ΛΕΓΕ με Ισμαήλ. Πριν από μερικά χρόνια —δεν έχει σημασία πόσο ακριβώς— έχοντας λίγα ή καθόλου χρήματα στο πουγκί μου και τίποτα ιδιαίτερο που να με ενδιαφέρει στη στεριά, σκέφτηκα να ταξιδέψω λίγο στη θάλασσα και να δω το υδάτινο μέρος του κόσμου. Είναι ένας τρόπος που έχω να διώχνω το σπλήνιασμα και να ρυθμίζω το κυκλοφοριακό. Όταν πιάνω τον εαυτό μου να στραβώνει το στόμα όταν μες στην ψυχή μου είναι Νοέμβρης υγρός, που ψιλοβρέχει- όταν πιάνω τον εαυτό μου να σταματάει άθελα μπρος σε φερετροπωλεία και να γίνεται ουραγός κάθε κηδείας πού συναντώ και ειδικά όταν οι υποχονδρίες μου με κυβερνούν τόσο, που χρειάζεται ένας δυνατός ηθικός φραγμός να με εμποδίσει να βγω επίτηδες στο δρόμο και μεθοδικά να ρίξω χάμω τα καπέλα του κόσμου — τότε θεωρώ πως ήρθε πια ή ώρα να μπαρκάρω, όσο πιο γρήγορα μπορώ. Είναι το δικό μου υποκατάστατο του πιστολιού και της σφαίρας. Με μια φιλοσοφική χειρονομία όλο μεγαλοπρέπεια, ο Κάτων ρίχνεται πάνω στο σπαθί του· εγώ παίρνω ήσυχα το πλοίο. Δεν υπάρχει τίποτα το εκπληκτικό σ’ αυτό. Αν το ήξεραν έφτανε- όλοι σχεδόν οι άνθρωποι, με τον τρόπο τους, αργά ή γρήγορα, θα έτρεφαν πάνω-κάτω τα ίδια αισθήματα με μένα για τον ωκεανό.
- HERMAN MELVILLE: ΜΟΜΠΙ ΝΤΙΚ
Ο Χέρμαν Μέλβιλ (Herman Melville) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη την 1η Αυγούστου 1819. Ήταν το τρίτο από τα οκτώ παιδιά μιας οικογένειας που καταγόταν από τους πρώτους Σκώτους και Ολλανδούς αποίκους της Νέας Υόρκης. Οι πρόγονοί του είχαν διακριθεί κατά την Αμερικανική Επανάσταση και είχαν αναπτύξει σπουδαία δράση στον σκληρό ανταγωνισμό που χαρακτήριζε τόσο το εμπόριο, όσο και τον πολιτικό βίο του νεοσύστατου κράτους. Το 1826 προσβλήθηκε από οστρακιά, η οποία του προκάλεσε χρόνιο πρόβλημα στην όραση. Μετά τη χρεοκοπία του έμπορου πατέρα του Άλαν Μέλβιλ (1830) και τον θάνατό του (1832), ο νεαρός Χέρμαν αναγκάστηκε να βγει στη βιοπάλη. Μπάρκαρε σ’ ένα εμπορικό καράβι, που έκανε τη διαδρομή μεταξύ Νέας Υόρκης και Λίβερπουλ και δούλεψε ως καμαρότος. Η πρώτη του δουλειά και η επαφή του με τη θάλασσα αποτέλεσαν τον πυρήνα του μυθιστορήματός του “Ρέντμπερν” (Redburn: His First Voyage, 1849).
