Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
Είναι ένα γλυκό παιδί που αγαπά το ξημέρωμα, τα ειρωνικά παραμύθια και τα στρατηγικά σχέδια. Ένα ευγενικό παιδί με ανθρωπιά, τιμιότητα και αλληλεγγύη. Ένα χαμογελαστό παιδί που σκάβει επίμονα στην αμμουδιά για να βρει νερό και να φτιάξει το δικό του κάστρο με λιμάνι. Ένα δημιουργικό παιδί που, αφού έχτισε με επιτυχία πέρυσι στη σκηνή -με την “Γκάμπυ”- μια ιστορία που αντλούσε έμπνευση από τη θρυλική πόρνη των Αθηνών Γαβριέλα Ουσάκοβα, φέτος σκηνοθετεί τη μελαγχολική, σουρεαλιστική και αστεία περιπλάνηση ενός καλλιτέχνη ανά την Ελλάδα. Ενός καλλιτέχνη που περνά μια σκοτεινή νύχτα της ψυχής πριν αυτή εξελιχθεί σε βιβλίο, σε ταινία, σε τραγούδι και τώρα σε θεατρική παράσταση χάρη στη δική της ιδιοφυή, ευφάνταστη και μαγική σκηνοθετική μπαγκέτα. Τι σημαίνει να είσαι ζωντανός; Τι σημαίνει να πονάς; ρωτά η παράσταση. Η Κίρκη Καραλή μας εξηγεί τι σημαίνει να ψάχνεις για μια ελπίδα κι ας είναι η ελπίδα πάντα απόγνωση, για ένα είδος ουσιαστικής επικοινωνίας στην ελληνική επαρχία, ζώντας στο περιθώριο της δεκαετίας του 1980. Στο γνωστό μας «Αυτή η νύχτα μένει» ανακαλύπτει νέα πράγματα. Στόχος της είναι να κάνει το κοινό να νιώσει ότι πρόκειται για κάτι ζωντανό. Και το πετυχαίνει. Ένας συναισθηματικός λαβύρινθος, ένα ευφυολόγημα, μια τεράστια αφύσικη αναζήτηση, ένα υπαρξιακό ανέκδοτο με ποιητικό τέλος ή ακόμα ένα ποίημα, ή όλα αυτά μαζί ή τίποτα από αυτά. Όπως και να ‘χει, η παράσταση συγκινεί βαθιά, ενώ παράλληλα αποτελεί τροφή για σκέψη προς τον θεατή, γεννώντας προβληματισμό, αλλά και αποτελώντας αφορμή για συζήτηση. Παρακολούθησα το «Αυτή η νύχτα μένει» στο θέατρο «Δημήτρης Ροντήρης», στην Πλάκα, καθηλωμένη από ένα παγερό ταξίδι σε τελετουργικά tableaux vivants, φαντασιώσεις, παρεξηγήσεις και εφιάλτες. Μυστηριακές εικόνες, ροζ ή κατακόκκινες, πλάθονται πίσω από αέρινα πέπλα, κόκκινα γαρίφαλα, λαϊκά άσματα και προβολείς ή χάνονται σαν σε όνειρο. Πλάσματα ανοίκεια και αλλόκοτα αντικείμενα, ένα σύμπαν παράλληλο, επιλογές καρφιτσωμένες στο νου, φαντασιακές διαδρομές, το μέλλον που νομίζεις ότι μπορείς να οργανώσεις αλλά αυτό γελά και σε προσπερνά. Ο έρωτας, η πάλη του άνδρα και της γυναίκας, ενδιαφέρει τη σκηνοθέτιδα ως αλχημεία των αισθημάτων αλλά και ως αγώνας επικράτησης. Η ομορφιά είναι βίαιη και θελκτική, ούτε θετική ούτε συμφιλιωτική ούτε εποικοδομητική. Ο χρόνος κυλά και τα λεωφορεία αναχωρούν για άλλους σταθμούς, για άλλες πόλεις, για άλλους θύτες και θύματα. Όπου υπάρχει καινούργια σοδειά. Αλλά εσύ πρέπει να διαλέξεις πού θα επιβιβαστείς κι ας μην ξέρεις πού θα καταλήξεις. Το έργο έχει μια πλευρά ηδονοβλεπτική και μια πλευρά αιρετική. Δρα υποδόρια.
