Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
Λιτή και εκφραστική, καλλιεργημένη και δοτική, εξαίρετη ηθοποιός και αξιόλογη μεταφράστρια, μπορώ να πω -μιας και χρόνια τη γνωρίζω, ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνιδα- ότι η Ιωάννα Μπατή αποτελεί ένα κόσμημα για το θεατρικό χώρο.
Θες η νεανικότητα και την ίδια στιγμή το απόλυτα ώριμο του χαρακτήρα της, θες η καθαρότητα της έκφρασής της, το αληθινό και γνήσιο ταλέντο της, θες η κοινή μας μικρασιατική καταγωγή, μού δημιούργησαν από την αρχή της γνωριμίας μας την αίσθηση μιας εσωτερικής, μιας υπόγειας σχέσης που κρατά άσβεστη όλο αυτό το χρονικό διάστημα τη λάμψη μιας νοητικής αλληλο-διεργασίας.
Στην Ιωάννα Μπατή, σ’ αυτό το επιβλητικό κι αγέρωχο κορίτσι με τη γλυκύτητα στο βλέμμα, θαυμάζω την απόλυτη συνείδηση του πολιτισμού και την τρομερή αίσθηση για το τι είναι αληθινό και τι είναι ψεύτικο όχι μόνο στον χώρο της τέχνης αλλά και στη ζωή μας.
Είναι ένας μορφωμένος άνθρωπος, ένας άνθρωπος ευχάριστος, που διαθέτει οξυδέρκεια και αξιοπρέπεια και έχει βαθιά επίγνωση της πραγματικότητας, χωρίς τις παρωπίδες επιφανειακών πραγμάτων.
Στο catisart.gr περιγράφει πώς από τον καιρό που πέρασε στο Μεταφραστικό στην Κέρκυρα, την πρώτη κιόλας μέρα που έφτασε κι ενώ με τους συμφοιτητές της πήγαιναν να δουν πού βρισκόταν το Πανεπιστήμιο, εκείνη έψαχνε να βρει πού ήταν το θέατρο κι αν υπήρχε θεατρική ομάδα για να συμμετάσχει στο νησί. Θυμάται βέβαια να ονειρεύεται καθαρά «όταν μεγαλώσω να γίνω ηθοποιός» από την τρυφερή ηλικία των έντεκα-δώδεκα χρόνων. Το έγραφε μάλιστα στις σχολικές εκθέσεις, καθώς και στις εκθέσεις αγγλικών και γαλλικών στο φροντιστήριο. Ήταν τότε που έβλεπε με λατρεία τους «Δύο Ξένους» στην τηλεόραση. Ήταν τότε που διάβασε για πρώτη φορά «Ρωμαίο και Ιουλιέτα» του Σαίξπηρ. Ήταν τότε που παρακολούθησε για πρώτη φορά «θέατρο για μεγάλους» και τους «Βρικόλακες» του Ίψεν. Στη διάρκεια των φοιτητικών της χρόνων, έγινε ακόμη πιο έντονη η επιθυμία της και καταστάλαξε οριστικά η απόφαση μέσα της, όταν έλαβε μέρος στη θεατρική πανεπιστημιακή ομάδα κι ανέβασαν τη «Μεγάλη Παντομίμα» του Ντάριο Φο. Από τότε, κι ενώ απολάμβανε τις σπουδές της, ανυπομονούσε να αφοσιωθεί στη σπουδή της υποκριτικής. Ένιωθε ήδη ότι αυτός επρόκειτο να είναι ο δρόμος της.
«Δεν μας επιλέγουν μόνο οι σκηνοθέτες και οι παραγωγές, κι εμείς τις επιλέγουμε», τονίζει στην ενδιαφέρουσα συνέντευξή της. Δηλώνει δε ότι «ο καλλιτέχνης – δημιουργός καλείται τις περισσότερες φορές να πειθαρχήσει στον εαυτό του». «Το θέατρο δεν είναι άλλο από συμπυκνωμένη εμπειρία ζωής», υποστηρίζει. «Ο ηθοποιός δεν έχει παρά να ακούσει αληθινά τον συμπαίκτη του, να επιτρέψει στον εαυτό του να επηρεαστεί και να εκδηλώσει αυτό που του συμβαίνει», συμπληρώνει.
*Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πειραιά, όπως και οι γονείς μου. Η μητέρα μου στην Αμφιάλη και ο πατέρας μου στα Καμίνια. Ο παππούς μου από τη μεριά του πατέρα μου ήρθε μικρός στον Πειραιά με την οικογένειά του πρόσφυγας από τη Φώκαια της Μικράς Ασίας. Τους δόθηκαν τότε εδάφη στη σημερινή Παλαιά Φώκαια Αττικής, όπου έφτιαξαν ξανά το σπίτι τους κι αργότερα εγκαταστάθηκαν και στον Πειραιά. Ο άλλος μου παππούς γεννήθηκε στα Χανιά, αλλά και τη δική του την οικογένεια η ζωή την έφερε στον Πειραιά.
