17.9 C
Athens
Πέμπτη 27 Μαρτίου 2025

Ηλίας, Μυρτώ, Νατάσα, παιδιά αθώας προοπτικής

Νόστιμα, σκεπτικά κι ανέμελα ταυτόχρονα, ζωηρά και πανέμορφα, με γεύση απαλής αλμύρας και οσμή συγκρατημένης ειρωνείας είναι τα «Χταποδάκια». Ο Ηλίας, η Μυρτώ και η Νατάσα με χιούμορ εκτελούν μια άψογη χορογραφία χαρακτήρων. Παρακολούθησα την παράστασή τους. Ήταν ποιητές. Ποιητές όπως θέλω να είναι οι ποιητές. Δεν άφησαν στιγμή να τρέξει ο νους μου αλλού. Με τα απρόβλεπτα πάθη τους επί σκηνής έκαναν τις σκέψεις μου να προχωρούν με ερωτηματικά. Τρία παιδιά είναι. Τρία παιδιά – συνδημιουργοί, που εντρυφούν στη συλλογική και κληρονομημένη εμπειρία του λογοτεχνικού θαύματος, της ενοποιημένης ευαισθησίας. Κάνουν θέατρο για τη διάρκεια της μιας στιγμής που φεύγει, που χάνεται, φτερωτή, γρήγορη, ενώ σε μας δεν απομένει παρά ο απόηχος, η φωνή, μια λέξη που κόπηκε και αιωρείται. Βλέπεις στα μάτια τους την αλήθεια, την ουσιαστική λαχτάρα και την ικανοποίηση, την ευσέβεια προς την τέχνη τους. Τους κοιτούσα κι έχανα τις διαστάσεις ολότελα, βολεμένη στο καθισματάκι μου. Μια υπέροχη παράσταση αφοπλιστικής απλότητας, σουρεαλιστικού παιχνιδιού και γλυκιάς απελπισίας. Περιηγήθηκα στα «Χταποδάκια και άλλα διηγήματα» που μας πρόσφεραν, διασκευάζοντας, σκηνοθετώντας και ερμηνεύοντας ο Ηλίας Βογιατζηδάκης, η Μυρτώ Πανάγου, η Νατάσα Παπανδρέου. Σύντομες εμπεριστατωμένες αφηγήσεις, δομικά αυτόνομες, με ζωηρό θεατρικό περιεχόμενο και ευφάνταστους θεατρικούς αυτοσχεδιασμούς, ωφέλιμες κι ενδεικτικές για την αισιοδοξία και την ευόδωση της σκηνικής λειτουργίας. Παιδιά της αθώας προοπτικής και της ουσίας. Παιδιά του ακράτητου φωτός. Γεμάτα πίστη, χαρά, φαντασία. Ηλία, Μυρτώ, Νατάσα, η ρομαντική σας τρέλα έχει ελκυστική διαύγεια. Μη χάσετε ποτέ την επαφή μαζί της, ούτε και με την καλή πλευρά της ζωής. Όραση, ακοή, όσφρηση, γεύση, αφή, όλα alert!

Διαβάστε τη συνέντευξη.

Τη φωτογράφηση πραγματοποίησε η Τερίνα Χιουρέα.

* Ηλίας Βογιατζηδάκης: Ο μπαμπάς μου γαλλοτραφής Έλλην του εξωτερικού, η μαμά μου του εγχώριου εξωτερικού (από τον Πειραιά!), εγώ βρέθηκα να μεγαλώσω στη Ρόδο… Τόπος καταγωγής παππούδων, προπαππούδων μου η Κάρπαθος. Εκεί έχω περάσει πολλά απ’ τα καλοκαίρια μου. Βουτιές σε παραλίες, μπρατσάκια, κουβαδάκια. Μικρός θυμάμαι να περιμένω τον Άγιο Βασίλη κάτω απ’ το δέντρο ώσπου με έπαιρνε ο ύπνος. Να ζωγραφίζω πάνω σε πορτοκάλια, πάνω στο πιάνο… Βόλτες με ποδήλατο και πατίνια. Οι καθηγητές μου αγανακτούσαν αλλά με αγαπούσαν πάντα, βόλτες μετά τα φροντιστήρια, διακοπές με φίλους, μουσική, κοπάνες, πλάκες, γέλια, κλάματα.

* Μυρτώ Πανάγου: Γεννήθηκα στην Αθήνα και η καταγωγή μου είναι από τη Λακωνία. Οι παιδικές μου αναμνήσεις περιλαμβάνουν ένα χαρούμενο σπίτι στο Χαλάνδρι γεμάτο ανθρώπους και φωνές, δυο γονείς ευχάριστα αντισυμβατικούς και συνάμα παρόντες και εμένα μπλεγμένη με παιδιά να οργανώνουμε σκετσάκια, παραστάσεις, βραδιές θεάτρου… Όλη την ώρα γινόμασταν μασκαράδες και δώσ’ του μουσικές και δώσ’ του χορούς! Μια καθημερινότητα λούνα παρκ που παρότι είχε και τα γκρίζα της και τα δύσκολά της ανά στιγμές, τελικά μου έχει αφήσει μια ιδιαίτερα γλυκιά αίσθηση.

* Νατάσα Παπανδρέου: Γεννήθηκα στην Αθήνα. Καταγωγή, από παππουδογιαγιάδες έχω από Πελοπόννησο, Κρήτη και Σέρρες. Έντονες αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία… Χώματα, βουτιές, διαβάσματα, κατοικίδιο μυρμήγκι σε σπιρτόκουτο, σπασίματα τζαμαριών, πρώτα φιλιά σε υπόστεγα με βροχή, μελανιές στα γόνατα, φάρσες, μουσική διαπασών, κοπάνες, ποδήλατα, κηδεία μιας σαπισμένης μελιτζάνας -του «κυρίου Μελιτζάνα»- στην αυλή του σπιτιού στο χωριό.