Το 1835 γράφτηκε στη Σχολή Κλασικών Σπουδών του Όλμπανι και το 1837 δούλεψε ως γραφιάς και δάσκαλος. Ο Μέλβιλ ήταν κατά βάση αυτοδίδακτος. Οι ιστορίες της Βίβλου με τις οποίες μεγάλωσε αποτέλεσαν τη βάση της μόρφωσής του, που συμπληρώθηκε από τη μελέτη του για τον Σαίξπηρ. Η αποτυχία του να βρει μια σταθερή απασχόληση και η τυχοδιωκτική του φύση τον ώθησαν να μπαρκάρει και πάλι τον Ιανουάριο του 1841 ως ναύτης στο φαλαινοθηρικό Ακούσνετ. Τον Ιούλιο του 1842 το πλοίο του αγκυροβόλησε στα νησιά Μαρκέζας του Νότιου Ειρηνικού. Οι περιπέτειες του Μέλβιλ στην περιοχή αυτή έγιναν το θέμα του πρώτου του μυθιστορήματος Typee (1846) ή Περιπέτειες στη χώρα των κανιβάλων, όπως αποδόθηκε στα ελληνικά. Σύμφωνα με την αφήγηση, ο Μέλβιλ κι ένας συνάδελφός του εγκατέλειψαν το πλοίο και έζησαν για τέσσερις μήνες ως φιλοξενούμενοι – αιχμάλωτοι της φυλής των Ταϊπή, τους οποίους ο συγγραφέας χαρακτηρίζει ανθρωποφάγους. Παρά τους κινδύνους που διέτρεξε, περιγράφει τον τόπο των Ταϊπή, ως έναν ειδυλλιακό τόπο φυγής από τον καταπιεστικό και απειλητικό πολιτισμό.
Στην πραγματικότητα, ο Μέλβιλ ναυτολογήθηκε τον Αύγουστο του 1842 στο αυστραλιανό φαλαινοθηρικό Λούσι Αν. Το περιστατικό μιας ναυτικής ανταρσίας στην οποία ο Μέλβιλ έλαβε μέρος και οι περιπέτειες που την ακολούθησαν αποτελούν το θέμα του επόμενου βιβλίου του Omoo (Όμου), γραμμένο σε εύθυμο τόνο το 1847. Κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών του ωρίμασε ο σαρκασμός του για τις ταπεινώσεις και την εκμετάλλευση των ιθαγενών από τους αποίκους και προπαντός από τους ιεραποστόλους.
Το 1843 ο Μέλβιλ πήγε στη Χαβάη, όπου έπιασε δουλειά σ’ ένα γραφείο και σ’ ένα βιβλιοπωλείο. Σύντομα, όμως, έφτασε στη Χονολουλού το παλιό του πλοίο, το Ακούσνετ, που έψαχνε για λιποτάκτες. Φοβούμενος μήπως τον βρουν και τον ξαναπάρουν στο φαλαινοθηρικό, ο Μέλβιλ έσπευσε να μπει σ’ ένα αμερικανικό πολεμικό πλοίο ως απλός ναύτης. Δεκατέσσερις μήνες αργότερα έφτασε στο λιμάνι της Βοστόνης. Το 1850 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του White-jacket (Τα άσπρα αμπέχονα), στο οποίο περιγράφει τη ζωή του πάνω στο πολεμικό πλοίο και κατακρίνει τις βαρβαρότητες και ιδιαίτερα το μαστίγωμα, το οποίο συνηθιζόταν τότε στα σκάφη του αμερικανικού ναυτικού. Η κριτική επαίνεσε το βιβλίο και τη θαρραλέα στάση του, η οποία βρήκε ισχυρή πολιτική υποστήριξη.
Στις 4 Αυγούστου 1847 ο Μέλβιλ παντρεύτηκε την Ελίζαμπεθ Σο, κόρη του Λέμιουελ Σο, προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Μασαχουσέτης και παιδικού φίλου του πατέρα του. Το ζεύγος Μέλβιλ απέκτησε τέσσερα παιδιά (δύο αγόρια και δύο κορίτσια), ενώ αγόρασαν κι ένα αγροτόσπιτο στο Πίτσφιλντ της Μασαχουσέτης. Εκεί γνωρίστηκε και συνδέθηκε στενά με τον διάσημο συγγραφέα Ναθάνιελ Χόθορν (Άλικο Γράμμα). Σ’ αυτόν αφιέρωσε ο Μέλβιλ το Μόμπι Ντικ, το οποίο εκδόθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1851 στο Λονδίνο κι ένα μήνα αργότερα στις ΗΠΑ.