Τι δεν ξεχνάς από τα παιδικά σου χρόνια, Ιωάννα;
*Δεν ξεχνώ την πρώτη μου δασκάλα στο νηπιαγωγείο, την κυρία Ροδούλα, που ήταν όμορφη, μελαχρινή και λεπτεπίλεπτη κι έμοιαζε στα παιδικά μου μάτια τόσο στην εικονογράφηση της Ροδούλας από το παραμύθι «Η Χιονούλα και η Ροδούλα» των αδελφών Γκριμ που διάβαζα ξανά και ξανά τότε! Πού να ήξερα ότι όταν πήγαινα πρώτη δημοτικού θα συναντούσα και τη Χιονούλα… στο πρόσωπο της ξανθιάς κι αστραφτερής πρώτης μου δασκάλας εκεί, της κυρίας Κατερίνας! Δεν ξεχνώ τα πολλά παραμύθια που μου έλεγε η μαμά μου, άλλα μου τα διάβαζε, άλλα– τα περισσότερα νομίζω – τα έβγαζε από το μυαλό της. Όταν ήμασταν μόνες στο σπίτι, τα κάναμε κι αναπαράσταση. Δεν ξεχνώ το φαγητό και τα γλυκά της, το σπίτι πάντα ευώδιαζε κάτι. Τις οικογενειακές χειμωνιάτικες βραδιές με σόμπα, άρωμα μανταρινόφλουδας και παλιές ελληνικές ταινίες. Τα ατελείωτα καλοκαίρια, τις διακοπές του Πάσχα, τις Καθαρές Δευτέρες στην Παλαιά Φώκαια, τη νέα πατρίδα του παππού μου. Είμαι τόσο ευγνώμων για τη σύνδεσή μου με αυτόν τον τόπο, νιώθω την Παλαιά Φώκαια πολύ περισσότερο σπίτι μου από τον Πειραιά. Α, παραλίγο να ξεχάσω πως δεν ξεχνώ – μα πώς να την ξεχάσω κιόλας αφού είμαστε μέχρι σήμερα φίλες καρδιακές; – την παιδική μου φίλη την Αργυρώ, με την οποία μετράμε ήδη 31 χρόνια φιλίας!
Πώς και πότε μπήκαν η υποκριτική και το θέατρο στη ζωή σου;
*Θυμάμαι να ονειρεύομαι καθαρά «όταν μεγαλώσω να γίνω ηθοποιός» απ’ όταν ήμουν έντεκα-δώδεκα χρόνων. Το έγραφα στις σχολικές εκθέσεις, τις εκθέσεις αγγλικών και γαλλικών στο φροντιστήριο. Ήταν τότε, στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού, όταν έβλεπα με λατρεία «Δύο Ξένους» που διάβασα για πρώτη φορά τον «Ρωμαίο και την Ιουλιέτα», την «Αντιγόνη», την «Τέχνη της Αγάπης» και ό,τι άλλο συνιστούσε ο Μαρκοράς στην Κουντουράτου ως απαραίτητο ανάγνωσμα για έναν εκπαιδευόμενο ηθοποιό, έφτιαχνα λίστα και τα παράγγελνα στη μαμά μου! Κάπου εκεί ήταν που είδα και τους «Βρικόλακες» του Ίψεν στο Πολιτιστικό Κέντρο Μελίνα Μερκούρη Κερατσινίου, την πρώτη παράσταση «για μεγάλους» που έβλεπα και μαγεύτηκα. Όταν πέρασα στο Μεταφραστικό στην Κέρκυρα, την πρώτη μέρα που φτάσαμε, αφού πήγαμε να δούμε πού είναι το Πανεπιστήμιο, έψαξα να βρω πού ήταν το θέατρο κι αν υπήρχε θεατρική ομάδα για να συμμετάσχω στο νησί. Στη διάρκεια των φοιτητικών μου χρόνων, πιστεύω ότι δυνάμωσε ακόμα περισσότερο η επιθυμία και καταστάλαξε οριστικά η απόφαση μέσα μου, όταν πήρα μέρος στη θεατρική πανεπιστημιακή ομάδα κι ανεβάσαμε τη «Μεγάλη Παντομίμα» του Ντάριο Φο και αργότερα στο «Θέατρο του Ιονίου» και τα πρώτα ουσιαστικά «μαθήματα υποκριτικής» που έλαβα εκεί με τον Πέτρο Αυγερινό. Από τότε, ενώ απολάμβανα τις σπουδές μου, ανυπομονούσα να ολοκληρωθεί αυτός ο κύκλος για να αφοσιωθώ στη σπουδή της υποκριτικής. Ένιωσα ότι αυτός θέλω να είναι ο δρόμος μου. Γυρίζοντας στην Αθήνα, άρχισε αυτό το ταξίδι με κυριότερους σταθμούς το Θεατρικό Εργαστήρι Δήμου Κερατσινίου με βασικό δάσκαλο τότε τον Τάκη Τζαμαργιά, στη συνέχεια το Θέατρο των Αλλαγών και λίγο αργότερα τη Δραματική Σχολή «Αρχή» της Νέλλης Καρρά.
