Το «Μόμπι Ντικ» ήταν το μεγάλο στοίχημα του Χέρμαν Μέλβιλ, που κερδήθηκε μόνον όμως με όρους καλλιτεχνικούς.
Παρηγοριά ο Μέλβιλ βρήκε στη φιλία του με τον Ναθάνιελ Χόθορν, μια σχέση που τα ανεβοκατεβάσματά της είχαν πολλή ευαισθησία. O Μέλβιλ, χαρακτήρας ανοιχτός και αυθόρμητος, κρατούσε με φιλοσοφικούς λόγους και περιγραφές της ψυχής του τον Χόθορν μέχρι αργά τη νύχτα. O Χόθορν, πιο ψυχρός και απόμακρος, άκουγε δίχως να ανταποδίδει τη θέρμη του φίλου του.
Η φιλία έσβησε για λόγους που οι βιογράφοι τους μόνον εικάζουν. Ίσως, σε κάποιο σημείο μεταξύ της ολοκλήρωσης του «Μόμπι Ντικ» και της έναρξης του «Πιερ», ο Μέλβιλ ανακάλυψε κάποιο μυστικό της προσωπικής ζωής του φίλου του και ο Χόθορν αναγκάστηκε να τον απομακρύνει. Στοιχεία, όμως, για κάτι τέτοιο δεν υπάρχουν. Τελικά, ο Μέλβιλ παραμένει ο άνθρωπος των ίσκιων. Ενώ ο συγγραφέας Μέλβιλ και τα έργα του ουδέποτε ήταν βεβαιότερα σαν επιτεύγματα.
Γνωρίστηκαν στο Μπέρκσαϊρ με τον Χέρμαν Μέλβιλ, ο οποίος εκτιμούσε ιδιαίτερα τον Χόθορν και του αφιέρωσε το γνωστότερο έργο του, το Μόμπι Ντικ, “σε ένδειξη θαυμασμού για την ιδιοφυΐα του”.
Τέλη Μαρτίου του 1850 ο Χόθορν μετακόμισε, με την οικογένειά του, στο Λένοξ, στα υψώματα του Μπέρκσαϊρ, στη δυτική Μασαχουσέτη, όπου τον επόμενο χρόνο έγραψε “Το σπίτι με τα εφτά αετώματα”. Αυτό το έργο, κατά τον κριτικό Τζέιμς Ράσελ Λόουελ (James Russell Lowell), είναι καλύτερο από “Το άλικο γράμμα” και αποτελεί την πιο πολύτιμη συμβολή στην ιστορία της Νέας Αγγλίας.
“Το Σπίτι με τα εφτά αετώματα: μυθιστόρημα του Ναθαναήλ Χόθορν”: Τα περιεχόμενα αυτού του βιβλίου δε διαψεύδουν τον πλούσιο, πυκνό και ρομαντικό τίτλο του. Διαθέσαμε μία ώρα σχεδόν σε κάθε αέτωμα χωριστά – ήταν μεγάλη η απόλαυση που νιώσαμε. Το βιβλίο αυτό μοιάζει με ωραία, παλιά κάμαρα, πλούσια αλλά και συνετά επιπλωμένη με κείνο ακριβώς το είδος των επίπλων που είναι τα πιο κατάλληλα για να την επιπλώσουν. Διαθέτει πολυτελέστατες κουρτίνες όπου είναι πλεγμένες σκηνές από τραγωδίες! Υπάρχουν παλιές πορσελάνες με σπάνια σχήματα απλωμένες όμορφα πάνω στο σκαλιστό μπουφέ, υπάρχουν μεγάλοι και τεμπέλικοι σοφάδες για ν’ αφεθείς· υπάρχει μια θαυμάσια σερβάντα, γεμάτη με άφθονα και ωραία εδέσματα· υπάρχει ένα άρωμα, σαν του παλιού κρασιού, μες στο αρμάρι· και υπάρχει, τέλος, ένας μικρός σκούρος τόμος σε μια γωνιά, με χρυσές αγκράφες, τυπωμένος με γοτθικά στοιχεία, που έχει τίτλο “Ο Χόθορν: Ένα Πρόβλημα”, έγραφε ο Χέρμαν Μέλβιλ (Herman Melville, 1819-1891), στις 16 Απριλίου 1851, στο γράμμα που έστειλε στον ίδιο το Χόθορν, όταν διάβασε τη νουβέλα του. […] (Από την έκδοση)
Η φιλία τους, αν και μάλλον σύντομη, υπήρξε από τις διασημότερες στην ιστορία της λογοτεχνίας. Από τη μια, ο καθιερωμένος, σεβαστός σε όλους Ναθάνιελ Χόθορν, ο συγγραφέας του «Άλικου Γράμματος» και του «Σπιτιού με τα Επτά Αετώματα», κι από την άλλη ο κατά 15 χρόνια νεαρότερος Μέλβιλ, ο ορκισμένος θαυμαστής του Χόθορν, που εκείνη την εποχή, στα μέσα του 19ου αιώνα, ολοκλήρωνε τον Μόμπι Ντικ του και πάλευε να βρει μια θέση στον κόσμο των αμερικανικών γραμμάτων.
