητημένη συμπεριφορά. Οι ανατολίτικες επιδράσεις, τόσο εμφανείς στη νεοελληνική κουλτούρα, σε συνδυασμό με την απότομη μετάβαση της χώρας από την αγροτική οικονομία στην αστικοποίηση, και την απελπισμένη αναζήτηση εθνικής αλλά και κοινωνικής ταυτότητας συνετέλεσαν σε μια κιτς συμπεριφορά του Νεοέλληνα.
Σύμφωνα με τον Walter Benjamin, ο οποίος μελέτησε επισταμένα την τάση αυτή, το κιτς σε αντίθεση με την τέχνη, αναφέρεται σε ένα χρηστικό αντικείμενο από το οποίο απουσιάζει κάθε κριτική απόσταση μεταξύ του αντικειμένου και του παρατηρητή. Προσφέρει άμεση συναισθηματική ανακούφιση χωρίς πνευματική προσπάθεια, χωρίς την απαίτηση της απόστασης, χωρίς εξύψωση.
Τι είναι λοιπόν το κιτς; Ένα ακόμη προϊόν της Βιομηχανικής Επανάστασης, η οποία με την έλευσή της θέτει σε αμφισβήτηση τις έννοιες του μοναδικού και του αυθεντικού για να τις αντικαταστήσει με αυτήν του πολλαπλού, που σημαίνει την επανάληψη και την ποσότητα και άρα την έλλειψη μιας εξατομικευμένης σχέσης ή τη με άλλους όρους επανεύρεσή της; Αν, όπως υποστηρίζει ο Benjamin, τα πράγματα μπορεί να είναι ή να γίνουν αυθεντικά, όταν έχουν ιστορία, τότε ανασύροντας ένα αντικείμενο από την εν σειρά παραγωγή, βγάζοντάς το δηλαδή με μια έννοια από τον «βούρκο» της επανάληψης, ονομάζοντάς το μοναδικό, μπορεί να αρχίσει μιαν άλλη ζωή, κοντά σου.
“Κάποιοι άνθρωποι πιστεύουν ότι η πολυτέλεια είναι το αντίθετο της φτώχειας. Δεν είναι. Είναι το αντίθετο της κακογουστιάς”, είπε μια σοφή γυναίκα, η Κοκό Σανέλ.
Η Χιλιανή Celeste Olalquiaga στο βιβλίο της για το κιτς και ξεκινώντας από την προσωπική της ιστορία με έναν μικρό ιππόκαμπο εγκλωβισμένο σε μια γυάλινη σφαίρα δηλώνει εξαρχής και μάλιστα στην περίπτωσή της κυριολεκτώντας ότι το κιτς είναι γεννημένο νεκρό, όχι νεκροζώντανο, αλλά νεκρό. Εμπνευσμένη από τον Benjamin, προτείνει μια θεωρία για το κιτς, όπου το αντιμετωπίζει με μια θετική ματιά. Υπενθυμίζοντας την καταγωγή του ονόματός του, kitsch από το kitschen, που σημαίνει μαζεύω παλιοπράγματα, άχρηστα, από τον δρόμο, ή το verkitschen, που σημαίνει κάνω κάτι φθηνό, το φτηναίνω, τον τόπο της καταγωγής του, Γερμανία – Μόναχο, και τον χρόνο εμφάνισής του στα μέσα του 19ου αιώνα, η Olalquiaga επιλέγει να το μελετήσει σε χώρους στους οποίους το οπτικό στοιχείο είναι καθοριστικό: δηλαδή στις εικαστικές τέχνες και ιδιαίτερα στην αρχιτεκτονική και στη μικροτεχνία, στις παραστατικές τέχνες και στις γιορτές. Μας ξεναγεί στις αγαπημένες της γαλλικές στοές του 19ου αιώνα για τις οποίες έχει μιλήσει ο Benjamin, στο «Κρυστάλλινο Παλάτι» του Λονδίνου, στο Παλάτι από Πάγο της Ρωσίας, το περίτεχνο αυτό έργο που έλιωσε μαζί με τα χιόνια για να υπερασπιστεί το εφήμερο και το κιτς και τη μελαγχολία που αναδίδουν.
Μια κουρασμένη αθωότητα
Τα σκουπίδια δεν είναι κιτς, το κιτς όμως θεωρείται το «φτηνό», το «κακόγουστο», το «χαμηλό», το «σκουπίδι» της πολιτιστικής παραγωγής. Και σαν «σκουπίδι» φέρει επάνω του μια κουρασμένη αθωότητα, την αθωότητα ενός παιδιού που γεννήθηκε γερασμένο.
Όπως αναφέρει ο Tomas Kulka στο βιβλίο του “Κιτς και Τέχνη”, υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν σε ένα είδος διαχρονικότητας του κιτς, ανάγοντάς το στην εμφάνιση των πολλαπλών αγαλματιδίων κατά τους ελληνιστικούς χρόνους ή ακόμη θεωρώντας το απότοκο του ρομαντισμού αποδίδοντας προφανώς στον ρομαντισμό έναν μονοδιάστατο συναισθηματισμό και παραβλέποντας τη δαιμονική, την ανυπότακτη, την επαναστατική πλευρά του.