Ακολούθησαν και άλλα έργα του, όπως ο Πιερ (Pierre, 1852), ένα έντονα αυτοβιογραφικό έργο, που θεωρήθηκε ανήθικο, ο Χαφιές (The Confidence-Man, 1857), μια απελπισμένη σάτιρα για μια Αμερική διεφθαρμένη από τα ευτελή όνειρα του κόσμου του εμπορίου. Ήταν και το τελευταίο του μυθιστόρημα που εκδόθηκε εν ζωή. Εκτός από μυθιστορήματα, ο Μέλβιλ έγραψε και διηγήματα, από τα οποία ξεχωρίζουν τα Μπάρτλεμπι, ο γραφιάς (Bartleby, the Scrivener: A Story of Wall Street, 1853) με ατμόσφαιρα που θυμίζει Κάφκα και Μπενίτο Σερένο (Benito Cereno, 1855), που επικεντρώνεται σε μια εξέγερση σκλάβων πάνω σ’ ένα ισπανικό πλοίο.
Χρόνο με το χρόνο, η απήχησή του ως συγγραφέα συνεχώς έφθινε. Από το 1860 είχε στραφεί στην ποίηση και το 1866 αναγκάστηκε να γίνει τελωνειακός στη Νέα Υόρκη για να ζήσει. Έμεινε σ’ αυτή τη θέση 19 χρόνια. Το 1878 εξέδωσε το ποίημά του Clarel, που αποτελείται από 16.000 στίχους και αναφέρεται στην επίσκεψή του στους Αγίους Τόπους. Το 1888 εξέδωσε με δικά του έξοδα την ποιητική συλλογή Battle-Pieces and Aspects of War (Σκηνές μαχών και όψεις του πολέμου), η οποία αντλεί τη θεματολογία της από τον πόλεμο, που απασχολούσε πολύ τη σκέψη του, ενώ ένα χρόνο αργότερα θα ακολουθήσει μια δεύτερη ποιητική συλλογή με τίτλο John Marr and other sailors; With Some Sea-Pieces (Ο Τζον Μαρ και άλλοι ναυτικοί, με μερικές αφηγήσεις από τη θάλασσα). Στις 19 Απριλίου του 1891 ολοκλήρωσε το μυθιστόρημά του Billy Budd, το οποίο εκδόθηκε μόλις το 1924. Αναφέρεται στον νεαρό ναύτη Μπίλι Μπάντι, που οργισμένος από μια άδικη κατηγορία, σκοτώνει άθελά του τον σατανικό οπλονόμο του πλοίου και καταδικάζεται σε θάνατο διά απαγχονισμού.
Ο Χέρμαν Μέλβιλ πέθανε σχεδόν ξεχασμένος στις 28 Σεπτεμβρίου 1891 στη Νέα Υόρκη από καρδιακή προσβολή. Το ενδιαφέρον για το έργο του αναζωπυρώθηκε στη δεκαετία του ’20, όταν εκδόθηκαν η βιογραφία του από τον Ρέιμοντ Γουίβερ (Herman Melville: Man, Mariner and Mystic, 1921) και το μυθιστόρημά του Μπίλι Μπαντ. Σήμερα αναγνωρίζεται πλέον ως ένας από τους σπουδαιότερους Αμερικανούς λογοτέχνες και ο Μόμπι Ντικ ως ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Βιβλία του Χέρμαν Μέλβιλ στα Ελληνικά
Περιπέτειες στη χώρα των κανιβάλων (Ζαχαρόπουλος)
Τρεις απόκληροι: Μπάρτλεμπυ, ο γραφιάς – Ο βιολιστής – Τζίμυ Ρόουζ (Καστανιώτης)
Μόμπι Ντικ (Gutenberg)
Γουάιτ-τζάκετ (Gutenberg)
Η ιστορία του Τάουν-Χο (Gutenberg)
Μπίλλυ Μπαντ και άλλες ιστορίες (Εστία)
Μπενίτο Σερένο (Άγρα)
Το Καμπαναριό (Κέδρος)
***
Μόμπι Ντικ
Ένα από τα αριστουργήματα της αμερικανικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η πλειονότητα των κριτικών δέχεται ότι το μυθιστόρημα του Χέρμαν Μέλβιλ στέκεται στο ίδιο δημιουργικό ύψος με τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες και τα έργα του Σαίξπηρ. Το βιβλίο κυκλοφόρησε πρώτα στην Αγγλία στις 18 Οκτωβρίου 1851 με τον τίτλο Η Φάλαινα και ένα μήνα αργότερα (14 Νοεμβρίου 1851) στις ΗΠΑ, με τον τίτλο Μόμπι Ντικ ή Η Φάλαινα.