Οι δυο τους συναντήθηκαν σε ένα πικνίκ, τον Αύγουστο του 1850. Από τη φιλία τους έχουν διασωθεί περίπου δέκα επιστολές του Μέλβιλ προς τον Χόθορν, που αποκαλύπτουν μια αρκετά στενή σχέση, με εκατέρωθεν επισκέψεις και μακροσκελείς συζητήσεις. Αποκαλύπτεται επίσης ο τρελός ενθουσιασμός του Μέλβιλ, που καμιά φορά έμοιαζε να εκτοξεύεται στα ύψη του λυρικού οίστρου. Δεν αποκλείεται, βέβαια, ο Χόθορν να ένιωθε λίγο πιεσμένος από όλον αυτόν τον πληθωρικό θαυμασμό του Μέλβιλ, ίσως και με κάποιους υπαινιγμούς για μεσολάβηση του Χόθορν ώστε ο Μέλβιλ να εξασφαλίσει μια καλή επαγγελματική θέση. Δεν το ξέρουμε ακριβώς· από την αλληλογραφία τους έχει σωθεί μόνο η μία πλευρά: καμία επιστολή του Χόθορν στον Μέλβιλ δεν υπάρχει.
Γύρω στο 1852 ο Χόθορν είχε αρχίσει να κρατά σε απόσταση τον νεαρό θαυμαστή του. Η «Ιστορία της Άγκαθα» ίσως να αποτέλεσε την αφορμή – πάντως σίγουρα είναι το φόντο στο οποίο παρακολουθούμε τη φιλία των δύο συγγραφέων να φθίνει.
Σε τρεις διαδοχικές επιστολές, ο Μέλβιλ παραθέτει στον Χόθορν όλα τα στοιχεία μιας αληθινής ιστορίας που άκουσε από κάποιον δικηγόρο και που θεωρούσε ότι έπρεπε οπωσδήποτε να μετουσιώσει εκείνος, δηλαδή ο Χόθορν, σε βιβλίο, γιατί «…αυτό το θέμα κλίνει προς ένα είδος με το οποίο εσύ είσαι ιδιαίτερα εξοικειωμένος. Για να το πω, ανοιχτά, νομίζω πως σ’ αυτή την ιστορία, θα τα κατάφερνες εσύ καλύτερα από μένα. Εξάλλου, είναι σαν να τείνει εκ του φυσικού του προς εσένα… σαν να σου ανήκει δικαιωματικά…».
Η ιστορία, περιληπτικά, ήταν η εξής: η Άγκαθα, μια μοναχική κοπέλα, κόρη φαροφύλακα, στη Νέα Αγγλία σώζει έναν ναυαγό, τον περιθάλπει και τον παντρεύεται. Έπειτα από δύο χρόνια γάμου, ο ναυτικός δηλώνει ότι θα ξαναμπαρκάρει. Αφήνει τη γυναίκα του μόνη στο φάρο, έγκυο, και εξαφανίζεται από προσώπου γης για δεκαεπτά χρόνια, χωρίς να δώσει ούτε το παραμικρό σημείο ζωής. Η Άγκαθα μαραζώνει από την αναμονή και την εγκατάλειψη και παλεύει να μεγαλώσει το παιδί της. Ξαφνικά ο χαμένος σύζυγος επανεμφανίζεται για μια μέρα, με χρήματα και δώρα, και υπόσχεται ότι σε λίγο θα ξανάρθει για να μείνει πια με την Άγκαθα για καλά. Στο μεταξύ, βέβαια, ο πρώην ναυτικός έχει απλώς αποκτήσει μια καινούργια ζωή σε άλλη πόλη στο Μισούρι και μάλιστα έχει ξαναπαντρευτεί. Επιστρέφει και πάλι στη Νέα Αγγλία μετά το θάνατο της δεύτερης γυναίκας του και ζητά από την Άγκαθα να έρθει μαζί του στο Μισούρι. Η Άγκαθα αρνείται.