Το θέατρο πώς μπήκε στη ζωή σας;

* Η.Β.: Θυμάμαι να ακούω πάντα ιστορίες απ’ τη γιαγιά μου για την πολυτάραχη ζωή της στη Γαλλία, ήταν κινηματογραφική φιγούρα. Τον μπαμπά μου να μου λέει τρομακτικές ιστορίες ή παραμύθια του Αισώπου στα αρχαία και να τον κοιτάζω σαν χαζός. Όταν ήμουν μικρός, οργανώναμε αυτοσχέδιες παραστάσεις στην αυλή της πολυκατοικίας με μεγαλύτερα παιδιά. Στο δημοτικό όταν ανεβάσαμε με τη δασκάλα της θεατρικής αγωγής, την κ. Εύη, τον «Μορμόλη» θυμάμαι να το ’χω πάρει πολύ σοβαρά. Μ’ άρεσε η ιδέα να γίνω ηθοποιός, αλλά δεν ήξερα ούτε πώς θα το κάνω ούτε ότι τελικά θα το αποφασίσω. Έβλεπα παραστάσεις μόνος μου. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια, να περάσω στο πανεπιστήμιο και μετά να αποφασίσω να δώσω εξετάσεις. Πήγα στη σχολή, έλειπα όλη μέρα απ’ το σπίτι, στους γονείς μου το είπα τρία χρόνια μετά.

* Μ.Π.: Το θέατρο υπάρχει στη ζωή μου από τα μικράτα μου. Δεδομένου ότι και ο μπαμπάς μου είναι ηθοποιός, το θέατρο υπήρχε αισθητά μέσα στην καθημερινότητά μου. Με τον μπαμπά μου το να πάμε στο σούπερ μάρκετ ή να πάμε βόλτα στην παιδική χαρά άνετα αποκτούσε χαρακτήρα μίνι παράστασης… μιμήσεις φωνών, αστεία, αυτοσχεδιαστικά παιχνίδια και χορευτικά έβγαιναν πηγαία μέσα από το ταμπεραμέντο του… θεατρίνος στη ζωή ανά πάσα ώρα! Πραγματικά ήμουν πολύ τυχερή να είμαι θεατής σε όλα αυτά και σίγουρα με επηρέασαν σημαντικά. Ακολουθώντας βέβαια και εγώ η ίδια αυτό το επάγγελμα χρειάστηκε να βρω και τα δικά μου θέλω μέσα σε όλα αυτά. Να βρω και το δικό μου τρόπο να υπάρχω. Αλλά αναμφίβολα το θέατρο μπήκε από νωρίς στη ζωή μου σε μεγάλο βαθμό χάρη στον μπαμπά μου.

* Ν.Π.: Σταδιακά και γοητευτικά. Παιδάκι, θεατρικά παιχνίδια στο σχολείο και στο χωριό. Με πήγαινε και ο παππούς μου στον Καραγκιόζη! Σίγουρα παίζει κάποιο ρόλο. Ακόμη θυμάμαι και μελετώ τις φιγούρες του. Διάβαζα λογοτεχνία, έπαιζα στην αρχή κιθάρα και μετά πιάνο. Πήγα να δω και μια παράσταση στα δεκατρία, στο Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας, ε και κόλλησα. Μετά ερασιτεχνική του σχολείου, παρακολούθηση πολλών παραστάσεων και στα δεκαεννιά δραματική Εθνικού.

Ποιους θεωρείτε δασκάλους σας;

* Η.Β.: Εκτός από τους καθηγητές μου στο σχολείο και τη σχολή, θεωρώ δασκάλους μου όλους τους ανθρώπους που μου έμαθαν κάτι. Τους γονείς μου, τις αδελφές μου, τους κολλητούς μου. Γνώρισα πολύ «ωραίους» ανθρώπους, τον Γιώργο, τη Δέσποινα, τον Δημήτρη, τη Μάρθα Φριντζήλα στο Baumstrasse. Είχα την τύχη να δουλέψω σαν βοηθός του Δημήτρη Λιγνάδη σε κάποιες παραστάσεις και έμαθα πολλά. Και όλους τους ανθρώπους που θα γνωρίσω έστω και στο δρόμο και θα με εμπνεύσουν (ακόμη κι ένας ταξιτζής ή μια περιπτερού μπορεί να μ’ έχουν βοηθήσει πολύ κι ας μην το ξέρουν!).

* Μ.Π.: Δύσκολη ερώτηση… ειδικά στη θεατρική διαδικασία η έννοια της διδασκαλίας χωράει πολλή συζήτηση. Είναι μια διαδρομή που δεν τελειώνει ποτέ, κατά τη διάρκεια της οποίας θα βρεθούν πολλοί να σου πουν πολλά. Εγώ κρατάω ανθρώπους που νοιάστηκαν να μου δώσουν χώρο έκφρασης, πίστη και μου πρότειναν μια θεώρηση των πραγμάτων με τρόπο έντιμο και αληθινό. Χωρίς να σημαίνει ότι όλα αυτά γίνανε αναίμακτα και αβίαστα. Πολλές φορές και τα ζόρια και τα δύσκολα βοηθάνε. Σίγουρα κάποιοι καθηγητές μου από τη σχολή με επηρέασαν και μου άνοιξαν κόσμους ενδιαφέροντες και ταξιδιάρικους. Σημαντική συνεισφορά και οι συμφοιτητές μου αφού τρία χρόνια μέσα από μια διαδικασία συνδιαλλαγής μαθαίνεις πολλά τόσο για εσένα, όσο και για τους ανθρώπους εν γένει. Και τέλος ο πρώτος μου δάσκαλος που με βοήθησε να μπω στη σχολή, ο Παντελής Δεντάκης, που με τρόπο πολύ ειλικρινή και ουσιαστικό με καθοδήγησε στην πρώτη μου προσπάθεια.

* Ν.Π.:  Δάσκαλοί μου είναι οι γονείς μου, οι φίλοι μου, αγαπημένες ταινίες και βιβλία, η φύση, οι καθηγητές μου στη σχολή, οι μέχρι στιγμής συνεργασίες μου.

Ο χορός, η μουσική και το τραγούδι τι ρόλο παίζουν στη ζωή σας;

* Η.Β.: Μ’ αρέσει πολύ να τραγουδάω ή να ακούω μουσική και να κοιτάω το ταβάνι. Με το χορό δεν έχω βρει ακόμη τον τρόπο να εκφράζομαι. Ίσως καμιά φορά όταν «μερακλώνω»!