Η Κίρκη Καραλή σκηνοθετεί σοκαριστικά τις εξάρσεις της ψυχής, την εξαΰλωση, το ανθρώπινο πάθος και την ανάγκη για σωτηρία της ψυχής, τις καταστροφές και τις ηθικές και υλικές χρεοκοπίες. Σκηνοθετεί με αδιαμεσολάβητη θεατρικότητα μοναχικούς ανθρώπους επί το πλείστον, οι οποίοι είναι περιτριγυρισμένοι από κόσμο. Χάνεσαι στο σύμπαν τους και ενδεχομένως μπορείς να βρεις κάποιο ίχνος παρηγοριάς μέσα σε αυτό. Μείγμα φωτεινότητας και σκότους, διαύγειας και ταπείνωσης, αισθησιασμού και εσωτερικών κραδασμών. Τις εικόνες τις διασχίζει, τις διαπερνά, για να βρεθεί από την άλλη πλευρά τους, αυτή των σκιών. Μαζί της σ’ αυτή τη χαρά της αναζήτησης έντεκα πολύ ικανοί και ταλαντούχοι ηθοποιοί, οι Θάνος Αλεξανδρής (που είναι και ο συγγραφέας), Μυρτώ Γκόνη, Μαρία Διακοπαναγιώτου, Νίκος Λεκάκης, Νίκος Μαγδαληνός, Νικόλας Μακρής, Λίλα Μπακλέση, Μάγδα Πένσου, Ιωσήφ Πολυζωίδης, Όμηρος Πουλάκης και Ρένος Ρώτας. Η παράσταση βασίζεται εξ ολοκλήρου στο βιβλίο του Θάνου Αλεξανδρή και διανθίζεται με υπέροχα ιντερμέδια επηρεασμένα από τον Ρολάν Μπαρτ. Αυθεντικοί φιλόσοφοι και λαϊκοί ήρωες συναντιούνται τις νύχτες και συζητούν για κολασμένα ερωτικά πάθη και καψούρες. Χρησιμοποιούνται στοιχεία από την επιθεώρηση, το δράμα, την κωμωδία και αναδεικνύεται η τραγικότητα των προσώπων που απαρτίζουν τους θαμώνες και τους «καλλιτέχνες» των ιερών σκυλάδικων στο φόντο ενός κλίματος ανερχόμενης ευμάρειας, επισημαίνοντας ταυτόχρονα και μια πολιτική πτυχή της εποχής. Φωτισμένες μαρκίζες στο πουθενά, ουίσκι και φτηνή σαμπάνια, χρήμα, εκτόνωση, αισιοδοξία, ευθύτητα, νυχτερινά no mans land, μια «ζώνη» όπου κυβερνά μια δύναμη που εκπληρώνει τις επιθυμίες των ανθρώπων… Μην ξεχνάμε ότι υπήρξαν λόγιοι που κατάλαβαν και αγάπησαν με ειλικρίνεια τα σκυλάδικα, όπως ο ποιητής και κριτικός θεάτρου Γιάννης Βαρβέρης που επινόησε και τον περίφημο όρο «Κάτω Νύχτα», όπως επίσης ο ποιητής Θωμάς Γκόρπας. Η Κίρκη, ένα εκπληκτικό κορίτσι που μεγάλωσε στα τηλεοπτικά πλατό και στα γραφεία των εφημερίδων, που θεωρεί πως “όλη η ζωή είναι μια εκπαίδευση επί της ανατροπής”, μας εξηγεί πως πρόκειται για χώρους μεταφυσικούς. «Στα σκυλάδικα έχεις τη δυνατότητα να επιλέξεις το προφίλ αυτού που θες να είσαι και να μεταμορφωθείς. Για μια νύχτα, για κάθε νύχτα, δεν έχει σημασία. Όσο το έχεις ανάγκη», λέει και δίνει στην παράστασή της μια ροή που σφύζει από αίμα ζεστό στις φλέβες και μια ονειρικότητα που μοιάζει με της ζωής την ανηλεή ειμαρμένη.
Διαβάστε τη συνέντευξη.
Κίρκη, ποιες είναι οι πιο αγαπημένες αναμνήσεις από την παιδική σου ηλικία;
* Οι πιο ευχάριστες εικόνες που έχω είναι εικόνες παρασκηνίων. Οι γονείς μου, ως δημοσιογράφοι που δούλευαν ατέλειωτες ώρες, με έπαιρναν συχνά μαζί τους σε γραφεία εφημερίδων, στούντιο ραδιοφώνων, τηλεοπτικά πλατό, σε ταξιδιωτικά γυρίσματα, πράγμα που δεν θυμάμαι ποτέ να με κουράζει. Αντιθέτως, η χαρά της ανακάλυψης αυτού που μπορώ εγώ να δω, σε αντίθεση με τον υπόλοιπο κόσμο, με ξετρέλαινε. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, όταν πολύ μικρή είχα χαθεί στους διαδρόμους της ΕΡΤ, είχα βρει τυχαία μια αποθήκη κάποιων θεατρικών σκηνικών και στη συνέχεια το πλατό της παιδικής εκπομπής “Ουράνιο τόξο”. Ενθουσιάστηκα λες και ανακάλυπτα την Αμερική! Όταν σήμερα βρίσκομαι ξανά στο Ραδιομέγαρο, αισθάνομαι σα να μπαίνω στην παιδική χαρά που μεγάλωσα.
