Η ποιήτρια Τζόις Μανσούρ γεννήθηκε στις 25 Ιουλίου 1928 στο Bowden της Αγγλίας. Η οικογένειά της ήταν από την Αίγυπτο και η ανατροφή της έγινε σύμφωνα με τις παραδόσεις της Ανατολής. Μετά τις σπουδές της στην Αγγλία και την Ελβετία, εγκαταστάθηκε στο Κάιρο όπου ασχολήθηκε με τον αθλητισμό (υπήρξε, μάλιστα, πρωταθλήτρια Αιγύπτου στα 100 μέτρα). Το 1947 έχασε τον πρώτο της σύζυγό ύστερα από σύντομη αρρώστια, έξι μήνες μετά τον γάμο τους. Το 1949 γνώρισε και παντρεύτηκε τον Σαμίρ Μανσούρ, που τη συνάντησε στις λεμβοδρομίες του Yacht Club. Μετά το γάμο της αρχίζει να μοιράζει το χρόνο της μεταξύ Καΐρου και Παρισιού και στρέφεται στην ποίηση, γράφοντας στα γαλλικά.
Πρωτοεμφανίζεται στα γράμματα με τη συλλογή “Cris” (“Κραυγές”, 1953), την οποία φίλοι της όπως ο Pierre Segher ενδιαφέρθηκαν να εκδώσουν. Ο Μπρετόν ενθουσιάστηκε και την αποκάλεσε “κονδυλώδες τέκνο του ανατολικού παραμυθιού” και από τότε η Μανσούρ και ο Μπρετόν έγιναν αχώριστοι φίλοι. Ο Μπρετόν κατακτήθηκε από τη γοητεία της, καθώς εκτός από ικανή ποιήτρια, υπήρξε σαγηνευτική γυναίκα. Ο Phillipe Audoin στο έργο του “Les Surrealistes” (Seuil, Paris 1973), γράφει για τη Μανσούρ: “[…] όλα τα μάτια στράφηκαν σε μια νεαρή ταξιδιώτισσα, που μόλις είχε φθάσει από την Αίγυπτο. Είναι μια καταπληκτική ομορφιά· παρατηρώντας το οξύ της προφίλ, τη βαριά περικεφαλαία των κατάμαυρων μαλλιών της, τα χείλη της, τα βλέφαρά της, τα γραμμένα φρύδια, θα ορκιζόταν κανείς πως μόλις δραπέτευσε από το ανάκτορο όπου οι γραφείς και οι ιερείς του ήλιου αγρυπνούν στις πριγκίπισες, κόρες του Ακενατόν”. Το 1954 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Παρίσι. Ενταγμένη στο κίνημα των σουρεαλιστών, ακολούθησαν ακόμη δεκαπέντε της βιβλία ποίησης, με κυρίαρχο ένα βίαιο, ορμητικό, συχνά λεσβιακό ερωτικό στοιχείο (“Dechirures”, 1955, “Rapaces”, 1960, “Carre blanc”, 1966, “Les Damnations”, 1967, “Phallus et momies”, 1969, “Astres et desastres”, 1969, “Anvil Flowers”, 1970, “Predelle Alechinsky a la ligne”, 1973, “Pandemonium”, 1976, “Faire signe au machiniste”, 1977, “Sens interdits”, 1979, “Le Grand Jamais”, 1981, “Jasmin d’hiver”, 1982, “Flammes immobiles”, 1985, “Trous noirs”, 1986), τέσσερα βιβλία πεζογραφίας (“Jules Cesar”, 1956, “Les Gisants satisfaits”, 1958, “Ca”, 1970, “Histoires nocives”, 1973) και ένα θεατρικό έργο (“Le Bleu des fonds”, 1968). Πέθανε στο Παρίσι στις 27 Αυγούστου 1986, σε ηλικία πενήντα οκτώ ετών, από καρκίνο του μαστού. Ο εξορκισμός του θανάτου διατρέχει το έργο της και κορυφώνεται στις τελευταίες της συλλογές, κάτω από την επίδραση της αρρώστιας της.