Ο Μέλβιλ προφανώς επέμενε να φυτέψει την ιδέα του και στο μυαλό του Χόθορν. Του έστελνε λεπτομερείς περιγραφές των συναισθηματικών μεταπτώσεων της Άγκαθα και ιμπρεσιονιστικές εικόνες του μελαγχολικού τοπίου. Τον βομβάρδιζε με φανταστικές προσθήκες στην ιστορία και ιδέες προς συζήτηση. Μετά την πρώτη μακροσκελή επιστολή τον Αύγουστο του 1852, ο Μέλβιλ έστειλε στον Χόθορν ακόμα μία, με περισσότερες συγγραφικές «υποδείξεις», τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιά. Τέλος, τον Νοέμβριο του 1852 (προφανώς έπειτα από μια συνάντηση τετ-α-τετ), ο Μέλβιλ γράφει: «Τις προάλλες στο Κόνκορντ εξέφρασες δισταγμό σχετικά με το αν θα αναλάβεις τη συγγραφή της ιστορίας της Άγκαθα, και τελικά με παρότρυνες να τη γράψω εγώ. Αποφάσισα, λοιπόν, να το κάνω, και θα ξεκινήσω αμέσως μόλις φτάσω σπίτι. […] Ζητώ την ευλογία σου για το εγχείρημά μου, και να φυσήξεις σαν ούριος άνεμος στα πανιά μου…».
Ήταν η τελευταία χρονικά επιστολή από τη σωζόμενη αλληλογραφία τους. Από όσο γνωρίζουμε, ο Μέλβιλ δεν έγραψε ποτέ την ιστορία της Άγκαθα.
***
Το βιβλίο “Μόμπιους Ντικ” του Σκοτσέζου Άντριου Κρούμι (εκδόσεις Πόλις, μτφ. Τεύκρος Μιχαηλίδης) είναι ταυτόχρονα επιστημονική φαντασία και λογοτεχνία. Ο τίτλος του, όπως γίνεται αντιληπτό, είναι ένα λογοπαίγνιο που παραπέμπει στο έργο του Χέρμαν Μέλβιλ.
Το “Μόμπιους Ντικ” είναι μια εξαιρετικά ευρηματική ιστορία, που συνδυάζει το τεχνολογικό θρίλερ, την ιστορική φαντασία, τη φιλοσοφία και τη φάρσα μ’ ένα θίασο χαρακτήρων που συμπεριλαμβάνει συνθέτες, επιστήμονες, ιδιοφυΐες και παράφρονες.
Ο φυσικός Τζον Ρίνγκερ ταξιδεύει σ’ ένα απομακρυσμένο ερευνητικό κέντρο όπου γίνεται λόγος για ένα νέο είδος τεχνολογίας επικοινωνιών, βασισμένο στους νόμους της κβαντικής φυσικής. Όμως, όσο πλησιάζει την αλήθεια σχετικά με τη χαμένη αγαπημένη του, ο κόσμος του αρχίζει να αλλάζει. Ανεξήγητες συμπτώσεις, περιπτώσεις τηλεπάθειας και ψευδών αναμνήσεων συνδυάζονται για να δημιουργήσουν με χιούμορ μια μεγάλη σπαζοκεφαλιά.
Στη σελίδα 263 διαβάζουμε:
«Χέρμαν Μέλβιλ προς Ναθάνιελ Χόθορν
[; δυσανάγνωστο] Νοεμβρίου 1856
Η συνάντησή μας, φίλε μου, δεν ήταν όπως θα την ήθελα. […] Ας μη συνεχίσουμε τη διαμάχη μας, Ναθάνιελ – αλλιώς θα καταντήσουμε σαν τις απολίτιστες φυλές που έχυσαν αδελφικό αίμα σε τούτα εδώ τα άγρια μέρη. Δεν κατάφερες να μου εξασφαλίσεις μια προξενική θέση ανάλογη με τη δική σου. Και τι μ’ αυτό; Πίστεψέ με φίλε: δε με πείραξε καθόλου. […] Είναι γεγονός πως το άστρο σου συνεχίζει να ανεβαίνει: παντού βρίσκω έργα του εξαιρετικού κ. Ν.Χ. και χαίρομαι γιατί είσαι αντάξιος της φήμης σου. Εγώ βλέπω το Ταϊπί μου να εξαφανίζεται από τα ράφια και, μαζί μ’ αυτό, η τελευταία δημοσιότητα που γνώρισα εδώ και δέκα χρόνια. Αυτό με θλίβει, αλλά δεν κατηγορώ εσένα για την κακοτυχία μου. […] Στις λίγες μέρες που μεσολάβησαν αφότου σε είδα, εργάστηκα για το βιβλίο που θα είναι το καλύτερό μου. Δεν εννοώ την οικογενειακή μου ιστορία (αυτή είναι ασήμαντη), ούτε τον Χαφιέ, που ολοκληρώθηκε και δεν είναι πια δική μου υπόθεση (μόνο του πρέπει τώρα πια ν’ απλώσει τα πανιά του και να βρει τον καπετάνιο του) – όχι· έχω ένα καλύτερο βιβλίο στα σκαριά – και ο τίτλος του είναι Άγκαθα.