Πότε και πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με το θέατρο;
* Από τότε που με θυμάμαι, παρακολουθώντας παιδικό θέατρο, ένιωθα έναν παράξενο συνδυασμό έλξης – άπωσης με τη σκηνή. Με γοήτευε και συγχρόνως τη φοβόμουν. Ένιωθα δέος και νόμιζα πως οι ηθοποιοί δεν είναι όντα αυτής της γης. Από τα χρόνια του σχολείου θαύμαζα τους μεγαλύτερούς μου συμμαθητές που συμμετείχαν στο σχολικό θεατρικό όμιλο. Προσπαθώντας να πάω κόντρα στους φόβους μου, εντάχθηκα στη θεατρική ομάδα και τελειώνοντας το Λύκειο αποφάσισα πως τέλειωσαν τα θέατρα και οι τέχνες για εμένα. Πέρασε ένας χρόνος και αποφάσισα ότι δεν θα μπορούσα να σπουδάσω τίποτα άλλο εκτός από Θέατρο. Προσπάθησα να το αποφύγω και να μπω στην Κοινωνιολογία για να γίνω εγκληματολόγος. Καλώς ή κακώς, δεν τα κατάφερα.
Ποιοι άνθρωποι σε ενθάρρυναν και ποιοι δάσκαλοι σε καθόρισαν;
* Πριν ακόμη φτάσω 5 ετών, οι γονείς μου άρχισαν να με πηγαίνουν στο θέατρο και το σινεμά. Θυμάμαι πως κάθε τέτοια έξοδος μου έμοιαζε κάπως σαν εκδρομή. Μετά, μπορεί να έγραφα σε ένα ημερολόγιο τι είδαμε ή να ξαναέστηνα την παράσταση με τους φίλους μου σε μια πιο σύντομη εκδοχή. Φυσικά με ενθάρρυναν, όπως κάθε γονιός θα κάνει, όταν το παιδί του αντί να πετάει πέτρες και να κυλιέται στις λάσπες, κάνει κάτι πιο δημιουργικό. Στη σχολική θεατρική ομάδα, που προανέφερα, είχαμε μια καταπληκτική δασκάλα, τη Μαρία Κατζουράκη – Χρυσομάλλη. Ανεβάζαμε έργα κλασικού ρεπερτορίου, φορούσαμε κοστούμια εποχής από το Βεστιάριο, μας σκηνοθετούσε με έμφαση στο ρυθμό και το ατακάρισμα και ενσωμάτωνε με τον τρόπο της τις νεανικές μας τρέλες. Εκείνη με κατηύθυνε στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ., μιλώντας μου για μια σχολή που συνδυάζει τόσο το πρακτικό όσο και το θεωρητικό κομμάτι του θεάτρου. Εκεί, μεταξύ πολλών σημαντικών καθηγητών, ήταν και ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, που ως δάσκαλος υποκριτικής με βοήθησε να διαχειριστώ τα κλασικά κείμενα αλλά και τη δημιουργία μιας νέας δραματουργίας απ’ το τίποτα.