* Μ.Π.: Χορός, μουσική, τραγούδι = όρτσα τα πανιάααα!!! Σημαντικό ρόλο παίζουν στη ζωή μου. Ειδικά χορός και μουσική αποτελούν εκρηκτικό συνδυασμό εσωτερικής αναπτέρωσης! Όταν ήμουν μικρή έλεγα ότι η μουσική είναι το ξυπνητήρι της καρδιάς και ομολογουμένως εκ των τριών είναι αυτό που αγαπώ περισσότερο.

* Ν.Π.: Με τη μουσική και το τραγούδι έχω μεγαλύτερη επαφή ίσως επειδή ήταν το αντικείμενο με το οποίο καταπιάστηκα από μικρή. Τραγουδούσα σε συναυλίες στο σχολείο και υπήρξα μέλος της χορωδίας. Αλλά ακόμη και σήμερα συναντιέμαι με φίλους και τραγουδάμε, αυτοσχεδιάζουμε σε βεράντες στην Αθήνα και σε αμμουδιές κάτω από τα αστέρια στις διακοπές μας. Παίζω και πιάνο και συχνά οι φίλοι μου απ’ τη σχολή με πειράζουνε γιατί στα διαλείμματα χανόμουν και με ψάχνανε. Πήγαινα σε μια αίθουσα, έπαιζα και απορροφιόμουν. Είναι μια ιδιαίτερη σχέση. Πολύ απορροφητική και εκτονωτική συγχρόνως. Και αντιλαμβάνομαι και τις υπόλοιπες τέχνες με περισσότερο «μουσικούς όρους», συμπεριλαμβανομένου του θεάτρου με το οποίο καταπιάνομαι. Το χορό μού αρέσει να τον παρακολουθώ. Δεν έχω όμως τη μυϊκή δυνατότητα ενός χορευτή ούτε με ταξιδεύει τόσο όσο η μουσική. Ξέρω γω; Ίσως δε με εμπιστεύομαι πολύ ακόμη στο χορό. Ίσως να θέλουμε λίγο το χρόνο μας εμείς οι δύο. Ασκούμαι βέβαια και βελτιώνω τη σωματική μου αντίληψη αλλά εκτονώνομαι περισσότερο όταν χορεύω σαν ξεβιδωμένο, drum ’n bass σ’ ένα μπαρ. Με την κίνηση έχω περισσότερη επαφή. Η σημασία της αφής, ο τρόπος που θα καθίσεις, μια αγκαλιά, ο χώρος που θα σου αφήσει ο άλλος ή θα αφήσεις εσύ στον άλλον σωματικά είναι πράγματα που μπορούν να με συγκινήσουν σκηνικά αλλά και στη ζωή.

Πώς ενωθήκατε και αποφασίσατε να συνεργαστείτε;

* Η.Β.: Απ’ τη Νατάσα που ήμασταν φίλοι και μαζί στην ομάδα στο Baumstrasse, γνώρισα και τη Μυρτώ. Πολύ γρήγορα είδαμε ότι οι τρεις μας «επικοινωνούμε». Πρώτη φορά δοκιμάσαμε τις δυνάμεις μας πάνω σε ένα ποίημα του Γκίνσμπεργκ και το παρουσιάσαμε στο Page 31 Festival. Μετά είπαμε να φτιάξουμε πάλι οι τρεις μας μια παράσταση και… «μας τσίμπησε» το Bios.

* Μ.Π.: Με τη Νατάσα ήμασταν μαζί από τη σχολή και τον Ηλία τον γνώρισα μέσω της Νατάσας. Δουλέψαμε μαζί στο Page 31 Festival και επειδή η “μαγιά” έδεσε καλά, είπαμε να το συνεχίσουμε!

* Ν.Π.: Ο Ηλίας είναι φίλος από το Baumstrasse και θέλαμε πολύ να δημιουργήσουμε κάτι μαζί. Το ίδιο και με τη Μυρτώ που ήμασταν τρία χρόνια στη σχολή μαζί. Συναντηθήκαμε πέρσι και με αφορμή ένα κείμενο του Ginsberg φτιάξαμε μια 15λεπτη performance στο πλαίσιο του Page 31 festival στο Camp. Μετά ήρθαν τα «Χταποδάκια» στη ζωή μας.

Για ποιο λόγο η παράστασή σας είναι τόσο λιτή και απέριττη;

* Η.Β.: Προσπαθήσαμε να μπούμε κατευθείαν στο θέμα μας χωρίς περιστροφές και μάλλον είδαμε ότι δεν μας είναι απαραίτητο κάτι άλλο. Μας βοήθησε πολύ ότι ξέραμε ακριβώς τι θέλουμε να πούμε.

* Μ.Π.: Προτιμούμε κατά βάση να ακουστούν οι ιστορίες. Θέλαμε από την αρχή να πούμε αυτές τις ιστορίες δοκιμάζοντας άλλες διαδρομές κάθε φορά. Αλλά σε καμία περίπτωση να μη χαθεί η ιστορία, το κείμενο και ο λόγος προς χάριν εντυπωσιασμού και οδηγηθούμε σε overdose ερεθισμάτων.

* Ν.Π.: Ξέρω κι γω; Προέκυψε. Ίσως για να θέλουμε να πούμε πιο απλά αυτό που θέλουμε να επικοινωνήσουμε. Επικεντρωθήκαμε σ’ αυτό. Είναι πολύ δυνατά τα κείμενα και οι μουσικές από μόνες τους και εμείς αυτό που θέλουμε είναι… να φύγουν οι θεατές και να θυμούνται αυτά που έχουμε να τους πούμε χωρίς πολλές φιοριτούρες. Δεν έχουμε και την εμπειρία να διαχειριστούμε πολλά υλικά έτσι ώστε να έχουν νόημα. Οπότε λέμε, καλύτερα 2-3 και ουσία παρά 10 και χανόμαστε.

Σε ποια ηλικία γίνεται, κατά τη γνώμη σας, κάποιος μεγάλος ηθοποιός και γιατί.