Ο μεταφραστής της στα ελληνικά, ποιητής Έκτωρ Κακναβάτος, σημειώνει για το έργο της Μανσούρ: “Εκείνο που δεσπόζει στην ποίησή της είναι η δίχως μεταπτώσεις αναφορά της στο χαοτικό διάστημα ανάμεσα Έρωτα και Θανάτου… που εκδηλώνεται όχι σπάνια σε τόνους ντελίριου. Φτάνει στο σημείο να ωθήσει τον έρωτα σ’ επίθεση, ρίχνοντάς τον πάνω στα τείχη του θανάτου, να τα παραβιάσει, να εισβάλει στην ενδοχώρα του. Ο οραματισμός της, γι’ αυτό δεν ορρωδεί μπροστά στο μακάβριο: ωθεί την ερωτική αναζήτηση, την ερωτική έλξη και επαφή να συνεχίζεται ανάμεσα στους ενταφιασμένους, εκεί, μέσα στον τάφο, ενώ η σήψη προχωρεί ραγδαία, και όχι ανάμεσα στις ψυχές τους που διέφυγαν σε κάποια ουράνια ενδιαιτήματα που θέλει μια άλλη μεταφυσική εξαλλοσύνη, στους αντίποδες της δικής της. Θέλει τον έρωτα να διαπερνά το θάνατο πέρα για πέρα διότι βλέπει το θάνατο ακατανίκητο δόκανο να πολιορκεί τον έρωτα σαν να ’ναι το περίγραμμά του. Τον έρωτα διαπερατό από τον θάνατο. Τον θάνατο διαμπερή από τον έρωτα. Τον έρωτα εντεταγμένο στους κώδικες της μορφογένεσης. Τον θάνατο φάση της ανακύκλωσης των μορφών. Και είναι γι’ αυτό η ποιήτρια πληγωμένη, είναι μελαγχολική, είναι πικρή, είναι αηδιασμένη, είναι δραματική, είναι χλευαστική, είναι αναστατωμένη, είναι επαναστατική… Και είναι ασύστολη. Ο λόγος της ενδίδει στην ασέλγεια, στη σεξουαλική φρενίτιδα που διακλαδίζεται στον κανιβαλισμό, στη λαγνεία, στο λεσβιασμό, στο βίτσιο, στο μακάβριο, στη διαστροφή, σ’ όλες τις παρενέργειες του ερωτικού παροξυσμού, επιστρατεύοντας και την αναισχυντία, προκειμένου να διασαλπίσει πως είναι απαράδεκτος ο θάνατος”.
Joyce Mansour, Ερωτικά, Κείμενα, 1978 (μετάφραση: Έκτωρ Κακναβάτος)
Σʼ αρέσει να πέφτεις στο ξεστρωμένο μας κρεβάτι
οι παλιοί ιδρώτες μας δεν σʼ αηδιάζουν
τα λερωμένα, από ξεχασμένα όνειρα, σεντόνια μας
οι κραυγές μας που στο σκοτεινό δωμάτιο αντηχούνε
όλα ετούτα ξεσηκώνουνε το αχόρταγο κορμί σου,
το άσχημό σου πρόσωπο επιτέλους λάμπει
που οι χτεσινοί μας πόθοι είναι όνειρα αυριανά σου
*
Η ανάσα σου μέσα στο στόμα μου
τα ξερά σου χέρια τα νύχια σου τα σουβλερά
δεν αφήνουνε ποτέ το κρεμεζί λαρύγγι μου
κρεμεζί απʼ την ντροπή την ηδονή τη γλύκα
τα μελανιασμένα χείλια σου βυζαίνουνε το αίμα μου
κι οι στιλβωμένες σάρκες μου θα σε ξεσηκώνουν πάντα
ενώ τα μάτια μου θα μένουνε κλεισμένα.
Πόσοι έρωτες έκαναν να κραυγάζει το κρεβάτι…
*
Γυμνή θέλω να δειχτώ στα ωδικά σου μάτια
θέλω να με δεις να ουρλιάζω από ηδονή
που τα λυγισμένα κάτω από μεγάλο βάρος μέλη μου
σε ανόσιες σε σπρώχνουν πράξεις
που τα ίσια μαλλιά της ασημένης κεφαλής μου
μπλέκονται στα νύχια σου
απʼ την παραφορά καμπυλωμένα
που τυφλός κρατιέσαι ορθός κι αφοσιωμένος
ξανοίγοντας από του μαδημένου μου κορμιού το ύψος.
Το κορμί σου ισχνό ανάμεσα στα σατινένια μου σεντόνια…
*
Πυρετός, το αιδοίο σου ένας κάβουρας
Πυρετός, οι γάτες που τρέφονται απʼ τα θαλερά βυζιά σου
Πυρετός η βιάση απʼ των νεφρών σου τα σαλέματα.
Των κανίβαλων βλεννών σου η λαιμαργία,
το σφίξιμο από τα λούκια σου που σκιρτούνε κι απαιτούνε
μου ξεσχίζουν τα πέτσινα δάχτυλα
μου ξεριζώνουν τα πιστόνια.