Βουτηγμένοι μέσα στο κιτς σχεδόν έναν αιώνα τώρα είναι αλήθεια ότι συχνά το αγνοούμε γιατί είναι υπερβολικά κοντά μας και άλλοτε πάλι το κατονομάζουμε με περιφρόνηση, όταν μπορούμε με αυτόν τον τρόπο να απολαύσουμε την υποτιθέμενη υπεροχή μας. Τα πλαστικά λουλούδια μπροστά σε έναν τάφο ή το λαϊκό τραγούδι για τη χαμένη αγάπη που ακούγεται από τις ανοιχτές πόρτες ενός φορτηγού στην ερημιά της Εθνικής δεν είναι κιτς. Κιτς δεν είναι μόνο ένα αντικείμενο ή ένα πρόσωπο, κιτς είναι ένας κόσμος και μια κατάσταση.
Η ειρωνεία
Κιτς είναι όποιος ειρωνεύεται συχνά, φιλικά ή εχθρικά, κάτι κατώτερό του. Η ειρωνεία ενυπάρχει πάντα στο εγχείρημα ενός χαρακτηρισμού που γίνεται αφ’ υψηλού.
Η Τζοκόντα του Ντα Βίντσι με τα μουστάκια που της πρόσθεσε ο Ντισάν, δεν ειρωνεύεται τον Ντα Βίντσι στον οποίο ο Ντισάν οφείλει πολλά, αλλά την αυτονόητη πρόσληψη της Τζοκόντας από μια κοινωνία όπου τα πάντα λειτουργούν και αξιολογούνται ως αυτονόητα. Στην Αφροδίτη με τα συρτάρια του Νταλί και στη φωτογραφική αναπαραγωγή της Ολυμπίας του Μανέ από τον Jaquet, ο στόχος δεν είναι η Αφροδίτη της Μήλου και η Ολυμπία, αλλά η απροβλημάτιστη κατάταξή τους στο αισθητικό και εμπορικό βάθρο του «αριστουργήματος». Στην περίπτωση του Νταλί μάλιστα, η ίδια η ειρωνεία των συρταριών δεν είναι παρά η επιφανειακή όψη της μετακίνησης: η άλλη όψη είναι το άνοιγμα διά της παραμορφώσεως στον κόσμο της εμπειρίας, του ονείρου και του ψυχαναλυτικού συμβολισμού.
“Κάποτε ο λαός είχε γούστο. Είχε τη δική του αισθητική. Το καταλαβαίνεις από την αρχιτεκτονική και τις φορεσιές κάθε περιοχής. Μετά ήρθαν τα ευρωπαϊκά ήθη και τα ισοπέδωσαν όλα”, έχει πει ο ζωγράφος Γιάννης Μόραλης.
Είναι σίγουρο ότι η λέξη κιτς είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αισθητική. Πού όμως πρέπει να τραβήξουμε την κόκκινη γραμμή, για να ξεχωρίζουμε τι είναι κιτς και τι όχι; Η διαχωριστική γραμμή που κρατούσε κάποτε μακριά την πρωτοπορία από το κιτς μοιάζει όλο και περισσότερο συγκεχυμένη.
Δεν είναι καινούργιο φαινόμενο η λατρεία του χυδαίου και του ευτελούς· υπάρχει από καταβολής κόσμου, και στις ισχυρές αυτοκρατορίες και στις χρυσές εποχές και όχι μόνο μεταξύ «πληβείων», αλλά και «ευγενών» και ηγετών – η εξουσία δύσκολα αντέχει την κοσμιότητα.
Λαϊκισμός και κιτς, μια διχαστική ερμηνεία του κόσμου και μια φαντασίωση υπεροχής, μέσα στην οποία βαφτίζεται η ζωή προς όφελος της πιο χοντροκομμένης απάτης.
“Η υπερβολική συσσώρευση στοιχείων κιτς αποτελεί μια αξιοσημείωτη υφολογική πρόταση”, σημειώνει ο Ουμπέρτο Έκο.
Κιτς δεν είναι μόνον ένα έργο ή ένα άτομο, κιτς είναι αυτό που συμπυκνώνει την αισθητική αποτύπωση του λαϊκισμού και της αλαζονείας, είναι ένα σύμπαν και μια κατάσταση, η υπερβολική μη αυθεντική λαϊκότητα, η ασπίδα προστασίας από την πραγματικότητα και τις δυσάρεστες αλήθειες, η καθήλωση στην κουφότητα και στην τυφλότητα, στο τελετουργικό της εξουσίας, μιας υπερβατικής εξουσίας υπεράνω εκλογέων.
Κιτς είναι η υποκρισία, η διαστρέβλωση των εννοιών και η κατάρριψη της λογικής, η απέχθεια προς τον ορθολογισμό, η κυριαρχία των ενστίκτων, η επικράτηση του φθηνού συναισθήματος, η απουσία διαλόγου, ο αυταρχισμός, οι μεγαλοστομίες, η δημαγωγία, η ηθική καταγγελία που δίνουν νέο πληθωρικό περιεχόμενο στο εξαιρετικά επικίνδυνο –γιατί διαφθείρει τάχιστα– πολιτικό κιτς.
Πηγές: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ, Ελευθεροτυπία.
«H τέχνη του μυθιστορήματος», Mίλαν Kούντερα, μτφρ. Φίλιππος Δρακονταειδής, Eστία, 1989.
«Λεξικό λογοτεχνικών όρων», Αργύρης Ματακιάς, Εκδόσεις Πελεκάνος, 2005
«Έννοιες της Μοντέρνας Τέχνης» επιμέλεια Νίκος Στάγκος, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2003
«Κάτι το Ωραίον – Μια περιήγηση στην νεοελληνική κακογουστιά», Συλλογικό έργο, Εκδόσεις Πολύτυπο, 1984
***
Αρχική εικόνα: Έργο του Jeff Koons