Φέτος σκηνοθετείς και παρουσιάζεις την παράσταση «Αυτή η νύχτα μένει», που βασίζεται στο βιβλίο του Θάνου Αλεξανδρή. Τι σε τράβηξε να επιλέξεις αυτό το συγκεκριμένο έργο;
* Πρώτα απ’ όλα, από γραφής του το βιβλίο έχει φοβερό χιούμορ, συγκίνηση, σουρεαλιστικές στιγμές και μια διαρκή περιπλάνηση στο χώρο και το χρόνο, που θυμίζει κάμερα σε μακρύ μονοπλάνο που κατά τύχη ζουμάρει σε στιγμές και πρόσωπα. Όλα αυτά τα γοητευτικά συστατικά αποτελούν κομμάτι της πρόσφατης Ιστορίας μας. Το βιβλίο δεν έχει μυθοπλασία. Είναι ντοκουμέντο, αφού καταγράφει από μέσα το περιθώριο μιας εποχής, έτσι όπως το έζησε ο Αλεξανδρής. Μου αρέσει πολύ να καταπιάνομαι με πρόσωπα που υπήρξαν στα αλήθεια και να προσπαθώ να μεταφέρω στη σκηνή στιγμές από το πρόσφατο παρελθόν μας. Το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο του βιβλίου, αυτό της δεκαετίας του ’80, είναι ένα σημείο αναφοράς στις μέρες μας. Άλλοι νοσταλγούν εκείνη την εποχή κι άλλοι την ονομάζουν “αρχή του κακού”. Ήθελα πολύ να επεξεργαστώ αυτό το δίλημμα επί σκηνής. Συγχρόνως, το βιβλίο περιγράφει μια εποχή αθωότητας και σεξουαλικής εκτόνωσης, πολύ πιο ειλικρινή απ’ την υποτιθέμενα απελευθερωμένη δική μας. Μοιάζει με αντίποδα της σημερινής μας καταπίεσης. Οι ιστορίες “καψούρας” έχουν, επίσης, θεατρικές δυναμικές που συναντάς στα μεγάλα έργα ή και στις καθημερινές σαπουνόπερες. Μόνο που στα σκυλάδικα της νύχτας, αυτές οι ιστορίες μπορούν να κρατούν για μια βραδιά. Το αλκοόλ, τα θρυλικά σουξέ και τα μεγάλα πάθη δομούν ένα μαγικό σύστημα που, κατά τη γνώμη μου, έχει τρομερό θεατρικό ενδιαφέρον.
Ποια είναι η παρηγοριά που δίνουν τα σκυλάδικα, και στην οποία αναφέρεται ο συγγραφέας;
* Πρώτα απ’ όλα, για τον ερωτευμένο, η ταύτιση με το ισοδύναμο του συναισθήματός του καψουροτράγουδο, είναι λειτουργία παυσίπονη. Θα πιεί, θα τραγουδήσει, θα μελαγχολήσει, θα ξεσπάσει και θα είναι σα να έχει πει στο αντικείμενο του πόθου του, όλα όσα έχει στο μυαλό του, χωρίς συνέπειες. Θα νιώσει πως δεν είναι μόνος, αφού δεκάδες άλλα στόματα γύρω του, μιλούν με τους ίδιους στίχους για το ίδιο ακριβώς αίσθημα. Την ίδια στιγμή, μέσω της κονσομασιόν, μπορεί να κάνει νέους… φίλους, να μιλήσει με μια κοπέλα που, αν και δεν είναι ψυχολόγος, για χάρη του γίνεται κι αυτό. Θα συζητήσει αυτά που δεν μπορεί να πει το πρωί στη δουλειά του και το μεσημέρι στο σπίτι του. Θα ξοδέψει χρήματα, θα ανοίξει σαμπάνιες, θα σπάσει πιάτα, για ν’ αποδείξει στους άλλους πελάτες την “αξία” του. Στα σκυλάδικα έχεις τη δυνατότητα να επιλέξεις το προφίλ αυτού που θες να είσαι και να μεταμορφωθείς. Για μια νύχτα, για κάθε νύχτα, δεν έχει σημασία. Όσο το έχεις ανάγκη. Πρόκειται για χώρους, με μία έννοια, μεταφυσικούς.
Ως είδος καθαρά ελληνικό, τα σκυλάδικα πιστεύεις ότι γράφουν Ιστορία;
* Πιστεύω πως έγραψαν, τόσο με τον ξεχωριστό ήχο και την περιθωριοποιημένη καταγωγή τους -όπως και το ρεμπέτικο-, όσο και ως προς το χώρο και την ανθρωπογεωγραφία τους. Με τους δικούς του νόμους της νύχτας και την αναπαραγωγή της κοινωνίας μέσα από τα δικά του φίλτρα, αποτελεί ένα μοναδικό φαινόμενο στα παγκόσμια δεδομένα, άξιο επιστημονικής μελέτης. Ήδη διενεργούνται εργασίες σε πανεπιστημιακό επίπεδο σε σχέση με την ιδιομορφία αυτού του χώρου.
Εσύ η ίδια αγαπάς τη νύχτα ή την ημέρα περισσότερο;
Πιο πολύ αγαπώ το ξημέρωμα. Η μέρα σε εκθέτει περισσότερο απ’ όσο πιθανώς θέλεις και η νύχτα σε απελευθερώνει εξίσου. Για να υπάρχει μέτρο και όριο, προτιμώ το ενδιάμεσο διάστημα, λίγο πριν ξημερώσει. Επίσης, μεταξύ ήλιου και αστεριών, προτιμώ τα αστέρια. Μπορείς να τα κοιτάξεις αλλά δεν μπορείς να τα μετρήσεις.