* Η.Β.: Δε νομίζω ότι υπάρχει συγκεκριμένη ηλικία γι’ αυτό. Έχει να κάνει περισσότερο με τη διαδρομή του καθενός. Μπορεί κάποιος στα είκοσί του να έχει ήδη «καταλάβει κάτι» καλύτερα από έναν πενηντάρη. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό.

* Μ.Π.: Για να είμαι ειλικρινής ο όρος “μεγάλος ηθοποιός” με ξενίζει κάπως… δεν ξέρω… βασικά δεν πιστεύω πως υπάρχουν ταμπέλες σε αυτά. Το θέατρο θεωρώ πως είναι μια συνεχής διαδρομή. Μια ασταμάτητη αναζήτηση. Σίγουρα με την πάροδο του χρόνου κατακτάς πράγματα και μαθαίνεις. Αλλά δεν νομίζω ότι μπορείς να πεις “τώρα πια το έχουμε, ξέρω πώς παίζεται το παιχνίδι”. Όπως έχει πει και ένας φίλος μου, “είναι αέρας, δεν πιάνεται”!

* Ν.Π.: Τι εννοούμε όταν λέμε μεγάλος; Χοντρός; Φαντάζομαι άμα φάει πολύ οπότε σε κάνα δυο χρόνια από τώρα. Ηλικιακά; Εξαρτάται πάλι από την ηλικία που βρίσκεται τώρα. Εμείς ας πούμε θα είμαστε σε καμιά 40ετία. Καταξιωμένος; Αλλά πώς καταξιωμένος; Κοινωνικά αποδεκτός γιατί είναι βραβευμένος; Γιατί ανεβάζει πολλές παραγωγές το χρόνο; Γιατί βγάζει εύκολο γέλιο; Γιατί έχει κάτι να πει; Είναι πολλά τα ερωτήματα για το ποιο θεωρεί ο καθένας ότι είναι το πρότυπο του «καταξιωμένου» και του «μεγάλου» ευρύτερα, κι αν ξέρει συγκεκριμένα πώς θέλει να είναι θα το πετύχει. Δεν ξέρω όμως πότε. Στο ρυθμό του. Τώρα το γιατί… Πάλι προσωπική υπόθεση είναι.

Πιστεύετε ότι η λογοτεχνία πρέπει να μεταφέρεται στο θέατρο με οικείο τόνο και απλή έκφραση;

* Η.Β.: Δεν ξέρω πώς πρέπει να μεταφέρεται η λογοτεχνία στο θέατρο. Νομίζω πάντως πως όποιο κείμενο κι αν επιλέξει να μεταφέρει κανείς στο θέατρο, δεν πρέπει να το αντιμετωπίσει σαν κάτι «ιερό». Το πιο σημαντικό είναι να έχει τη μοναδικότητα και την προσωπική ματιά αυτού που το κάνει -με όποιο τρόπο κι αν επιλέξει να το κάνει τελικά.

* Μ.Π.: Πιστεύω γενικά ότι έχει πολύ ενδιαφέρον η λογοτεχνία να μεταφέρεται στο θέατρο. Και χαίρομαι που παρατηρείται έντονα αυτή η τάση πια. Υπάρχουν τόσο ωραία κείμενα που μόνο ως ενδιαφέρουσα πρόκληση θα πρέπει να φαντάζει η θεατρική τους μεταφορά για τους δημιουργούς. Τώρα ως προς τον τρόπο που θα γίνεται αυτό, πάλι δεν πιστεύω ότι υπάρχει μία συνταγή. Προσωπικά μου αρέσει πολύ η ελληνική γλώσσα και κατ’ επέκταση με ενδιαφέρει να ακούγεται ο λόγος και το κείμενο. Αλλά η μορφή ποικίλλει. Μπορεί και μέσα από μια παράσταση με πολλαπλά ερεθίσματα και έναν τρόπο πιο σύνθετο και “πειραγμένο” να περάσει και να ακουστεί το κείμενο. Όλα είναι θέμα ενορχήστρωσης και προσωπικής τοποθέτησης. Να υπάρχει το προσωπικό σου «γιατί» σε ό, τι κάνεις.

* Ν.Π.: Πιστεύω ότι η λογοτεχνία, συμπεριλαμβανομένων των θεατρικών έργων, πρέπει να μεταφέρεται στο θέατρο με προσωπικό στίγμα. Να διαβάζει ο δημιουργός κάτι που αφορά πρώτα τον ίδιο, να τον καυλώνει και να θέλει να το επικοινωνήσει γιατί έχει κάποιο στόχο. Από εκεί και πέρα βάζει μέσα σ’ αυτό τον κόσμο του. Τώρα απλός – σύνθετος αυτός ο κόσμος, για μένα δεν έχει τόσο σημασία, όσο το να μπορέσει να τον οργανώσει, να τον συνθέσει, να τον αγαπήσει, να τον μοιραστεί με τους συνεργάτες του και να τον επικοινωνήσει προς τα έξω. Νομίζω τότε κάτι γίνεται οικείο γιατί και ο θεατής αντιλαμβάνεται την πρόθεσή σου.

Γιατί επιλέξατε να δραματοποιήσετε τα συγκεκριμένα διηγήματα;

* Η.Β.: Τα «Χταποδάκια» του Καραγάτση είναι στην ύλη της λογοτεχνίας στο Λύκειο. Με συγκινούσαν πάντα. Το πρότεινα στα κορίτσια και τους άρεσε. Αργότερα φέραμε και άλλα διηγήματα Νεοελλήνων συγγραφέων που μας άρεσαν πολύ και είχαν όλα στο θέμα τους κάτι πολύ «ανθρώπινο». Απ’ την άλλη θέλαμε να μιλήσουμε και «ελληνικά». Ήταν ωραίο και προκλητικό να φέρουμε κάτι απ’ τη γενιά μας σε αυτά τα κείμενα.

