Τη λαδομπογιά την πρωτομύρισα σε
μια θεία μου, αδερφή της μητέρας μου,
που ζωγράφιζε.
Τότε πρωτοάρχισα να σχεδιάζω.
Πήγαινα στο Γυμνάσιο,
έπαιρνα κιμωλίες, τις βουτούσα
σε μπλε και κόκκινο μελάνι
και σχεδίαζα στον πίνακα με τρία
χρώματα. Μπλε, κόκκινο, άσπρο.
Η ζωγραφική είναι άχραντο μυστήριο,
όπως ο έρωτας.
Ποτέ δεν ξέρεις τι σε έκανε
να παραδοθείς σε έναν άνθρωπο,
όπως ποτέ δεν ξέρεις τι καθοδηγεί
το χέρι σου την ώρα που ζωγραφίζεις.
Ποια μυστική δύναμη.
Ένα έργο μου πρέπει πρώτα
να ικανοποιεί τα δικά μου μάτια.
Πολλές φορές βασανίζομαι
με έναν πίνακα.
Ψάχνω αυτό που μου λείπει
και δεν το βρίσκω.
Και ξαφνικά,
ακόμη και ύστερα από καιρό,
συνειδητοποιώ ότι έλειπε
μία και μόνη γραμμή.
Τη βάζω και τότε ησυχάζω.
Όταν μπορούσα
να τα βγάλω πέρα οικονομικά,
δεν τα πουλούσα τα έργα μου.
Δεν ήθελα να τα αποχωρίζομαι.
Είναι σαν να τα έχω προδώσει.
Σαν να έχω προδώσει το βλέμμα τους.
Είχα όμως οικονομική στενότητα
και δε γινόταν να μην πουλάω.
Αν ξέρω τον κάτοχο ενός πίνακά μου,
ρωτάω καμιά φορά αν θέλει βερνίκωμα.
Θέλω να μάθω πώς είναι η υγεία του.
Πάντα μου άρεσε η αντίθεση
λευκού – μαύρου.
Η πρώτη μου αγάπη, η παιδική,
– ήμουνα δεν ήμουνα εννιά ετών –
ήταν ένα κορίτσι που το πρόσωπό του
ήταν φιλντισένιο. Κάτασπρο.
Βέβαια, το άσπρο και το μαύρο
μου αρέσουν και για λόγους
καθαρά πλαστικούς.
Αναδεικνύουν όλα τα χρώματα.
Ο έρωτας και ο θάνατος πάνε μαζί.
Και τα δύο έπαιξαν σημαντικό ρόλο
στη ζωή μου.
Τον θάνατο
τον αισθάνομαι έκτοτε πολύ κοντά.
Ίσως γι’ αυτό αγαπώ τον έρωτα.
Τη ζωή.
Γιάννης Μόραλης
Κατά τη διάρκεια των μαθητικών του χρόνων ο Γιάννης Μόραλης παρακολουθούσε τις κυριακάτικες παραδόσεις ζωγραφικής στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Το 1931, επιτυγχάνοντας στις εισαγωγικές εξετάσεις, ενεγράφη στο προπαρασκευαστικό τμήμα της Σχολής, όπου μαθήτευσε κοντά στο Δημήτριο Γερανιώτη. Αργότερα φοίτησε στα εργαστήρια του Κωνσταντίνου Παρθένη και του Ουμβέρτου Αργυρού, και από το 1933 παρακολούθησε βραδινά μαθήματα στο εργαστήριο χαρακτικής του Γιάννη Κεφαλληνού. Το 1936, χρονιά της αποφοίτησής του, εξασφάλισε υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών για σπουδές ψηφοθετικής στο εξωτερικό. Έτσι, τον επόμενο χρόνο έφυγε μαζί με το φίλο του ζωγράφο Νίκο Νικολάου για τη Ρώμη, σύντομα όμως αναχώρησε για να εγκατασταθεί στο Παρίσι. Εκεί σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών, ζωγραφική με τον Charles Guerin και τοιχογραφία με τον Ducos de l’ Haille. Συγχρόνως φοίτησε στην Ecole des Arts et Metiers, παρακολουθώντας μαθήματα ψηφοθετικής. Επέστρεψε στην Ελλάδα με την κήρυξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, για να στρατευτεί. Το 1947 εξελέγη τακτικός καθηγητής στο προπαρασκευαστικό τμήμα της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και δέκα χρόνια αργότερα τακτικός καθηγητής στην έδρα της ζωγραφικής, θέση στην οποία παρέμεινε έως το 1983. Τα χρόνια 1959 – 1962 σχεδίασε και εκτέλεσε την εγχάρακτη σύνθεση του εξωτερικού τοίχου του ξενοδοχείου Χίλτον στην Αθήνα. Ασχολήθηκε επίσης με την κεραμική, την εικονογράφηση και τη σκηνογραφία, δουλεύοντας για το Εθνικό Θέατρο, το Ελληνικό Χορόδραμα και το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν.
Στις διακρίσεις του συγκαταλέγονται το χάλκινο μετάλλιο στην Πανελλήνιο του 1940, το χρυσό μετάλλιο στη Διεθνή Έκθεση Χειροτεχνίας στο Μόναχο το 1973, η εκλογή του ως τακτικού μέλους του Διεθνούς Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών (1962), το παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικα (1979) και το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών (1979). Εξέθεσε για πρώτη φορά ατομικά το 1959 στον “Αρμό”. Συμμετείχε σε ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, μεταξύ των οποίων η Μπιενάλε της Βενετίας (1958) και η Μπιενάλε Ταπισερί της Λοζάνης (1965, 1972). Το 1988 πραγματοποιήθηκε αναδρομική έκθεση του έργου του στην Εθνική Πινακοθήκη και ακολούθησε η μεγάλη δωρεά του καλλιτέχνη στο μουσείο. Το 1996 η Ακαδημία Αθηνών οργάνωσε έκθεση προς τιμήν του.
Καλλιτέχνης που επηρέασε καθοριστικά το τοπίο της μεταπολεμικής τέχνης στην Ελλάδα, τόσο με το εικαστικό του έργο όσο και με τη διδασκαλία του, πέτυχε στη ζωγραφική του τη σύζευξη του κλασικού με το μοντέρνο. Αν και ενδιαφέρθηκε για ποικίλες θεματικές κατηγορίες, όπως το τοπίο ή η νεκρή φύση, η δημιουργία του, τόσο στη ρεαλιστική όσο και στη γεωμετρική φάση της, είναι ουσιαστικά ανθρωποκεντρική, με άξονα τον έρωτα και το θάνατο.