Γίνονται ωραιότεροι οι άνθρωποι στο σκοτάδι;
* Δεν ξέρω αν φταίει το σκοτάδι ή η βαρύτητα, πάντως έχω παρατηρήσει πως όλοι μας είμαστε πιο όμορφοι στο τέλος της μέρας και όχι στο ξεκίνημά της. Το σκοτάδι είναι ωραίο όταν περιορίζει τις αναστολές και επιτρέπει αυτά που θέλουμε πολύ την μέρα, αλλά δεν τολμάμε.
Το έργο αναφέρεται σε μια εποχή που η ίδια -λόγω ηλικίας- δεν την έζησες. Τι σε συνδέει ωστόσο με τη δεκαετία του 1980;
* Με συνδέει το παρόν, ως αποτέλεσμα και απόηχος εκείνης της περιόδου. Με στιγματίζει και ο διπολισμός της. Στις παιδικές παρέες ρωτούσαμε αν είσαι με τον Μητσοτάκη ή τον Παπανδρέου, τον Ολυμπιακό ή τον Παναθηναϊκό, την Τίνα Τάρνερ ή τον Πανταζή. Με συνδέουν αναμνήσεις με πολύ έντονα χρώματα, με ξέφρενους χορούς με φούστες “λαμπάντα”, ειδήσεις για ένα Τείχος που πέφτει, για τρομοκρατικές οργανώσεις που μπορεί να “χτυπήσουν” ανά πάσα στιγμή και λοιπά άλλα καθημερινά και παγκόσμια. Όλα τους, δυστυχώς, με έναν… αέρα κάπως πιο αισιόδοξο απ’ τον σημερινό.
Τι αλλαγές έχουν γίνει σε σχέση με το βιβλίο; Σε τι μπορούμε να πούμε πως το θέμα του αφορά το σήμερα;
* Το βιβλίο χωρίζεται σε κεφάλαια με τίτλους πόλεων, απ’ τις οποίες πέρασε ο Αλεξανδρής και κατέγραψε τις εμπειρίες του. Κρατούσε σημειώσεις για όλους τους ανθρώπους που γνώρισε και για όλα τα σουρεαλιστικά περιστατικά που έζησε. Εμείς, με τη δραματολόγο Αναστασία Τζέλλου, συμπυκνώσαμε χαρακτηριστικά ηρώων από όλους αυτούς, δημιουργώντας 10 ρόλους. Για να υπάρχει μια πλοκή σε αυτές τις σχέσεις που βασίζονται σε ντοκουμέντα, χρησιμοποιήσαμε κάτι από τη ροή που έχουν τα ερωτευμένα ζευγάρια στο “Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας” του Σαίξπηρ. Έτσι κι αλλιώς, το “μαγικό δάσος έξω απ’ την Αθήνα” του Σαίξπηρ θυμίζει πολύ τον “υπερβατικό” χώρο της ελληνικής επαρχίας, εκείνη την περίοδο. Συνδυαστικά, κι επειδή για τον έρωτα – καψούρα μπορείς να μιλήσεις με πολλούς τρόπους λέγοντας ακριβώς το ίδιο πράγμα, συνδυάσαμε τα λαϊκά καψουροτράγουδα με τον φιλοσοφικό λόγο του Ρολάν Μπαρτ, σε στιγμές που οι ήρωες πνίγονται από το συναίσθημα και επιδιώκουν να το εξωτερικεύσουν.
Σε τι μπορούμε να πούμε πως το θέμα του αφορά το σήμερα;
* Το ποια σχέση έχει όλο αυτό με το σήμερα, το αφήνουμε στο θεατή. Πρόκειται για μια κατάσταση που είναι στον αντίποδα της σημερινής. Χρήμα, εκτόνωση, αισιοδοξία, ειλικρίνεια. Παρακολουθείς στιγμές που -αν τις έζησες- τις νοσταλγείς και άλλες που σε κάνουν να πιστεύεις πως από εκεί ξεκίνησε το σημερινό “κακό” της χώρας μας. Ο θεατής αποφασίζει τι εισπράττει.