* Μ.Π.: Μπορώ να πω πολλά θεωρητικά και αναλυτικο-επεξηγηματικά αλλά νομίζω ότι η βάση όλων είναι πως μας αρέσουν αυτές οι ιστορίες. Τις αγαπήσαμε. Σίγουρα έφεραν κάποια συγκεκριμένα δεδομένα που μας επέτρεψαν να τις συνδυάσουμε -η έννοια της απόρριψης ενυπάρχει μέσα από διάφορες μορφές (ερωτική, μητρική, κοινωνική) σε κάθε ιστορία- και ο απλός άνθρωπος του «τότε» άνετα γίνεται ένας άνθρωπος του «σήμερα», μέσα σε ένα σήμερα που πασιφανώς κραυγάζει απόρριψη από παντού. Επιμένω ωστόσο στην προσωπική μας εμπλοκή στις ιστορίες, είναι αυτό το προσωπικό «γιατί» που αποτελεί κινητήριο μοχλό. Με στόχο βέβαια την επικοινωνία, το μοίρασμα με τον κόσμο. Πάντα ανοικτά και προς τα εμπρός.

* Ν.Π.: Γιατί μας μιλούν. Ήταν μια ανάγκη να ακουστούν αυτά τα οποία έχουν να πουν. Αγαπήσαμε και τους συγγραφείς και τους «παντρέψαμε». Παντρέψαμε δηλαδή όσα είχαν να πουν πάνω στο κομμάτι «άνθρωπος». Και είναι ωραίο που είναι διηγήματα διαφορετικών εποχών. Είναι σα να μας επιβεβαιώνουν ότι τελικά ο κόσμος αυτός δε θα αλλάξει ποτέ.

Είστε καλλιτέχνες. Τι συμβαίνει με το βιοπορισμό και τους κατ’ ανάγκην συμβιβασμούς που καλείται να κάνει σήμερα ένας καλλιτέχνης;

* Η.Β.: Σήμερα στην Ελλάδα οι καιροί είναι δύσκολοι ούτως ή άλλως για όλους τους κλάδους, για όλα τα επαγγέλματα. Οι νέοι, καλώς ή κακώς, δεν περιμένουν από κανέναν και ξέρουν ότι δε θα τους χαριστεί τίποτα. Ειδικά αν είσαι νέος καλλιτέχνης το βλέπεις πως δε ζεις σε μια χώρα που οι καλλιτέχνες πληρώνονται. Και οι εποχές αλλάζουν. Διαβάζω συνεντεύξεις μεγαλύτερων που λένε για το ξεκίνημά τους «με ανακάλυψε ο x, με εμπιστεύτηκε ο ψ, μου δόθηκε η τάδε ευκαιρία…». Σήμερα δεν τα ακούς και πολύ συχνά αυτά, δε νομίζω ότι υπάρχουν όλα αυτά, δεν υπάρχουν καν ευκαιρίες. Καθένας πρέπει να στηριχθεί μόνος στις δυνάμεις του και να κάνει αυτό που νομίζει. Πρέπει αν μη τι άλλο να κυνηγήσεις πολύ περισσότερο τα όνειρά σου. Άλλος θα τολμήσει, άλλος δε θα τολμήσει, άλλος θα κάνει περισσότερες υποχωρήσεις, άλλος λιγότερες. Έχει να κάνει με το ποιος είσαι. Ίσως τελικά να συμβιβαστείς αναγκαστικά με κάποια πράγματα, πόσω μάλλον όταν είσαι και νέος. Ίσως τύχει να χρειαστεί να κάνεις και μια δουλειά που δεν την πιστεύεις. Σημασία έχει ό, τι κι αν κάνεις, να είσαι συνεπής, «ανοικτός» και να μη χάνεις το στόχο σου.

* Μ.Π.: Είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα. Ο βιοπορισμός για πάρα πολλούς -συμπεριλαμβανομένου και εμένα- σημαίνει να κάνεις παράλληλα και μία και δύο δουλειές για να τα βγάλεις πέρα. Τα χειρότερο όμως είναι να απογοητευτείς. Ο μηχανισμός έτσι λειτουργεί. Να σε πείσει πως δεν πάει παραπέρα, να συμβιβαστείς και να το βουλώσεις. Δεν πρέπει. Και εγώ πολλές φορές γύρναγα σπίτι μου βαρυγγωμώντας από τη δουλειά και έλεγα “δεν θέλω να κάνω τίποτα, θέλω μόνο να κάτσω και να μην κουνηθώ!”. Τελικά το ότι έκανα αυτή την παράσταση και δεν έκατσα ήταν πολύ σωστό. Αλλά είναι μια διαρκής μάχη. Θέλει πείσμα και υπομονή. Και αντοχή σίγουρα.

* Ν.Π.: Δε θα πω ότι τα πράγματα είναι δύσκολα με το βιοπορισμό. Θα πω ότι τα πράγματα είναι όπως ήταν πάντα. Ανήκουμε σε ένα επάγγελμα που ανέκαθεν έπληττε η κρίση και που ανέκαθεν δεν ήξερες πού θα είσαι σε ένα μήνα. Οπότε από τη στιγμή που το επιλέγεις σημαίνει ότι είναι πολύ πιθανό να κάνεις κι άλλα πράγματα. Γιατί όμως αυτό να το δούμε σαν «κατ’ ανάγκην συμβιβασμό»; Μπορεί να βρεις μια ευχαρίστηση σε οτιδήποτε κι αν καταπιάνεσαι και να το εντάσσεις στη θεατρική σου δουλειά. Μπορούμε να είμαστε πολλά πράγματα σε ένα όλον.

Το θέατρο για τον ηθοποιό είναι μια σκληρή δοκιμασία των αισθήσεων;

* Η.Β.: Ναι, είναι μια σκληρή δοκιμασία αλλά ταυτόχρονα είναι και πολύ απολαυστική. Ανακαλύπτεις τον εαυτό σου, τα όριά σου, πωρώνεσαι.

* Μ.Π.: Το θέατρο είναι η επέλαση των αισθήσεων! Όλα διαθέσιμα και ανοικτά. Μάτια, χέρια, αυτιά, όσφρηση, γεύση! Όλα alert!

* Ν.Π.: Ίσως να ‘ναι σκληρή για να ευαισθητοποιηθούν ακόμη περισσότερο οι αισθήσεις.