Ποιοι από τους καθηγητές σου άφησαν τη σφραγίδα της διδασκαλίας τους στον τρόπο που προσεγγίζεις το θέατρο και σε βοήθησαν συνολικά;
*Αναμφισβήτητα η Όλγα Τζωρτζ, η οποία υπήρξε η πρώτη μου δασκάλα που με μύησε σε ένα πολύτιμο εργαλείο υποκριτικής, αλλά και ουσιαστικής σύνδεσης στο επίπεδο των ανθρώπινων σχέσεων, την Τεχνική Μάισνερ. Η Όλγα, πέραν του ότι είναι μια δασκάλα υποκριτικής που σέβεται απολύτως τη μοναδικότητα του κάθε εκπαιδευόμενου ηθοποιού, έχει μια ξεχωριστή ικανότητα να σε εμπνέει, να σε γεμίζει δύναμη, αισιοδοξία και ελπίδα, να χτίζει το «μαζί». Παρακολούθησα για χρόνια αρκετούς κύκλους εργαστηρίων της και πάντα ήθελα κι άλλο. Αργότερα, συνεργαστήκαμε στο πλαίσιο της Ομάδας New Lab Theatre στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή και το «Η Σημασία να είναι κανείς Ειλικρινής» του Όσκαρ Ουάιλντ. Ήταν μεγάλο σχολείο και τεράστια χαρά να παίξω σε αυτές τις παραστάσεις μαζί με άλλους νέους ηθοποιούς με τους οποίους είχαμε μαθητεύσει από κοινού στην Τεχνική Μάισνερ και να σκηνοθετεί η δασκάλα μας. Έπειτα, φυσικά υπήρξαν πολλοί σημαντικοί για μένα δάσκαλοι στη δραματική σχολή «Αρχή» από την οποία και αποφοίτησα: η διευθύντρια της σχολής και δασκάλα μας Νέλλη Καρρά με την απεριόριστη τρυφερότητα, τη διεισδυτική ματιά και την ενεργή παρουσία της για τον καθένα μας ξεχωριστά. Εκτός των σημαντικών μαθημάτων υποκριτικής που έλαβα δίπλα της, κρατώ από αυτήν την παρακίνηση να δουλεύουμε με ό,τι έχουμε πάντα στο εδώ και τώρα, όταν νιώθουμε κουρασμένοι ή θλιμμένοι, όταν δεν έχουμε το χρόνο που θα θέλαμε ή δεν βρίσκουμε κίνητρο. Όλα όσα βιώνουμε και νιώθουμε μπορούν να μας οδηγήσουν σε καλύτερη κατανόηση του εαυτού μας και να αξιοποιηθούν δημιουργικά. Να βρίσκουμε πάντα τι μας απασχολεί τώρα, να δημιουργούμε ομάδες και να καταπιανόμαστε με αυτό αντί να περιμένουμε να μας προσλάβει κάποια παραγωγή ή να συμβιβαζόμαστε σε μία δουλειά που δεν μας εκφράζει. Έπειτα, ο Βασίλης Μαυρογεωργίου και η πηγαία χαρά και δύναμη του αυτοσχεδιασμού. Η Ρηνιώ Κυριαζή και η μέθοδος της Μίρκας Γεμεντζάκη. Η Βίκυ Γεωργιάδου και η τεχνική υποκριτικής του Μάικλ Τσέχωφ.
Ποια είναι, κατά τη γνώμη σου, η ιδανική σχέση ηθοποιού – σκηνοθέτη;
*Αυτή που βασίζεται στον αλληλοσεβασμό, την αμοιβαία εμπιστοσύνη, τη συνεργατικότητα, την καλλιέργεια κλίματος ασφάλειας, στοιχεία που επιτρέπουν και στον σκηνοθέτη, αλλά και στον ηθοποιό, να ξεδιπλώσουν ελεύθερα τις δυνατότητές τους με τόλμη και πίστη στον εαυτό τους. Επίσης, ανοιχτοσύνη υπό την έννοια του να μπορούν και οι δύο να εμπιστευτούν τη δημιουργική διαδικασία που εκτυλίσσεται στις πρόβες και ενδεχομένως να αφήσουν πίσω προαποφασισμένες ιδέες και σχήματα. Όπως κάθε ουσιαστική σχέση, έτσι και αυτή ηθοποιού – σκηνοθέτη, απαιτεί ενσυναίσθηση. Είναι ζωτικής σημασίας να μπορούν να ακούν και να νιώθουν ο ένας τον άλλο, προκειμένου να προχωράνε μαζί, να είναι συνδημιουργοί και όχι ο ηθοποιός να τρέχει «λαχανιασμένος» πίσω από οδηγίες που δεν τον βοηθούν να απελευθερώσει τη δύναμη και την αλήθεια του.