Πυρετός, σφουγγάρι ψόφιο απʼ την παραλυσία πρησμένο
πιλαλάει το στόμα μου στο μάκρος της γραμμής
του ορίζοντά σου
σε θάλασσα φρενίτιδας άφοβος ταξιδιώτης…
Είναι νύχτα
κι η γαλήνια γρατσουνιά όπου πεθαίνει το κενό λαχανιασμένο
δέρνεται παλεύει ανοίγεται και κουλουριάζεται ηδονικά
πάνω στο αργοσάλευτο πέος του εξερευνητή Νώε.
*
Αφού σε προκαλούν τα στήθια μου θέλω τη λύσσα σου
θέλω να δω τα μάτια σου να βαραίνουν
τα μάγουλά σου να ρουφιόνται να χλομιάζουν
θέλω τα ανατριχιάσματά σου
θέλω ανάμεσα στα σκέλια μου να γενείς κομμάτια
πάνω στο καρπερό του κορμιού σου χώμα
οι πόθοι μου χωρίς ντροπή να εισακουστούνε.
Τα βίτσια των αντρών είναι η επικράτειά μου
οι πληγές τους τα γλυκίσματά μου
αγαπάω να μασώ τις χαμερπείς τους σκέψεις
γιατί η ασκήμια τους κάνει την ομορφιά μου.
(Τζόις Μανσούρ, «Κραυγές, σπαράγματα, όρνια», εκδ. Άγρα)
Όλα τα βράδια…
Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη
την αγάπη μου σου διηγούμαι
στραγγαλίζω ένα λουλούδι
η φωτιά αργοσβήνει
χωνεμένη από θλίψη.
Μες στον καθρέφτη που η σκιά μου αποκοιμιέται
κατοικούνε πεταλούδες.
Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη
μελετώ το μέλλον στων ετοιμοθάνατων
τα μάτια
την ανάσα μου ανακατώνω με της
κουκουβάγιας το αίμα
και με τους τρελούς μαζί η καρδιά μου
πιλαλάει κρεσέντο.
Τζόυς Μανσούρ, 1928-1986 (μτφ. Έκτωρ Κακναβάτος), “Κραυγές” (επιλογή), στον τόμο: δεν άνθησαν ματαίως. Ανθολογία υπερρεαλισμού, (επιμ. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου), Αθήνα, εκδ. Νεφέλη, 1980
*
Θέλω να κοιμηθώ πλάι πλάι μαζί σου
Μαλλιά μπερδεμένα
Αιδοία γαντζωμένα
Με το στόμα σου για προσκεφάλι
Θέλω να κοιμηθώ μαζί σου ράχη ράχη
Δίχως να μας χωρίζει ανάσα
Δίχως λέξεις να μας περισπούνε
Δίχως μάτια να μας διαψεύδουν
Δίχως ρούχα.
Θέλω να κοιμηθώ μαζί σου στήθος στήθος
Συσπασμένη και ιδρωμένη
Λαμπυρίζοντας με χίλια σύγκρυα
Απʼ την αδράνεια φαγωμένη
Της έκστασης τρελή
Πάνω στον ίσκιο σου να ʽχω ξεμείνει
Καταχτυπημένη από τη γλώσσα σου
Για να πεθάνω ανάμεσα στα δόντια του λαγού
Τα σάπια
Ευτυχισμένη.
*
Εγωιστικά μ’ αγαπάει εκείνη,
της αρέσει που πίνω τα νυχτερινά της σάλια
της αρέσει που περπατώ τ’ αλατισμένα χείλια μου
πάνω στις άσεμνες γάμπες της, πάνω στα πεσμένα στήθια της
της αρέσει που θρηνώ της νιότης μου τις νύχτες
ενώ αυτή στερεύει τα μούσκλα
που απ’ τις άνομες επιθυμίες της αγανακτούνε
Δεν είναι από λάθος μου αν τα νύχια σου μακραίνουν
Δεν είναι από λάθος μου αν τα μαλλιά σου μεγαλώνουν
Δεν είναι από λάθος μου αν κανείς δεν σ’ έκλαψε
Δεν είναι από λάθος μου αν πάγωσες αγαπημένε
Δεν προσδόκησα το θάνατό σου
**
Ναι έχω δικαιώματα πάνω σου
Σε είδα να στραγγαλίζεις τον κόκορα
Σε είδα να ξεπλένεις τα μαλλιά σου μέσα στο βρωμόνερο
των υπονόμων
Σε είδα μεθυσμένο από την μπόχα των σφαγείων
το στόμα γεμάτο κρέας
τα μάτια πλημμυρισμένα μ’ όνειρα
να βαδίζεις κάτω από το βλέμμα ανθρώπων ξεπνοϊσμένων
Μ’ αρέσει να παίζω με τα μικροπράγματα
Τ’ αγέννητα πράγματα ρόδινα στα μάτια μου της τρέλας
ξύνω, σουβλίζω, σκοτώνω, γελώ.