Ετοιμάζετε κάποιο άλλο έργο να ανεβάσετε μαζί;

* Η.Β.: Θα κάνουμε και του χρόνου άλλη μια παράσταση οι τρεις μας. Μας το πρότειναν πριν από λίγες μέρες. Επίσης, με την ίδια ομάδα, έχουμε ήδη ξεκινήσει να δουλεύουμε και μια καινούργια «ιδέα» μας… που θα γίνει κάποια στιγμή… άγνωστο «πότε» ή «πού».

* Μ.Π.: Κατά πως φαίνεται του χρόνου θα συνεχίσουμε με κάτι καινούργιο στο Bios. Ακόμα είμαστε σε αναζήτηση ως προς «το τι και το πώς» αλλά όλα θα βρεθούν στον καιρό τους!

* Ν.Π.: Είναι στα σχέδια μας.

Στην Ελλάδα έχουμε υψηλό θεατρικό επίπεδο;

* Η.Β.: Θέλω να πιστεύω ότι έχουμε. Το καλό είναι ότι υπάρχουν όλα.

* Μ.Π.: Στην Ελλάδα έχουμε σαφέστατα μεγάλη θεατρική κίνηση. Αρκεί να κοιτάξει κανείς πόσες παραστάσεις είχαμε φέτος για να καταλάβει. Μέσα σε όλες αυτές τις παραστάσεις θεωρώ πως συχνά το επίπεδο είναι ιδιαίτερα καλό και οι καλλιτέχνες προσπαθούν πια να ξεβολευτούν, να προτείνουν νέα πράγματα, να εμπλακούν ουσιαστικά με ό, τι κάνουν. Οι νέοι μπαίνουν δυναμικά και παρά τις αντίξοες συνθήκες προσπαθούν να βρουν τρόπο έκφρασης ξεφεύγοντας από μια καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Ίσως μέσα σε όλα τα δύσκολα που ζούμε να έρχονται και κάποιες ανακατατάξεις -καλλιτεχνικές και μη- που να οδηγήσουν σε κάτι πιο ουσιαστικό.

* Ν.Π.: Στην Ελλάδα γίνεται ένας αχταρμάς. Δεν ξέρω αν αυτό γίνεται και στις άλλες χώρες του κόσμου. Το επίπεδο είναι χαμηλό για μένα, όχι τόσο λόγω της οικονομικής κρίσης και των low budget παραστάσεων, όσο της κρίσης των αξιών των ανθρώπων. Στην Ελλάδα ισχύει η ταμπέλα του: Εθνικό Θέατρο, του x σκηνοθέτη ή ηθοποιού που πάμε να δούμε και από εκεί και πέρα το τίποτα. Μια μυθοποίηση χωρίς καμία αιτιολογία. Θυματοποιούμαστε από τη μια, εξουσιάζουμε και νομίζουμε ότι είμαστε κάτι σε σχέση με κάποιους άλλους από την άλλη. Μια επιφανειακή εξωστρέφεια έχουμε ως λαός και μέσα μας είμαστε πιο κλειστοί και από στρείδια. Κουτσομπολεύουμε για να εκτονωθούμε και μετά λέμε ότι πήγαμε θέατρο ή κάνουμε θέατρο για να διαφημίσουμε το πόσο ψαγμένοι τύποι είμαστε. Δεν ξέρω τι πάει να πει «υψηλό θέατρο». Ψάχνω να βρω τι πάει να πει «αλήθεια στο θέατρο», «θέατρο που έχει κάτι να πει». Και ναι, είναι ελάχιστες οι παραστάσεις μες στο χρόνο που πιστεύω ότι κάτι έχουν να μας πουν.

Μπορεί το θέατρο σήμερα να δώσει το κάτι παραπάνω στο θεατή;

* Η.Β.: Νομίζω γι’ αυτό κάνουμε θέατρο. Και γι’ αυτό πάμε στο θέατρο. Για να πάρουμε κάτι που δεν αγοράζεται, ούτε απ’ το περίπτερο, ούτε απ’ το Ίντερνετ. Όμως για να το λάβει τελικά αυτό το «δώρο» ο θεατής, θα πρέπει να είναι κι αυτός διαθέσιμος. Δε φτάνει ένας γενναιόδωρος ηθοποιός ή μια αξιόλογη παράσταση. Είναι μια σχέση.

* Μ.Π.: Όταν το θέατρο λειτουργήσει σωστά και ολοκληρωμένα, μπορεί να δώσει πολλά στο θεατή. Μπορεί να μη γίνεται συχνά, αλλά όταν συμβεί η αίσθηση είναι μαγική!

* Ν.Π.: Εξαρτάται αυτό και από το αν είναι διαθέσιμος ο ίδιος ο θεατής να εισπράξει αυτά που έχεις να του δώσεις. Είναι μια συνάντηση ανάμεσα στον ηθοποιό και το θεατή. Όταν επιτυγχάνεται η ουσιαστική επικοινωνία συμβαίνει κάτι μαγικό. Δεν ξέρω αν είναι κάτι παραπάνω. Είναι πάντως κάτι όμορφο.

Πότε μια θεατρική παράσταση, κατά τη γνώμη σας, είναι επιτυχημένη;

* Η.Β.: Θεωρώ επιτυχημένη μια παράσταση που θα με συγκινήσει. Που θα είναι μια ειλικρινής κατάθεση. Που οπωσδήποτε θα μιλάει στο «εδώ» και το «τώρα» και θα μπορώ να ταυτιστώ ή έστω να δω κάπου τον εαυτό μου. Να μου ανοίξει μια πόρτα. Όπως ένας φίλος σου θα πει αυθόρμητα ένα αστείο, ή μια εξομολόγηση που σε συγκινεί, έτσι είναι μια επιτυχημένη παράσταση. Θα πρέπει να είσαι ή πολύ εγωιστής ή πολύ κομπλεξικός για να μην το εκτιμήσεις.

* Μ.Π.: Όταν ο θεατής ακούσει όλη την ιστορία και μπορέσει να ταξιδέψει μαζί της. Όταν ο ηθοποιός δείξει την ομορφιά «αυτού που κάνει» μη δείχνοντας «τι όμορφα που το κάνει».