Ποιο πιστεύεις ότι πρέπει να είναι το επίκεντρο της προσοχής του ηθοποιού επί σκηνής;
*Φυσικά, ο συμπαίκτης / οι συμπαίκτες του. Κι αυτό μου έγινε τόσο κατανοητό μέσα από την εκπαίδευσή μου στην τεχνική Μάισνερ. Όταν ο Μάισνερ έλεγε «Υποκριτική είναι ο άλλος, όχι εμείς» εννοούσε ακριβώς αυτό. Μιλώντας στη γλώσσα του, αυτό που έχει ο ηθοποιός να κάνει επί σκηνής είναι «να πράττει αληθινά κινούμενος από έναν στόχο και να αποκρίνεται στον άλλο ζώντας στιγμή τη στιγμή». Στο «ερέθισμα – απόκριση» είναι που παίζεται όλο το παιχνίδι επί σκηνής. Ο ηθοποιός δεν έχει παρά να ακούσει αληθινά τον συμπαίκτη του, να επιτρέψει στον εαυτό του να επηρεαστεί και να εκδηλώσει αυτό που του συμβαίνει. Μπορεί να ακούγεται απλό, αλλά δεν είναι. Χρειάζεται συνεχή άσκηση. Αλλά όταν συμβαίνει είναι λυτρωτικό, απελευθερωτικό, παίρνει από τους ώμους σου ένα μεγάλο βάρος, παύεις να νιώθεις μόνος επί σκηνής.
Οι συνομήλικοί σου συνάδελφοί σου – ηθοποιοί σήμερα αισθάνονται αποδοχή, ασφάλεια και εμπιστοσύνη στο θέατρο, στοιχεία που είναι απαραίτητα για την απελευθέρωση της δημιουργικής τους έκφρασης;
*Νιώθω πως αυτό είναι ένα ερώτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί εύκολα. Εξαρτάται τόσο πολύ από τις εκάστοτε συνθήκες και συνεργασίες. Είναι αλήθεια ότι δεν σπανίζουν οι περιπτώσεις που ακούμε από συναδέλφους νέους ηθοποιούς να ταλαιπωρούνται σε συνεργασίες από την έλλειψη όσων αναφέρετε και να φτάνουν στο σημείο να τις εγκαταλείπουν μάλιστα γι’ αυτόν τον λόγο. Υπάρχουν όμως και αληθινά φωτεινές συνεργασίες, δίχως αυτό να σημαίνει φυσικά πως δεν έχουν τις δυσκολίες τους. Προσωπικά, έχω ως τώρα εμπειρία μόνο από τέτοιες. Και τις φορές που έχω συνεργαστεί με συμμαθητές νέους ηθοποιούς σε παραγωγές των ομάδων μας, αλλά και τη μία φορά που βρέθηκα σε θίασο πολυμελή με μεγαλύτερους και καταξιωμένους ηθοποιούς. Ειλικρινά, νομίζω πως κάθε περίπτωση είναι μοναδική και ότι οι νοοτροπίες αλλάζουν δραστικά σε σχέση με το παρελθόν. Ελπίζω ότι σύντομα δεν θα υπάρχει χώρος για συμπεριφορές που στερούνται σεβασμού κι αυτό είναι κάτι που εξαρτάται από τον καθένα μας ξεχωριστά. Εμείς θα τις λιγοστέψουμε αυτές τις συμπεριφορές. Δεν μας επιλέγουν μόνο οι σκηνοθέτες και οι παραγωγές, κι εμείς τις επιλέγουμε. Κάποιες φορές μπορεί να είναι προτιμότερο να χάσουμε μια δουλειά για να δημιουργήσουμε μια άλλη με ανθρώπους με τους οποίους μας κινούν κοντινές αξίες και, επομένως, να έχει και νόημα να μοιραστούμε το αποτέλεσμα αυτής της δουλειάς με το κοινό. Το να βρεις τώρα αυτούς τους ανθρώπους είναι ένα άλλο στοίχημα και… ναι, ο αγώνας δεν τελειώνει ποτέ!
Η υποκριτική, κατά την άποψή σου, πόσο αναπόσπαστη είναι από την τεχνική, την έρευνα και τη γνώση;
*Η εκπαίδευση και η έρευνα για τον ηθοποιό δεν σταματούν ποτέ. Κάθε φορά που καταπιανόμαστε με ένα νέο έργο και έναν καινούριο ρόλο, βουτάμε σε ένα νέο άγνωστο κόσμο. Προκειμένου να εξοικειωθούμε κατά το δυνατόν μ’ αυτόν τον κόσμο και να καταλήξουμε να «είμαστε» ο ρόλος, είναι αναγκαίο να εξασφαλίσουμε όση περισσότερη πληροφόρηση για την εποχή, το κοινωνικό-πολιτικό γίγνεσθαι αυτής, τις συνήθειες, τους κώδικες συμπεριφοράς και επικοινωνίας, τις σχέσεις και τόσα άλλα, που στη συνέχεια ενεργοποιούν κι ενσωματώνονται στον τρόπο δουλειάς μας. Όσον αφορά την τεχνική, πιστεύω πραγματικά ότι αποτελεί την κατευθυντήριο δύναμη του ηθοποιού. Κάνει τα πράγματα πιο συγκεκριμένα κι αυτό είναι κάτι που χρειαζόμαστε πολύ στην υποκριτική. Είτε περιλαμβάνει κάποιο συγκεκριμένο ασκησιολόγιο είτε κάποια στάδια/βήματα προσφέρει ένα στέρεο έδαφος πάνω στο οποίο μπορεί να βαδίσει ο ηθοποιός και επιπλέον μπορεί να δημιουργεί κοινή γλώσσα με άλλους ηθοποιούς.