Ναι: αυτό είναι το έργο που θα με σώσει – νιώθω μέσα μου να μου το υπόσχεται. Θυμάσαι που σου πρόσφερα την ιστορία του πριν από τέσσερα χρόνια; Σου ’δωσα την πλοκή και σου ’πα να το γράψεις, γιατί φοβόμουν ότι ήμουν ακατάλληλος να το κάνω εγώ. Κι εσύ αρνήθηκες! Ωστόσο, δε σου κρατάω κακία γι’ αυτό το θέμα. Η ηρωίδα του, η Άγκαθα, κοιμήθηκε υπομονετικά όλα αυτά τα χρόνια, και τώρα είναι έτοιμη να βγει στον κόσμο. Όμως, στα πρώτα της βήματα, δε θα κρατάει το δικό σου μπράτσο. Εγώ θα την οδηγήσω, στολισμένη με ό,τι λούσο μπορέσω να της δώσω. Θα γράψω την ιστορία της· κι αν θέλεις να μου τείνεις πάλι το χέρι της φιλίας, το νέο μου βιβλίο θα ’ναι αφιερωμένο σ’ εσένα. […]»
Ο Κρούμι, λοιπόν, χρησιμοποίησε τελικά την Ιστορία Που Δεν Γράφτηκε για να πλάσει μια τελευταία, φανταστική επιστολή του Μέλβιλ στον Χόθορν και να συνδέσει μ’ αυτήν τα νήματα της δικής του μυθοπλασίας: «Πιστεύω [λέει ένας από τους ήρωες του βιβλίου, ο δόκτωρ Χίντς] πως η επιστολή του Μέλβιλ μπορεί να είναι η καλύτερη απόδειξη που έχω βρει ποτέ για την ύπαρξη ενός οικουμενικού νου».
Ο Χέρμαν Μέλβιλ (Herman Melville) ήταν εμβληματικός Αμερικανός συγγραφέας, γνωστός για τα μυθιστορήματά του με θέματα από την ανοιχτή θάλασσα, από τα οποία ξεχωρίζει το αριστούργημά του Μόμπι Ντικ (1851).
Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη την 1η Αυγούστου 1819. Ήταν το τρίτο από τα οκτώ παιδιά μιας οικογένειας που καταγόταν από τους πρώτους Σκώτους και Ολλανδούς αποίκους της Νέας Υόρκης. Οι πρόγονοί του είχαν διακριθεί κατά την Αμερικανική Επανάσταση και είχαν αναπτύξει σπουδαία δράση στον σκληρό ανταγωνισμό που χαρακτήριζε τόσο το εμπόριο, όσο και τον πολιτικό βίο του νεοσύστατου κράτους. Το 1826 προσβλήθηκε από οστρακιά, η οποία του προκάλεσε χρόνιο πρόβλημα στην όραση. Μετά τη χρεοκοπία του έμπορου πατέρα του Άλαν Μέλβιλ (1830) και τον θάνατό του (1832), ο νεαρός Χέρμαν αναγκάστηκε να βγει στη βιοπάλη. Μπάρκαρε σ’ ένα εμπορικό καράβι, που έκανε τη διαδρομή μεταξύ Νέας Υόρκης και Λίβερπουλ και δούλεψε ως καμαρότος. Η πρώτη του δουλειά και η επαφή του με τη θάλασσα αποτέλεσαν τον πυρήνα του μυθιστορήματός του Ρέντμπερν (Redburn: His First Voyage, 1849).
Το 1835 γράφτηκε στη Σχολή Κλασικών Σπουδών του Όλμπανι και το 1837 δούλεψε ως γραφιάς και δάσκαλος. Ο Μέλβιλ ήταν κατά βάση αυτοδίδακτος. Οι ιστορίες της Βίβλου με τις οποίες μεγάλωσε αποτέλεσαν τη βάση της μόρφωσής του, που συμπληρώθηκε από τη μελέτη του για τον Σαίξπηρ. Η αποτυχία του να βρει μια σταθερή απασχόληση και η τυχοδιωκτική του φύση τον ώθησαν να μπαρκάρει και πάλι τον Ιανουάριο του 1841 ως ναύτης στο φαλαινοθηρικό Ακούσνετ. Τον Ιούλιο του 1842 το πλοίο του αγκυροβόλησε στα νησιά Μαρκέζας του Νότιου Ειρηνικού. Οι περιπέτειες του Μέλβιλ στην περιοχή αυτή έγιναν το θέμα του πρώτου του μυθιστορήματος Typee (1846) ή Περιπέτειες στη χώρα των κανιβάλων, όπως αποδόθηκε στα ελληνικά. Σύμφωνα με την αφήγηση, ο Μέλβιλ κι ένας συνάδελφός του εγκατέλειψαν το πλοίο και έζησαν για τέσσερις μήνες ως φιλοξενούμενοι – αιχμάλωτοι της φυλής των Ταϊπή, τους οποίους ο συγγραφέας χαρακτηρίζει ανθρωποφάγους. Παρά τους κινδύνους που διέτρεξε, περιγράφει τον τόπο των Ταϊπή, ως έναν ειδυλλιακό τόπο φυγής από τον καταπιεστικό και απειλητικό πολιτισμό.