Νεκρά τα πράγματα δεν σαλεύουν πια
κι εγώ νοσταλγώ τον πυρετό μου της τρέλας
λυπάμαι τα εκφυλισμένα γονικά μου
θα ’θελα ν’ αφανίσω των ονείρων μου το αίμα
καταργώντας έτσι τη μητρότητα.
***
Αφού σε προκαλούν τα στήθια μου
θέλω τη λύσσα σου
θέλω να δω τα μάτια σου να βαραίνουν
τα μάγουλά σου να ρουφιούνται να χλωμιάζουν
θέλω τ’ ανατριχιάσματά σου
θέλω ανάμεσα στα σκέλια μου να γενείς κομμάτια
πάνω στο καρπερό του κορμιού σου χώμα
οι πόθοι μου χωρίς ντροπή να εισακουστούνε
Τα βίτσια των αντρών
είναι η επικράτειά μου
οι πληγές τους τα γλυκίσματά μου
αγαπάω να μασώ τις χαμερπείς τους σκέψεις
γιατί η ασκήμια τους κάνει την ομορφιά μου.
**
Το μπηγμένο καρφί στον ουράνιο μάγουλό μου
τα κέρατα που βλασταίνουν πίσω απ’ τ’ αυτιά μου
οι πληγές μου που δεν γιατρεύονται ποτές
το αίμα μου που γίνεται νερό που διαλύεται που ευωδιάζει
τα παιδιά μου που στραγγαλίζω εισακούοντας τις ευχές τους
όλα ετούτα με κάνουν Κύριό σας και Θεό σας
**
Άσε με να σ’ αγαπώ
αγαπώ τη γεύση απ’ το παχύ σου αίμα
το κρατώ καιρό μέσα στο δίχως δόντια στόμα μου
η πυράδα του μου καίει το λαρύγγι
αγαπώ τον ιδρώτα σου
μ’ αρέσει να χαϊδεύω τις μασχάλες σου
περίρρυτες από χαρά
άσε με να σ’ αγαπώ
άσε με να γλείφω τα κλειστά σου μάτια
άσε με να τα τρυπήσω με τη σουβλερή μου γλώσσα
και τη γούβα τους να γεμίσω με το θριαμβευτικό μου
σάλιο
άσε με να σε τυφλώσω.
* Η Μανσούρ μας υπενθυμίζει στην ποιητική της τον ερωτικό πόθο σαν παροξυσμό του σώματος, τη σάρκα που θέλει να αναζητήσει την άλλη σάρκα, που θέλει να την κατακτήσει και να την αναλώσει μέχρι κανιβαλισμού σε μια προσπάθεια ένωσης, που θα παραμένει πάντα ανέφιχτη και γι’ αυτό πάντα αγωνιώδη. Είναι ο έρωτας στην αρχέγονη κορύφωσή του αλλά ταυτόχρονα είναι και ένα ταξίδι εξερεύνησης της σκοτεινής πλευράς του φεγγαριού, αυτού που είμαστε ή νομίζουμε ότι είμαστε. Αλλά αν κοιτάξεις την άβυσσο, θα σε κοιτάξει και αυτή, και αυτή η νιτσεϊκή ρήση περιγράφει θαυμάσια τον φόβο για την απώλεια του ελέγχου της θέλησης και του σώματος, τον τρόμο από την ακυβέρνητη βύθιση στην αντανακλαστική σχεδόν ηδονή στο όνομα της ερωτικής επιθυμίας. Αυτός ο φόβος ξορκίζεται πότε με τον σαρκασμό, πότε με την ειρωνεία ή τη λεπτή υπενθύμιση ότι δεν πρέπει να τα παίρνουμε όλα τόσο σοβαρά.
Ο σαρκασμός της αντρικής έπαρσης στο ερωτικό παιχνίδι, οι μεταφορές που αθροίζουν άλλοτε υπέρ, άλλοτε κατά της βαρύτητας των συναισθημάτων και των σωματικών αντιδράσεων, συναντούν τη θλίψη μιας αναμονής για μια συνάντηση που δεν θα έρθει ποτέ, και την πικρή αναγνώριση ότι η αδυναμία του Άλλου έχει το συμμετρικό αντίστοιχο της σε μια αδυναμία του Εγώ. Και πάνω σε αυτή την φριχτή διαπίστωση η Μανσούρ πονά σωματικά, ποθεί σωματικά, επικαλείται σωματικά ένα σύμπαν βοηθό για να της συμπαρασταθεί, να κάνει την αντίφαση μέρος μιας εμπειρίας που πρέπει να διαβούμε, μιας ζωής που πρέπει να ζήσουμε.