Υπάρχει κάποιος δικός σου άνθρωπος, του οποίου εμπιστεύεσαι τη γνώμη, όταν εργάζεσαι πάνω σε ένα νέο ρόλο;
*Υπάρχουν αρκετοί κοντινοί φίλοι ηθοποιοί των οποίων εμπιστεύομαι τη γνώμη και τις συμβουλές. Ωστόσο, νιώθω ότι το να εργάζεσαι πάνω σε ένα ρόλο είναι μια προσωπική διαδρομή και πολλές φορές οι γνώμες δικών μας ανθρώπων δεν λειτουργούν βοηθητικά όσο εύστοχες κι αν μοιάζουν να είναι. Μπορεί, για παράδειγμα, μια γνώμη που πήρα και με επηρέασε να μη συνάδει καθόλου με την κατεύθυνση του σκηνοθέτη και, το πιο σημαντικό απ’ όλα, με αυτό που κάθε φορά γεννιέται επάνω στη δημιουργική διαδικασία της πρόβας, αυτό που συμβαίνει ανάμεσα σε μένα και τον συμπαίκτη μου και που μόνο εμείς οι δύο ξέρουμε. Υπ’ αυτή την έννοια, προτιμώ να εμπιστεύομαι τη διαδικασία, θα έλεγα, περισσότερο από τη γνώμη οποιουδήποτε έξω από αυτήν.
Με ποιους χαρακτήρες ανθρώπων δυσκολεύεσαι να συνεργαστείς;
*Με όσους είναι υπερβολικά ανυπόμονοι, θέλουν αποτελέσματα στο εδώ και τώρα χωρίς να δείχνουν εμπιστοσύνη στη διαδικασία και τις δυνατότητές μας εν τη ενώσει. Με όσους θέλουν να έχουν τον πλήρη έλεγχο ή δείχνουν ακαμψία και αυστηρότητα.
Τι αξία έχει για τον καλλιτέχνη – δημιουργό η συνέπεια και η πειθαρχία;
*Και οι δύο είναι απολύτως σημαντικές σε οποιοδήποτε πεδίο κι αν επιλέξει να εξελιχθεί κανείς. Ο καλλιτέχνης – δημιουργός καλείται τις περισσότερες φορές να πειθαρχήσει στον εαυτό του. Η συνειδητή απόφαση/δέσμευσή του για άσκηση και επανάληψη είτε στο πλαίσιο κάποιας επαγγελματικής συνεργασίας είτε στην καθημερινή του ζωή είναι αυτές που του ανοίγουν τον δρόμο για τη δημιουργία.
Ποια είναι τα όρια της Τέχνης; Μέχρι τι αντέχει να βλέπει ο θεατής επί σκηνής; Μέχρι τι μπορούμε να δείχνουμε επί σκηνής;
*Η τέχνη, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει όρια, όπως δεν έχει όρια και η ανθρώπινη εμπειρία ή η φαντασία. Πρόσφατα, άκουγα μια συνέντευξη του Γιώργου Μανιώτη στον Δαυίδ Ναχμία και συγκράτησα τα λόγια του: «…το αληθινό θέατρο είναι μια λειτουργία της συνείδησης των ανθρώπων… είναι η ανθρώπινη ύπαρξη πάνω στη σκηνή». Νομίζω πως ό,τι αφορά την ανθρώπινη ύπαρξη – από τα μικρά καθημερινά ως τον έρωτα και τον θάνατο, τον πόλεμο, την ενδοοικογενειακή ή έμφυλη βία και κάθε μείζον πολιτικοκοινωνικό ζήτημα – δεν μπορεί παρά να αφορά και το θέατρο που δεν είναι άλλο από συμπυκνωμένη εμπειρία ζωής. Από ’κει κι ύστερα φυσικά, ο κάθε καλλιτέχνης επιλέγει τον τρόπο με τον οποίο θα καταπιαστεί με αυτά, ποια πλευρά τους θα φωτίσει κι αυτό είναι κάτι αμιγώς προσωπικό κι έτσι πρέπει να παραμείνει, χωρίς λογοκρισία, προκειμένου να διατηρείται η πολυφωνία στην τέχνη και τον κόσμο μας. Ο θεατής έχει μερίδιο ευθύνης, επίσης, για όσα επιλέγει να βλέπει κι έχει πάντα την ελευθερία να μην επιλέγει αυτό που δεν βρίσκει ωφέλιμο.