* Ν.Π.: Όταν είναι αληθινή, τολμηρή, ευφάνταστη, έχει κάτι να πει, όταν μπορείς να αναγνωρίσεις τον εαυτό σου, ως θεατής αλλά και ως συντελεστής μέσα σ’ αυτή, όταν σε παρασύρει, όταν είναι ομαδική και όταν είναι αυθεντική.

Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;

* Η.Β.: Μου αρέσουν πολλοί και διαφορετικοί συγγραφείς. Μπορεί να μου αρέσει ο Σαίξπηρ, ο Τσέχωφ, ο Στρίντμπεργκ, η Σάρα Κέιν, ο Καβάφης… ακόμη και κάποιος που δεν αυτοαποκαλείται συγγραφέας αλλά γράφει αυτό που σκέφτεται πάνω σε ένα χαρτί απ’ τα McDonald’s… και μου το χαρίζει!

* Μ.Π.: Αγαπάω πολύ τον Τσέχωφ, τον Πίντερ, τον Τολστόι, τον Μπέκετ, τον Μολιέρο, τον Τζέημς, τον Κίπλινγκ, την Έμιλυ Μπροντέ και άλλους. Από Έλληνες Παπαδιαμάντης, Χάκκας, Χατζής, Καρυστιάνη κ.α.

* Ν.Π.: Ντοστογιέφσκι, Τσέχωφ, Σαίξπηρ, Κέρουακ, οι αρχαίοι τραγικοί…

Ποιους ρόλους ονειρεύεστε και ποια έργα;

* Η.Β.: Δεν ξέρω αν έχω τέτοιες προσδοκίες. Βέβαια, θα μου άρεσε να παίξω τον Ίωνα ή τον Άμλετ κάποια στιγμή. Ένας άλλος ρόλος που μου αρέσει πολύ είναι ο Φρέντριχ από τον «Πελεκάνο» του Στρίντμπεργκ. Ή απλώς μπορεί να μου αρέσει πολύ ένα έργο και να κολλήσω. Ακόμα και κάτι πολύ σύγχρονο, όπως είχε γίνει με την «Καλή οικογένεια» -ένα σουηδικό έργο ενός κομίστα, που επειδή δεν ήθελα να περιμένω ή να το «ονειρεύομαι» το σκηνοθέτησα πέρσι μόνος μου στο θέατρο «Χώρα». Μπορεί να ζηλέψω και κάτι που δεν είναι καν από θεατρικό έργο. Νομίζω ότι περισσότερο ονειρεύομαι συνεργασίες.

* Μ.Π.: Αγαπημένο έργο ο «Θείος Βάνιας». Ρόλοι πολλοί.

* Ν.Π.: Τα πάντα από τον «Άμλετ».

Είστε αισιόδοξοι, απαισιόδοξοι, οργισμένοι ή νηφάλιοι απέναντι σ’ αυτά που συμβαίνουν;

* Η.Β.: Δεν ξέρω τι απ’ όλα είμαι. Ίσως και όλα μαζί. Αυτό που ξέρω με σιγουριά είναι ότι αυτή η κρίση ξεκίνησε πριν καν γεννηθώ. Δεν ξέρω πού φταίω εγώ για όλα αυτά και γιατί την πληρώνουμε έτσι. Αν και είμαι απ’ τη φύση μου μελαγχολικός, προσπαθώ και θέλω να ’μαι αισιόδοξος.

* Μ.Π.: Δηλώνω βαθιά οργισμένη με αυτά που συμβαίνουν γύρω μου. Προσπαθώ ωστόσο αυτή η οργή να μην κάτσει στον καναπέ αλλά να μετουσιωθεί σε κάτι δημιουργικό. Πάντως να μη βουλιάξει μέσα μου. Νομίζω ότι από φυσικού μου φέρω μια απαισιοδοξία την οποία παλεύω πολύ να βάζω στο συρτάρι. Κάτι κουτσοκαταφέρνω. Ο επιμένων νικά, άλλωστε.

* Ν.Π.: Είμαι ο εαυτός μου απέναντι σ’ αυτά που συμβαίνουν. Αισιόδοξη, απαισιόδοξη, αντιδραστική, απογοητευμένη, σκληρή, ευαίσθητη… τα πάντα. Πιστεύω μέσα μου ότι τα πράγματα συνολικά δε θα αλλάξουν όσο υπάρχουν κοινωνίες, όσο είμαστε άνθρωποι και μέσα σ’ αυτούς θα υπάρχουν οι μαλάκες που δεν το ξέρουν ότι είναι μαλάκες, αλλά την ίδια στιγμή πιστεύω βαθιά στην προσωπική αλλαγή. Αλλάζω κι εγώ η ίδια, οπότε αυτό μου κάνει πιο ισχυρή την ανάγκη να μετατοπίσω κάτι και σε κάποιον άλλον.

Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σε έναν πολιτικό κι έναν καλλιτέχνη;

* Η.Β.: Ο καλλιτέχνης καλείται να ενεργοποιήσει τις αισθήσεις του κοινού. Η τέχνη οφείλει να είναι επαναστατική. Και ευτυχώς μέσα απ’ αυτήν μπορείς να εκφραστείς ή να επαναστατήσεις και να συμπαρασύρεις και άλλους.

* Μ.Π.: Ο πολιτικός -με τη μορφή που έχει πάρει πια- παίζει μπάλα μόνος του και δηλώνει υπερήφανα “πάνω από όλα το εγώ, ζήτω η μονάδα”! Ο καλλιτέχνης μόνο αν νοιάζεται για ομαδικό παιχνίδι αποκτά ουσία…”πάνω από όλα το μαζί, ζήτω η ομάδα”!  

* Ν.Π.: Ο πολιτικός θα εξουσιάσει και θα χυθεί αίμα.