Αναγνωρίζεις τον εαυτό σου σε κάποιον/α από τους ήρωες;
* Με όλους έχω κάτι κοινό, όπως ελπίζω κι ο θεατής. Κι αυτό είναι ένας τρόπος να σπάσουμε το στερεότυπο που θέλει τους “περιθωριακούς” τύπους ως κάτι τελείως διαφορετικό από εμάς. Καταλαβαίνω γιατί η Μπέμπα δεν μπορεί να ξεφύγει απ’ τον ίδιο της τον εαυτό, γιατί η Πόπη άλλα θέλει κι άλλα κάνει, γιατί η Γιούλα αλλάζει τα “θέλω” της για να επιβιώσει, γιατί η Έλενα παλεύει να αναγνωριστεί, γιατί ο Νίκος παραπονιέται για όσα δεν έζησε, γιατί ο Μάριος αγωνιά για την αγάπη του κοινού, γιατί ο Λύσσανδρος επιτίθεται όταν του αρνούνται τον έρωτα, γιατί ο Δημήτρης κυνηγά αυτό που δεν μπορεί να έχει, γιατί ο Ρένος δοκιμάζει τον περφόρμερ εαυτό του στις πιο σκληρές συνθήκες, γιατί ο Αλέπογλου είναι μαζί καθίκι και άγιος και γιατί ο Θάνος νοσταλγεί όλα όσα έζησε. Όλοι έχουν δικές μας όψεις.
Είναι γεγονός, κατά τη γνώμη σου, όπως λέει και το βιβλίο, πως ο έρωτας περιφρονεί τα σχέδια των ανθρώπων;
* Νομίζω πως η ζωή περιφρονεί γενικώς τα σχέδιά μας και όλη η ζωή είναι μια εκπαίδευση επί της ανατροπής. Ο έρωτας, προσωπικά, νομίζω ότι μόνο κεραυνοβόλος μπορεί να είναι. Αν αυτός είναι ο ορισμός του, τότε ναι, με το τόξο του, θα χτυπήσει όταν εσύ κοιτάς κάπου αλλού. Και βέβαια, δεν αποκλείεται, να χτυπήσει και το αντικείμενο του πόθου σου, κατευθύνοντάς το προς κάπου αλλού. Κι εκεί αρχίζουν τα μπερδέματα. Κι ο αγώνας κατά της περιφρόνησης.
Στην παράσταση έχουν συμπεριληφθεί και «Αποσπάσματα του Ερωτικού Λόγου» του Ρολάν Μπαρτ. Τι κοινό έχουν οι δύο συγγραφείς;
* Μιλούν για την “καψούρα”. Για τη φοβερή φωτιά ενός αισθήματος που σε μαγεύει, είτε για μια νύχτα είτε για μια ζωή. Μιλούν για τη διαδικασία και τις στιγμές μιας ιεροτελεστίας, ενός προγράμματος που πρέπει να διανυθεί. Με νόμους, στόχους και επιθυμίες.
Για να σταδιοδρομήσει στο θέατρο, εκτός από ταλέντο κι ένα δυνατό εσωτερικό κόσμο, τι άλλο χρειάζεται κάποιος;
* Υπομονή, γερό στομάχι και απάθεια απέναντι σε χτυπήματα που δεν έχουν καμία σοβαρή αιτία. Ένα καλό νευρικό σύστημα, με λίγα λόγια. Και διπλωματία.
Στη διαδρομή σου στο θέατρο ποιο είναι το πρώτο πράγμα που αναζητάς;
* Η καλή συνεργασία. Τους ανθρώπους με τους οποίους μπορείς να συνεννοηθείς και να έχουν κέφι για τη δουλειά, ώστε να συνδημιουργηθεί κάτι. Σε ένα τέτοιο κλίμα, ακόμη και ο τηλεφωνικός κατάλογος μπορεί να αποκτήσει θεατρικό ενδιαφέρον.
Ποιο θεωρείς το κύριο χαρακτηριστικό του χαρακτήρα σου;
* Καλό ή κακό; Θα πω κάτι ενδιάμεσο. Μου αρέσει να προσπαθώ να ταιριάξω τα φαινομενικά ασυνδύαστα και να βγάζω νόημα απ’ αυτό.
Ποιοι άνθρωποι σε γοητεύουν;
* Οι ειλικρινείς, που λένε αυτό που σκέφτονται έτσι όπως το σκέφτονται, που κάνουν κομπλιμέντα, που δεν είναι εγωιστές, που είναι συγχρόνως πολύ όμορφοι και πολύ ταλαντούχοι, αυτοί που έχουν μεγάλες βιβλιοθήκες και πάνε πολλά ταξίδια, αυτοί που δύσκολα μπορούν να παρασυρθούν εκεί που θες εσύ, αυτοί που χορεύουν και γράφουν ωραία, αυτοί που δίνουν τη ζωή τους για υψηλά ιδανικά, αυτοί που είναι υπέροχοι και όταν τους το λες δεν το πιστεύουν, αυτοί που δεν έχουν απαιτήσεις κι οι γιαγιάδες που ξέρουν τόσα και κάνουν σα να μην ξέρουν τίποτα, για να μην το παίξουν έξυπνες.