Με τον ερχομό της πανδημίας και τώρα με μια πρωτοφανή ενεργειακή και οικονομική κρίση κι έναν ανελέητο πόλεμο στη γειτονιά μας, το κοινό, καθώς και τα καλλιτεχνικά επαγγέλματα, υπέστησαν ένα ισχυρό πλήγμα. Η σημερινή κατάσταση θα επηρεάσει, κατά τη γνώμη σου, τη θεατρική και κινηματογραφική μας παραγωγή;
*Η αλήθεια είναι πως όταν ανεβαίνει το κόστος διαβίωσης και υπάρχει οικονομική δυσχέρεια είναι φυσικό κάποιος να βάζει σε δεύτερη μοίρα την ψυχαγωγία του. Το θέατρο και ο κινηματογράφος βγήκαν φυσικά βαθιά λαβωμένα από την περίοδο της πανδημίας, ωστόσο τον τελευταίο χρόνο, παρά τη συνεχή αβεβαιότητα, υπάρχει δυναμική επιστροφή καλλιτεχνών και θεατών στον χώρο του θεάτρου. Το θέατρο είναι χώρος συνάντησης και αυτό το έχουμε περισσότερη ανάγκη από ποτέ σε περιόδους κρίσης. Η εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή είναι επίσης ενεργή και πολλές μεγάλες ξένες κινηματογραφικές παραγωγές επέλεξαν την Ελλάδα για τα γυρίσματά τους το τελευταίο διάστημα. Η παραγωγή τηλεοπτικών σειρών αυξήθηκε επίσης σημαντικά για ευνόητους λόγους. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι θα φέρει το αύριο, ωστόσο με προετοιμασία, οργάνωση και ενίσχυση από τους αρμόδιους φορείς νομίζω ότι μπορούμε να τα πάμε και πολύ καλύτερα και έχουμε το δυναμικό που χρειάζεται γι’ αυτό.
Μεταξύ άλλων σπούδασες μετάφραση στο Τμήμα Ξένων Γλωσσών Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου Κέρκυρας και στο Université Marc Bloch του Στρασβούργου. Ποια έργα θα ήθελες να μεταφράσεις στα ελληνικά και ποια ελληνικά έργα από τα ελληνικά σε μια ξένη γλώσσα;
*Θα ήθελα να μεταφράσω σύγχρονο γαλλόφωνο θέατρο, ιδανικά έργα τα οποία παραμένουν ακόμα αμετάφραστα. Αγαπημένοι μου συγγραφείς είναι μεταξύ πολλών άλλων οι Ουαζντί Μουαουάντ, Έρικ-Εμανουέλ Σμιτ, Γιασμίνα Ρεζά, Ζοέλ Πομερά, Αλεξάνδρα Μπαντέα, Αλέν Μπαντιού, Πασκάλ Ραμπέρ. Μια άλλη μου επιθυμία είναι να μεταφράσω κυρίως αγγλόφωνα βιβλία – εγχειρίδια διαφόρων τεχνικών υποκριτικής που είναι ως τώρα αμετάφραστα και θα μπορούσαν να φανούν πολύ χρήσιμα στην προσωπική μελέτη των ηθοποιών. Όσο για την «αντίστροφη» μετάφραση, όπως αποκαλούμε οι μεταφραστές τη μετάφραση ενός έργου από τη μητρική μας σε μια ξένη γλώσσα, η ηθική της μετάφρασης μάς διδάσκει ότι ο μεταφραστής είναι καλό να μεταφράζει μόνο προς τη μητρική του γλώσσα και νομίζω ότι, ιδιαιτέρως όσον αφορά τη μετάφραση λογοτεχνίας, θεάτρου και ποίησης, είμαι σύμφωνη με αυτό.
Ποιους ρόλους ονειρεύεσαι να παίξεις;
*Σε γενικές γραμμές, παρότι έχω αγαπημένους συγγραφείς δεν ονειρεύομαι να παίξω κάποιον συγκεκριμένο ρόλο. Νιώθω ότι όλοι οι ρόλοι μπορούν να είναι ενδιαφέροντες και να με εξελίσσουν. Μέχρι τώρα κάπως έχει συμβεί να μου δίνονται πάντα ρόλοι με μεγάλο κύρος ή μεγαλύτερης ηλικίας. Από τα φοιτητικά μου χρόνια και τον πρώτο μου ρόλο της Βασίλισσας στη «Μεγάλη Παντομίμα» του Ντάριο Φο μέχρι τα χρόνια των σπουδών μου στην υποκριτική και τους ρόλους της αρχόντισσας Ιωάννας στους «Αλλοπαρμένους» των Τόμας Μίντλετον και Ουίλιαμ Ρόουλεϊ, της λαίδης Καπουλέτου στο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Σαίξπηρ, αλλά και στα μετέπειτα βήματά μου στον ρόλο της Κλυταιμνήστρας στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, της Λαίδης Μπράκνελ στο «Η σημασία να είναι κανείς ειλικρινής» και άλλων. Όταν ήμουν μικρότερη, με στενοχωρούσε αυτό. Ήθελα να μου δίνουν οι δάσκαλοί μου και ρόλους που να συμβαδίζουν με την ηλικία μου, που να μου επιτρέπουν να εκφράζω κι άλλες ποιότητες. Τώρα, θα έλεγα ότι θα ήθελα ίσως να παίξω και σύγχρονες γυναίκες της ηλικίας μου με ανησυχίες του σήμερα, μητέρες που μεγαλώνουν παιδιά, που εργάζονται, που δίνουν τον αγώνα τους και σίγουρα ρόλους από το θέατρο του παραλόγου που επίσης αγαπώ πολύ.
Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σου;
*Επιθυμώ τώρα να κάνω τα σωστά βήματα για να ξαναμπώ σε μια δημιουργική καλλιτεχνικά πορεία, όπως ένιωθα ότι συνέβαινε μετά την αποφοίτησή μου από τη Σχολή και για δύο χρόνια. Τα γεγονότα που ακολούθησαν επέβαλαν μία παύση και ως αποτέλεσμα αυτού λίγες και σύντομες συνεργασίες μόνο πραγματοποιήθηκαν το προηγούμενο διάστημα. Θέλω να έχω την ευκαιρία να εργάζομαι σ’ αυτό στο οποίο επενδύω πολλή από την ενέργεια και τον χρόνο μου με αγάπη και αφοσίωση. Αυτή η ευκαιρία κάποιες φορές προκύπτει αβίαστα, άλλες όχι. Ξέρω τώρα ότι δεν γίνεται να βάζεις τον εαυτό σου σε αναμονή, πρέπει να τη δημιουργείς. Θέλω να δρομολογηθεί μια συνάντηση με ανθρώπους που εκτιμώ και με εκτιμούν, μπορούμε να συνεργαζόμαστε και να ανοίξουμε έναν δρόμο για μας. Ίσως να μεταφράσω κάποιο έργο και να εργαστούμε πάνω σε αυτό. Το επόμενο διάστημα σίγουρα, επίσης, θα ήθελα να ξεκινήσω κάποια ομάδα θεατρικής έκφρασης/αυτοσχεδιασμού. Είναι καιρός που ζυμώνεται μέσα μου αυτό, αλλά τώρα που ολοκλήρωσα και ένα πρόγραμμα εμψύχωσης μέσα από θεατρικές τεχνικές, νιώθω πως ήρθε πια η ώρα.
Πώς σκέπτεσαι το μέλλον σου στην τέχνη;
*Κάπου ανάμεσα στην υποκριτική, τη θεατρική εκπαίδευση/εμψύχωση και τη μετάφραση σκέφτομαι τον δρόμο μου, για να είμαι ειλικρινής, όπως περίπου και τώρα. Ως ηθοποιός, γιατί περισσότερο αυτό αισθάνομαι, εύχομαι να πραγματοποιούνται αξιόλογες παραγωγές στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση που να δίνουν ευκαιρίες και σε νεότερους ηθοποιούς. Θέλω να συμμετάσχω σε δουλειές που να με εκφράζουν και να με εξελίσσουν. Ονειρεύομαι πολύ θέατρο, αλλά και να παίξω σε μία ταινία επιτέλους! Με γοητεύει πολύ ο κινηματογράφος και η υποκριτική στην κάμερα. Επιθυμώ, επίσης, να έχω ένα σταθερό πυρήνα συνεργασίας, μια ομάδα που θα δημιουργήσουμε κοινή γλώσσα και θα συμπορευόμαστε.
Τι σημαίνουν για σένα οι λέξεις «λάθος» και «συνήθεια»;
*Βαρύγδουπη λέξη το «λάθος», βαρύγδουπα επίθετα το συνοδεύουν (μέγα, σοβαρό, χοντρό, ασυγχώρητο, βλακώδες κ.α.), βαρύς κι ο τρόμος μην υποπέσεις σ’ αυτό… και ουπς ξαφνικά σκέφτεσαι δεν υπάρχει «λάθος» και «σωστό» και μπορείς να προχωρήσεις άφοβα! «Συνήθεια», η μεγαλύτερη δύναμη, άλλες φορές γλυκιά κι ανακουφιστική κι άλλες επικίνδυνη!
Οι λέξεις «συγχώρεση» και «συγγνώμη»;
*Η σημασία της λέξης «συγχώρεση» νομίζω είναι τουλάχιστον θαυμαστή, δεν νιώθω ότι επιδέχεται προσωπική ερμηνεία. «Συγχωρώ», χωράω και κάποιον/κάτι άλλο μαζί με μένα, δίνω χώρο στη συνύπαρξη. Όλο το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης δηλαδή σε μία μόνο λέξη. Μα, για να χωρέσω κάποιον/κάτι μαζί με μένα (συγχωρέσω) πρέπει πρώτα να το/τον έχω αποδεχτεί όπως είναι… τι πιο λυτρωτικό; Και η «συγχώρεση» και η «συγγνώμη» θέλουν θάρρος και γενναιοδωρία.