Στην πραγματικότητα, ο Μέλβιλ ναυτολογήθηκε τον Αύγουστο του 1842 στο αυστραλιανό φαλαινοθηρικό Λούσι Αν. Το περιστατικό μιας ναυτικής ανταρσίας στην οποία ο Μέλβιλ έλαβε μέρος και τις περιπέτειες που ακολούθησαν αποτελεί το θέμα του επόμενου βιβλίου του Omoo (Όμου), γραμμένο σε εύθυμο τόνο το 1847. Κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών του ωρίμασε ο σαρκασμός του για τις ταπεινώσεις και την εκμετάλλευση των ιθαγενών από τους αποίκους και προπαντός από τους ιεραποστόλους.
Το 1843 ο Μέλβιλ πήγε στη Χαβάη, όπου έπιασε δουλειά σ’ ένα γραφείο και σ’ ένα βιβλιοπωλείο. Σύντομα, όμως, έφτασε στη Χονολουλού το παλιό του πλοίο, το Ακούσνετ, που έψαχνε για λιποτάκτες. Φοβούμενος μήπως τον βρουν και τον ξαναπάρουν στο φαλαινοθηρικό, ο Μέλβιλ έσπευσε να μπει σ’ ένα αμερικάνικο πολεμικό πλοίο ως απλός ναύτης. Δεκατέσσερις μήνες αργότερα έφτασε στο λιμάνι της Βοστόνης. Το 1850 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του White-jacket (Τα άσπρα αμπέχονα), στο οποίο περιγράφει τη ζωή του πάνω στο πολεμικό πλοίο και κατακρίνει τις βαρβαρότητες και ιδιαίτερα το μαστίγωμα, το οποίο συνηθιζόταν τότε στα σκάφη του αμερικανικού ναυτικού. Η κριτική επαίνεσε το βιβλίο και τη θαρραλέα στάση του, η οποία βρήκε ισχυρή πολιτική υποστήριξη.
Στις 4 Αυγούστου 1847 ο Μέλβιλ παντρεύτηκε την Ελίζαμπεθ Σο, κόρη του Λέμιουελ Σο, προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Μασαχουσέτης και παιδικού φίλου του πατέρα του. Το ζεύγος Μέλβιλ απέκτησε τέσσερα παιδιά (δύο αγόρια και δύο κορίτσια), ενώ αγόρασαν κι ένα αγροτόσπιτο στο Πίτσφιλντ της Μασαχουσέτης. Εκεί γνώρισε και συνδέθηκε στενά με τον διάσημο συγγραφέα Ναθάνιελ Χόθορν (Άλικο Γράμμα). Σ’ αυτόν αφιέρωσε ο Μέλβιλ το Μόμπι Ντικ, το οποίο εκδόθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1851 στο Λονδίνο κι ένα μήνα αργότερα στις ΗΠΑ.
Ακολούθησαν και άλλα έργα του, όπως ο Πιερ (Pierre, 1852), ένα έντονα αυτοβιογραφικό έργο, που θεωρήθηκε ανήθικο, ο Χαφιές (The Confidence-Man, 1857), μια απελπισμένη σάτιρα για μια Αμερική διεφθαρμένη από τα ευτελή όνειρα του κόσμου του εμπορίου. Ήταν και το τελευταίο του μυθιστόρημα που εκδόθηκε εν ζωή. Εκτός από μυθιστορήματα, ο Μέλβιλ έγραψε και διηγήματα, από τα οποία ξεχωρίζουν τα Μπάρτλεμπι, ο γραφιάς (Bartleby, the Scrivener: A Story of Wall Street, 1853) με ατμόσφαιρα που θυμίζει Κάφκα και Μπενίτο Σερένο (Benito Cereno, 1855), που επικεντρώνεται σε μια εξέγερση σκλάβων πάνω σ’ ένα ισπανικό πλοίο.