Διεκδικείς τις επιθυμίες σου;
* Ναι. Τις μεγάλες, με στρατηγικά σχέδια! Αν διεκδικήσω κάτι ξαφνικά και αυθόρμητα, ξέρω ήδη πως δεν θα κρατήσει πολύ. Άλλες φορές, μένω σε κατάσταση αναμονής, ώστε να με διεκδικήσουν αυτές, ενώ εγώ το παίζω αδιάφορη. Αυτός είναι και ο πιο επιτυχημένος τρόπος.
Η λογική σε τι χρησιμεύει;
* Να επεξηγεί το ένστικτο. Αν το ένστικτο είναι η συσσωρευμένη πληροφορία από παλιές εμπειρίες, τότε η λογική βοηθάει στο να επεξηγείς το ένστικτο και να το ακολουθείς. Χρησιμεύει, επίσης, στο να κωδικοποιεί όλα όσα δεν έχουν λογική, έτσι ώστε να μπορούμε να τα μοιραζόμαστε με λέξεις.
Τι φοβάσαι περισσότερο;
* Τον πόλεμο, τον σεισμό, τα ποντίκια. Ακόμη περισσότερο (πια), φοβάμαι τον έλεγχο της σκέψης μέσα απ’ το διαδίκτυο και τη σταδιακή ισοπέδωση της κριτικής σκέψης.
Τι τίτλο θα έβαζες στη ζωή σου;
* Το πρώτο που μου έρχεται να πω είναι “Πολύ κακό για το τίποτα”. Για να πάω κόντρα στη ματαιότητα, θα πω κάτι πιο σπουδαίο: “Η αστροναύτης Κ.Κ. πατάει σε λίγα δευτερόλεπτα την επιφάνεια του Άρη”. Μπορεί να σας φανεί αστείο, αλλά κάπως έτσι με φαντάζομαι στα γεράματα.
H χώρα μας δείχνει να αδυνατεί να βγει από τη μέγγενη της κρίσης. Ως καλλιτέχνις, είσαι αισιόδοξη ότι μπορεί να αλλάξουν τα πράγματα στο μέλλον;
* Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποια έμφυτη αισιοδοξία στους καλλιτέχνες για ένα καλύτερο αύριο. Αμφιβάλλω. Ίσως να υπάρχει, αντιθέτως, μια έμφυτη απαισιοδοξία για το μέλλον, εξού και όλη η καλλιτεχνική τους προσπάθεια έγκειται στην προσπέραση του παρόντος, στη δημιουργία ενός νέου επιπέδου ζωής, που έχει ως βάση του τη φυγή απ’ την πραγματικότητα. Απ’ τη μεριά μου, δεν είμαι ούτε αισιόδοξη ούτε απαισιόδοξη. Κάνω ό, τι μπορώ. Όπως τα παιδιά σκάβουν επίμονα στην αμμουδιά για να βρουν νερό και να φτιάξουν το δικό τους κάστρο με λιμάνι.
Η κρίση είναι πραγματικό εμπόδιο στη ζωή ή κάποιες φορές τη χρησιμοποιούμε και ως πρόφαση;
* Απ’ το φιλικό μου κύκλο δεν έχω παραδείγματα ανθρώπων που χρησιμοποίησαν την κρίση ως πρόφαση. Αντιθέτως, όλοι τους πήγαν κόντρα με νύχια και με δόντια σε όλα όσα η λέξη έσυρε μαζί της ως εμπόδια. Βλέπω, όμως, πως παρ’ όλες τις προσπάθειές μας, αυτή η κρίση που σχηματίστηκε με υπαιτιότητα άλλων, εισβάλλει στις ζωές όλων, ακόμη κι αυτών που δεν τη φοβήθηκαν ως τώρα. Η κρίση είναι εμπόδιο. Ακόμη κι αν για κάποιους είναι μια ευκαιρία, για μεγαλύτερη προσπάθεια και έμπνευση, το ντόμινο των παρενεργειών της δεν αφήνει κανέναν απρόσβλητο.
Τα στερεότυπα της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στους ξένους, πρόσφυγες και μετανάστες, πώς τα κρίνεις;
* Ντρέπομαι. Η προγιαγιά μου ήταν πρόσφυγας της Μικρασιατικής Καταστροφής. Όταν όλοι μας, άμεσα ή έμμεσα, έχουμε συμβάλει στην καταστροφή της πατρίδας κάποιου, θεωρώ αδιανόητο να μην κάνουμε το ελάχιστο για να ζήσει με αξιοπρέπεια, όπου τον βγάλει ο δρόμος του. Δεν είναι θέμα “φιλοξενίας”. Είναι ζήτημα ευθύνης.