Αν βρισκόσουν τώρα μπροστά σε ένα ανοιχτό παράθυρο, τι περιβάλλον θα ήθελες να έβλεπες;
*Τι ωραία ερώτηση! Συχνά, κλείνω τα μάτια και το σκέφτομαι αυτό. Πράσινο, ουρανό, ορίζοντα, θάλασσα, χρώματα… μερικές φορές κάπου στο βάθος ξεπηδάει το Παλαιό Φρούριο της Πόλης της Κέρκυρας που έβλεπα από μακριά από το μπαλκονάκι μου όταν σπούδαζα εκεί. Ενδόμυχα, πάντα ονειρεύομαι να ξαναζήσω σ’ αυτό το νησί.
Ποιο βιβλίο διαβάζεις αυτό τον καιρό;
*Τη «Μόμο» του Μίχαελ Έντε που έπεσε εντελώς κατά τύχη στα χέρια μου. Ένας φίλος μαθαίνει ελληνικά και διαβάζει παιδική λογοτεχνία για εξάσκηση. Πρόσφατα μου ζήτησε να τον βοηθήσω με τις άγνωστες λέξεις κι αυτό ήταν, η ιστορία αυτού του μικρού κοριτσιού που ζει μόνο στα ερείπια ενός θεάτρου με κέρδισε αμέσως. Η Μόμο δεν έχει τίποτα δικό της παρά μόνο ό,τι βρίσκει ή ό,τι της χαρίζουν όσοι την αγαπούν, αλλά έχει ένα μοναδικό χάρισμα: ξέρει να ακούει όπως κανένας άλλος. Ως άνθρωπος και ως ηθοποιός έχω να διδαχθώ λοιπόν από τη Μόμο!
Υπάρχουν προσωπικότητες που θαυμάζεις και ποιες είναι αυτές;
*Θαυμάζω πολύ τους ανθρώπους της γενιάς μου, που παρ’ όλες τις αλλεπάλληλες δυσκολίες της εποχής μας, δίνουν αγώνα για όσα ονειρεύονται. Ανάμεσά τους, πολλούς φίλους και συναδέλφους μου, που γνωρίζω καλά με πόσα εμπόδια και δυσκολίες αντιμάχονται για να κατορθώνουν να εξελίσσονται και να προχωρούν στον δρόμο που επέλεξαν. Θαυμάζω όλους όσοι επιτελούν με δοτικότητα κοινωνική εργασία, εργάζονται με παιδιά, ηλικιωμένους, ψυχικά ασθενείς, κακοποιημένες γυναίκες, πρόσφυγες. Τους καλλιτέχνες που συχνά προσφέρουν τις υπηρεσίες τους αφιλοκερδώς ή εργάζονται σε σχετικές δομές. Θαυμάζω κάθε άνθρωπο που τα βγάζει πέρα με όσα αντιμετωπίζει χωρίς να χάνει το κουράγιο, τη δύναμη, την αισιοδοξία, το αίσθημα αλληλεγγύης του.
Τι σε κάνει να θυμώνεις και με τι γελάς περισσότερο;
*Θυμώνω με την έλλειψη σεβασμού σε κάθε έκφρασή της. Με τη μη ανεκτικότητα στη διαφορετικότητα. Με την απουσία ίσων ευκαιριών για όλους. Θυμώνω με τους ανθρώπους που είναι πολύ ελεγκτικοί, που θέλουν να τα κάνεις όλα με τον δικό τους τρόπο και ρυθμό. Γελάω πολύ με τα παιδιά, με τα ζώα. Όταν ξαναβλέπω κωμικές ταινίες και σειρές με τις οποίες μεγάλωσα. Όταν βρισκόμαστε με καλούς φίλους και χαρίζουμε ο ένας στον άλλον το δώρο του χιούμορ του ελεύθερα και με γενναιοδωρία.
Ποια είναι η σχέση σου με τα ζώα; Υπάρχει κάποιο κατοικίδιο με το οποίο συμβιώνεις;
*Αγαπώ πολύ τα ζώα, αλλά δεν έχω κατοικίδιο λόγω του ότι προς το παρόν μένω σε ένα διαμέρισμα χωρίς εξωτερικό χώρο και λείπω πολλές ώρες από το σπίτι σε καθημερινή βάση. Δεν μου αρέσει καθόλου η ιδέα να μένει έγκλειστο και μόνο ένα ζωάκι. Ωστόσο, συνυπάρχω με πολλές αδέσποτες γάτες στη γειτονιά μου, καθώς ένα εγκαταλελειμμένο κτήριο απέναντί μου και το πάρκο στη γωνία είναι το σπίτι τους. Τις φροντίζουμε καλά και δεν αλλάζουν γειτονιά!
Σ’ ευχαριστώ πολύ για τη θαυμάσια συζήτηση, Ιωάννα!
*Κι εγώ σας ευχαριστώ!
***
*Φωτογραφίες: Νίκος Ζιαγάκης