Η καθημερινή μας ζωή έχει πολιτισμό;

* Η.Β.: Δυστυχώς στο δρόμο, στην εκπαίδευση, στην αγορά εργασίας, σε δημόσιες υπηρεσίες, ακόμη και σε θέσεις που έχουν να κάνουν άμεσα με τον πολιτισμό της χώρας, έχεις να αντιμετωπίσεις ανθρώπους αγενείς, κακούς και εξουσιολάγνους. Κοιτάνε πώς θα υπερισχύσουν και πώς θα σε εκμεταλλευτούν. Ξέρω γω; Υπάρχει πολιτισμός; Βέβαια, υπάρχουν πεντακόσιες διαφορετικές θεατρικές παραστάσεις κάθε μέρα στην Αθήνα ή κάποιος μπορεί να δει μια έκθεση ακόμη και στο μετρό και να του φτιάξει τη μέρα, αλλά αυτό εννοούμε πολιτισμό στην καθημερινότητά μας;

* Μ.Π.: Ο πολιτισμός λείπει σημαντικά. Από τον τρόπο που θα πεις καλημέρα φαίνεται η έλλειψή του. Και εγώ δυστυχώς πιάνω τον εαυτό μου μέσα στη ρουτίνα και την γκριζούρα που μας περικλείει να χάνω την ευγένειά μου, τη γενναιοδωρία, την ομορφιά. Σα να συνηθίζεις το άσχημο. Δεν πρέπει. Θέλει πάλη εκ των έσω για να το αποτρέπουμε. Συνειδητή προσπάθεια με τον εαυτό σου για να μην αφήνεσαι σε όλο αυτό που τόσο εύκολα μπορείς να αφεθείς. Θέλει όμως προσπάθεια. Γιατί, όπως έχει πει και ο σοφός Μάνος Χατζιδάκις, “όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει”. Η ανάγκη του πολιτισμού είναι μεγάλη για να θυμίσει αξίες που ξεχνιούνται και για να μην αφεθούμε σε όλα αυτά τα άσχημα -τρομοκρατία, ρατσισμός, επιθετικότητα, μιζέρια, τσιγκουνιά, εγωισμός- που μας περικλείουν.

* Ν.Π.: Από τη στιγμή που δε γνωρίζουμε ότι πολιτισμός δεν είναι μόνο το «φαίνεσθαι» του «πήγα σήμερα να δω την τάδε έκθεση» αλλά και ο τρόπος που θα μιλήσεις σε έναν ψιλικατζή, το ότι θα πεις «καλημέρα» και θα το εννοήσεις, το ότι θα σηκωθείς για να καθίσει ένας ηλικιωμένος στη θέση σου στο τρένο, το ότι δε θα πετάξεις τη γόπα σου στο δρόμο, το ότι δε θα σκουντήξεις χωρίς καν να το καταλάβεις το διπλανό σου και άλλα πολλά, όχι δεν έχουμε πολιτισμό. Απ’ την άλλη πού να τον μάθουμε όμως; Υπάρχουν ωστόσο και κάποιοι άνθρωποι που ακόμη επιβιώνουν.

Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας στίχοι;

* Η.Β.: Μ’ αρέσει ένα τραγούδι του ’30, το έβαλα και στην παράσταση, κάπου λέει: «…Ως το βράδυ μονάχος μιλούσα/ Σαν να σ’ είχα κοντά μου μαζί/ Κι όταν νύχτωσε εκεί που γυρνούσα/ Είπα, να ζει κανείς ή να μη ζει;».

* Μ.Π.: “…σαν το θολό γέλιο του παρείσακτου σ’ ένα σπίτι που εορτάζει…”. Τάσος Λειβαδίτης.

* Ν.Π.: Όλοι οι στίχοι από το ποίημα «Μισή ώρα» του Κ. Π. Καβάφη και το ποίημα «Όταν αποχαιρέτησα» του Μ. Αναγνωστάκη.

Ποια είναι η σχέση σας με τα ζώα; Έχετε κατοικίδιο;

* Η.Β.: Μικρός στο σπίτι είχαμε μια γάτα χοντρή, Αγκύρας, που ήταν πολύ όμορφη και λίγο πόρνη, ο μπαμπάς μου μας τη σύστησε Εμμανουέλα. Μετά μας άφησε. Αργότερα ένα χελωνάκι, τον Ντονατέλλο, αλλά κάποια στιγμή στούκαρε στο διακοσμητικό βραχάκι της γυάλας και άνοιξε το κεφάλι του. Και πέθανε. Τελευταία φορά είχα ένα μπλε μικροσκοπικό ψαράκι, τον Gladiator, μάλλον πέθανε από κατάθλιψη. Τώρα δεν έχω κατοικίδιο, παλεύω να φροντίσω τον εαυτό μου!

* Μ.Π.: Πλέον δεν έχω. Αλλά κάποτε είχα πολλές πολλές γάτες με εξέχουσες τη Μινού, τη Ριρίκα και τη Χαμενούλα.

* Ν.Π.: Τα αγαπώ πολύ κι επικοινωνώ ωραία μαζί τους. Σα ζωάκι κι εγώ. Ωραίο είναι να θυμόμαστε ότι είμαστε ζωάκια… Δεν έχω κατοικίδιο.

* Σας ευχαριστώ πολύ.

* Κι εμείς σας ευχαριστούμε πολύ.

Ταυτότητα παράστασης

«Χταποδάκια και άλλα διηγήματα»
Παράσταση εμπνευσμένη από τα διηγήματα: «Χταποδάκια» του Μ. Καραγάτση, «Τα ρέστα» του Κ. Ταχτσή, «Ένας χωρισμός» του Μ. Χάκκα, «Ο τάφος» του Δ. Χατζή και «Ο κ. Γαρύφαλλος» του Ντ. Χριστιανόπουλου.
Διασκευή – Σκηνοθεσία – Ερμηνεία: Ηλίας Βογιατζηδάκης, Μυρτώ Πανάγου, Νατάσα Παπανδρέου
Δραματουργία: Παναγιώτα Κωνσταντινάκου
Σκηνικά – Κοστούμια: Ευαγγελία Κατέχη
Φωτισμοί: Νίκος Βλασσόπουλος
Φωτογραφίες: Μιχάλης Κυριαζίδης
* Tα «Χταποδάκια» παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στο πλαίσιο των Scratch Nights του Bob Theatre Festival 2012 στο ΒIOS.

* Το cat is art ευχαριστεί την Τερίνα Χιουρέα για τη φωτογράφιση.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

Τελευταία άρθρα

- Advertisement -