Το γεγονός ότι σήμερα έχουμε μια αριστερή κυβέρνηση βοηθά ή δυσκολεύει την κοινωνική δράση;
* Απόψε, τη στιγμή που απαντάω στις ερωτήσεις σας, στην Αθήνα χιονίζει. Σήμερα, μάθαμε πόσο κοστίζει η γιορτή για την αλλαγή της χρονιάς στην Πλατεία Συντάγματος. Αυτόν τον καιρό, έχουμε μια κυβέρνηση, όπως λέτε, αριστερή. Απόψε στους δρόμους έχουμε περισσότερους άστεγους απ’ ό, τι χθες. Η κοινωνική δράση δεν χρειάζεται τα πρόσημα των πολιτικών κατευθύνσεων. Χρειάζεται ανθρωπιά, τιμιότητα και αλληλεγγύη.
Ποια είναι τα αμέσως επόμενα σχέδιά σου;
* Έχω μια λίστα σχεδίων που περιμένω την ευκαιρία για να πραγματοποιηθούν. Ελπίζω το 2017 να με βοηθήσει να βάλω τικ στις μισές από τις προσδοκίες μου.
Τι θεωρείς ωραίο και τι άσχημο;
* Ωραίο είναι να βλέπεις τα άσχημα ενός ανθρώπου, όμορφα. Άσχημο είναι να βλέπεις τα άσχημα μιας κατάστασης ως όμορφα. Το πρώτο είναι μάλλον η καλή όψη του έρωτα και το δεύτερο η κακή.
Ποιο είναι το αγαπημένο σου βιβλίο;
* Το “Κατά Ιησούν Ευαγγέλιον” του Ζοζέ Σαραμάγκου. Με συναρπάζει ο τρόπος που ειρωνεύεται τα πάντα και που τον νιώθω σκυμμένο στον ώμο μου, να κοιτάμε μαζί αυτά που περιγράφει, μιλώντας μου ψιθυριστά.
Το αγαπημένο σου τραγούδι;
* Αυτό αλλάζει συνεχώς. Τους τελευταίους μήνες αγαπώ τον “Μπάσταρδο γιο” του Φοίβου Δεληβοριά.
Τι σου λείπει;
* Όλα όσα θα έπρεπε να μου λείπουν για να συνεχίζω να ζω χωρίς να βαριέμαι. Καμιά φορά, νιώθω πολύ ισχυρά να μου λείπουν προηγούμενες εποχές που δεν έζησα. Και με λυπεί που είναι το μόνο, που με απόλυτη σιγουριά, δεν θα μπορέσω ποτέ να καταφέρω.
Ποιους δημιουργούς θαυμάζεις, στον κινηματογράφο, το θέατρο, τη μουσική, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία;
* Δεν διακρίνομαι για τη σταθερότητά μου σ’ αυτές τις προτιμήσεις. Στον κινηματογράφο αγαπώ τη σκέψη του Tσάρλι Κάουφμαν, στο θέατρο την τρέλα του Ρομέο Καστελούτσι, στη μουσική έχω μια διαχρονική (παιδική) ταύτιση με τον Φοίβο Δεληβοριά, στη ζωγραφική μου αρέσει να βλέπω αποτυπώσεις της καθημερινότητας πριν από την ανακάλυψη της φωτογραφίας, όπως π.χ. πίνακες του Μανέ, και στη λογοτεχνία λατρεύω ό, τι περιέχει ειρωνικό χιούμορ της πραγματικότητας, είτε το περιγράφει ο Σαραμάγκου είτε ο Τσιφόρος.
Ποια είναι η σχέση σου με τα ζώα; Έχεις κατοικίδιο;
* Έχω δύο γάτες, που μπήκαν στη ζωή μου κατά λάθος. Ο Μπάρυ ήρθε κάποια μέρα προσωρινά στο σπίτι μου, μέσω μιας φίλης, και τελικά έμεινε. Και η Γκάμπυ, βρέθηκε στην πόρτα μου, μόλις γεννήθηκε, τη μέρα που αποφάσισα πως την περσινή παράστασή μου θα τη λένε “Γκάμπυ”. Κατά τ’ άλλα λατρεύω τα σκυλιά και τα παράξενα αστεία ζώα, όπως π.χ. μυρμηγκοφάγους, πιγκουίνους, καμηλοπαρδάλεις κ.λπ. Τέλος, μισώ τα ποντίκια.
* Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο της Κίρκης Καραλή.