Ο Μόμπι Ντικ είναι μια θαλασσινή περιπέτεια, γεμάτη συμβολισμούς και μεταφορές. Με αφηγητή τον ναύτη Ισμαήλ, παρακολουθούμε το ταξίδι ενός σαλεμένου καπετάνιου, ονόματι Αχαάβ, που έχει βάλει σκοπό της ζωής του να ανακαλύψει και να σκοτώσει μια θηριώδη λευκή φάλαινα με το όνομα Μόμπυ Ντικ, η οποία σε ένα προηγούμενο ταξίδι τού είχε κόψει το πόδι σε μια μονομαχία τους στη θάλασσα. Ο Μέλβιλ, που είχε δουλέψει χρόνια ως ναυτικός, εστιάζεται σ’ έναν «άνθρωπο που δε φοβάται Θεό, που μοιάζει με Θεό, είναι υπέροχος άνθρωπος ο Καπετάν Αχαάβ».
Το πολυσέλιδο μυθιστόρημα περιγράφει την επικών διαστάσεων σύγκρουση Αχαάβ και Μόμπι Ντικ, που είναι, κατ’ επέκταση, μια αναμέτρηση ανάμεσα στις δυνάμεις της Φύσης και τον Άνθρωπο. Ο «Μόμπι Ντικ» δεν είναι μόνο μια συναρπαστική ναυτική περιπέτεια, αλλά ένα φιλοσοφικό δοκίμιο για τη φύση του καλού και του κακού, για τον άνθρωπο και τη μοίρα του. Συν τοις άλλοις, είναι ένα εγκυκλοπαιδικό μυθιστόρημα, που δίνει στον αναγνώστη πληθώρα πληροφοριών για τη ζωή στη θάλασσα και τη φαλαινοθηρία.
Το βιβλίο του Μέλβιλ κυκλοφόρησε σε μια περίοδο που οι ΗΠΑ βρίσκονταν σε μια φάση μεταμόρφωσης, από μια συνομοσπονδία αποικιών σε ένα κράτος με επεκτατικές βλέψεις (Πόλεμοι κατά των Μεξικανών και Ινδιάνων, Επέκταση στη Δύση), αλλά και στα πρόθυρα του Εμφυλίου Πολέμου, με τις μεγάλες κοινωνικές διαφορές Βορείων και Νοτίων. Ήταν, όμως, και μια περίοδος αρκετά δημιουργική για τα αμερικανικά γράμματα.
Το 1850 ο Ναθάνιελ Χόθορν δημοσίευσε το δικό του αριστούργημα, το μυθιστόρημα Το Άλικο Γράμμα, μια εμβριθή μελέτη για το καλό και το κακό, που επηρέασε σημαντικά τον γείτονα και φίλο του Μέλβιλ στη συγγραφή του Μόμπι Ντικ. Το 1852 η Χάριετ Μπίτσερ Στόου κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της Η Καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά, ένα από τα πλέον ευπώλητα βιβλία στην εκδοτική ιστορία των ΗΠΑ. Όμως, το μυθιστόρημα του Μέλβιλ πέρασε απαρατήρητο, με αρνητική στο μεγαλύτερο μέρος της την κριτική. Χρειάστηκε να φθάσουμε στη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα για να αναγνωρισθεί από τους Μοντερνιστές η σπουδαιότητα του Μόμπι Ντικ και η Αμερική να ανακαλύψει ένα μεγάλο συγγραφέα.
Ο Μόμπι Ντικ έχει μεταφερθεί επανειλημμένα στον κινηματογράφο, στο θέατρο και την τηλεόραση. Καλύτερη διασκευή για τη μεγάλη οθόνη θεωρείται η ομώνυμη ταινία του Τζον Χιούστον, παραγωγής 1956, σε σενάριο του συγγραφέα Ρέι Μπράντμπερι και με πρωταγωνιστή τον Γκρέγκορι Πεκ στο ρόλο του Αχαάβ.
Στα ελληνικά, το μυθιστόρημα του Χέρμαν Μέλβιλ “Μόμπι Ντικ” κυκλοφορεί στην κλασική έκδοση του Gutenberg, σε μετάφραση Α. Κ. Χριστοδούλου.