Χρόνο με το χρόνο, η απήχησή του ως συγγραφέα συνεχώς έφθινε. Από το 1860 είχε στραφεί στην ποίηση και το 1866 αναγκάστηκε να γίνει τελωνειακός στη Νέα Υόρκη για να ζήσει. Έμεινε σ’ αυτή τη θέση 19 χρόνια. Το 1878 εξέδωσε το ποίημά του Clarel, που αποτελείται από 16.000 στίχους και αναφέρεται στην επίσκεψή του στους Αγίους Τόπους. Το 1888 εξέδωσε με δικά του έξοδα την ποιητική συλλογή Battle-Pieces and Aspects of War (Σκηνές μαχών και όψεις του πολέμου), η οποία αντλεί τη θεματολογία της από τον πόλεμο, που απασχολούσε πολύ τη σκέψη του, ενώ ένα χρόνο αργότερα θα ακολουθήσει μια δεύτερη ποιητική συλλογή με τίτλο John Marr and other sailors; With Some Sea-Pieces (Ο Τζον Μαρ και άλλοι ναυτικοί, με μερικές αφηγήσεις από τη θάλασσα). Στις 19 Απριλίου του 1891 ολοκλήρωσε το μυθιστόρημά του Billy Budd, το οποίο εκδόθηκε μόλις το 1924. Αναφέρεται στον νεαρό ναύτη Μπίλι Μπάντι, που οργισμένος από μια άδικη κατηγορία, σκοτώνει άθελά του τον σατανικό οπλονόμο του πλοίου και καταδικάζεται σε θάνατο διά απαγχονισμού.
Ο Χέρμαν Μέλβιλ πέθανε σχεδόν ξεχασμένος στις 28 Σεπτεμβρίου 1891 στη Νέα Υόρκη από καρδιακή προσβολή. Το ενδιαφέρον για το έργο του αναζωπυρώθηκε στη δεκαετία του ’20, όταν εκδόθηκαν η βιογραφία του από τον Ρέιμοντ Γουίβερ (Herman Melville: Man, Mariner and Mystic, 1921) και το μυθιστόρημά του Μπίλι Μπαντ. Σήμερα αναγνωρίζεται πλέον ως ένας από τους σπουδαιότερους Αμερικανούς λογοτέχνες και ο Μόμπι Ντικ ως ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Ο Ναθάνιελ Χόθορν (Nathaniel Hawthorne, 4 Ιουλίου 1804 – 19 Μαΐου 1864) ήταν Αμερικανός συγγραφέας μυθιστορημάτων και διηγημάτων, με διασημότερο έργο του «Το άλικο γράμμα».
Γεννήθηκε στις 4 Ιουλίου του 1804 στο Σάλεμ της Μασαχουσέτης. Ο πατέρας του, που ήταν καπετάνιος, πέθανε το 1808 από κίτρινο πυρετό. Τότε ο Ναθάνιελ, η μητέρα του και οι δύο αδελφές του μετακόμισαν στο σπίτι συγγενών της μητέρας του. Αργότερα, το 1816 μετακόμισαν στο Ρέιμοντ του Μέιν, σε σπίτι που έχτισε για αυτούς ο θείος του. Ύστερα από τρία χρόνια επέστρεψε στο Σάλεμ για να πάει σχολείο. Στη συνέχεια, και παρά τις αντιρρήσεις του Ναθάνιελ, ο θείος του, με δικά του έξοδα, τον έστειλε να σπουδάσει στο Κολέγιο Μπόουντεν. Στη διαδρομή προς το Κολέγιο, κατά τη διάρκεια μιας σύντομης στάσης στο Πόρτλαντ, συνάντησε τον Φράνκλιν Πιρς, μετέπειτα πρόεδρο των ΗΠΑ, με τον οποίο συνδέθηκε με βαθιά φιλία.
Μετά την αποφοίτησή του, το 1825, ο Ναθάνιελ Χόθορν φέρεται να πρόσθεσε ένα [w] στο επίθετό του (Hathorne-Hawthorne), θέλοντας να διαχωρίσει τον εαυτό του από ορισμένους προγόνους του, που ως δικαστές ήταν διαβόητοι για τις πολύ αυστηρές ποινές που επέβαλλαν, όπως από τον πρόγονό του, Τζον Χόθορν, που ήταν ένας από τους δικαστές στη δίκη των Μαγισσών του Σάλεμ και ο μοναδικός που δεν μετανόησε ποτέ για τις αποφάσεις του.
Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο Μπόουντεν ο Ναθάνιελ είχε βάλει στοίχημα με κάποιον φίλο του ένα μπουκάλι κρασί, ότι δε θα παντρευόταν τα επόμενα δώδεκα χρόνια. Κέρδισε μεν το στοίχημα αλλά τελικά νυμφεύτηκε το 1842 τη ζωγράφο Σοφία Πίμποντι, με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά. Η Πίμποντι θαύμαζε τον Χόθορν και σε ένα ημερολόγιό της ανέφερε ότι ο πλούτος και το βάθος των έργων του της προκαλούσε ζάλη.
Ο Χόθορν ξεκίνησε το συγγραφικό του έργο το 1832 με τη δημοσίευση δύο διηγημάτων του:
Ο συγγενής μου ο ταγματάρχης Μολινέ
Η ταφή του Ρότζερ Μάλβιν
Το 1839, όταν διορίστηκε στο τελωνείο της Βοστόνης, άρχισε να δημοσιεύει μικρές ιστορίες σε διάφορα περιοδικά, χωρίς όμως κάποια από αυτές να τραβήξει την προσοχή των αναγνωστών. Την άνοιξη του 1837, ο Horatio Bridge συγκέντρωσε και εξέδωσε σε έναν τόμο, με τίτλο Twice-Told Tales, όλες αυτές τις ιστορίες και έτσι ο Ναθάνιελ Χόθορν έγινε γνωστός στην περιοχή. Το 1846 διορίστηκε επιθεωρητής πλοίων στο λιμάνι του Σάλεμ, έχασε όμως αυτή τη θέση μετά την ήττα των Δημοκρατικών, στις προεδρικές εκλογές δύο χρόνια αργότερα (ο Χόθορν υποστήριζε το Δημοκρατικό Κόμμα). Η απόλυσή του έγινε αντικείμενο μεγάλης συζήτησης στη Νέα Αγγλία εκείνη την περίοδο, ιδιαίτερα μετά την επιστολή διαμαρτυρίας του Χόθορν που δημοσίευσε η εφημερίδα Boston Daily Advertiser η οποία υποστήριζε τους Δημοκρατικούς. Το ίδιο διάστημα εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων Βρύα από ένα παλιό αρχοντικό.
Στα μέσα Μαρτίου του 1850, εκδόθηκε το γνωστότερο ίσως βιβλίο του Χόθορν, Το άλικο γράμμα (The Scarlet Letter), που στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στη ζωή της Αν Χάτσινσον και το οποίο πούλησε σε λιγότερο από δέκα μέρες περισσότερα από δυόμισι χιλιάδες αντίτυπα. Ο κριτικός Edwin Percy Whipple, αν και φίλος τού συγγραφέα, άσκησε αρνητική κριτική για το έργο αυτό του Χόθορν, μιλώντας για τη “νοσηρή ένταση” του έργου και τη “λεπτομερή καταγραφή ψυχολογικών λεπτομερειών που μπορούν να προκαλέσουν έντονο πόνο”. Αντίθετα για τον συγγραφέα Ντ. Λόρενς (D. H. Lawrence), το Άλικο Γράμμα είναι ένα από τα τελειότερα έργα της αμερικανικής λογοτεχνίας.
Τέλη Μαρτίου του 1850 ο Χόθορν μετακόμισε, με την οικογένειά του, στο Λένοξ, στα υψώματα του Μπέρκσαϊρ, στη δυτική Μασαχουσέτη, όπου τον επόμενο χρόνο έγραψε Το σπίτι με τα εφτά αετώματα. Αυτό το έργο, κατά τον κριτικό Τζέιμς Ράσελ Λόουελ (James Russell Lowell) είναι καλύτερο από Το άλικο γράμμα και αποτελεί την πιο πολύτιμη συμβολή στην ιστορία της Νέας Αγγλίας. Στο Μπέρκσαϊρ γνωρίστηκε με τον Χέρμαν Μέλβιλ, που εκτιμούσε ιδιαίτερα τον Χόθορν και του αφιέρωσε το γνωστότερο έργο του, το Μόμπι Ντικ “σε ένδειξη θαυμασμού για την ιδιοφυΐα του”.
Στο Μπέρκσαϊρ, το 1852, ο Χόθορν έγραψε τη βιογραφία του Φραγκλίνου Πιρς, στην οποία τον παρουσιάζει ως φιλήσυχο και ήρεμο άνθρωπο αποσιωπώντας τις φήμες για το πρόβλημα που αντιμετώπιζε με το αλκοόλ ενώ αναφέρει και την άποψη του μετέπειτα προέδρου των ΗΠΑ για τη δουλεία, ότι “η δουλεία δε θεραπεύεται με ανθρώπινα μέτρα αλλά θα εξαφανιστεί κάποια στιγμή σαν όνειρο”. Στο Μπέρκσαϊρ έγραψε και το The Blithedale Romance, που είναι το μόνο έργο που ο Χόθορν έγραψε σε πρώτο πρόσωπο. Την ίδια χρονιά πήγε να μείνει με την οικογένειά του στο Κόνκορντ.
Μετά τη νίκη του Φραγκλίνου Πιρς στις εκλογές του 1853, ο Χόθορν διορίστηκε πρόξενος στο Λίβερπουλ και παρέμεινε στη θέση αυτή όσο διήρκεσε και η θητεία του Πιρς. Έπειτα περιηγήθηκε για ενάμισι χρόνο στην Ιταλία και αφού έμεινε για λίγο στην Αγγλία, όπου έγραψε το μυθιστόρημα Ο μαρμάρινος φαύνος, επέστρεψε το 1860 στο Κόνκορντ, στις ΗΠΑ, όπου αφοσιώθηκε αποκλειστικά στο γράψιμο.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του Χόθορν είχαν αρχίσει να διαφαίνονται σημάδια ψυχολογικής κατάρρευσης στα χειρόγραφά του. Τελικά πέθανε στον ύπνο του στη διάρκεια ενός ταξιδιού με τον Φραγκλίνο Πιρς στο Πλίμουθ, στο Νιου Χαμσάιρ (New Hampshire), στις 19 Μαΐου του 1864.
Τα σημαντικότερα μυθιστορήματα
- The Scarlet Letter (Το άλικο γράμμα), 1850
Μια ιστορία για την παράνομη ερωτική σχέση (σύμφωνα με τα πουριτανικά πρότυπα της κοινωνίας της Νέας Αγγλίας τον 17ο αιώνα) ανάμεσα σε μια νέα γυναίκα και στον πάστορα της μικρής κοινότητας. Η γέννηση του παιδιού τους, θα σημάνει εξοστρακισμό της Έστερ Πριν από την κοινωνία, και την καταστροφή (ηθική, ψυχική και κοινωνική) του πάστορα. - The House of the Seven Gables (Το σπίτι με τα εφτά αετώματα), 1851
…Διαθέσαμε μια ώρα σχεδόν σε κάθε αέτωμα χωριστά -ήταν μεγάλη η απόλαυση που νιώσαμε. Το βιβλίο αυτό μοιάζει με ωραία, παλιά κάμαρα, πλούσια αλλά και συνετά επιπλωμένη με κείνο ακριβώς το είδος των επίπλων που είναι τα πιο κατάλληλα για να την επιπλώσουν. Διαθέτει πολυτελέστατες κουρτίνες όπου είναι πλεγμένες σκηνές από τραγωδίες! Υπάρχουν παλιές πορσελάνες με σπάνια σχήματα, απλωμένες όμορφα πάνω στο σκαλιστό μπουφέ· υπάρχουν μεγάλοι και τεμπέλικοι σοφάδες για ν’ αφεθείς· υπάρχει μια θαυμάσια σερβάντα, γεμάτοι με άφθονα και ωραία εδέσματα· υπάρχει ένα άρωμα, σαν του παλιού κρασιού, μες στο αρμάρι· και υπάρχει, τέλος, ένας μικρός σκούρος τόμος σε μια γωνιά, με χρυσές αγκράφες, τυπωμένες με γοτθικά στοιχεία, που έχει τίτλο “Ο Χόθορν: Ένα πρόβλημα”. - The Blithedale Romance (Η ιστορία του Μπλάιθντεϊλ), 1852
Ένα μυθιστόρημα για μια ουτοπική κοινότητα, εμπνευσμένο από την προσωπική εμπειρία του συγγραφέα στο αγρόκτημα Μπρουκ. - The Marble Faun, Or, The Romance of Monte Beni (Ο μαρμάρινος φαύνος), 1860
…τρεις καλλιτέχνες, οι δύο εξ Αμερικής, κι ένας νεαρός Ιταλός κόμης εξερευνούν τη Ρώμη και τους θησαυρούς της ακολουθώντας διαφορετικές διαδρομές ο καθένας, που όμως όλες εκβάλλουν στην προσωπική αυτογνωσία, τον ηθικό αναπροσανατολισμό και τη μεταμέλεια. Στο κορυφαίο αυτό μυθιστόρημα, που τοποθετείται στην Ιταλία του 1850, ο Χόθορν ανατέμνει με τρόπο ευφάνταστο την έννοια της ενοχής, της τιμωρίας, της κάθαρσης και πολλά ακόμη τοποθετώντας τους ήρωές τους μέσα σ’ ένα εξόχως ατμοσφαιρικό σκηνικό βαρύ από συμβολισμούς και γεμάτο από συνδηλώσεις πάνω στην τέχνη, τη θρησκεία και τον έρωτα…